Πάνω στο έδαφος της εκδήλωσης του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλισμού, οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας γίνονται όλο και πιο δυσοίωνες. Οι διασημότεροι αστοί οικονομολόγοι, από άλλο δρόμο, φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα με τους μαρξιστές. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι τρεις «γκουρού» της σύγχρονης αστικής οικονομικής σκέψης, οι οποίοι καταλήγουν σε κοινά, απαισιόδοξα συμπεράσματα («Καθημερινή» 20/9).
Ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Νουριέλ Ρουμπινί, συνεχίζει να προβλέπει ύφεση σε Ευρώπη και Αμερική, καθώς και σοβαρή επιβράδυνση στη Κίνα, αλλά και στις περισσότερες από τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη. Ο νομπελίστας οικονομολόγος του «Harvard» Κένεθ Ρογκόφ, που διατείνεται ότι έχει μελετήσει όλες τις οικονομικές κρίσεις των τελευταίων 800 ετών, προβλέπει μια δεύτερη μεγάλη «σύνθλιψη» σαν αποτέλεσμα των τεράστιων χρεών, τοποθετώντας την ανάκαμψη «μετά από πολλά χρόνια». Τέλος, ο επίσης νομπελίστας Κρούγκμαν, θεωρεί ότι οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην ευρωπαϊκή κρίση «απλά αναβάλουν το μοιραίο».
Τα χρέη των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, αποτελούν ένα αξεπέραστο πρόβλημα για τον ευρωπαϊκό, αλλά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Για να κατανοηθεί το «ντόμινο» με το οποίο απειλείται η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, αρκεί να αναφέρουμε ότι μια χρεοκοπία στις τάξεις του ευρωπαϊκού Νότου θα μπορούσε να μεταδοθεί άμεσα στις γαλλικές, τις αγγλικές και τις γερμανικές τράπεζες, που μόνες τους κατέχουν το 61% του συνολικού χρέους της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας!
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του περιοδικού «Forbes» οι γαλλικές τράπεζες κρατούν στα χέρια τους το 27% του χρέους των κρατών «PIIGS» (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία), ενώ ταυτόχρονα κατέχουν το 44% του «ανοίγματος» ολόκληρου του ιταλικού τραπεζικού τομέα. Οι αγγλικές τράπεζες κρατούν στα χέρια τους το 14% του χρέους των «PIIGS», ενώ επίσης κατέχουν το 30% του ιρλανδικού τραπεζικού χρέους. Οι γερμανικές τράπεζες κατέχουν το 20% του χρέους των «PIIGS», ενώ τέλος, οι ισπανικές τράπεζες κατέχουν το 43% των χρεών των πορτογαλικών τραπεζών.
Αυτά τα τεράστια χρέη, όπως έχουμε εξηγήσει σε παλιότερες αναλύσεις μας, είναι ένδειξη του πρωτοφανούς παρασιτισμού που χαρακτηρίζει την παρούσα ιστορική φάση του καπιταλισμού και πάνω από όλα, το απότοκο της απόπειρας να αποφευχθεί μια βαθειά ύφεση με την «τεχνητή γόμωση» του πάσης φύσης δανεισμού.
Όσο η μια ευρωπαϊκή χώρα μετά την άλλη βυθίζεται στην ύφεση, τα τεράστια αυτά χρέη γίνονται η συνταγή γι’ αυτό που οι αστοί δημοσιολόγοι ονομάζουν «η τέλεια καταιγίδα». Ο μόνος λόγος που αυτή η «καταιγίδα» έχει ως σήμερα αποφευχθεί είναι, σε ότι αφορά στις ευρωπαϊκές τράπεζες, η διοχέτευση από την ΕΚΤ φθηνού χρήματος σε αυτές για μια περίοδο πάνω από τρία έτη και σε ότι αφορά στα υπερχρεωμένα κράτη του Νότου, «η απαγόρευση χρεοκοπίας» μέσα από τη δημιουργία των περίφημων Μηχανισμών διάσωσης από την «τρόικα».
Όμως υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να «διασωθεί», ειδικά από τη στιγμή που η βασική ευθύνη των «διασώσεων» πέφτει όλο και περισσότερο στην εύρωστη καπιταλιστική Γερμανία και από τη στιγμή που το μόνο «λογικό» σε καπιταλιστική βάση φάρμακο ενάντια στα χρέη, δηλαδή η πολιτική της άγριας λιτότητας για τους εργαζόμενους, οξύνει την ύφεση και κατ’ έπέκταση την υπερχρέωση. Με την Ισπανία, την 4η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης να βρίσκεται «με το ένα πόδι» στον Μηχανισμό, με την «διάσωση» της Ελλάδας να απαιτεί σύμφωνα με το ΔΝΤ μια νέα περικοπή χρέους και μια νέα δανειοδότηση και την ύφεση να επεκτείνεται από τον Ευρωπαϊκό Νότο στον Βορά επιτείνοντας τον κίνδυνο χρεοκοπιών, η Γερμανία θα γίνεται όλο και λιγότερο «γενναιόδωρη». Έτσι σε μια κρίση που οι ίδιοι οι αστοί ομολογούν ότι θα κρατήσει πολλά χρόνια, οι χρεοκοπίες είναι αναπόφευκτες, με την Ευρωζώνη να μην είναι δυνατό να διατηρήσει τη σημερινή της μορφή και την επιλογή των εθνικών νομισμάτων να επανέρχεται στο προσκήνιο.
Το οικονομικό αδιέξοδο της ελληνικής άρχουσας τάξης
Ο ελληνικός καπιταλισμός ακροβατεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Τα περιθώρια για την παραμονή της ελληνικής άρχουσας τάξης στο «κλαμπ» των ισχυρών της ΕΕ είναι στενότερα από ποτέ. Η κυρίαρχη φιλολογία στα ΜΜΕ για τη «μεταστροφή του κλίματος» στις τάξεις των ευρωπαίων πολιτικών αξιωματούχων υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ, με αφορμή τις ανέξοδες ευχές των Μέρκελ και Σόιμπλε στην επίσκεψη της πρώτης στην Αθήνα και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, είναι αβάσιμη. Ο παράγοντας που θα κρίνει την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν είναι οι ευχές των ευρωπαίων αστών ηγετών, αλλά πρωτίστως η διεθνής οικονομική πραγματικότητα, που όπως ήδη αναφέραμε εξελίσσεται από το κακό στο χειρότερο. Μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα, η διαχρονική θέση του ελληνικού καπιταλισμού ως «αδύναμος κρίκος» της καπιταλιστικής Ευρώπης, σε συνδυασμό με την κυριολεκτικά καταστροφική του πορεία τα τελευταία τρία χρόνια, κάνουν απίθανη την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Όσα «καλά λόγια» κι αν ακουστούν από τους ευρωπαίους αστούς πολιτικούς, αυτό που θα αποφασίσει για τη μοίρα της καπιταλιστικής Ελλάδας θα είναι η αδυσώπητη πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Η πραγματικότητα αυτή «μιλάει» με τη γλώσσα της στατιστικής και των οικονομικών εκτιμήσεων στη βάση δεδομένων και όχι με τη διάλεκτο της πολιτικής διπλωματίας. Η ύφεση για φέτος οδεύει ολοταχώς προς το 8%, με το συνολικό ΑΕΠ της Ελλάδας υποχωρώντας να σπάει το φράγμα των 200 δις ευρώ. Στο τούνελ, όχι μόνο δεν διαφαίνεται ακόμα φως, αλλά επιτελεία όπως αυτό της αμερικάνικης επενδυτικής τράπεζας «Citi», προβλέπουν ύφεση – εφιάλτη για το 2013, που θα φτάσει το 10,7%, ενώ μόλις λίγους μήνες πριν οι επίσημες εκτιμήσεις μιλούσαν για «την αρχή της ανάκαμψης»…
Πάνω στο έδαφος της βαθειάς ύφεσης το ελληνικό «δημόσιο» χρέος κινείται – σα να μην υπήρξε ποτέ το πρόσφατο «PSI» – σε επίπεδα που το καθιστούν μη βιώσιμο. Αξίζει να θυμηθούμε ότι το χρέος της Ελλάδας το 2009 βρισκόταν στα 298,5 δισ. ευρώ και στο 128,9% του ΑΕΠ. Το 2013 όπως παραδέχτηκε ο υπουργός Οικονομικών κατά την πρόσφατη κατάθεση του προσχέδιου του προϋπολογισμού στη Βουλή, μετά από 2 Μνημόνια, Μεσοπρόθεσμα, «PSI» κλπ θα διαμορφωθεί στα 352,3 δισ. ευρώ, αυξανόμενο κατά 53,8 δισ. ευρώ, δηλαδή κοντά στο 182,5% του ΑΕΠ! Αυτά είναι τα αποτελέσματα της «σωτηρίας» της χώρας από τους συνασπισμένους δανειστές της.
Το ελληνικό πρόγραμμα όμως, κάθε άλλο παρά «αποτυχημένο» είναι, όπως συνηθίζουν να το αποκαλούν οι «Κευνσιανοί», που διατείνονται ότι υπάρχει τάχα ένας άλλος, «φιλολαϊκός δρόμος» μέσα στα όρια του καπιταλισμού. Μέχρι στιγμής έχει πετύχει απόλυτα το στόχο του. Διέσωσε τα υπερκέρδη των τραπεζών, εγχώριων και ξένων, οι οποίες θα είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από μια γενικευμένη χρεοκοπία, αλλά και εκείνα μιας χούφτας πανίσχυρων καπιταλιστικών ομίλων που λειτουργούν στη χώρα. Ενδεικτικά, το 31% των εισηγμένων στο ΧΑΑ εταιρειών συνεχίζουν να σημειώνουν και φέτος κέρδη, ενώ το 13% των εισηγμένων μάλιστα, αυξάνουν τα κέρδη τους συγκριτικά με το 2011 (στοιχεία από τους ισολογισμούς του πρώτου εξαμήνου του 2012 με πηγή την Ένωση Εισηγμένων Εταιρειών).
Η λογική του προγράμματος «διάσωσης» ήταν σαφής από την αρχή: “στύβουμε” το βιοτικό επίπεδο εργατικής τάξης και μικροαστών για να αποπληρωθούν κανονικά τα ληστρικά τοκοχρεολύσια, αναβάλλοντας όσο μπορούμε το ντόμινο που θα προκαλέσει μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Αυτή συνεχίζει να είναι και η τακτική της τρόικας σχετικά με την Ελλάδα σήμερα. Όσο το δυνατό μεγαλύτερη χρονική μετάθεση του «μοιραίου» για να προετοιμαστούν καλύτερα τα μεγάλα καπιταλιστικά αφεντικά και να ελαχιστοποιηθούν τα μελλοντικά κόστη τους. Όμως, καθώς η ύφεση καλπάζει και καθώς τα περιθώρια να εξυπηρετηθεί το γιγάντιο χρέος της Ελλάδας από τις εξαντλούμενες δυνάμεις της εργατικής τάξης και των μικροαστών στενεύουν, ο χρόνος πλέον, σώνεται.
Καθόλου τυχαία, πρώτο εξέπεμψε «σήμα κινδύνου» το ΔΝΤ, εκφράζοντας τους φόβους των Αμερικάνων και Γάλλων καπιταλιστών, αλλά και συνολικά των μεγάλων ξένων τραπεζών για το νέο εκτροχιασμό του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ για να απελευθερώσει τη νέα δόση για την Ελλάδα, απαιτεί πλέον από την ΕΕ (βλέπε Γερμανία) επιπλέον χρηματοδότηση, που θα ανέρχεται σε 30 – 40 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με μια νέα περικοπή χρέους. Με άλλα λόγια, πέταξε το «μπαλάκι» της ευθύνης αποκλειστικά στη Γερμανία.
Εκείνη από την πλευρά της, παρά τις δηλώσεις “καλού κλίματος” έναντι της Ελλάδας, φοβούμενη ότι αν δεχθεί τις απαιτήσεις του ΔΝΤ θα δημιουργήσει ένα αρνητικό προηγούμενο εγγύησης χρεών για ολόκληρο το Νότο, πετάει το «μπαλάκι» αμήχανα στην ίδια την ελληνική άρχουσα τάξη, θέτοντας στους ώμους της το ακατόρθωτο καθήκον να διατηρηθεί μέσα στο ευρώ προσπαθώντας να «στύψει την πέτρα», δηλαδή το συνθλιμμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων και ταυτόχρονα να διατηρήσει τη σταθερότητα της παρούσας αστικής συγκυβέρνησης. Και σα να μην έφθανε αυτό, αποφασισμένοι να μην δείξουν καμία περαιτέρω «γενναιοδωρία» στο Νότο, μαζί με Φινλανδία και Ολλανδία, οι Γερμανοί αστοί πήραν πίσω την υπόσχεση της Συνόδου του Ιουνίου για την απευθείας δανειοδότηση των τραπεζών από τον ειδικό Μηχανισμό για χρέη παρελθόντων ετών, η οποία είχε χαρακτηριστεί σωτήρια, ειδικά για την Ισπανία και μιλούν πλέον για δυνατότητα σχετικής δανειοδότησης που θα αφορά σε τραπεζικά χρέη τα οποία θα προκύψουν από εδώ και πέρα.
Η σκλήρυνση της Γερμανικής στάσης σε αντίθεση με τις εγχώριες ανοησίες περί «καλού κλίματος», αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην κοινή πίεση όλων των εταίρων της τρόικας προς την συγκυβέρνηση γύρω από τα «εργασιακά». Η στάση αυτή πριν από λίγες βδομάδες έκανε τον Σαμαρά και τον Στουρνάρα να «διαρρεύσουν» την «ενόχλησή τους» και τον αστικό τύπο να κάνει λόγο για «ανευθυνότητα που προκαλεί την αποσταθεροποίηση της συγκυβέρνησης». Η πίεση αυτή είναι που τις τελευταίες μέρες ενεργοποίησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της ΔΗΜΑΡ, που απειλούμενη με πολιτική εξαφάνιση, έθεσε τις αλλαγές στα «εργασιακά» ως «κόκκινη γραμμή» και εισήγαγε την συγκυβέρνηση σε μια φάση σοβαρής κρίσης.
Το «όχι» της Γερμανίας σε μια νέα χρηματοδότηση και σ’ ένα νέο «κούρεμα» του χρέους, σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση στα «εργασιακά», διαμορφώνουν την εικόνα μιας τακτικής «Πόντιου Πιλάτου» από την τρόικα, που στην πράξη συνιστά σπρώξιμο της Ελλάδας εκτός Ευρωζώνης. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν θα εγκριθεί τελικά η καθυστερούμενη δόση, η οποία μπορεί απλά μόνο να αναβάλει για λίγο καιρό τη χρεοκοπία και την ανάγκη για καταφυγή σ’ ένα εθνικό νόμισμα.
Ήδη υπέρ της λύσης της ελληνικής εξόδου τάσσονται ανοιχτά στη Γερμανία υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη όπως ο υπουργός Οικονομικών της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ, που στις 4/10 υποστήριξε στην ηλεκτρονική έκδοση του «Focus» ότι «οι κίνδυνοι από μια ελεγχόμενη έξοδο είναι σαφώς μικρότεροι από αυτό που πολλοί φοβούνται» και συνεχίζοντας ανέφερε : «Εκφράζω τον σκεπτικισμό μου σχετικά με το εάν η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει με τις δικές της δυνάμεις. Σύμφωνα με την άποψη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα χρειάζεται πλήρη “ανοικοδόμηση”. Αυτό είναι κώδωνας κινδύνου. Πρέπει όμως τώρα να περιμένουμε την έκθεση της τρόικας για να αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει. Η ιδέα του Πέερ Στάινμπρουκ (σ.σ πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος), απλώς να συνεχίσουμε να πληρώνουμε απεριόριστα για την Ελλάδα, δεν αποτελεί εναλλακτική. Εάν η Γερμανία πρέπει στο τέλος να πληρώνει επί μονίμου βάσεως για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες, αυτό θα πρέπει να το αποφασίσουν οι πολίτες με δημοψήφισμα».
Την έξοδο από το ευρώ επίσης, προεξοφλούν επιτελεία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου όπως οι οίκοι Pimco και City’s, ενώ ο πρόεδρος της «Goldman Sachs Group» Γκάρι Κοχν εκτιμά ότι το πιο πιθανό είναι πως ορισμένες χώρες θα επιλέξουν να βγουν από την Ευρωζώνη «για να μπορέσουν να κυνηγήσουν την ανάπτυξη», καθώς «η Νότια Ευρώπη δεν έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί οικονομικά με το περιβάλλον σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών στο οποίο είναι σήμερα» («Καθημερινή» – 12/10).
Μια άρχουσα τάξη παρασιτική, αντιδραστική και απελπισμένη
Πάνω από όλα όμως, τη σίγουρη προοπτική για έξοδο από το ευρώ επιβεβαιώνουν οι ίδιοι οι έλληνες καπιταλιστές με την κλιμάκωση της τυχοδιωκτικής δράσης τους, που αναιρεί τα παραμύθια για το «εθνικό συμφέρον» που αραδιάζουν οι πολιτικοί τους υπάλληλοι στον «λαουτζίκο» και φανερώνει την πλήρη απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά τους στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Η πρόσφατη μεταφορά έδρας της «COCA COLA Hellenic» και της «ΦΑΓΕ» στο εξωτερικό, που προστέθηκε στις αποχωρήσεις μεγάλων ξένων εταιρειών το τελευταίο διάστημα («Carrefour», «Credit Agricole», «Societe Generale») είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Ένα ακόμα πιο αδιάσειστο πειστήριο, είναι η συνεχιζόμενη φυγή καταθέσεων ύψους 84 δισ. ευρώ από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Σε αυτή την κοινωνικά προκλητική στάση, προστέθηκαν τα αποτελέσματα των αποκαλύψεων της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ για την προκλητική απαλλαγή μιας σειράς μεγάλων καπιταλιστών από την πληρωμή του «χαρατσιού». Τέλος, τα στοιχεία που προκύπτουν από την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2011 είναι εξόχως αποκαλυπτικά για τον παρασιτικό ρόλο της άρχουσας τάξης. Για παράδειγμα, στην Εκάλη και το Ψυχικό – Φιλοθέη, δηλαδή στα προάστια των εκατομμυριούχων, ο μέσος όρος δηλωθέντος εισοδήματος ήταν μόλις €123.000 ευρώ και 74.798 ευρώ αντίστοιχα…
Ο γενικευμένος αυτός παρασιτισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης έχει κάνει και τους ίδιους τους κατ’ επάγγελμα απολογητές της, να αγανακτούν με το ρόλο της. Ο επιφανής εκπρόσωπός τους Αλέξης Παπαχελάς, έγραφε χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» στις 17/10 : «…Πάντοτε υπήρχε μια κοινή γνώμη που ένιωθε πιο βολικά, πιο οικεία αν θέλετε, με τον ανατολίτικο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μιας κοινωνίας. Βρέθηκαν, όμως, φωτισμένοι και δυναμικοί ηγέτες από τον Καποδίστρια και τον Τρικούπη έως τον Βενιζέλο και τον Καραμανλή που μας ανάγκασαν να κολυμπήσουμε στα βαθιά νερά του δυτικού κόσμου. Με γκρίνιες, μάχες, πισωγυρίσματα, το καταφέραμε και γι’ αυτό η Ελλάδα μεγάλωσε ανέλπιστα, εντάχθηκε στα μεγάλα δυτικά κλαμπ και προόδευσε. Είχαν, όμως, οι ηγέτες αυτοί ως μεγάλο σύμμαχο μια εξωστρεφή αστική τάξη που είχε όραμα, αρχές και όρεξη για να προσφέρει στην πατρίδα. Τα τελευταία 30 χρόνια η τάξη αυτή αντικαταστάθηκε από μια κλεπτοκρατική και νεόπλουτη τάξη, που πιστεύει ακράδαντα στο «ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε», τελεία και παύλα. Αυτό το μοντέλο δόξασε, αυτό υπηρέτησε μια ομάδα «ελαφρών» πολιτικών, αυτό μας πήγε στη χρεοκοπία…Πώς να δώσεις τη μάχη του ευρώ με έναν ιδιωτικό τομέα που φωνάζει «δώσε και μένα μπάρμπα» μπας και πάρει κανένα «φιλέτο», ή που νοσταλγεί τη δραχμή και τον τριτοκοσμικό τρόπο λειτουργίας της αγοράς;…».
Η γλώσσα αυτή δεν φανερώνει απλά απογοήτευση, αλλά απελπισία. Οι αστοί πάνω στο έδαφος της κρίσης που αποκαλύπτει τον κοινωνικά άχρηστο και παρασιτικό χαρακτήρα της τάξης τους, χάνουν την πίστη στη δυνατότητά τους να καθοδηγούν την κοινωνία. Αυτή η αυτοκριτική διάθεση που ενοχοποιεί σύσσωμο το αστικό πολιτικό κατεστημένο και τα πιο κρατικοδίαιτα αστικά στρώματα για να αγιοποιήσει τα – στην πράξη ανύπαρκτα – «εθνικώς σκεπτόμενα», δεν μπορεί παρά να αντανακλά την ανάπτυξη σοβαρών διασπάσεων στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης, φαινόμενο που ιστορικά αποτελεί έναν από τους βασικούς όρους για την εμφάνιση μιας κοινωνικής επανάστασης.
Το πολιτικό αδιέξοδο της άρχουσας τάξης και οι νεοναζί
Το χαμηλό ηθικό, η απαισιοδοξία και ο φόβος για το μέλλον του συστήματός τους, αντανακλά την ταχύτατη πολιτική απομόνωση των καπιταλιστών – ειδικά από την παραδοσιακή βάση υποστήριξής τους, δηλαδή τα τσακισμένα από τις πολιτικές τους «μεσαία στρώματα» – και την αυξανόμενη απαξίωση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και ηγεσιών.
Το παραδοσιακό κόμμα του ελληνικού κεφαλαίου, η Ν.Δ, όπως έδειξαν οι τελευταίες εκλογές κρατιέται στη ζωή σε τελική ανάλυση μόνο εξαιτίας του φόβου ενός τμήματος των συνταξιούχων, των μικρομεσαίων αποταμιευτών και των δημοσίων υπαλλήλων για την αβεβαιότητα που δημιουργεί το θολό οικονομικό πρόγραμμα της Αριστεράς. Τα αστικά δεκανίκια του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, μετά τη συμμετοχή τους στη συγκυβέρνηση βρίσκονται όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις ενώπιον ενός προαναγγελθέντος πολιτικού θανάτου. Το μετριοπαθές ακροδεξιό ΛΑΟΣ έδωσε οριστικά τη θέση του στο πολιτικό σκηνικό στην ανερχόμενη νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή», την οποία όμως οι αστοί επιθυμούν να χρησιμοποιούν σαν μια συμπληρωματική στους επίσημους κρατικούς μηχανισμούς δύναμη τρομοκράτισης του εργατικού κινήματος, αλλά καθόλου δεν θα ήθελαν να τη δουν να αντικαθιστά σε πολιτική ισχύ τα παραδοσιακά τους πολιτικά στηρίγματα, φοβούμενοι την ενεργοποίηση των επαναστατικών αντανακλαστικών που προκαλεί στους εργαζόμενους και τη νεολαία η άνοδός της.
Η συγκυβέρνηση και το πολιτικό προσωπικό που την στηρίζει και την απαρτίζει, αποδεικνύονται αναλώσιμα. Ο πρωθυπουργός, του οποίου το ηγετικό και «εθνικό» προφίλ προσπαθεί να αναστηλώσει ο αστικός Τύπος, είναι αδύνατο να μείνει υπεράνω πολιτικής φθοράς. Κοιτώντας τριγύρω από αυτόν, με το βλέμμα ήδη στις εκλογές, οι αστοί στην απόπειρά τους να συσπειρώσουν δυνάμεις για να δημιουργήσουν ξανά πολιτικές προσδοκίες ικανές να φρενάρουν την ανάπτυξη των «πολιτικών άκρων», βλέπουν μόνο λαομίσητους «Πάγκαλους» και «Ντόρες», πολιτικά ανυπόληπτους «Λοβέρδους», «Διαμαντοπούλες» και «Χρυσοχοΐδηδες» και επίλεκτα ονόματα της «Λίστας Λανγκάρντ». Αυτός είναι λοιπόν, ο ορισμός του πολιτικού αδιεξόδου για τους αστούς.
Οι νεοναζί της ΧΑ προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάρρευση του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και στοχεύουν στη δημιουργία ενός αντιδραστικού κινήματος που θα καταλάβει την εξουσία, οργανώνοντας και επεκτείνοντας τους θύλακες στήριξής τους στην Αστυνομία και το στρατό. Όμως μόνο με αυτούς δεν μπορούν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ο φασισμός ιστορικά αναπτύχθηκε σαν ένα μαζικό κίνημα απελπισμένων, λουμπενοποιημένων μικροαστών που κινητοποιήθηκαν ενεργά ενάντια στο εργατικό κίνημα και μέσα σε έναν εντελώς διαφορετικό ταξικό συσχετισμό δύναμης από τον σημερινό.
Η ταύτιση με τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», στην οποία εύκολα προβαίνουν μια σειρά αριστεροί αναλυτές, είναι εντελώς λαθεμένη. Μπορεί το βάθος της οικονομικής κρίσης και η ιδεολογία των νεοναζί της «Χρυσής Αυγής» να συνιστούν στοιχεία που προσδίδουν ομοιότητα της σημερινής κατάστασης της Ελλάδας με εκείνης της Γερμανίας του Μεσοπόλεμου, όμως σήμερα το εργατικό κίνημα και η Αριστερά είναι πολύ πιο ισχυρά από τότε έναντι των δυνάμεων της αντίδρασης. Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και των μικροαστών κοιτούν για πολιτική λύση προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι προς την ΧΑ. Ειδικά στις μεγάλες πόλεις, τα οικονομικά και πνευματικά κέντρα της χώρας, ο συσχετισμός είναι συντριπτικός υπέρ της Αριστεράς. Συγκριτικά με τη Γερμανία του Μεσοπολέμου, οι μικροαστοί έχουν αποδυναμωθεί μέσα από την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, τόσο αριθμητικά, όσο και από τη σκοπιά του ειδικού βάρους τους στη διαμόρφωση πλειοψηφικών πολιτικών ρευμάτων στην κοινωνία.
Επιπρόσθετα, τα μικροαστικά στρώματα σήμερα, όπως φανέρωσε η πρόσφατη γενική απεργία στην οποία συμμετείχαν οι μαγαζάτορες και όπως έδειξαν οι μαχητικές αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις αρκετών μικροαστικών κλάδων τα τελευταία χρόνια (δικηγόροι, γιατροί, ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες κ.α), δείχνουν ξεκάθαρα την διάθεσή τους να συμπαραταχθούν με το εργατικό κίνημα και όχι να στραφούν εναντίον του, όπως από τη φύση της στοχεύει η ΧΑ. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανέργων και των μικροαστών θεωρεί υπεύθυνους για τα δεινά της χώρας τους τραπεζίτες και τους αστούς πολιτικούς όχι τους «ξένους» και τους «αριστερούς». Για κάθε έναν εξαχρειωμένο μικροαστό που θα ήθελε να εκτονώσει την οργή του πάνω σε έναν εξαθλιωμένο Πακιστανό μετανάστη, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που θέλουν να την κατευθύνουν ενάντια στους τραπεζίτες, την τρόικα και τους πολιτικούς υπηρέτες της.
Παρά την ανυπομονησία και την αλαζονεία των ηγετών τους, η ώρα των νεοναζί δεν έχει έρθει. Η μικρή άνοδός τους στα γκάλοπ δεν εκφράζει μια διάθεση για ενεργή υποστήριξη των αντιδραστικών τους στόχων, αλλά κύρια μια «τυφλή» διαμαρτυρία ενάντια «στους κλέφτες πολιτικούς». Οι συγκεντρώσεις τους είναι εντελώς άμαζες και οι οργανωμένες δυνάμεις τους βρίσκονται αριθμητικά κάτω ακόμα και από τα επίπεδα αρκετών οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ακόμα χειρότερα για αυτούς, η αλαζονεία και ο εγκληματικός «ζήλος» που επιδεικνύουν ενάντια στους μετανάστες, έχει ενεργοποιήσει τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά των μεταναστών και της νεολαίας. Αρχής γενομένης από το καλοκαίρι στη Νίκαια, σχεδόν σε κάθε γειτονιά των μεγάλων πόλεων έχουν ξεφυτρώσει πλέον αυθόρμητες αντιφασιστικές επιτροπές και αντιφασιστικές εκδηλώσεις, με αξιοσημείωτο μέγεθος και μαχητικότητα, που έχουν ήδη τρομοκρατήσει τους νεοναζί. Αν δε, υπήρχε η απόλυτα αναγκαία συνεργασία και ο συντονισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – συνδικάτων και ενώσεων μεταναστών σε κάθε γειτονιά, η εγκληματική δράση των νεοναζί θα μπορούσε να εξαλειφτεί και οι πυρήνες τους να εξαναγκαστούν σε έναν «κατ’ οίκον περιορισμό» διαρκείας.
Όσοι στην Αριστερά μιλούν με βεβαιότητα για τη «νέα Βαϊμάρη», το μόνο που καταφέρνουν είναι να εμφανίζουν την ΧΑ ισχυρότερη από ότι είναι στην πραγματικότητα και έμμεσα, να διαδίδουν τη μοιρολατρική πεποίθηση ότι οι φασίστες νομοτελειακά θα φτάσουν στην εξουσία. Έτσι πρακτικά, οι περί Βαϊμάρης φιλολογούντες, συγκαλύπτουν τον πιο καθοριστικό για την σημερινή κατάσταση παράγοντα, που είναι η ύπαρξη απόλυτα ευνοϊκών συνθηκών για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και για την εφαρμογή ενός επαναστατικού προγράμματος, που μαζί με τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό θα ξεριζώσει και τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η σημερινή εκλογική απήχηση των νεοναζί. Μπορούμε εύκολα να στοιχηματίσουμε από τώρα, ότι πολλοί από αυτούς που βιάζονται να ταυτίσουν το σήμερα με τις τελευταίες μέρες της Βαϊμάρης, αύριο θα είναι οι θιασώτες μιας δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ με άλλοθι την ΧΑ, προς την κατεύθυνση της παραίτησης από κάθε ριζική, επαναστατική κοινωνική και πολιτική αλλαγή και του αυτοπεριορισμού εντός των πλαισίων υπεράσπισης της αποθνήσκουσας αστικής δημοκρατίας και των σαπισμένων και κίβδηλων θεσμών της.
Αξίζει λοιπόν να το φωνάξουμε ξανά για να μην καταφέρουν οι μοιρολογίστρες της Βαϊμάρης να επιβάλουν τη μίζερη ψυχολογία τους στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία: ο πιο καθοριστικός παράγοντας της κατάστασης δεν είναι η εκλογική άνοδος των νεοναζί αλλά η θεαματική ισχυροποίηση και η μαζική ώθηση του κομμουνιστικού κινήματος, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, στην εξουσία! Όλα σε τελική ανάλυση – συμπεριλαμβανομένης και της εξέλιξης της απήχησης των νεοναζί – εξαρτώνται σήμερα από την πολιτική και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι απεργίες και η στάση των αριστερών ηγεσιών
Το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου η εργατική τάξη κλήθηκε από τη συνδικαλιστική ηγεσία να συμμετάσχει σε δύο ακόμα 24ωρες γενικές απεργίες. Παρ’ ότι και ο πιο καθυστερημένος πολιτικά εργάτης καταλαβαίνει ότι οι σποραδικές 24ωρες γενικές απεργίες είναι εντελώς αδύνατο να εμποδίσουν την επίθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης και της τρόικας και ότι αποτελούν μέρος μιας τακτικής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που στοχεύει στη εκτόνωση της εργατικής οργής, ειδικά σε χώρους που έχουμε εδώ και καιρό κινητοποιήσεις, οι εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν για άλλη μια φορά στο απεργιακό κάλεσμα, επιδιώκοντας να στείλουν μήνυμα ταξικής εναντίωσης στην κυβέρνηση και να σπρώξουν τη συνδικαλιστική ηγεσία προς την κλιμάκωση του αγώνα.
Η στάση της γραφειοκρατικής ομάδας Παναγόπουλου μετά τη γενική απεργία της 18ης Οκτώβρη ήταν αναμενόμενη. Αρχικά δεν προέβη σε καμία δέσμευση για κλιμάκωση, παρά μόνο εξέδωσε μια ανακοίνωση για συμμετοχή στη συμβολικού χαρακτήρα κινητοποίηση των ευρωπαϊκών συνδικάτων στις 14 Νοέμβρη. Μετά την πίεση όμως από τη βάση των συνδικάτων, η οποία κορυφώθηκε καθώς η κυβέρνηση άρχισε να παραπαίει, αναγκάστηκε να προκηρύξει μια 48ωρη γενική απεργία στο «παρά ένα» της ψήφισης των νέων μέτρων στη Βουλή.
Η στάση όμως που πραγματικά εκπλήσσει και απογοητεύει χιλιάδες εργαζόμενους αγωνιστές, είναι εκείνη των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης προσβλέπει μόνο στην Αριστερά για να μια νικηφόρα, αγωνιστική προοπτική.
Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο με έναν διπλό τρόπο το κόμμα και τις δυνάμεις του στο εργατικό κίνημα. Από τη μία πλευρά μέσω της πλήρους πολιτικής παλινόρθωσης του σταλινισμού και της κλιμάκωσης της διασπαστικής τακτικής, στοιχείων που οδήγησαν φυσιολογικά στην εκλογική πανωλεθρία του Ιουνίου, και από την άλλη, μέσω μιας εντελώς λαθεμένης εκτίμησης για τη συνείδηση των εργατικών μαζών και τον μετεκλογικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου στη χώρα. Η εκτίμηση αυτή, υποστηρίζει σε γενικές γραμμές, ότι η σοβαρή εκλογική ήττα του ΚΚΕ ήταν το αποτέλεσμα της υποχώρησης της συνείδησης των εργαζόμενων και ότι συνεπώς, το κύριο καθήκον σήμερα είναι η «μάχη οπισθοφυλακών» για την υπεράσπιση και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζόμενων, αφού η υπόθεση της επανάστασης και της εξουσίας έχει απομακρυνθεί εξαιτίας της απουσίας διάθεσης για ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές από την εργατική τάξη.
Φυσικά, τίποτα δεν βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα. Ο άκρατος σεχταρισμός της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ παραμορφώνει την εικόνα της ζωντανής ταξικής πάλης. Μόνο σαν αποκύημα φαντασίας μπορεί να ακουστεί στο μέσο εργάτη η εκτίμηση που προαναφέρθηκε, όταν από το 2010 μέχρι σήμερα, είχαμε 24 ημέρες γενικών απεργιών, το μαζικό κίνημα στις πλατείες με τη συμμετοχή πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, δεκάδες μαχητικούς αγώνες κατά χώρους και πάνω από όλα, μια άνευ προηγουμένου μαζική στροφή σε ένα κόμμα που – ανεξάρτητα από το πώς το προσεγγίζει η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ – ιστορικά ανήκει στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
Καρπός της θεωρίας της συντηρητικοποίησης των εργαζόμενων είναι η ανυπαρξία οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρότασης για πραγματική κλιμάκωση του εργατικού αγώνα. Η μόνη πρόταση που προωθούσε για μέρες το κόμμα στο εργατικό κίνημα μετά την 24ωρη της 18ης Οκτώβρη ήταν αυτή για μια ακόμα 24ωρη γενική απεργία την ημέρα συζήτησης και κατάθεσης των νέων μέτρων στη Βουλή, μια πρόταση που στην ουσία της ταυτιζόταν με την αναιμική και αποσπασματική μέθοδο «πάλης» που έως τώρα προωθεί στα συνδικάτα η ομάδα Παναγόπουλου. Μόνο όταν η πίεση από τη βάση των συνδικάτων κορυφώθηκε σαν αποτέλεσμα της εικόνας κατάρρευσης που εμφανίζει της τελευταίες μέρες η συγκυβέρνηση, η ηγεσία του ΠΑΜΕ τάχθηκε υπέρ της 48ωρης της 6ης και 7ης Νοέμβρη.
Αλλά μήπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζει έναν άλλο, νικηφόρο δρόμο για το εργατικό κίνημα; Δυστυχώς όχι. Ακολουθώντας την τακτική της αοριστολογίας, δεν παραλείπει να φωνάζει «όλοι στους δρόμους», χωρίς όμως να εμφανίζει στα μάτια των εργαζόμενων κανένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης.
Οι εργαζόμενοι δεν περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ να τους πει ότι πρέπει να βγουν στους δρόμους. Το έχουν κάνει τρία χρόνια τώρα και με το παραπάνω. Από το κόμμα που πλέον υποστηρίζουν μαζικά, αναμένουν τις κατάλληλες προτάσεις, μεθόδους και στόχους για να νικήσουν οι αγώνες. Αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δυστυχώς, κάνει σα να μην καταλαβαίνει. «Όλοι στους δρόμους!» επαναλαμβάνει μονότονα στους εργαζόμενους, κατευθύνοντάς τους όμως προς τις εκτονωτικές 24ωρες του Παναγόπουλου κι όχι προς ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης ικανό να ανατρέψει τη συγκυβέρνηση.
Κι αν οι πλατύτερες μάζες των εργαζόμενων απογοητεύονται και συγχύζονται από αυτή τη στάση χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν για να νικήσει ο εργατικός αγώνας, οι πιο πρωτοπόροι αγωνιστές του εργατικού κινήματος αντιλαμβανόμενοι την αναγκαιότητα για μια γενική απεργία διαρκείας μέχρι την ανατροπή της συγκυβέρνησης, πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αντανάκλαση αυτής της πίεσης ήταν μέχρι τώρα οι σχετικές ανακοινώσεις της ΠΟΕ-ΟΤΑ, του σωματείου των εργαζόμενων στο Μετρό και ιδιαίτερα της διοίκησης της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, που μάλιστα έστειλε τελεσίγραφο στην ηγεσία της ΓΣΕΕ για κλιμάκωση του αγώνα και κάλεσε σε απευθείας συντονισμό τις άλλες ομοσπονδίες. Όμως δυστυχώς, μέχρι στιγμής η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ δεν έδωσε καμία συνέχεια σε αυτό το κάλεσμα.
Παρ’ όλα αυτά, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ακόμα και αν το ήθελαν, δεν διαθέτουν σήμερα το απαιτούμενο κύρος για να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της οργάνωσης ενός πολιτικού απεργιακού αγώνα διαρκείας με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης. Η μόνη δύναμη που μπορεί να αναλάβει αυτή την ευθύνη, είναι η νέα πολιτική ελπίδα των εργαζόμενων μαζών και της νεολαίας, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πως θα πραγματοποιηθεί η «ανατροπή»;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σωστά υπαναχώρησε από τη γραμμή της αποδοχής της νομιμοποίησης αυτής της κυβέρνησης και υιοθέτησε το σύνθημα της «δημοκρατικής ανατροπής». Τα συνθήματα όμως, δεν έχουν καμία αξία, αν δεν λαμβάνονται οι αναγκαίες πρωτοβουλίες για να πραγματοποιηθούν. Πως μπορεί λοιπόν να πραγματοποιηθεί το σωστό σύνθημα της «ανατροπής»; Ας δούμε ορισμένες βασικές ενέργειες και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να συμβάλει στο σκοπό αυτό.
1) Η «ανατροπή» δεν θα έρθει απλά και μόνο με το «κατέβασμα στους δρόμους» και ειδικά, όταν αυτό το κατέβασμα γίνεται σύμφωνα με την εκτονωτική συχνότητα της απεργιακής «δοσολογίας» Παναγόπουλου. Πρώτα και κύρια, θα προκύψει από την κινητοποίηση και οργάνωση στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για τη δημιουργία επιτροπών αγώνα σε όλους τους χώρους δουλειάς και τις εργατικές γειτονιές με καθήκον τους να προετοιμάσουν τη διεξαγωγή μιας γενική απεργίας διαρκείας για την πτώση της συγκυβέρνησης. Οι επιτροπές αυτές, θα πρέπει να προκύψουν μέσα από γνήσιες, μαζικές και δημοκρατικές διαδικασίες γενικών συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς και λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές και τις συνοικίες και εκτός από την προπαγάνδιση της γενικής απεργίας διαρκείας, θα προετοιμάσουν και θα οργανώσουν την οικονομική της στήριξη και την περιφρούρησή της από την τρομοκρατία της Αστυνομίας και των νεοναζί.
2) Για τη δημιουργία ενός τέτοιου πανελλαδικού δικτύου επιτροπών αγώνα, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προτείνει ένα Ενιαίο Μέτωπο στο ΚΚΕ και τα συνδικάτα. Όλες οι μαζικές οργανώσεις που υποστηρίζουν την υπόθεση του εργατικού αγώνα πρέπει να ενωθούν. Μόνο έτσι θα νικήσει ο αγώνας. Όσοι δε θα δεχθούν να μπουν μέσα στο Ενιαίο Μέτωπο θα είναι άξιοι περιφρόνησης από την εργατική τάξη.
3) Από κοινού με το ΚΚΕ, τα σωματεία και τις ομοσπονδίες, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λάβει την πρωτοβουλία για ένα έκτακτο πανεργατικό συνέδριο, με εκλεγμένους αντιπροσώπους από γενικές συνελεύσεις σε όλους τους εργατικούς χώρους. Σκοπός αυτού του συνεδρίου πρέπει να είναι η ίδρυση μιας ενιαίας εργατικής συνομοσπονδίας που θα ενώσει τους εργαζόμενους σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα, υπερβαίνοντας τον σημερινό αναχρονιστικό διαχωρισμό σε δύο συνομοσπονδίες (ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ). Το πανεργατικό συνέδριο πρέπει πάνω από όλα να συζητήσει τον απολογισμό των αγώνων των τελευταίων χρόνων, την οργάνωση της γενικής απεργίας διαρκείας για την ανατροπή της συγκυβέρνησης και να εκλέξει μια νέα κεντρική συνδικαλιστική ηγεσία.
4) Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική επιτυχία του Ιουνίου, έχει γίνει σημείο αναφοράς για τους εργαζόμενους και τη νεολαία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό θέτει καθήκοντα για τη λήψη από την πλευρά του σοβαρών, ουσιαστικών και όχι συμβολικών πρωτοβουλιών για τον συντονισμό του εργατικού αγώνα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος αυτών των πρωτοβουλιών πρέπει να είναι η πραγματοποίηση ενός μακρόπνοου προγράμματος κοινών πανευρωπαϊκών απεργιών και διαδηλώσεων, το οποίο θα στοχεύει στην ανατροπή των κυβερνήσεων που εφαρμόζουν αντεργατικές πολιτικές.
Όμως το ζήτημα της εξασφάλισης μιας νικηφόρας προοπτικής για τους αγώνες, δεν είναι μόνο ζήτημα κατάλληλων πρωτοβουλιών συντονισμού και οργάνωσης, αλλά πρωτίστως, συνδέεται με την δυνατότητα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει στις αγωνιζόμενες μάζες την ορατή πολιτική λύση μια κυβέρνησης που θα ξεριζώσει όχι μόνο τα αντιδραστικά Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, αλλά και τον ίδιο τον καπιταλισμό που τα δημιούργησε.
Με ποιο πρόγραμμα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει προς τη συνδιάσκεψή που θα σηματοδοτήσει τη μετεξέλιξή του σε έναν ενιαίο κόμμα. Το ότι μέχρι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ένα αναλυτικό πρόγραμμα εξουσίας βγαλμένο μέσα από γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες με τη συμμετοχή της βάσης του, δεν είναι καθόλου τιμητικό για τους συντρόφους της ηγεσίας, που αντιμετωπίζουν αυτό το ζήτημα σα να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των «ειδικών» των διαφόρων διορισμένων επιτροπών.
Το σχέδιο διακήρυξης που ανακοινώθηκε ενόψει της συνδιάσκεψης, δεν αποτελεί την αναγκαία πολιτική απάντηση που αναμένουν χιλιάδες πρωτοπόροι εργαζόμενοι και νέοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο αυτό, που υποστηρίχθηκε από την ηγετική πλειοψηφία του ΣΥΝ, πιστοποιεί τη δεξιά μετατόπισή της πάνω στο ζήτημα των Μνημονίων, του χρέους αλλά και γενικότερα στα ζητήματα που αφορούν στην οικονομία, στοχοποιεί άμεσα, ακόμα μια φορά, το νεοφιλελευθερισμό αντί για τον ίδιο τον καπιταλισμό, συσκοτίζει το οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού, προσεγγίζει αταξικά το σημερινό κράτος και δεν προτείνει σαφείς ταξικές αναφορές για το νέο κόμμα.
Οι σύντροφοι της ηγετικής πλειοψηφίας αδυνατούν να αποχωριστούν τις επιζήμιες αυταπάτες ότι είναι δυνατό να συμφιλιωθούν τα φιλολαϊκά μέτρα με τη διατήρηση του υφιστάμενου ελέγχου της ελληνικής οικονομίας από τους καπιταλιστές και ότι επίσης είναι δυνατό, να επιβληθεί με τα μέσα της διαπραγμάτευσης η χρηματοδότηση από τους διεθνείς πιστωτές της χώρας σε μια πολιτική «ανάπτυξης» και ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων. Αυτές οι απόψεις αν υιοθετηθούν από τη συνδιάσκεψη, θα οδηγήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τους εργαζόμενους απροετοίμαστους στον σκληρό οικονομικό-πολιτικό πόλεμο που είναι έτοιμοι να διεξάγουν οι έλληνες αστοί μαζί με τους ξένους πιστωτές πάτρωνες τους ενάντια στην κυβέρνηση της Αριστεράς, όταν αυτή εκλεγεί στην εξουσία.
Από την άλλη πλευρά, η αριστερή αντιπολίτευση σε αυτές της απόψεις από την ηγεσία του «Αριστερού Ρεύματος» του ΣΥΝ (με την στήριξη ορισμένων συνιστωσών), όπως αποτυπώθηκε στις σχετικές τροποποιήσεις που κατέθεσε στην ΚΠΕ του ΣΥΝ, είναι αποσπασματική και ανεπαρκής.
Σωστά η ηγεσία του ΑΡ εκφράζει τη διαφωνία της για τη δεξιά μετατόπιση στο ζήτημα του χρέους και των Μνημονίων. Επίσης, απόλυτα σωστά, θέτει το ζήτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών και της σύγκρουσης με την καπιταλιστική ΕΕ. Όμως παρότι οι τροποποιήσεις της επιχειρούν να αποκαταστήσουν την έννοια του σοσιαλισμού από την κακή μεταχείριση που της επιφυλάσσει η ηγετική πλειοψηφία, η ηγεσία του ΑΡ συμπαρατάσσεται στη γραμμή της υπεράσπισης ενός «αντιμνημονιακού προοδευτικού προγράμματος», αντί για την υπεράσπιση ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού προγράμματος. Συνεχίζει να υπερασπίζεται το λαθεμένο σύνθημα της εξόδου από το ευρώ, που όπως και εκείνο της υπεράσπισης του ευρώ, συγχύζουν του εργαζόμενους αποπροσανατολίζοντας το εργατικό κίνημα από τα επαναστατικά, σοσιαλιστικά του καθήκοντα, ενώ ταυτόχρονα αγνοεί το μόνο σύνθημα που αντιπροσωπεύει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική ΕΕ, δηλαδή αυτό των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.
Έτσι δυστυχώς, η υπόθεση της επιστροφής στον επαναστατικό μαρξισμό, που απόλυτα σωστά οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΑΡ είχαν υποστηρίξει πριν από 2,5 χρόνια στο συνέδριο του ΣΥΝ, μένει ακόμα χωρίς πολιτική εκπροσώπηση στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ.
Το σημερινό αδιέξοδο της Ελλάδας και της Ευρώπης έχει βαθειά κοινωνικά και οικονομικά αίτια. Είναι αδιέξοδο του ίδιου του καπιταλισμού. Το κύμα φυγής κεφαλαίων και καταθέσεων από τη χώρα που έχει ήδη αρχίσει, αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να πείσουμε τους καπιταλιστές να επενδύσουν για να βγει η οικονομία από την ύφεση και ταυτόχρονα να δώσουν ανθρώπινους μισθούς και να σεβαστούν τα εργατικά δικαιώματα. Η αδιάλλακτη στάση των διάφορων Σόιμπλε και Τόμσεν που ζητούν διαρκώς νέο «αίμα» από τους φτωχούς για να πληρωθούν οι τόκοι «στην ώρα τους», δείχνει ότι είναι αδύνατο να πείσουμε τους κερδοσκόπους πιστωτές και τους πολιτικούς εκφραστές τους να παραιτηθούν εθελοντικά από τα κέρδη τους για να ανακουφιστούν οι εργαζόμενοι.
Το μόνο που μπορούν να προσφέρουν οι καπιταλιστές και το σύστημά τους στην ελληνική κοινωνία είναι μαζική φτώχεια, ανεργία και υπερεκμετάλλευση. Δεν υπάρχει πιο επείγον πολιτικό καθήκον για τον ΣΥΡΙΖΑ από τον αγώνα η εργατική τάξη να αποσπάσει τα ηνία της οικονομίας και της πολιτικής εξουσίας από τα χέρια αυτών των συνασπισμένων αρπακτικών, με σκοπό να αναδιοργανώσει την κοινωνία πάνω σε μια νέα, σοσιαλιστική βάση.
Συνεπώς, το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα «ανασυγκρότησης», ολότελα ξεκομμένο από το «στρατηγικό» στόχο του σοσιαλισμού. Πρέπει να υιοθετεί σαν άμεσο στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και τη λήψη σοσιαλιστικών μέτρων! Στο ανεπαρκές και γεμάτο αυταπάτες για τον καπιταλισμό σχέδιο διακήρυξης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση ένα «σχέδιο Β» στηριγμένο σε ένα εθνικό νόμισμα. Αν η οικονομική και πολιτική εξουσία δεν φύγει από τα χέρια της άρχουσας τάξης, τότε σε τελική ανάλυση, ένα νέο νόμισμα θα συνιστά ένα διαφορετικό σύμβολο στην αυξανόμενη εξαθλίωση των εργαζόμενων μαζών. Ο μόνος δρόμος διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση είναι η εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής, δηλαδή κοινωνικοποιημένης και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας. Αυτός πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος του πολιτικού προγράμματος πάνω στο οποίο θα θεμελιώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν ενιαίο κόμμα.
Τα μέλη του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουμε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Μαρξιστική Φωνή» και της εφημερίδας «Επανάσταση» έχουμε ήδη δώσει στη δημοσιότητα ένα αναλυτικό προγραμματικό σχέδιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς (Η Μαρξιστική πρόταση για το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς), το οποίο συνδέει τις βασικές διεκδικήσεις των μεγάλων ταξικών αγώνων ενάντια στην φτώχεια, την άγρια λιτότητα και την ανεργία, με τα αναγκαία επαναστατικά, σοσιαλιστικά μέτρα που θα ξεθεμελιώσουν τον καπιταλισμό. Γύρω από τις θέσεις αυτού του μαρξιστικού προγράμματος και με αφετηρία τη συνδιάσκεψη του Δεκέμβρη, καλούμε σε συσπείρωση κάθε αγωνιστή του ΣΥΡΙΖΑ, με σκοπό να διαδοθεί, να συζητηθεί και τελικά να υιοθετηθεί από το κόμμα μας.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
{fcomment}