Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική Επικαιρότητα«Θέσεις» για το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ: συμβάλουν στην «ανάπτυξη των επαναστατικών...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

«Θέσεις» για το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ: συμβάλουν στην «ανάπτυξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών» του κόμματος; – Μέρος 1ο

Η κριτική μας στις Θέσεις της ΚΕ για το επερχόμενο συνέδριο του ΚΚΕ (29-31/1/2026) αναπτυγμένη σύμφωνα με τη ροή του κειμένου

Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε στους αναγνώστες μας την (αυτονόητα μεγάλη) σημασία που έχει για το ελληνικό (και διεθνές) κομμουνιστικό κίνημα το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που θα διεξαχθεί στις 29-31 Ιανουαρίου 2026. Στο πλαίσιο της έμπρακτης αναγνώρισης της σημασίας αυτής, ξεκινάμε λοιπόν από το τρέχον τεύχος μια σειρά άρθρων κριτικής εξέτασης του συνεδριακού κειμένου Θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που δημοσιεύθηκε στις αρχές Οκτώβρη.

Απευθυνόμενοι στους συντρόφους και συναγωνιστές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι η μέθοδος που θα χρησιμοποιήσουμε είναι το ξετύλιγμα της κριτικής μας στην κατεύθυνση της ίδιας της ροής του κειμένου και ότι μόνο στο τέλος θα αναφέρουμε τα συνολικά μας συμπεράσματα για το περιεχόμενό του. Αυτό το κρίναμε σκόπιμο για να μη θεωρηθεί πως η κριτική μας συνιστά απλώς μια προκατειλημμένη αναπαραγωγή πάγιων και γνωστών μας διαφωνιών με την κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος και πως υποτιμούμε το συγκεκριμένο περιεχόμενο του νέου αυτού κειμένου.

Γιατί αργεί η πλήρης ανάπτυξη των «επαναστατικών χαρακτηριστικών»;

Αρχίζοντας λοιπόν από την «Εισαγωγή», μεταξύ άλλων διαβάζουμε τα εξής: «…Φιλοδοξούµε µε την προσυνεδριακή συζήτηση και τις ίδιες τις εργασίες του Συνεδρίου µας, το Κόµµα να κάνει ένα ακόµα µεγάλο, στέρεο βήµα στην ανάπτυξη όλων των σύγχρονων επαναστατικών του χαρακτηριστικών». Οφείλουμε εδώ να θυμίσουμε, ότι η υπόθεση της «ανάπτυξης των επαναστατικών χαρακτηριστικών» του ΚΚΕ, ή πιο ορθά κατ’ εμάς, η υπόθεση της επαναπόκτησης του επαναστατικού του χαρακτήρα, έχει επίσημα διακηρυχθεί τουλάχιστον από το 19ο Συνέδριο (2013). Το γεγονός ότι 12 «ολόκληρα» χρόνια μετά, αναφέρεται, έστω έμμεσα, από την ηγεσία σε ένα επίσημο κείμενο πως αυτή η διαδικασία απαιτεί ακόμα μια κάποιου είδους «ανάπτυξη», προκαλεί σ’ έναν κριτικό και προσεκτικό αναγνώστη εύλογα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.

Σύμφωνα με τον μαρξισμό, ο επαναστατικός χαρακτήρας ενός εργατικού κόμματος προσδιορίζεται βασικά από το πρόγραμμα και την πολιτική του, τα οποία με τη σειρά τους, προσδιορίζουν τον χαρακτήρα της ηγεσίας του, αλλά και τον αντανακλούν. Η «ανάπτυξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών» του ΚΚΕ λοιπόν, από μια συνεπή μαρξιστική σκοπιά, είναι μια υπόθεση που αφορά πρωτίστως την πολιτική-προγραμματική γραμμή του και την ηγεσία του. Η ΚΕ, έχοντας αναφέρει στο κείμενό της ότι με αφορμή το 22ο συνέδριο χρειάζεται να γίνει «ένα ακόμα, μεγάλο, στέρεο βήμα» στην ανάπτυξη αυτή, οφείλει να εξηγήσει το τι συγκεκριμένα σημαίνει αυτό για την γραμμή με την οποία καθοδηγεί το κόμμα, αλλά και το τι συνεπάγεται για τον δικό της πολιτικό ρόλο και χαρακτήρα.

Η δική μας θέση στο ζήτημα του χαρακτήρα του ΚΚΕ είναι γνωστή. Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμά του, το ΚΚΕ είναι σήμερα ένα κόμμα με επαναστατικές προγραμματικές διακηρύξεις, οι οποίες όμως συνδυάζονται με ορισμένες κεντριστικές, οπορτουνιστικές και σοσιαλπατριωτικές πάγιες θέσεις και αντιλήψεις, αλλά, πάνω απ’ όλα, συνοδεύονται από μια μη επαναστατική κεντρική γραμμή πολιτικής και τακτικής. Η αναγκαία επαναστατικοποίηση (ή έστω η πλήρης «ανάπτυξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών») του κόμματος δεν μπορεί να είναι μια θολή και μεταφυσική διαδικασία αργών, διαδοχικών προσεγγίσεων, που συνεχίζεται από συνέδριο σε συνέδριο, όπως σαφώς υπονοεί η ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι μια πολιτική διαδικασία που απαιτεί μαρξιστική σαφήνεια και αποφασιστικότητα. Αν η ανάγκη γι’ αυτήν συνειδητοποιηθεί από την ηγεσία και τη βάση του κόμματος μέσω μιας αναλυτικής, σε βάθος και δημοκρατικής συζήτησης, μπορεί άνετα να ολοκληρωθεί σε ένα συνέδριο.

Έτσι, η ΚΕ οφείλει να απαντήσει ξεκάθαρα στα ακόλουθα ερωτήματα: 1) Πώς ερμηνεύει από πολιτική άποψη τα «επαναστατικά χαρακτηριστικά»; 2) Γιατί ενώ η υπόθεση της πλήρους ανάπτυξής τους έχει διακηρυχθεί τουλάχιστον εδώ και 12 χρόνια, η ίδια συνεχίζει να την αντιμετωπίζει ως ζητούμενο σε κάθε κομματικό συνέδριο; 3) Ποιες είναι οι δικές της πολιτικές ευθύνες για την ύπαρξη αυτής της τόσο αργής διαδικασίας;

Μια «οργανωτίστικη» προσέγγιση στο «ΚΟΜΜΑ»

Στη συνέχεια του κειμένου διαβάζουμε τα εξής: «Το κεντρικό θέµα του 22ου Συνεδρίου είναι το ΚΟΜΜΑ. Το Κόµµα που όλη η λειτουργία του, η κατάσταση των δυνάµεών του, πρέπει να εναρµονιστεί πλήρως και µε πιο γρήγορους και αποτελεσµατικούς ρυθµούς µε το επαναστατικό του Πρόγραµµα και το Καταστατικό του, να είναι πραγµατικά “κόµµα παντός καιρού”, “κόµµα έτοιµο για όλα”…».

Ασφαλώς θα συμφωνήσουμε με την ΚΕ ότι ο ρόλος ενός κομμουνιστικού κόμματος είναι αποφασιστικός παράγοντας για τις εξελίξεις στην ταξική πάλη, και γι’ αυτό θα πρέπει πάντα να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενός κομμουνιστικού κομματικού συνεδρίου. Αλλά τι είναι το κομμουνιστικό κόμμα για έναν κομμουνιστή; Είναι πρωτίστως ιδέες, πρόγραμμα, μέθοδοι και παραδόσεις, και δευτερευόντως ένας οργανωτικός μηχανισμός διάδοσης όλων αυτών στην εργατική τάξη. Όμως αυτή η θεμελιώδης μαρξιστική προσέγγιση του κόμματος απουσιάζει εδώ. Το κεντρικό ζήτημα είναι το κόμμα ως «λειτουργία», με άλλα λόγια, όχι ως φορέας συγκεκριμένης πολιτικής και ιδεών, αλλά ως μηχανισμός.

Αυτή η οργανωτίστικη προσέγγιση του «ΚΟΜΜΑΤΟΣ», γίνεται ακόμα πιο σαφής λίγο πιο κάτω όπου αναφέρονται τα εξής: «Εστιάζουµε στο ζήτηµα της λειτουργίας των ΚΟΒ, γιατί σε αυτό το επίπεδο εκφράζονται όλες οι καθοδηγητικές αδυναµίες. Συνεπώς, απαιτείται συνολικά καλύτερη ποιοτικά οργάνωση της καθηµερινής δουλειάς του Κόµµατος. Να δράσουµε µέσα στους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, φτωχούς αγρότες, αυτοαπασχολούµενους της πόλης, οι οποίοι υποφέρουν από το καπιταλιστικό σύστηµα…».

Στις ΚΟΒ λοιπόν, δηλαδή στη βάση του κόμματος και στη λειτουργία της βλέπει η ΚΕ «να εκφράζονται όλες οι καθοδηγητικές αδυναμίες». Και για να εκφράζονται μόνο εκεί, σημαίνει ότι είναι αδυναμίες που αφορούν μόνο μεσαία και κατώτερα στελέχη και μέλη, και μάλλον όχι την ίδια την ΚΕ ή έστω τον ηγετικό πυρήνα της που έγραψε αυτό το κείμενο. Έτσι, το πρόβλημα του κόμματος που καλείται να αντιμετωπίσει το συνέδριο, σύμφωνα με την ΚΕ είναι οργανωτικό, και όχι πολιτικό. Είναι πρόβλημα λειτουργίας και δράσης της βάσης και όχι πρόβλημα πολιτικής γραμμής της ηγεσίας. Συνεπώς, με άλλα λόγια, η ηγεσία θεωρεί ότι έκανε το καθήκον της για την ανάπτυξη των «επαναστατικών χαρακτηριστικών» του κόμματος και ότι τώρα είναι σειρά της βάσης να ανταποκριθεί στα δικά της επαναστατικά καθήκοντα.

Ωστόσο, η ίδια η ζωή διαψεύδει αυτή την εκτίμηση. Το βασικό πρόβλημα που εμφανίζει το ΚΚΕ από το 21ο συνέδριο (Ιούλιος 2021) έως σήμερα, είναι ότι παρά την προχωρημένη κρίση της κυβέρνησης, τη γενικευμένη σήψη του καθεστώτος και τις πολύ μαζικές κινητοποιήσεις που εξελίχθηκαν σ’ αυτό το διάστημα, με κορυφαίες εκείνες για τα Τέμπη, δεν μπόρεσε να αυξήσει ουσιαστικά την επιρροή του στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Για ένα τέτοιου είδους πρόβλημα δεν μπορεί να ευθύνεται κυρίως η λειτουργία κι η δράση της βάσης, αλλά μόνο ο ίδιος ο καθημερινός συνομιλητής του ΚΚΕ με τις πλατύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες, δηλαδή η ηγεσία του και η πολιτική της γραμμή.

«35 χρόνια αρνητικός συσχετισμός»: ένα ανυπόστατο εφεύρημα

Περνώντας στο πρώτο κεφάλαιο των Θέσεων υπό τον τίτλο «ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ, ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ», διαβάζουμε τα εξής: «Τριάντα πέντε χρόνια µετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές παραµένει αρνητικός ο συσχετισµός της ταξικής πάλης παγκόσµια, παρά τα προβλήµατα του καπιταλισµού, την όξυνση των αντιθέσεών του. Η καπιταλιστική εξουσία κατόρθωσε να ενσωµατώσει όχι µόνο τµήµατα της εργατικής τάξης, του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος και λαϊκών µεσαίων στρωµάτων, αλλά και Κοµµουνιστικά Κόµµατα.». Εδώ οι συντάκτες και οι υποστηρικτές του κειμένου επιχειρούν να παραχαράξουν την πραγματικότητα και να σβήσουν τη μνήμη των ίδιων των μελών και υποστηρικτών του κόμματος.

Αυτή μας την εκτίμηση μπορούν να την επιβεβαιώσουν όλοι αυτοί οι αγωνιστές, αρκεί να ανασύρουν πρόχειρα από τη μνήμη τους κάποια από τα αρκετά επαναστατικά γεγονότα που συνέβησαν μέσα σε αυτό το 1/3 αιώνα σε Λατινική Αμερική, Ασία και Αφρική (με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη «Μπολιβαριανή Επανάσταση» στη Βενεζουέλα, την άμεση ανατροπή καθεστώτων από μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις στον αραβικό κόσμο κ.ά. μέχρι και τα γεγονότα σε Ινδονησία, Μαδαγασκάρη, Νεπάλ στις μέρες μας), και επίσης, να θυμηθούν τις κατά περιόδους εκλογικές επιτυχίες ή την αυξημένη επιρροή αριστερών κομμάτων και ηγετών στην καπιταλιστική Δύση (Σάντερς στις ΗΠΑ, Κόρμπιν στη Βρετανία, Podemos στην Ισπανία κ.ά.). Όλα αυτά τα γεγονότα δηλαδή, που αντικειμενικά εξέφραζαν ακριβώς τη μη ύπαρξη ενός «συνολικού αρνητικού συσχετισμού» στην παγκόσμια ταξική πάλη.

Πάνω από όλα βέβαια, αρκεί να θυμηθούν τη δική τους εμπειρία από τους μαζικούς ταξικούς και πολιτικούς αγώνες της περιόδου 2010-2015 στην Ελλάδα, οι οποίοι προκάλεσαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, να θυμηθούν τον αδιαμφισβήτητα (και για τους ίδιους τους αστούς αναλυτές) μη αρνητικό – ευνοϊκό αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης που επικρατούσε τότε στην ελληνική κοινωνία για την ανατροπή της εξουσίας της άρχουσας τάξης.

Η μη πραγματοποίηση αυτής της αντικειμενικής δυνατότητας, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, οφείλεται κυρίως στην απροκάλυπτη προδοσία του εργατικού αντιμνημονιακού κινήματος από τον ηγετικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία άλλωστε προέβλεψε και κατήγγειλε η ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι αυτονόητο όμως, ότι δεν μπορεί να καταγγέλλει κάποιος αυτή την προδοσία των εργατικών συμφερόντων και ταυτόχρονα, να δηλώνει ότι ο συσχετισμός δύναμης για την εργατική εξουσία ήταν «συνολικά αρνητικός». Από μόνη της αυτή η χτυπητή αντίφαση που αφορά τις εξελίξεις μιας ολόκληρης περιόδου, και μάλιστα στο πιο άμεσο και οικείο περιβάλλον των ανθρώπων που απευθύνεται αυτό το κείμενο, κάνει το εφεύρημα των «35 χρόνων συνολικού αρνητικού παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης» απόλυτα ανυπόστατο.

Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία του καπιταλισμού το προηγούμενο μιας τόσο μεγάλης περιόδου (35 χρόνια και συνεχίζουμε!) «συνολικού αρνητικού παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης». Πόσο μάλλον, όταν σ’ αυτή την περίοδο των τελευταίων 3,5 δεκαετιών είχαμε το κορυφαίο γεγονός της εκδήλωσης της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού το 2008, το οποίο συνεχίζει αμείωτα και σήμερα να σημαδεύει βαθιά τη συνείδηση των εργατικών μαζών.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πριν από 35 χρόνια, αναμφίβολα ήταν ένα κολοσσιαίο πισωγύρισμα στον αγώνα της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Και αυτό όμως, αποδείχθηκε ότι είχε τα όριά του. Αυτά τέθηκαν από τις ίδιες τις επιπτώσεις που είχε στη συνείδηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης η διαρκής, σκληρή επίθεση του καπιταλισμού ως αποτέλεσμα της ιστορικής του κρίσης, αλλά και από τη μεγάλη αντικειμενική ενίσχυση των δυνάμεων της τάξης μας στα χρόνια που ακολούθησαν, κυρίως λόγω της βιομηχανικής ανάπτυξης που μεσολάβησε από τότε στην Κίνα και την Ινδία, αλλά σ’ έναν μικρότερο βαθμό και σε ορισμένες άλλες πρώην αποικιακές ή ημιαποικιακές χώρες. Αυτοί οι παράγοντες εξισορρόπησαν σταδιακά την επιδείνωση του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που είχε δημιουργήσει η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τροφοδότησαν την αντικειμενική κατάσταση με νέες ευκαιρίες και δυνατότητες για νικηφόρες εργατικές επαναστάσεις σε πολλές χώρες του πλανήτη.

Η διαρκώς επαναλαμβανόμενη από την ηγεσία του ΚΚΕ αυθαίρετη εκτίμηση περί «απόλυτα αρνητικού παγκόσμιου συσχετισμού» δεν είναι μια λεπτομέρεια ή μια λάθος εκτίμηση που μπορεί να της συγχωρεθεί. Επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στην υπόθεση της συλλογικής κατανόησης της πραγματικότητας από το κόμμα, αλλά και στο ίδιο το ηθικό του για τις ταξικές και πολιτικές μάχες που έρχονται. Γιατί αν υποτεθεί ότι από τη μία πλευρά τα δεκάδες μαζικά κινήματα και οι περίοδοι πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των εργαζόμενων ως προϊόντα της ιστορικής κρίσης του συστήματος και από την άλλη η σημαντική αριθμητική ισχυροποίηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης δεν είναι στοιχεία που συνιστούν ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης στον αγώνα για την εργατική εξουσία, τότε ποια είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το κάνουν;

Σε αυτό το σημείο, ένας μέσος απολογητής της διαχρονικά καταστροφολογικής εκτίμησης της ηγεσίας του ΚΚΕ για τον παγκόσμιο ταξικό συσχετισμό δύναμης θα μας αντέτεινε: «Αν ο ταξικός συσχετισμός ανά περιόδους και σε ορισμένες χώρες, όπως μας λέτε, έγινε ευνοϊκός, τότε γιατί το κομμουνιστικό κίνημα είναι σήμερα πιο αδύναμο;». Η επιρροή του υπάρχοντος κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ο καθοριστικός δείκτης για το κατά πόσο είναι ευνοϊκός ο συσχετισμός μεταξύ των τάξεων, για τους εξής 2 λόγους: 1) Διότι γενικά, το αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να συνδεθεί με τις μάζες το κομμουνιστικό κίνημα εξαρτάται αποφασιστικά από την ίδια την πολιτική και την τακτική του. 2) Διότι το συγκεκριμένο, βαθιά μολυσμένο από την παραδοσιακή σταλινική πολιτική, διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της τελευταίας 35ετίας, εξαιτίας αυτής της πολιτικής έχει αποδειχθεί, κατά κανόνα, ανίκανο να επεκτείνει την πραγματική του επιρροή στις μάζες, ακόμα και στις ευνοϊκότερες συνθήκες. Και δυστυχώς, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι το ΚΚΕ εντάσσεται σε αυτή τη μεγάλη κατηγορία κομμάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Έτσι, κατά καμία έννοια η επιρροή του υπάρχοντος, σταλινογενούς και ευρισκόμενου σε παρατεταμένη κρίση κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί να συνιστά βασικό κριτήριο για το είδος του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των τάξεων που έχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αντίθετο ισχύει. Η αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος να αναπτυχθεί, η διάλυση, δεξιά στροφή και οι διασπάσεις πολλών εκ των κομμάτων του και γενικότερα η μετατροπή τους σε ό,τι αφορά την επιρροή στις μάζες σε σκιά του παλιού εαυτού τους, αποτελεί ασφαλές κριτήριο, όχι για να χαρακτηρίσουμε απόλυτα αρνητικό τον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, αλλά για να ορίσουμε ως απόλυτα αρνητική την παγκόσμια πολιτική του σταλινισμού. Όμως για το θέμα της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος θα αναφέρουμε περισσότερα στο επόμενο μέρος, βοηθούμενοι από τη ροή του ίδιου του κειμένου Θέσεων.

Τέλος 1ου μέρους

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.