Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΤο ιστορικό υπόβαθρο και οι βασικοί συντελεστές της κρίσης στην Ουκρανία

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Το ιστορικό υπόβαθρο και οι βασικοί συντελεστές της κρίσης στην Ουκρανία

Ένα παλιότερο αναλυτικό κείμενο που μας βοηθά να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία. Ψηφίστηκε από το Παγκόσμιο Συνέδριο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) που διοργανώθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2014, με τίτλο «Θέσεις για την Ουκρανία». Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά στο πολιτικό περιοδικό «Μαρξιστική Φωνή» (τεύχος 59, Φθινόπωρο 2014).

Η βασική αιτία της κρίσης στην Ουκρανία βρίσκεται στις καταστροφικές συνέπειες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Η διάλυση της σχεδιασμένης οικονομίας ήταν ένα τεράστιο πλήγμα όχι μόνο από οικονομική, αλλά και από κοινωνική άποψη.

Από τις στάχτες της σχεδιασμένης οικονομίας προέκυψε ένα βίαιο καπιταλιστικό καθεστώς, που βασίστηκε στην καταλήστευση της κρατικής περιουσίας από διάφορες συμμορίες απατεώνων και μαφιόζων ολιγαρχών, οι οποίοι κατάφεραν να ελέγξουν την οικονομία και ως εκ τούτου, το πολιτικό σύστημα.

Μαφιόζικος καπιταλισμός

Ο μαφιόζικος καπιταλισμός οδήγησε σε ενδημική αστάθεια τη χώρα, ενώ ο δυτικός ιμπεριαλισμός, εκμεταλλευόμενος την κρίση στη Ρωσία προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή του στην Ουκρανία, διαταράσσοντας την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή για μια ολόκληρη περίοδο, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την παρούσα κρίση.

Μερικοί από τους ολιγάρχες θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετούνταν καλύτερα μέσω μιας συμμαχίας με τη Δύση, ενώ άλλοι ήταν ευθυγραμμισμένοι με τη Ρωσία, αλλά το βασικό κίνητρό όλων τους ήταν η μεγιστοποίηση των κερδών τους με κάθε κόστος, με νόμιμα, αλλά κύρια με παράνομα μέσα. Σε αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να σχηματιστεί ακόμη και μια επίφαση λειτουργικής αστικής δημοκρατίας. Το ένα διεφθαρμένο και αυταρχικό αστικό καθεστώς ακολουθούσε το άλλο.

Στο τέλος του 2013 ο τότε πρόεδρος Γιανουκόβιτς, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να αναστείλει την υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ και αντ’ αυτού να υπογράψει μια συμφωνία με τη Ρωσία. Μέχρι τότε είχε κυβερνήσει προς όφελος της ολιγαρχίας και ακολούθησε το εμπνευσμένο από το ΔΝΤ πρόγραμμα περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεων, λιτότητας και περικοπών, κάτι που οδήγησε στη μείωση της λαϊκής υποστήριξης προς την κυβέρνησή του, ακόμη και στην Νοτιοανατολική Ουκρανία, όπου βρίσκονταν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής του βάσης.

Ο μόνος λόγος που έσπασε τους δεσμούς με τη Δύση ήταν επειδή σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία με τη Ρωσία. Μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, ο γερμανικός καπιταλισμός ακολούθησε μια πολιτική επέκτασης προς τα ανατολικά και ήταν έτοιμος να δαπανήσει μεγάλα χρηματικά ποσά για να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στην περιοχή. Αλλά εν έτη 2013, στη μέση της πιο σοβαρής κρίσης του καπιταλισμού στην Ευρώπη, οι Γερμανοί αστοί δεν είναι πλέον τόσο πρόθυμοι να δαπανήσουν το ποσό των χρημάτων που είναι απαραίτητο για την ένταξη της Ουκρανίας (η οποία βρίσκεται σε βαθιά οικονομική ύφεση) στην ΕΕ. Ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη Δύση εναντίον της Ρωσίας και αντιστρόφως, προκειμένου να καταφέρει την καλύτερη δυνατή συμφωνία.

Το αντιδραστικό Euromaidan

Η απόφασή του να μην υπογράψει τη συμφωνία με την ΕΕ, ήταν το έναυσμα για το κίνημα που έγινε γνωστό ως Euromaidan. Το κίνημα είχε μια κάποια μαζική υποστήριξη σε εκείνα τα στρώματα του πληθυσμού (κυρίως στα δυτικά και κεντρικά της χώρας), τα οποία κοίταζαν προς τη Δύση με την ψευδαίσθηση ότι με κάποιο τρόπο η σύνδεση με την ΕΕ θα οδηγούσε στην καλυτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου ή σε μια επανάληψη του πολωνικού «θαύματος». Αυτή ήταν μια αντιδραστική ψευδαίσθηση, η οποία όμως ήταν σε θέση να κινητοποιήσει ένα τμήμα της κοινωνίας σε διαμαρτυρίες κατά του Γιανουκόβιτς.

Παρόλο που αντανακλούσε μια πραγματική δυσαρέσκεια και είχε μαζικό χαρακτήρα ειδικά στην αρχή, το κίνημα Euromaidan, υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά της διαφθοράς και της καταπίεσης, ήταν σε τελική ανάλυση, ένα αντιδραστικό κίνημα, από την άποψη της ταξικής του σύνθεσης, των πολιτικών του στόχων, των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων και της ηγεσίας του.

Αποτελούταν κυρίως από μικροαστούς φιλελεύθερους διανοούμενους, λούμπεν στοιχεία, κατεστραμμένα μεσαία στρώματα και ήταν ισχυρότερο στις αγροτικές περιοχές στο δυτικό τμήμα της χώρας. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν η υπογραφή μιας συνθήκης σύνδεσης με την ΕΕ, η οποία βέβαια αναγκαστικά θα συνοδευόταν από ένα «πρόγραμμα λιτότητας», κάτι που σημαίνει ότι η εργατική τάξη θα υποχρεωνόταν να πληρώσει για την κρίση του καπιταλισμού. Τέλος, η ηγεσία του αποτελούταν από αστικά, φιλελεύθερα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώ ακροδεξιές και νεοναζιστικές δυνάμεις αποτελούσαν τις δυνάμεις κρούσης του κινήματος.

Οι ΗΠΑ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην έκβαση του Euromaidan, με τον ίδιο τρόπο που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην «Πορτοκαλί επανάσταση» του 2004. Ο Τζων Μακ Κέην μίλησε σε συγκεντρώσεις στο Κίεβο, ενώ ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ παραδέχθηκε ότι από την περίοδο της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας έχουν δοθεί 5 δισ. δολάρια στην χώρα, με σκοπό να εφαρμοστούν φιλοδυτικές πολιτικές.

Όταν ο Γιανουκόβιτς συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στην εξουσία μέσω της καταστολής και δεν ήταν σε θέση να κινητοποιήσει καμία δύναμη ενάντια στο Euromaidan, αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως θα τον οδηγούσαν εκτός πολιτικής σκηνής. Η κίνηση αυτή ήταν ασήμαντη και ήρθε πολύ αργά. Οι δυνάμεις που είχαν απελευθερωθεί δεν ενδιαφέρονταν πια για μια συμφωνία, αλλά ήθελαν μια σαφή ρήξη. Σε αυτό το σημείο οι ελεύθεροι σκοπευτές χρησιμοποιήθηκαν για να σκοτώσουν διαδηλωτές και αστυνομικούς. Δεν είναι σαφές ποιος διέταξε τους πυροβολισμούς, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε τη χώρα και μια νέα «προσωρινή» κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο Κίεβο.

Η φυλοδυτική ακροδεξιά κυβέρνηση

Για όλους εκείνους που τους αρέσει να μιλούν για τη νομιμότητα της νέας κυβέρνησης, αρκεί να αναφέρουμε ότι σχηματίστηκε και υπερψηφίστηκε από τη Ράντα (Κοινοβούλιο), η οποία περιβαλλόταν και «φρουρούταν» από ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες νεοναζί και φασίστες κακοποιούς.

Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς, αλλά η νέα κυβέρνηση που προέκυψε ήταν, όσο είναι αυτό δυνατόν, ακόμα πιο αντιδραστική. Ήταν μια κυβέρνηση των φιλοδυτικών κομμάτων της αστικής τάξης, η οποία περιλάμβανε υπουργούς από το ακροδεξιό κόμμα Σβόμποντα (που ανέλαβε την ευθύνη των δυνάμεων ασφαλείας), ενώ κάλεσε και τα μέλη του νεοναζιστικού Δεξιού Τομέα να μπουν στην κυβέρνηση (αν και ο Δεξιός Τομέας αρνήθηκε).

Ο αναπληρωτής του προέδρου της κυβέρνησης Τουρτσίνωφ και ο πρωθυπουργός Γιατσένιουκ είναι πλήρως ευθυγραμμισμένοι με τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και αποφασισμένοι να στρέψουν τη χώρα στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Γιατσένιουκ περιέγραψε την κυβέρνηση ως μία κυβέρνηση καμικάζι, η οποία δεσμεύεται για την ταχεία υλοποίηση μιας σειράς μέτρων σοκ που απαιτεί το ΔΝΤ και η οποία στη συνέχεια, θα παραιτηθεί για να δώσει τη θέση της σε μια νέα εκλεγμένη κυβέρνηση, με κάποια επίφαση νομιμότητας. Μεταξύ των μέτρων αυτών ήταν η κατάργηση των επιδοτήσεων για την τιμή του φυσικού αερίου για τη θέρμανση, οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων κ.λπ.

Αυτή η πλήρης στροφή στον προσανατολισμό της Ουκρανίας ήταν μια σαφής πρόκληση για τη ρωσική άρχουσα κλίκα, η οποία δεν πρόκειται να επιτρέψει σε μια χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης να συμμετάσχει ή να συνδεθεί με το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μία χώρα που κατέχει μια σπουδαίας στρατηγικής σημασίας ναυτική βάση του Ρωσικού Στόλου στη Σεβαστούπολη και μια μεγάλη μειονότητα ρωσόφωνων.

Η αντεπίθεση της ταπεινωμένης καπιταλιστικής Ρωσίας

Από τον πόλεμο του 2008 στη Γεωργία, η Ρωσία προσπαθεί να εδραιωθεί στη διεθνή σκηνή. Αν και σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται στο επίπεδο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η Ρωσία είναι ένα κράτος που κυβερνάται από μία παρασιτική και αρπακτική ολιγαρχία, που επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο σε φυσικούς πόρους και σφαίρες επιρροής. Η εξωτερική πολιτική της καθορίζεται εξολοκλήρου από τα συμφέροντα και τους κυνικούς στόχους της ολιγαρχίας και δεν περιέχει κανένα προοδευτικό στοιχείο. Αν και δεν έχει πραγματικά την οικονομική ή τη στρατιωτική δύναμη να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, επιδιώκει να έχει τη δική της ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και θέλει να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ από θέση ισχύος.

Ο πόλεμος εναντίον της Γεωργίας στη Νότια Οσετία αποτέλεσε ένα σημείο καμπής, όταν η Ρωσία κατάφερε τελικά να γυρίσει προς όφελός της τα λάθη των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ με την υπερτίμηση των δυνάμεων τους και να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τις ανώτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας στην περιοχή. Ο ρωσικός στρατός και η άρχουσα τάξη παρατηρούσε – με έντονο το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης – τη μία μετά την άλλη από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ακόμη και κάποιες που αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης να περνούν στη σφαίρα επιρροής της Δύσης μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο βομβαρδισμός της Σερβίας συνέβαλε επίσης στο αίσθημα ότι η Ρωσία περικυκλώνεται και βρίσκεται υπό πολιορκία.

Η σχετική αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, όταν κολοσσιαίοι πόροι τους απορροφήθηκαν από τις περιπέτειες στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, αποκαλύφθηκε πλήρως από την αμερικανική ανικανότητα στον γεωργιανό πόλεμο του 2008. Στη Συρία επίσης, αν και η Μόσχα ήταν έτοιμη να ξεφορτωθεί τον Άσαντ όταν φαινόταν ότι επρόκειτο να ανατραπεί, η Ρωσία πήρε τελικά μια θέση η οποία την έφερε σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο φιάσκο του Ομπάμα σχετικά με τις απειλές των ΗΠΑ να βομβαρδίσουν τη Συρία για την υποτιθέμενη χρήση χημικών όπλων, τον Αύγουστο του 2013. Όλα αυτά έχουν επιβεβαιωθεί και από τις πρόσφατες εξελίξεις στο Ιράκ, που αναδεικνύουν για άλλη μια φορά την αδυναμία της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Η αδυναμία τους αποκαλύφθηκε ακόμα περισσότερο από την εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβγαζε πύρινους λόγους και μιλούσε για «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν έπρεπε να περάσει η Ρωσία, την απαραβίαστη αρχή των εθνικών συνόρων στην Ευρώπη και άλλες τέτοιες υποκριτικές ανοησίες, αλλά στο τέλος έπρεπε να δεχτεί την τετελεσμένη προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Αξίζει να σημειωθεί η ομιλία του Πούτιν στην οποία κατέδειξε την υποκρισία του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και τον κατήγγειλε για την προώθηση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και το βομβαρδισμό της Σερβίας (παραδοσιακός σύμμαχος της Ρωσίας) πριν από 15 χρόνια. Η σημερινή σύγκρουση έχει ωθήσει τη Ρωσία προς μια στενότερη συμμαχία με την Κίνα και σε ακόμη πιο τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ.

Από την άποψη της κλίκας του Κρεμλίνου, η προσάρτηση της Κριμαίας δεν είχε καμία σχέση με τη βούληση του λαού της Κριμαίας, αλλά μάλλον με την υπεράσπιση των στρατηγικών της συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη το δημοψήφισμα, η προσάρτηση αντανακλούσε τη βούληση της πλειοψηφίας του λαού στην Κριμαία, ο οποίος απέρριψε τις νέες αρχές στο Κίεβο και στράφηκε προς τη Ρωσία.

Τι κίνημα στη Νοτιοανατολική Ουκρανία

Από την αρχή, η νέα κυβέρνηση του Κιέβου έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να ερμηνευθούν μόνο ως πρόκληση στους ρωσόφωνους Ουκρανούς που κατοικούν στο Νότο και την Ανατολή της χώρας. Η Ράντα ψήφισε την ακύρωση ενός νόμου που θεσπίστηκε από τον Γιανουκόβιτς, ο οποίος επέτρεπε στις μειονοτικές γλώσσες να έχουν επίσημο καθεστώς σε περιφερειακό επίπεδο (αν και λόγω των αντιδράσεων αυτός ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ). Παράλληλα, το Κίεβο διόρισε μισητούς ολιγάρχες ως περιφερειακούς κυβερνήτες στο Ντόνετσκ, το Χάρκοβο, το Ντινιεπροπετρόφσκ, και αλλού. Οι εργαζόμενοι στις βιομηχανικές περιοχές της νότιας και της ανατολικής Ουκρανίας σύντομα κατάλαβαν ότι οποιαδήποτε συμφωνία με το ΔΝΤ και την ΕΕ, καθώς και η διακοπή των σχέσεων με τη Ρωσία θα είναι σε βάρος τους.

Έτσι, ξεκίνησε ένα κίνημα ενάντια στο Μαϊντάν για τα εθνικά, δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα στην ανατολική και τη νότια Ουκρανία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μέλη του Κόμματος των Περιφερειών (του πρώην Προέδρου Γιανουκόβιτς), και πιθανώς πράκτορες των Ρώσων, έπαιξαν ένα ρόλο στην υποδαύλιση του για τους δικούς τους σκοπούς. Ωστόσο, το κίνημα είχε βαθιές κοινωνικές ρίζες και αντανακλούσε την ευρεία εναντίωση της εργατικής τάξης ενάντια στο Κίεβο και την κυβέρνηση, η οποία δικαίως θεωρείται ως μια κυβέρνηση ολιγαρχών που επιτίθεται στα εθνικά, δημοκρατικά και κοινωνικά τους δικαιώματα.

Για εβδομάδες υπήρχαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Χάρκοβο, την Οδησσό, το Λουχάνσκ, Ντόνετσκ κ.α. Στο κίνημα αυτό εμπλέκονται διαφορετικά στοιχεία. Υπάρχουν Ρώσοι εθνικιστές και σημαίες της Ρωσίας κυμάτιζαν συχνά στις διαδηλώσεις. Ακόμη και αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί μόνο από εθνική σκοπιά. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το στοιχείο που προσέλκυσε τους ανθρώπους σε αυτές τις περιοχές να στραφούν στη Ρωσία ήταν το γεγονός ότι οι βιομηχανικοί εργάτες εκεί είχαν υψηλότερους μισθούς.

Υπάρχει επίσης ένα στοιχείο σοβιετικής νοσταλγίας, κοιτάζοντας πίσω σε μια εποχή όπου υπήρχε πλήρης απασχόληση, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη για όλους, όταν η κατάσταση δεν ήταν τέτοια όπου εκατομμύρια αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε αναζήτηση των προς το ζην και χωρίς την επιδημία της εξάρτησης από τα ναρκωτικά, του αλκοολισμού και της απελπισίας.

Ο αντιφασισμός επίσης, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Εκατομμύρια Ουκρανοί συμμετείχαν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού στον αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία. Έτσι λοιπόν, αρκετοί δικαίως ένιωσαν απέχθεια για τους δεξιούς αντιδραστικούς Ουκρανούς εθνικιστές που προβάλλουν ως κληρονομιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τους συνεργάτες των Ναζί και τους αντι-κομμουνιστές, όπως ο Στεπάν Μπαντέρα, η μεραρχία Ες Ες Γκαλίτσια κ.α.

Και εδώ επίσης, το εθνικό ζήτημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Οι σταλινικές εκκαθαρίσεις, η βίαιη κολεκτιβοποίηση, οι μαζικές εκτοπίσεις κ.λπ. κατέληξαν να συνδέσουν ένα σκέλος του ουκρανικού εθνικισμού με λυσσαλέες αντι-κομμουνιστικές και αντιδραστικές ιδέες, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της χώρας.

Τέλος, υπήρχαν και αντιδραστικά φιλορωσικά και φιλομοναρχικά στοιχεία στο κίνημα αυτό. Στις πόλεις όπου οι οργανώσεις της Αριστεράς ήταν ισχυρότερες, τα αντιδραστικά στοιχεία ήταν πιο αδύναμα και έτσι αριστερές ιδέες και σύμβολα κυριάρχησαν (όπως στην Οδησσό και το Χάρκοβο).

Πάνω απ ‘όλα όμως, το κίνημα είχε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ρίζες στην εργατική τάξη στο Νότο και την Ανατολή και δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί ως το έργο Ρώσων πρακτόρων, προβοκατόρων και μισθοφόρων.

Μετά από λίγο, καθώς το κίνημα δεν είχε μια σαφή προοπτική, ένα τμήμα του προσπάθησε να προχωρήσει σε αυτό που φαινόταν σαν μια συντόμευση του αγώνα: την ένοπλη κατάληψη δημόσιων κτηρίων, την ανακήρυξη δημοκρατιών και την έκκληση για ρωσική επέμβαση. Σε έναν ορισμένο βαθμό, αυτό ήταν αντιγραφή των μεθόδων του κινήματος Euromaidan, και φαινόταν ότι έχει αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, αντίστοιχη κίνηση είχε συμβεί και στην Κριμαία.

 Ρωσία και Ντονμπάς

Ωστόσο, από την σκοπιά του Πούτιν, η Κριμαία είχε μια γεωστρατηγική σημασία, ενώ το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ όχι. Η κατοχή και η προσάρτηση αυτών των περιοχών θα οδηγούσε σε αντίσταση από τον ουκρανικό στρατό, θα έβαζε τη Ρωσία σε δύσκολη θέση διεθνώς και θα προκαλούσε ρήξη των εμπορικών δεσμών της με την ΕΕ και όλα αυτά για ποιο λόγο; Για την προσάρτηση αυτών των βιομηχανικών περιοχών που θα ανάγκαζε το Κρεμλίνο να πληρώσει το τίμημα για την «αναδιάρθρωση» των βιομηχανιών τους, κάτι αναγκαίο από καπιταλιστική σκοπιά, καθώς και την ενσωμάτωση ενός πληθυσμού σε αναβρασμό που θα ήταν δύσκολο να τον διαχειριστεί.

Στόχος της ρωσικής ολιγαρχίας στην Ουκρανία δεν ήταν ποτέ να καταλάβει αυτές τις δύο περιοχές, αλλά μάλλον να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της (κυρίως μέσω της παροχής φυσικού αερίου) για να αναγκάσει κάθε κυβέρνηση στο Κίεβο να φτάσει σε ένα επίπεδο συνεννόησης με τη Ρωσία και την ΕΕ (σε αντίθεση με τη μονομερή ευθυγράμμιση της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ). Αν βέβαια ο ουκρανικός στρατός προχωρήσει ωστόσο σε μια σφαγή του άμαχου πληθυσμού στο Ντονμπάς, ο Πούτιν θα αναγκαστεί να παρέμβει, παρά τις συνέπειες. Μέχρι τώρα συνδύαζε τον εκβιασμό για την προμήθεια φυσικού αερίου με την επίδειξη της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος στα σύνορα με την Ουκρανία, για να πάρει αυτό που ήθελε.

Στο πλαίσιο αυτό, τα συμφέροντα του Κρεμλίνου συμπίπτουν με τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού. Γερμανικές επιχειρήσεις έχουν σημαντικές επενδύσεις και συμφέροντα στη Ρωσία και πάνω απ ‘όλα η Γερμανία εξαρτάται από την παροχή του ρωσικού φυσικού αερίου που περνά από την Ουκρανία. Οποιαδήποτε ιδέα κυρώσεων κατά της Ρωσίας θα είναι επιζήμια για το γερμανικό καπιταλισμό. Τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου αποκλίνουν σε αυτό το ζήτημα. Ο Λευκός Οίκος γνωρίζει ότι το εμπόριο των ΗΠΑ με τη Ρωσία είναι αμελητέο και καθ’ όλη τη σύγκρουση πιέζει να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Ευρώπη και να προκαλέσει το Κρεμλίνο.

Η εκλογή του Ποροσένκο, ενός πονηρού ολιγάρχη που έχει υποστηρίξει όλες τις κυβερνήσεις και την ίδια στιγμή όλες τις κινήσεις της αντιπολίτευσης στην Ουκρανία από την παλινόρθωση του καπιταλισμού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τα συμφέροντα της Μόσχας και του Βερολίνου για μια αμοιβαία αποδεκτή διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων.

Η ανακήρυξη των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ πιθανότατα βασίστηκε στην ψευδαίσθηση ότι η Ρωσία θα τις αναγνωρίσει γρήγορα. Η αρχική δήλωση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ περιείχε μια σειρά από πολύ προοδευτικά στοιχεία. Αλλά ο ταξικός χαρακτήρας του κινήματος παρέμεινε σε γενικές γραμμές δυσδιάκριτος. Χρησιμοποιήθηκαν εμβλήματα της Σοβιετικής Ένωσης, οι εικόνες του Λένιν (και του Στάλιν!), υπήρχαν αναφορές στη Νοτιοανατολική Σοβιετική Δημοκρατία του 1918, υπήρξε αντι-φασιστική φρασεολογία κ.λπ., αλλά την ίδια στιγμή υπήρχαν εθνικιστικά και θρησκευτικά σύμβολα. Ήταν ένα κίνημα το οποίο περιείχε το σπέρμα προοδευτικών αντι-ολιγαρχικών και αριστερών στοιχείων, αλλά και τις αναγκαστικά συγχυσμένες ιδέες που επικράτησαν με την απουσία μιας ξεκάθαρης ηγεσίας και μετά από 25 χρόνια ιδεολογικής αντεπίθεσης που ακολούθησε την παλινόρθωση του καπιταλισμού.

Η «αντιτρομοκρατική επιχείρηση» του Κιέβου

Το Κίεβο απάντησε στην ένοπλη κατάληψη των διοικητικών κτιρίων και στην αποστασία μαζικών τμημάτων της αστυνομίας και υπηρεσιών ασφαλείας που πήραν το μέρος του πληθυσμού, με τη διεξαγωγή μίας «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης» (ATO). Ωστόσο, τα τρία διαδοχικά κύματα της ATO απέτυχαν καθώς οι Ουκρανοί στρατιώτες αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ κατά άοπλων πολιτών που τους περικύκλωσαν στις πόλεις Κραματόρσκ, Σλοβιάνσκ κ.λπ., και σε κάποιες περιπτώσεις ενώθηκαν μαζί τους. Αυτό είναι μια απόδειξη ότι το κίνημα στο Ντόνμπας δεν ήταν μόνο ζήτημα «Ρώσων πρακτόρων και αυτονομιστών μισθοφόρων», αλλά είχε την ενεργητική ή παθητική υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε αυτές τις περιοχές (όπως φαίνεται επίσης στα δημοψηφίσματα).

Δεν ήταν μόνο η συναδέλφωση των στρατευμάτων, αλλά και οι ανταρσίες και οι διαμαρτυρίες των συγγενών των κληρωτών και εφέδρων στρατιωτών που σε ορισμένες περιπτώσεις εμπόδισαν τα στρατεύματα να σταλούν στο μέτωπο. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτοί οι στρατιώτες που είχαν σταλεί για να πεθάνουν από την προσωρινή κυβέρνηση του Κιέβου στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν κατάλληλα εξοπλισμένοι (το 40% δεν είχε αλεξίσφαιρα γιλέκα), δεν είχαν επαρκή σίτιση και ήταν απλήρωτοι.

Το Κίεβο απάντησε με την επανίδρυση της Εθνικής Φρουράς και διαφόρων Ταγμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών που αποτελούνται από «πατριώτες εθελοντές», από τους φασίστες και τις νεοναζιστικές οργανώσεις (Πατριώτες της Ουκρανίας, Αδελφότητα, Svoboda, Αυτοάμυνα Μαϊντάν, κ.λπ.), πολλές από τις οποίες αποτελούν μέρος του Δεξιού Τομέα. Η ενσωμάτωση αυτών των παραστρατιωτικών κακοποιών στην ATO εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: παρείχε στην κυβέρνηση στρατεύματα φανατισμένων, έτοιμων να πράξουν κάθε είδους νόμιμων και παράνομων πράξεων εναντίον των «Ρώσων τρομοκρατών», ενώ παράλληλα την απάλλαξε από την παρουσία τους στο Κίεβο (ας μην ξεχνάμε ότι η αστυνομία είχε σκοτώσει έναν από τους ηγέτες του Δεξιού Τομέα, ο οποίος με τη σειρά του απείλησε να την ανατρέψει με τη βία).

Η διεξαγωγή ενός πολέμου εναντίον του λαού πάνω σε εθνικές γραμμές ώθησε την κυβέρνηση περαιτέρω προς τα δεξιά, καθώς οποιοσδήποτε ήταν εναντίον της, αντιμετωπίζονταν ως πράκτορας ξένης δύναμης και αυτονομιστής. Μαζί με τις φασιστικές επιθέσεις σε οργανώσεις της αριστεράς και το κλείσιμο των γραφείων του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Κίεβο και σε άλλες πόλεις, είδαμε κινήσεις για την απαγόρευση του κόμματος, επιδρομές σε γραφεία της οργάνωσης Μποροτμπά σε πολλές πόλεις που τελικά την ανάγκασε να καταφύγει στην παρανομία, ένα κύμα συλλήψεων, εκτεταμένων ελέγχων στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης και μια γενική επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Η επιχείρηση ATO, ανίκανη να κερδίσει σημαντικές μάχες (ίσως με την εξαίρεση της Μαριούπολης), στηρίχθηκε όλο και περισσότερο στη χρήση πυροβολικού, σε βομβαρδισμούς και άλλες μεθόδους πολέμου που δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε ενόπλους και άμαχους. Αυτό δεν πέτυχε τίποτα άλλο από το να σκληρύνει την αντιπολίτευση και ενίσχυσε την ένοπλη αντίσταση. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε τις επιπτώσεις της σφαγής στην Οδησσό από φασίστες στις 2 Μαΐου, την ίδια ημέρα που ξεκίνησε η ATO.

Εξελίξεις και διεργασίες στο Ντονμπάς

Παράλληλα, καθώς το κίνημα στο Ντονμπάς έχει κυριευτεί από τα στρατιωτικά στοιχεία, οι αντιδραστικές δυνάμεις έχουν γίνει περισσότερο κυρίαρχες στην ηγεσία. Κάθε στρατιωτική σύγκρουση χρησιμεύει ως μαγνήτης για τους λάτρεις της περιπέτειας, καθώς και για κάθε είδους εγκληματικά στοιχεία. Ένα παράδειγμα είναι ο επικεφαλής της ένοπλης αντίστασης στο Σλοβιάνσκ, ονόματι Στρελκόφ, ένας Ρώσος μοναρχικός που πολέμησε ως μισθοφόρος εθελοντής στην Τσετσενία και τη Σερβία.

Το Σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ που δημοσιεύθηκε, αποτελεί χωρίς συζήτηση, ένα αντιδραστικό βήμα πίσω από την αρχική διακήρυξη. Μιλάει για την «ορθόδοξη πίστη», ως την κατευθυντήρια αρχή για τη Δημοκρατία, την «ισοδυναμία» δημοσίας και ιδιωτικής περιουσίας, κ.λπ.

Αυτή είναι μόνο μία πλευρά της εξίσωσης. Όσο γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να υποστηρίξει αυτές τις δημοκρατίες, όσο οι εργαζόμενοι συμμετέχουν όλο και περισσότερο μαχητικά και όσο μεγαλώνει η απειλή των εθνικοποιήσεων από τους ηγέτες των Λαϊκών Δημοκρατιών, οι ολιγάρχες του Ντονμπάς που στην αρχή συμμετείχαν στο κίνημα σιωπηρά ή με τακτικισμούς υποστήριζαν τις διαδηλώσεις, έχουν πλέον ανοιχτά συμπαραταχθεί με το Κίεβο. Ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, ο Ρινάτ Αχμέτοφ, οι εταιρείες του οποίου απασχολούν σχεδόν 300.000 ανθρώπους στην περιοχή, έφτασε στο σημείο να προσπαθήσει να οργανώσει τους εργαζόμενους που απασχολεί κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας (DPR), αλλά η προσπάθειά του απέτυχε παταγωδώς.

Η κίνηση αυτή κατάφερε μόνο να τροφοδοτήσει το αντι-ολιγαρχικό αίσθημα. Αρχικά, η DPR ανακοίνωσε ότι ο Αχμέτοφ αρνήθηκε να της καταβάλει τους φόρους και κατ΄επέκταση η περιουσία του θα πρέπει να απαλλοτριωθεί. Στη συνέχεια, μια διαφορετική εκπρόσωπος είπε ότι οι απαλλοτριώσεις δεν θα επηρεάσουν τον Αχμέτοφ, καθώς είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να «διαπραγματευτεί». Αργότερα, μια δήλωση της Δημοκρατίας του Λουχάνσκ μίλησε για απαλλοτρίωση των παράνομα ιδιωτικοποιημένων περιουσιακών στοιχείων που κατέληξαν στα χέρια της ολιγαρχίας. Αυτό αντικατοπτρίζει σαφώς μια διάσπαση πάνω στο θέμα αυτό μεταξύ των διαφόρων ηγετών της DPR. Ο Δήμαρχος του Σλοβιάνσκ ανακοίνωσε επίσης την εθνικοποίηση όλων των επιχειρήσεων στην πόλη.

Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η κινητοποίηση των ανθρακωρύχων του Ντόνετσκ, οι οποίοι τώρα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ενάντια στην ATO, απαιτώντας την απόσυρση των στρατευμάτων της Ουκρανίας. Οι εργαζόμενοι ασκούν κριτική στις ταλαντεύσεις και την άτολμη στάση των αρχών της Λαϊκής Δημοκρατίας σχετικά με κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Παράλληλα, στη διαδήλωσή τους δεν υπήρχε καμία ρωσική σημαία στον ορίζοντα, κάτι το οποίο είναι σημαντικό. Υπάρχουν επίσης, συνομιλίες και συναντήσεις που λαμβάνουν χώρα για την ίδρυση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ντόνετσκ, με τη συμμετοχή όχι μόνο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας, αλλά και άλλων στοιχείων από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της Μποροτμπό.

Από την άποψη της σύγκρουσης μεταξύ Κιέβου και Λαϊκών Δημοκρατιών, μια δήλωση του Στρεκλόφ ο οποίος έκανε μια στρατιωτική εκτίμηση της κατάστασης, ήταν αρκετά ακριβής: «Ο ουκρανικός στρατός μας έχει περικυκλώσει και έχει κλείσει τα σύνορα», είπε. «Αντιμέτωποι με ανώτερη δύναμη πυρός και τις ουκρανικές δυνάμεις μπορούμε μόνο να αντισταθούμε, αλλά όχι να αντεπιτεθούμε. Είναι θέμα εβδομάδων ή ίσως και μηνών, αλλά χωρίς τη βοήθεια της Ρωσίας δεν μπορούμε να επιβιώσουμε», εξήγησε. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ότι η βοήθεια της Ρωσίας δεν επίκειται άμεσα, κάτι που θεώρησε προδοσία και προέβλεψε ότι το κίνημα θα είναι σε θέση να αναπτυχθεί και πάλι «μετά από ένα Μαϊντάν στη Μόσχα».

Από μια στενή ρωσική εθνικιστική και αμιγώς στρατιωτική άποψή έχει δίκιο φυσικά. Ωστόσο, ένας εμφύλιος πόλεμος δεν είναι ποτέ πρωτίστως ένα στρατιωτικό θέμα, αλλά πολιτικό. Αν η DPR κινούταν αποφασιστικά προς την απαλλοτρίωση των ολιγαρχών και σε αυτή τη βάση έκανε έκκληση προς τον υπόλοιπο εργαζόμενο πληθυσμό της Ουκρανίας, θα αποκτούσε σημαντική απήχηση.

Εντωμεταξύ, οι Ποροσένκο, Πούτιν και Μέρκελ έχουν οδηγήσει σε ασφυξία το Ντονμπάς και έχουν φέρει τους αντάρτες σε μια απελπιστική κατάσταση. Η όλη υπόθεση δεν έχει χαθεί ακόμα, αλλά οι τρεις αυτοί ισχυροί παίκτες έχουν ένα σαφή στόχο: να επιτευχθεί μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων που θα αφήνει έξω τα επαναστατικά στοιχεία. Το Κίεβο πρέπει να ανακτήσει το στρατιωτικό έλεγχο σε όλη την επικράτεια (εκτός από την Κριμαία από την οποία έχει ήδη παραιτηθεί), η Ρωσία θέλει παραχωρήσεις που να εγγυώνται την επιρροή της στην ουκρανική πολιτική, καθώς και τη διατήρηση των εμπορικών της σχέσεων με την ΕΕ και τέλος, η Γερμανία επιθυμεί να διασφαλίσει την προστασία των επιχειρηματικών της συμφερόντων στη Ρωσία και την παροχή φυσικού αερίου.

Αυτή είναι η έννοια του «σχεδίου ειρήνης» του Ποροσένκο και της «κατάπαυση του πυρός», σχέδιο το οποίο περιλαμβάνει το σεβασμό των γλωσσικών δικαιωμάτων του ρωσόφωνου πληθυσμού, την άμεση εκλογή των κυβερνητών και την ομοσπονδοποίηση. Όσο για τους επαναστάτες, τους προσφέρεται μια περιορισμένη αμνηστία και ασφαλής μετάβαση προς τη Ρωσία, εφόσον το επιθυμούν, αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις όποιες ιδέες για ένα δικό τους κράτος. Από την άποψη της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονμπάς αυτό είναι ένα ξεπούλημα και μάλιστα, ένα ξεπούλημα που φαίνεται ότι η Ρωσία το στηρίζει. Ωστόσο, έχει πολύ λίγες επιλογές.

Υπάρχουν στοιχεία βέβαια που είναι πέρα από τον έλεγχο των «μεγάλων παικτών». Οι φασίστες στα Τάγματα και την Εθνική Φρουρά απορρίπτουν κάθε ιδέα ενός συμβιβασμού ή ακόμα και συνομιλιών με τους «τρομοκράτες». Οι Δημοκρατίες του Ντονμπάς αισθάνονται προδομένες από τη Μόσχα και δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον αγώνα.

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Ο ρόλος των ΗΠΑ στην ουκρανική κρίση μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο στη βάση της παγκόσμιας θέσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οι ΗΠΑ δεν έχουν άμεσα οικονομικά ή άλλου είδους συμφέροντα στην Ουκρανία. Παρ ‘όλα αυτά, από την αρχή του κινήματος Euromaidan το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η CIA και η κυβέρνηση των ΗΠΑ έριξαν όλο τους το βάρος για να επηρεάσουν την κατάσταση, επιτείνοντας έτσι τη σύγκρουση, δίνοντας στους σκληροπυρηνικούς στο Κίεβο τη διαβεβαίωση ότι είχαν την υποστήριξη ενός ισχυρού συμμάχου.

Για περισσότερα από 20 χρόνια οι ΗΠΑ έχουν ταπεινώσει και προκαλέσει τη Ρωσία, προωθώντας την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, παίρνοντας με το μέρος τους όλες τις χώρες που προηγουμένως ήταν μέρος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ακόμη και μερικές πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Ο τελευταίος γύρος της επέκτασης του ΝΑΤΟ (2004) και η ιδέα του Ράμσφελντ για τη «Νέα Ευρώπη» σαν σύμμαχο των ΗΠΑ, σε αντίθεση με την «Παλαιά Ευρώπη» (Γαλλία και Γερμανία, που την εποχή εκείνη ήταν απρόθυμες να συμμετάσχουν στην περιπέτεια των ΗΠΑ στο Ιράκ) έδειξε ότι μια τέτοια πολιτική έχει δύο στόχους: να εκφοβίσει τη Ρωσία από τη μία πλευρά και να κρατήσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σε μια υποδεέστερη θέση.

Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ότι, παρά το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο που εξακολουθεί να κατέχει η Ρωσία, η δυνατότητα της ανάπτυξης αντιπυραυλικών συστημάτων κοντά στα σύνορά της, οδήγησε τις ΗΠΑ να εξετάσουν τη δυνατότητα αδρανοποίησης ενός μεγάλου μέρους του οπλοστασίου αυτού, ανακτώντας έτσι τη δυνατότητα ενός «πρώτου χτυπήματος» που είχαν χάσει από το 1950. Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα του κατά πόσον αυτό θα μπορούσε πράγματι να τεθεί σε εφαρμογή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η απειλή βοηθά στο να εξηγηθεί η αντίδραση του Πούτιν, τόσο στη Γεωργία, όσο και τώρα στην Ουκρανία.

Η παρέμβαση των ΗΠΑ στην Ουκρανία όμως, έχει και άλλο στόχο, αν και λιγότερο εμφανή, δηλαδή τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σπάζοντας το δεσμό μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, πετυχαίνει την αποδυνάμωση του γερμανικού καπιταλισμού στους τομείς στους οποίους έχει πλέον επεκτείνει την επιρροή του από τις εξαγωγές τόσο εμπορευμάτων όσο και εργοστασίων, καθώς και την αποδυνάμωση του ενεργειακού εφοδιασμού της (ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα για χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, κάπως λιγότερο για τη Γαλλία).

Τους τελευταίους μήνες, η Μέρκελ προσπάθησε να προβάλει μια παθητική αντίσταση στις πιέσεις της Ουάσιγκτον, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, να μειώσει το πεδίο εφαρμογής των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και να βρει μία λύση που θα μπορούσε να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Ωστόσο, στο τέλος σε κάθε στάδιο έπρεπε να λυγίσει στην πίεση των ισχυρότερων σύμμαχων της, αποδεχόμενη την κλιμάκωση, αν και απρόθυμα. Η αλήθεια είναι ότι σε μια σοβαρή σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, δεν υπάρχει χώρος για μια ανεξάρτητη πολιτική από την πλευρά της Γερμανίας, 1) λόγω της στρατιωτικής αδυναμίας της και 2) λόγω των διαφορών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στη Συρία ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε να αντιμετωπίσει ανοικτά την αντίθεση της Ρωσίας και της Κίνας, κάτι που δεν το είχε βιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν μια ταπεινωτική ήττα για τον Ομπάμα (και τον Κάμερον), ο οποίος αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και να γελοιοποιηθεί. Μία πιο σοβαρή διπλωματική ήττα στην Ουκρανία θα σήμαινε ένα πολύ σκληρό πλήγμα στα συμφέροντα και το κύρος της Ουάσιγκτον. Και το κύρος της (ή με άλλα λόγια, η αξιοπιστία των απειλών της) δεν είναι ασήμαντο στοιχείο, για οποιαδήποτε εξωτερική πολιτική.

Μια πραγματική συμφωνία θα είναι δυνατή μόνο με την πλήρη συμμετοχή τόσο της Ρωσίας όσο και των ΗΠΑ, αλλά σήμερα αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας ντε φάκτο παράδοσης του Πούτιν, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει τα χνάρια του Γιέλτσιν τη δεκαετία του 1990.

Από αυτό πηγάζουν οι άνευ προηγουμένου ταλαντεύσεις στην πολιτική των ΗΠΑ και επίσης εξηγείται γιατί, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά υπάρχουν πολλά συμφέροντα που συγκλίνουν και θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο σε κάποιου είδους συμβιβασμό (που σε κάθε περίπτωση θα είναι σε βάρος του ουκρανικού λαού), μια τέτοια συμφωνία δεν πραγματοποιείται, αλλά αντίθετα η κρίση βαδίζει σε μια συνεχή κλιμάκωση. Η κατάρριψη του Μαλαισιανού αεροπλάνου και τα γεγονότα που ακολούθησαν έδωσαν στην κρίση μια περαιτέρω δραματική επιτάχυνση.

Πολιτικές προοπτικές και ο ρόλος του μαρξισμού

Η κυβέρνηση στο Κίεβο δεν είναι ισχυρή. Δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει ένα αυξανόμενο κίνημα κατά της ATO, εντός των ενόπλων δυνάμεων και από τους συγγενείς των στρατιωτών, αλλά μεσοπρόθεσμα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από καπιταλιστική άποψη (ιδιωτικοποιήσεις, μαζικές απολύσεις, πάγωμα μισθών και συντάξεων, κατάργηση της επιδότησης για τη θέρμανση με φυσικό αέριο, νομισματική υποτίμηση, κλπ) θα έχουν αντίκτυπο στον πληθυσμό σε όλη τη χώρα. Αυτά τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα σε κάποιο σημείο θα σκορπίσουν την ομίχλη της εθνικιστικής υστερίας και στα δυτικά και στα κεντρικά της χώρας. Η έκταση του κινήματος των συγγενών των στρατιωτών είναι απλώς μια ένδειξη για την πραγματική διάθεση που υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια.

Το γεγονός ότι στις κατ’ όνομα προεδρικές εκλογές, η πλειοψηφία των ανθρώπων ψήφισαν τον υποψήφιο που ήταν έξω από την κυβέρνηση συνασπισμού και έμοιαζε να είναι η λιγότερο εθνικιστική επιλογή, καθώς δήλωσε ότι ήθελε να φέρει την ATO σε ένα γρήγορο τέλος, είναι επίσης σημαντικό. Σε αυτές τις εκλογές, ο νεοναζιστικός Δεξιός Τομέας και το ακροδεξιό Σβόμποντα πήραν μόλις το 2% των ψήφων (αν και το Ριζοσπαστικό Κόμμα του Λιάσκο, το οποίο συνεργάζεται τώρα στενά με τον Δεξιό Τομέα SNUA και είχε κατά την προεκλογική εκστρατεία τα μέλη του ντυμένα με τις μαύρες στρατιωτικές στολές στην εμπροσθοφυλακή της ATO, πήρε πάνω από 8%.

Τα καθήκοντα των μαρξιστών σε αυτή την περίπλοκη κατάσταση είναι σαφή. Πρώτα απ’ όλα στεκόμαστε ενάντια στην κυβέρνηση του Κιέβου, μια αντιδραστική κυβέρνηση που περιλαμβάνει ακροδεξιά στοιχεία, η οποία στηρίζεται στους φασίστες κακοποιούς μέσα στον κρατικό μηχανισμό και εξαπολύει μια επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα. Στεκόμαστε αλληλέγγυοι με εκείνες τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς που αγωνίζονται εναντίον της και οι οποίες υποφέρουν από όλα τα είδη καταστολής, πογκρόμ, δολοφονίες, επιθέσεις της ATO και κάθε άλλη βαρβαρότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε την οποιαδήποτε υποστήριξη στα αντιδραστικά, εθνικιστικά και συγχυσμένα στοιχεία που τυχαίνει να είναι στην ηγεσία των Δημοκρατιών του Ντονμπάς. Αντιθέτως, είναι καθήκον μας να επισημάνουμε ότι μόνο μια ταξική διεθνιστική πολιτική, με σταθερή βάση την απαλλοτρίωση των ολιγαρχών θα μπορούσε να εγγυηθεί τη νίκη εναντίον του Κιέβου.

Δεύτερον, έχουμε προειδοποιήσει ενάντια σε οποιεσδήποτε αυταπάτες για υποστήριξη από τον Πούτιν, των δημοκρατικών, εθνικών ή κοινωνικών αιτημάτων των εργαζομένων της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Σε αυτό έχουμε ήδη δικαιωθεί από την πραγματικότητα.

Τρίτον, αντιπαλεύουμε τις «δικές μας» δυτικές κυβερνήσεις, οι οποίες είναι πλήρως συμπαραταγμένες με την αντιδραστική κυβέρνηση στην Ουκρανία και τον πόλεμο εναντίον του λαού της.

Οι σύντροφοί μας στη Ρωσία έχουν το δύσκολο έργο της οικοδόμησης δεσμών αλληλεγγύης με την αντιφασιστική αντίσταση στην Ουκρανία, ενώ διεξάγουν έναν αδυσώπητο αγώνα εναντίον της δικής τους αδηφάγας, υποκριτικής και αντιδραστικής αστικής κυβέρνησης, μια στάση που διατήρησαν σταθερά καθ’ όλη τη σύγκρουση.

Η ιδέα ότι η κύρια αιτία της σύγκρουσης είναι τάχα η επιθετικότητα του ρωσικού ιμπεριαλισμού ενάντια στην ημι-αποικιακή Ουκρανία είναι εκτός τόπου και χρόνου και οδηγεί απευθείας στην υποστήριξη της κυβέρνησης του Κιέβου, της δολοφονικής ATO και των φασιστικών συμμοριών που συμμετέχουν σε αυτή, στην υποστήριξη της επίθεσής της στα δημοκρατικά δικαιώματα και τον αντιδραστικό της εθνικισμό. Η υπεράσπιση της κυβέρνησης αυτής από λεγόμενους «σοσιαλιστές» στην Ουκρανία ή ακόμα χειρότερα στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον είναι διπλά προδοτική.

Είναι ειρωνικό ότι αυτές οι ίδιες «αριστερές» ομάδες που όποτε κάποιες δεξιές λαϊκίστικες αντιδραστικές ομάδες καταγράφουν αύξηση στα εκλογικά τους ποσοστά, ουρλιάζουν υστερικά για το φασισμό, είναι ανίκανες να αναγνωρίσουν την ύπαρξη πραγματικών Ναζί και φασιστικών συμμοριών που καθημερινά σκοτώνουν αγωνιστές της Αριστεράς, επιτίθενται στα γραφεία τους και χρησιμοποιούνται από μια αντιδραστική κυβέρνηση ως βοηθητικές δυνάμεις στον πόλεμο εναντίον του λαού της.

Πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στο φασισμό. Αλλά ο αγώνας ενάντια στο φασισμό μπορεί να επιτύχει μόνο εάν συνδέεται με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, που παρέχει γόνιμο έδαφος, στο οποίο οι δηλητηριώδεις σπόροι του φασισμού μπορούν να βλαστήσουν και να ανθίσουν.

Ο σοσιαλισμός είτε είναι διεθνιστικός, είτε δεν υπάρχει. Πάνω απ ‘όλα στην Ουκρανία, καμία λύση δεν μπορεί να βρεθεί σε μια εθνικιστική βάση. Οι λεγόμενοι Ουκρανοί εθνικιστές στο Κίεβο, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το πιο λυσσαλέο είδος σωβινισμού και δρουν ως μανδύας για το φασισμό, έχουν φέρει τη χώρα στο χείλος μιας τρομερής αβύσσου που έχει ήδη οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο και μπορεί να καταλήξει τελικά στην καταστροφή της Ουκρανίας ως έθνος.

Η διάλυση της Ουκρανίας θα είναι μια αντιδραστική εξέλιξη. Θα επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό τους εθνικούς ανταγωνισμούς και τα μίση. Θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω εθνοκάθαρσης, πογκρόμ και αιματοχυσίας σε μεγάλη κλίμακα. Θα ενισχύσει τα φασιστικά στοιχεία και στις δύο πλευρές, οδηγώντας σε εκδικητικές διαθέσεις και αιματηρές τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό που συνέβη στη Γιουγκοσλαβία είναι μια τρομερή προειδοποίηση προς την εργατική τάξη της Ουκρανίας.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτική που μπορεί να ενώσει την ουκρανική εργατική τάξη για την ανατροπή της ολιγαρχίας. Η μόνη πραγματική λύση για το ουκρανικό ζήτημα είναι η ανατροπή των ολιγαρχών – τόσο της Ουκρανίας όσο και της Ρωσίας – και η εισαγωγή ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδιασμού της παραγωγής, που θα θέσει τέλος στον καρκίνο της ανεργίας και του εξαναγκασμού σε μετανάστευση ενώ θα κινητοποιήσει το σύνολο του πληθυσμού για να αξιοποιηθεί το τεράστιο δυναμικό της ουκρανικής βιομηχανίας και της γεωργίας.

Ιστορικά, οι λαοί της Ουκρανίας και της Ρωσίας ήταν πάντα συνδεδεμένοι με τους στενότερους δεσμούς. Ο ουκρανικός λαός δεν είναι αντι-ρωσικός, αλλά δεν θέλει να κυβερνάται από τη Μόσχα. Μια σοσιαλιστική επανάσταση στην Ουκρανία θα οδηγήσει γρήγορα στην ανατροπή του Πούτιν και των Ρώσων ολιγαρχών. Αυτό θα προετοιμάσει το έδαφος για μια γνήσια σοσιαλιστική ομοσπονδία της Ρωσίας και της Ουκρανίας με βάση την ισότητα, τη δημοκρατία και την αδελφοσύνη. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός για τους λαούς των δύο μεγάλων αυτών χωρών.

  • Ενάντια στο φασισμό! Ενάντια στην ολιγαρχία!
  • Για μια ενωμένη ανεξάρτητη σοσιαλιστική Ουκρανία σαν πρώτο βήμα για μια δημοκρατική σοσιαλιστική ομοσπονδία της Ρωσίας και της Ουκρανίας, με πλήρη αυτονομία για την Κριμαία και όσες άλλες περιοχές το επιθυμούν.
  • Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισμός! Εργάτες όλου του κόσμου, ενωθείτε!

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα