Το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ διεξάγεται σε μια εντελώς διαφορετική περίοδο για το κόμμα και την εργατική τάξη, συγκριτικά με την πρώτη 40ετία μετά τη μεταπολίτευση. Με δεδομένη πλέον, την πλήρη αποκάλυψη του προδοτικού χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας (διαδοχικά ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) και τη ραγδαία εξελισσόμενη εγκατάλειψή της από τις εργατικές και φτωχές λαϊκές μάζες, το ΚΚΕ έρχεται στο επίκεντρο της προσοχής τους, ως το μόνο κόμμα που είναι ικανό να εκφράσει αποτελεσματικά την πάλη τους ενάντια στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο. Αν σήμερα υπάρχει μια μαζική πολιτική οργάνωση μέσα από την οποία μπορεί να περάσει η κίνηση των εργατικών μαζών τα επόμενα χρόνια, αυτή είναι το ΚΚΕ.
Αυτό το γεγονός αντικειμενικά, θέτει μεγάλα και ιστορικά καθήκοντα στο κόμμα. Κατά την περίοδο 2010 – 2016, όπου είχαμε σημαντικούς σταθμούς στην ταξική πάλη, ριζοσπαστικοποίηση των μαζών και στροφή της πολιτικής τους συνείδησης στ’ αριστερά, η ηγεσία του ΚΚΕ, είχε την τάση να υποτιμά τις ευκαιρίες που αυτή η διάθεση δημιουργούσε για την υπόθεση της πάλης για την εργατική εξουσία. Επικαλούμενη τη σωστή και συνεπή εναντίωσή της στις ρεφορμιστικές αυταπάτες που καλλιεργούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τα ανώριμα στοιχεία που (απολύτως φυσιολογικά) υπήρξαν στις εκδηλώσεις του κινήματος των μαζών ενάντια στα Μνημόνια (π.χ κίνημα στις πλατείες), η ηγεσία του κόμματος απέφυγε την ευθύνη μιας ενεργητικής προώθησης μέσα στο ίδιο το (φυσιολογικά) ανώριμο κίνημα των μαζών, της γραμμής της πάλης για την εργατική εξουσία, που ολόσωστα η ίδια έφερε στο επίκεντρο του Προγράμματος του κόμματος, στο 19ο συνέδριο το 2013.
Όμως τώρα πλέον που το κόμμα βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής προσοχής των μαζών και η κατάσταση κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού δημιουργεί την υλική βάση για μια νέα αναπόφευκτη αφύπνιση των μαζών, το καθήκον της καθοδήγησης μιας πραγματικής πάλης για την εργατική εξουσία επιστρέφει ακόμα πιο επιτακτικά στο προσκήνιο. Το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, που στο προηγούμενο, 19ο συνέδριο, είχε από τα πράγματα έναν αφηρημένο χαρακτήρα, σε αυτό το συνέδριο λαμβάνει αντικειμενικά το χαρακτήρα ενός ζητήματος ιδιαίτερα επίκαιρου και άμεσου για το κόμμα.
Η ιστορική σημασία της εγκατάλειψης των «σταδίων»
Για περίπου 8 δεκαετίες, επίσημα από τον Ιανουάριο του 1934 (6η Ολομέλεια της ΚΕ) και έπειτα, η θεωρητική έκφραση της άρνησης της πάλης για την εργατική εξουσία, ήταν τα διαφορετικών ονομάτων ενδιάμεσα στάδια και η υποτιθέμενη ανάγκη για συμμαχία της εργατικής τάξης με κάποια ανύπαρκτη «αντι-ιμπεριαλιστική», «μη μονοπωλιακή», «δημοκρατική» αστική τάξη. Αυτή ήταν η αποτύπωση στο ΚΚΕ της στροφής που έκανε επίσημα η Κομμουνιστική Διεθνής το 1935, με την πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων», η οποία στο όνομα του αντιφασιστικού αγώνα οδήγησε τα ΚΚ σε όλο τον κόσμο στην αγκαλιά της αστικής τάξης, ανοίγοντας το δρόμο για πολυάριθμες προδοσίες του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης (Γαλλία 1936, Ισπανία 1936-39 κ.α).
Απαντώντας στη λενινιστική κριτική εναντίωσης στην υπεράσπιση των ενδιάμεσων σταδίων πριν από την εργατική εξουσία, οι παλιές ηγεσίες του κόμματος, αντιπαρέθεταν μονότονα την αντίληψη ότι πριν από την εργατική εξουσία και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, προηγείται το καθήκον της εκπλήρωσης κάποιων, τάχα ανολοκλήρωτων αστικοδημοκρατικών καθηκόντων, σε συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης. Το παλιό πρόγραμμα του κόμματος μάλιστα, που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριο το 1996, περιελάμβανε ένα ειδικό κεφάλαιο που περιέγραφε το ενδιάμεσο στάδιο διακυβέρνησης από την εξουσία κάποιοι πολιτικού μετώπου με το όνομα «Αντι-ιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο».
Το νέο πρόγραμμα, που ψηφίστηκε στο 19ο συνέδριο του ΚΚΕ το 2013, αντιπροσώπευε ένα ιστορικό βήμα μπροστά. Εξοβέλισε τα ενδιάμεσα στάδια και τα ποικιλώνυμα «Λαϊκά Μέτωπα» συμμαχίας με την αστική τάξη και επανέφερε την εργατική, σοσιαλιστική εξουσία στο επίκεντρο της πάλης του κόμματος, σαν έναν επίκαιρο και ώριμο σκοπό. Αντικειμενικά αυτό το γεγονός, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα από τότε, συμβάλει αποφασιστικά στην υπόθεση της επιστροφής του κόμματος σε μια γνήσια λενινιστική, επαναστατική πολιτική και δικαιολογεί σε σημαντικό βαθμό την άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ για την ύπαρξη μιας εξελισσόμενης «πορείας αποκατάστασης του επαναστατικού του χαρακτήρα».
Οι διάφοροι απολογητές των «Λαϊκών Μετώπων» ταξικής συνεργασίας και της θεωρίας των σταδίων, εμφάνισαν αυτή τη νέα γραμμή, περίπου σαν τον καρπό μιας «τροτσκιστικής συνωμοσίας» στις κορυφές του κόμματος. Αυτή η αξιοθρήνητη μέθοδος εξήγησης μιας τόσο σημαντικής πολιτικής αλλαγής, μπορεί να μην έχει σχέση με τα αληθινά αίτια της νέας γραμμής, αλλά σε κάθε περίπτωση, φανερώνει πως οι «Λαϊκομετωπικοί» αξίζουν πραγματικά τον τίτλο του συνεπούς και ορθόδοξου σταλινικού.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που έβγαλε από το πρόγραμμα του κόμματος τη θεωρία των σταδίων, δεν είναι κάποια φραξιονιστική συνωμοσία, αλλά η ίδια η ζωή. Είναι προφανές ότι στη σημερινή φάση της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, που στην Ελλάδα παίρνει τη μορφή της πιο βίαιης σε καιρό ειρήνης καταβαράθρωσης του ΑΕΠ και του βιοτικού επιπέδου των μαζών στη σύγχρονη Ιστορία, είναι αδύνατο να πείσει κανείς την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα την κομμουνιστική πρωτοπορία, ότι είναι εφικτό ένα στάδιο «Αντι-ιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού και Δημοκρατικού» καπιταλισμού. Δεν χρειάζεται να είναι «τροτσκιστική» μια ηγεσία για να το κατανοήσει αυτό.
Αν σε κάτι βέβαια θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τους απολογητές του ΑΑΔΜ και των λοιπών «Λαϊκών Μετώπων» και ενδιάμεσων σταδίων, είναι το ότι πράγματι, η ιστορική αυτή στροφή του ΚΚΕ, επαναφέρει στο προσκήνιο την πολιτική κριτική που έκανε στο σταλινισμό ο μεγάλος επαναστάτης Λέον Τρότσκι και όλοι οι υπερασπιστές της καθοριστικής συμβολής του έργου του στη μαρξιστική θεωρία και την επαναστατική πολιτική. Η κριτική του τροτσκισμού στο σταλινισμό δικαιώνεται πανηγυρικά, έστω και απροσδόκητα. Η δικαίωση αυτή, είναι αποφασιστικής σημασίας ζήτημα, όχι (μόνο) γιατί αποκαθιστά έναν συκοφαντημένο μαρξιστική ηγέτη ή γιατί επιβεβαιώνει ένα συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά γιατί, πάνω απ’ όλα, ξαναχτίζει τις γέφυρες του μαζικού, ιστορικού εκφραστή αυτού του κινήματος στην Ελλάδα, του ΚΚΕ, με το ίδιο το γνήσιο μπολσεβίκικο-λενινιστικό, επαναστατικό παρελθόν του.
Μια καθοριστική πολιτική αδυναμία των Θέσεων
Οι Θέσεις της ΚΕ για το 20ο συνέδριο, πιάνοντας το νήμα από την ιστορική αλλαγή που συντελέστηκε στο προηγούμενο συνέδριο, όφειλαν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τη διακηρυγμένη «πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος» . Αυτό όμως που διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας αυτό το κείμενο, είναι πως, παρ’ ότι συνεχίζει τη σωστή πορεία που σηματοδότησε το 19ο συνέδριο, χαρακτηρίζεται από αδυναμίες, ελλείψεις και αντιφάσεις, που επιβραδύνουν αυτή την πορεία.
Μια από τις πιο καθοριστικές πολιτικές αδυναμίες του κειμένου, εντοπίζεται στο ότι ενώ το 20ο συνέδριο έχει το καθήκον να εστιάσει την προσοχή ολόκληρου του κόμματος στην προετοιμασία για την αναπόφευκτη έναρξη της πάλης για την εξουσία τα επόμενα χρόνια, η ΚΕ καλεί μέσα από τις Θέσεις σε εγρήγορση και ετοιμότητα για το ενδεχόμενο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου. Έτσι στις Θέσεις εμφανίζεται η εξής βασική αντίφαση: ο μαρξιστικός προσανατολισμός σε σημαντικά ζητήματα, όπως η στερέωση της εκτίμησης του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης, η υπεράσπιση της αντικαπιταλιστικής γραμμής πάλης στο κίνημα, η τάση για ξερίζωμα του κληροδοτημένου από το βαθύ σταλινικό παρελθόν πατριωτισμού και της επαναφοράς στο προσκήνιο του γνήσιου κομμουνιστικού διεθνισμού, η αληθινά μαρξιστική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού και η επαναστατική τοποθέτηση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, συνδυάζεται με μια πεσιμιστική προσέγγιση των προοπτικών, κύρια ως προοπτικές που οδηγούν αναπόφευκτα σ’ έναν γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τοποθετώντας «εκτός ατζέντας» την προλεταριακή επανάσταση.
Δυστυχώς, αυτού του είδους η προσέγγιση των προοπτικών, είναι επιζήμια για τις δυνάμεις του κόμματος και συνολικά για την εργατική πρωτοπορία. Δίνει στα μάτια της μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την αντικειμενική τροχιά των εξελίξεων παγκόσμια, η οποία μέσα από την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης και των ταξικών ανταγωνισμών σε κάθε χώρα, βασικά και πρώτα, οδηγεί προς την προλεταριακή επανάσταση και όχι προς «πιο γενικευμένους ιμπεριαλιστικούς πολέμους». Αυτοί οι «πιο γενικευμένοι πόλεμοι», όταν και αν ξεσπάσουν, θα έλθουν κύρια ως συνέπεια της ήττας μαζικών επαναστατικών κινημάτων που θα προηγηθούν, όπως το έδειξε χαρακτηριστικά η περίπτωση των ιμπεριαλιστικών πολεμικών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, που ξέσπασαν μόνο πάνω στις στάχτες της ηττημένης Αραβικής Επανάστασης. Πριν η προλεταριακή πρωτοπορία κληθεί να αντιμετωπίσει το εφιαλτικό φάσμα ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, θα έχει το καθήκον να οργανώσει και να καθοδηγήσει τον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης για την εξουσία.
Η μονόπλευρη εκτίμηση της περιόδου ως περιόδου που γεννά «πιο γενικευμένους ιμπεριαλιστικούς πολέμους», υπερτιμά τη δυνατότητα των ιμπεριαλιστών να καταφεύγουν στα όπλα για να λύνουν τις διαφορές τους. Πριν φτάσουν σε ένα τέτοιο σημείο, οι ιμπεριαλιστές θα πρέπει να εξαντλήσουν όλων των άλλων ειδών τις συγκρούσεις σε οικονομικό-εμπορικό, πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Επιπλέον, υπάρχει ένας παράγοντας καθοριστικός που τους καθιστά πολλαπλά σκεπτικιστές έναντι της επιλογής των γενικευμένων πολέμων Αυτός είναι η μεγάλη ανάπτυξη των όπλων μαζικής καταστροφής. Ποιος αμφιβάλει για παράδειγμα, ότι ένας αποφασιστικός λόγος για τον οποίο δεν έχουμε τα τελευταία χρόνια έναν πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία ή ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ν. Κορέα και τη Βόρεια Κορέα, είναι η κατοχή πυρηνικών όπλων από την πλευρά της Ρωσίας και της Β. Κορέας;
Τέλος, αυτή η προσέγγιση των προοπτικών, πρακτικά, υποτιμά το ρόλο της εργατικής τάξης στην υπόθεση της πρόληψης των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Το άμεσο καθήκον της εργατικής τάξης είναι να προλάβει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο μέσα από την προετοιμασία για μια νικηφόρα επανάσταση και όχι το να προετοιμαστεί για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Το κομμουνιστικό κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας, οφείλει να δώσει όλες του τις δυνάμεις σε αυτό το σκοπό. Αλλά δυστυχώς, η πολεμοκεντρική ανάλυση του κειμένου Θέσεων της ΚΕ, αντικειμενικά βρίσκεται σε αντίφαση με το κρίσιμο και άμεσο αυτό κομματικό καθήκον.
Ας εξετάσουμε πιο αναλυτικά τα σημαντικότερα σημεία των Θέσεων, ανά κεφάλαιο.
Κεφάλαιο 1: Το ενδεχόμενο «πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου» και το Κυπριακό
Στο σημείο 1 έχουμε μια σωστή περιγραφή της αναδιάταξης της ισχύος στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με βασικά στοιχεία την άνοδο της Κίνας, την αποδυνάμωση της Ευρωζώνης, την όξυνση της σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας και την αβεβαιότητα για τη συνοχή της ΕΕ.
Στο σημείο 2 οπού το κείμενο περιέχει τις βασικές εκτιμήσεις για τις παγκόσμιες εξελίξεις, εμφανίζεται η προοπτική για έναν «πιο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο», στα αδιέξοδα της οποίας αναφερθήκαμε ήδη πιο πάνω: «Το κάθε κομμουνιστικό κι εργατικό κόμμα, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, η εργατική τάξη και το κίνημά της σε όλες τις χώρες οφείλουν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο ενός πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου». Ταυτόχρονα και ακόμα χειρότερα, στο σημείο αυτό παρατηρούμε τον πλήρη εξοβελισμό της προοπτικής της προλεταριακής επανάστασης από το προσκήνιο.
Αναφορικά με τη γενική στάση που προτείνεται από την ΚΕ έναντι του πολέμου, αξιοσημείωτη είναι η ακόλουθη φράση στο σημείο 2, που περιγράφει τα σχετικά καθήκοντα των ΚΚ: «Να χαράξουν γραμμή πάλης που δεν αποσπά την υπεράσπιση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων -από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων- από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου στην κάθε χώρα». Ενώ σωστά στη «γραμμή πάλης» συμπεριλαμβάνεται ο σκοπός της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου στην κάθε χώρα, την ίδια στιγμή, με έναν ντροπαλό και διπλωματικό τρόπο, αναφέρεται και η υπεράσπιση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, «από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων». Αλλά κάθε συνειδητός Λενινιστής γνωρίζει ότι για να επιφορτιστεί η εργατική τάξη με το καθήκον να υπερασπίσει τα σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας, θα πρέπει πρώτα σε αυτή τη χώρα να πάρει την εξουσία στα χέρια της. Αν αυτό δεν ειπωθεί ξεκάθαρα, κάθε αναφορά στην υπεράσπιση συνόρων, έστω και ντροπαλά, δημιουργεί την εντύπωση της υπεράσπισης της αστικής πατρίδας. Το σημαντικό όμως, είναι ότι η αδυναμία του κειμενου σε αυτό το σημείο, ουσιαστικά καλύπτεται από την εξαιρετικά σαφή και μαρξιστικά σωστή εξήγηση της θέσης για τη στάση που θα πρέπει να κρατήσουν οι κομμουνιστές στο ενδεχόμενο ενός πολέμου στην Ελλάδα, που παρατίθεται σε επόμενο τμήμα του κειμένου.
Στα σημεία 3,4 και 5, περιέχονται πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα στοιχεία για την παγκόσμια οικονομία και τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις. Στο σημείο 9 επιχειρείται να αντικρουστεί με έναν παράδοξο τρόπο η εκτίμηση ότι η ύπαρξη σύγχρονων όπλων μαζικής καταστροφής κάνει δυσκολότερη την έναρξη ενός πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου: «Η Ρωσία είναι δυνητικά η μόνη στρατιωτική δύναμη που μπορεί να απαντήσει στις ΗΠΑ, σε περίπτωση που δεχτεί πυρηνικό πλήγμα, προκαλώντας ολέθριες καταστροφές Θεωρείται ότι ο κίνδυνος αυτός δρα αποτρεπτικά για τη χρήση πυρηνικών όπλων. Ωστόσο έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι σε περίπτωση όξυνσης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και κλιμάκωσής του σε πολεμική διένεξη, τα καπιταλιστικά κράτη δε διστάζουν ακόμα και μπροστά στη χρήση τέτοιων όπλων». Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις μεγαλύτερες στιγμές όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αυτό που «έχει αποδειχτεί ιστορικά» είναι ότι τα καπιταλιστικά κράτη διστάζουν μπροστά στη χρήση τέτοιων όπλων, για τον απλούστατο λόγο ότι το τίμημα αυτή της χρήσης θα ήταν δυσβάσταχτα μεγάλο και για τα ίδια. Ο ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι γίνονται για να κατακτηθεί ο αντίπαλος και όχι για να καταστραφεί. Ένας πόλεμος που θα έχει ως σίγουρο αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του αντιπάλου, των πλουτοπαραγωγικών πηγών που του ανήκουν και των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτές, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τον επίδοξο νικητή.
Στο σημείο 12, το κείμενο κάνει λόγο για το ενδεχόμενο ενός πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας, χωρίς να ξεκαθαρίζει το αν αυτό θα πρέπει να θεωρείται άμεσο, αλλά μάλλον, υπονοώντας το. Αυτό που μπορούμε να πούμε εδώ χωρίς να μπαίνουμε στην ουσία του ζητήματος, είναι ότι για ένα τόσο μεγάλης σημασίας γεγονός για την εργατική τάξη, θα πρέπει να υπάρχει μια σαφής θέση για το αν αποτελεί άμεσο ενδεχόμενο, αλλά και μια εξίσου σαφής τεκμηρίωση που να εξηγεί το γιατί.
Στο σημείο 13 σχετικά με το Κυπριακό, έχουμε μια λαθεμένη εκτίμηση για τη φύση του προβλήματος, αλλά και μια ελλιπή θέση για τη λύση του. Υποστηρίζεται ότι «..το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία», ουσιαστικά συναινώντας με την πάγια θέση της ελληνικής άρχουσας τάξης. Η αλήθεια όμως, όπως έχει ιστορικά αποτυπωθεί στο νησί σε όλους τους κρίσιμους σταθμούς στην πορείας του τα τελευταία 100 χρόνια, είναι ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και επεμβάσεων (από τον αγγλικό, τον αμερικανικό, αλλά και τους περιφερειακής εμβέλειας, ελληνικό και τουρκικό ιμπεριαλισμό), καθώς και εθνικής καταπίεσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας από την ελληνοκυπριακή αστική τάξη.
Από την άλλη πλευρά όμως, η νέα θέση του κόμματος όπως αποτυπώνεται και στις Θέσεις της ΚΕ, συνιστά βήμα προόδου από μαρξιστική σκοπιά: «Η πάλη μας κατευθύνεται στο στόχο για μια Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, με μία και μόνη κυριαρχία, μία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες». Η παλιά θέση της δικοινοτικής – διζωνικής ομοσπονδίας, την οποία σωστά καταδίκασε και η σχετική απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ τον περασμένο Οκτώβριο, ουσιαστικά δεν διαχώριζε το κόμμα από τον ελληνικό εθνικισμό και τη λογική γκετοποίησης που θέλουν να επιβάλουν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που επεμβαίνουν διαχρονικά στο νησί.
Η νέα θέση επιχειρεί να εκφράσει την αναγκαιότητα ενιαίας οργάνωσης και κοινής πάλης της εργατικής τάξης, Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής και από αυτή τη σκοπιά, κινείται σε θετική κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά όμως, το κόμμα θα πρέπει κάθε στιγμή να τονίζει ότι η ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος, μπορεί να είναι μόνο η Κύπρος της εργατικής εξουσίας, η σοσιαλιστική Κύπρος, που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα βιωσιμότητα και σταθερότητα μοναχά ως τμήμα μιας ευρύτερης σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Ελλάδας, της Τουρκίας και των υπόλοιπων λαών της ευρύτερης περιοχής. Αυτή είναι η ολοκληρωμένη μαρξιστική θέση που μπορεί να ενσαρκώσει κατάλληλα τη σωστή προτροπή που περιλαμβάνει η απόφαση την ΚΕ του περασμένου Οκτωβρίου και η οποία πολύ σωστά, κάνει λόγο για «..ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και των άλλων χωρών της περιοχής..» και για «..κοινή συντονισμένη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Τουρκία και άλλων λαών της περιοχής… ενάντια στα μονοπώλια και το εκμεταλλευτικό σύστημα, για την εργατική – λαϊκή εξουσία και την κοινωνικοποίηση του πλούτου τους».
Ταυτόχρονα, για να μπορέσει να πεισθεί να υποστηρίξει μια τέτοια θέση η εθνικά καταπιεσμένη τουρκοκυπριακή εργατική τάξη, θα πρέπει αυτή απαραίτητα να συμπληρώνεται από την υπεράσπιση του δικαιώματός της στην αυτοδιάθεση, μέχρι κρατικού αποχωρισμού, αν το επιθυμεί. Μόνο μια τέτοια ολοκληρωμένη θέση μπορεί να κάμψει κάθε δυσπιστία των Τουρκοκυπρίων εργαζομένων σχετικά με την ειλικρίνεια του καλέσματος για μια ενιαία κρατική οντότητα. Αυτή η θέση ανταποκρίνεται στη γνήσια λενινιστική αντίληψη πάνω στο εθνικό ζήτημα, καθώς ο Λένιν πάντοτε τόνιζε τη σημασία της υπεράσπισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για τις καταπιεσμένες εθνότητες από την πλευρά του επαναστατικού προλεταριάτου. Η πολιτική εφαρμογή αυτής της αντίληψης πέρασε τις εξετάσεις της Ιστορίας με επιτυχία, συμβάλλοντας καταλυτικά στην εθελοντική ένωση εκατομμυρίων εργαζόμενων ανθρώπων από δεκάδες διαφορετικές εθνοτήτες, στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ.
Κεφ. 2 και 3: ΕΕ και Ελλάδα, η «ικανότητα» του ΣΥΡΙΖΑ και το ζήτημα της Εκκλησίας
Στο κεφάλαιο 2 έχουμε μια γενικά σωστή περιγραφή των εξελίξεων στην ΕΕ και της θέσης της Ελλάδας μέσα σε αυτή. Αλλά από αυτήν, λείπει μια πιο σαφής και τολμηρή εκτίμηση για τις προοπτικές της ΕΕ και της Ευρωζώνης, αλλά και για τη θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτήν.
Στα σημεία 20, 21, 23 και 24 έχουμε μια γενικά σωστή περιγραφή (αν και, όχι ανάλυση) της κατάστασης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό που απουσιάζει χτυπητά όμως και εδώ, είναι μια εκτίμηση για τις προοπτικές. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο αναπόφευκτο διπλό μοιραίο για τον ελληνικό καπιταλισμό, δηλαδή στη (νέα) χρεοκοπία και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Η γενική εντύπωση που μας δίνει το κείμενο για τις ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι αυτή του σύντομου ερχομού μιας νέας φάσης ανάκαμψης, που όμως δεν επαληθεύεται καθόλου από τις τάσεις που αναδεικνύει η σημερινή ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνής οικονομική πραγματικότητα.
Στο σημείο 28, έχουμε τη διατύπωση μιας άποψης που τη συναντάμε συχνά στην επίσημη κομματική ρητορική, σχετικά με μια «..ικανότητα της κυβέρνησης Τσίπρα να αμβλύνει τις λαϊκές αντιστάσεις, προβάλλοντας ιδεολογική διαφοροποίηση από τη ΝΔ, να ενσωματώνει στο σύστημα, να αποπροσανατολίζει, να εξαπατά μαζικά και επαναλαμβανόμενα τα λαϊκά στρώματα, κάτι που είχε γίνει μετά το 1981, με την ανάληψη της πρώτης διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ». Η αναγνώριση μιας τέτοιας ιδιαίτερης ικανότητας στην κλίκα του Τσίπρα είναι, ας μας επιτραπεί να πούμε, τριπλά λαθεμένη.
Καταρχάς, άθελά τους όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη, «προικοδοτούν» την εν λόγω πολιτική κλίκα με σχεδόν μεταφυσικές ικανότητες, που ούτε υπάρχουν, ούτε φυσικά και τις διαθέτει. Η πολύ γρήγορη πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015 και μετά, και η γενικευμένη τάση απαξίωσης της ηγεσίας του στη συνείδηση των πλατιών μαζών σήμερα, αποδεικνύει την ανυπαρξία μιας τέτοιας ικανότητας. Όσο για τις «λαϊκές αντιστάσεις», αυτές, προσωρινά, τις έχει αμβλύνει κύρια η φυσιολογική κούραση από τις απανωτές ήττες και προδοσίες.
Επίσης, η αναγνώριση στην κυβέρνηση μιας ικανότητας «να εξαπατά» και μάλιστα, «επαναλαμβανόμενα», σημαίνει ταυτόχρονα και υποτίμηση της δυνατότητας των μαζών να βγάλουν στοιχειώδη πολιτικά συμπεράσματα από τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτή η, έστω αθέλητη υποτίμηση, δημιουργεί το έδαφος για συντηρητικές αντιλήψεις σχετικά με τον ρόλο που μπορούν να παίξουν αυτές οι «συγκεκριμένες», «υπαρκτές», εργατικές- λαϊκές μάζες σήμερα, μέσα από την ενεργητική τους επέμβαση στο πολιτικό προσκήνιο.
Τέλος, η αναγνώριση ιδιαίτερων ικανοτήτων παραπλάνησης στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μαρτυρά μια πολύ επιπόλαιη εξήγηση για την γρήγορη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά. Η εξήγηση γι’ αυτή την άνοδο, δεν βρίσκεται στις πολιτικές ικανότητες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στο γεγονός ότι ήταν η μόνη που εμφάνισε στα μάτια των μαζών μια άμεση (ρεφορμιστική) πρόταση για το πρόβλημα της εξουσίας, την ώρα που όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, το ΚΚΕ δεν υιοθέτησε μια κατάλληλη τακτική για την ενεργητική διεκδίκηση της υποστήριξης των μαζών (έστω του πιο ενεργού τους τμήματος που κινητοποιήθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε στις γενικές απεργίες και το κίνημα των πλατειών) στη δική του, επαναστατική λύση εξουσίας.
Στο σημείο 34, συναντάμε μια σωστή θέση για τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, από την οποία όμως λείπει το αναγκαίο συμπλήρωμα για μια επαναστατική προγραμματική γραμμή, που είναι το μέτρο της κοινωνικοποίησης της τεράστιας εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Αυτό το μέτρο, πηγάζει σαν αδήριτη αναγκαιότητα από την αναγνώριση της πραγματικότητας του ισχυρού οικονομικού ρόλου που διαδραματίζει η Εκκλησία ως μεγαλομέτοχος καπιταλιστικών εταιρειών και μεγαλοϊδιοκτήτης γης και ακίνητης περιουσίας. Επίσης, προκύπτει από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί από την εργατική εξουσία το πιεστικό πρόβλημα της μαζικής εξαθλίωσης των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών, με τον αμεσότερο και αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο.
Κεφ. 4, σ. 37: Ειλικρινής αναφορά στη διεξαγωγή εσωτερικής μάχης με το ρεφορμισμό
Στο κεφάλαιο 4 και στο σημείο 37, το κείμενο περιέχει μια ασυνήθιστη για συνεδριακό κείμενο του κόμματος παραδοχή για την ύπαρξη μιας σφοδρής εσωτερικής μάχης με τον ρεφορμισμό και τη θεωρία των σταδίων: «Το ΚΚΕ ανάπτυξε εκτεταμένη εσωτερική και δημόσια ιδεολογική-πολιτική δουλειά ενάντια στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, στη μεταρρυθμιστική πολιτική (όπως συμπυκνώνεται στην αναγνώριση και διεκδίκηση «μεταβατικών σταδίων» ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό-κομμουνισμό), που εδώ και δεκαετίες κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί στο κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς. Αυτή η πρωτοπόρα μάχη δε δόθηκε μόνο στις γραμμές του Κόμματος, της ΚΝΕ και των οπαδών τους, αλλά απλώθηκε και στους συνεργαζόμενους, ευρύτερα μέσα στο κίνημα».
Όπως έχουμε ήδη τονίσει, ανεξάρτητα από τα άμεσα κίνητρα της ή τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη αυτή η μάχη, τα έως τώρα αποτελέσματά της, με σημαντικότερο το προγραμματικό διαζύγιο από τη θεωρία των σταδίων, είναι απόλυτα θετικά και έχουν ιστορική σημασία. Αυτή η κατά δήλωση της ηγεσίας «πορεία για την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», θα πρέπει να συμπληρωθεί με τον εξοβελισμό όλων εκείνων των στοιχείων που αποτελούν την αντι-λενινιστική κληρονομιά του σταλινισμού στο πεδίο της θεωρίας, της πολιτικής και της τακτικής του κόμματος.
Κεφ.4, σ.44 και 47: Καθαρή μετατόπιση από την παλιά σταλινική προσήλωση στην αστική πατρίδα
Ως ένα ακόμα, «διακριτικό» αλλά διακριτό, βήμα απομάκρυνσης από την ορθόδοξη σταλινική πολιτική παράδοση, στον κρίσιμο τομέα της στάσης έναντι της αστικής πατρίδας, μπορούμε βάσιμα να εκλάβουμε το παρακάτω απόσπασμα που υπάρχει στην ενότητα 47: «Το γεγονός ότι για κάθε ΚΚ έχει προβάδισμα η καθοδήγηση της ταξικής πάλης στη χώρα του με στόχο την κατάργηση της εκμετάλλευσης, δεν αναιρεί τη σημασία του περιφερειακού -τουλάχιστον- συσχετισμού στην εξέλιξη της ταξικής πάλης σε μία χώρα ή σε μια ομάδα χωρών. Η ιστορία των περιόδων επαναστατικής ανόδου του εργατικού κινήματος και των εργατικών επαναστάσεων αποδεικνύει ότι η βασική δυσκολία που αντιμετώπισαν οι επαναστατικές δυνάμεις ήταν η έλλειψη υποκειμενικών προϋποθέσεων νίκης της επανάστασης κατά το ξέσπασμα της επαναστατικής κατάστασης και όχι ότι στη γύρω περιοχή επικρατούσαν συνθήκες καπιταλιστικής σταθερότητας ικανές να πνίξουν την εξέγερση σε μία χώρα ή σε μία ομάδα χωρών».
Στο απόσπασμα αυτό, εισάγονται, εξαιρετικά διστακτικά είναι αλήθεια, ορισμένα «ψήγματα» από την αποκηρυγμένη από τον παραδοσιακό σταλινισμό, αντίληψη του διεθνούς χαρακτήρα της προλεταριακής επανάστασης, με τη μορφή μιας σαφούς παραδοχής των άμεσων διεθνών επιπτώσεων που θα έχει η προλεταριακή εξέγερση, αλλά και της δυνατότητας διεξαγωγής αυτής της εξέγερσης, ενιαία σε μια ομάδα χωρών. Όπως είναι γνωστό, για τον ορθόδοξο σταλινισμό της υπεράσπισης της θεωρίας «του σοσιαλισμού σε μια χώρα», σχεδόν κάθε άμεση επίδραση της προλεταριακής επανάστασης στο διεθνές πεδίο και ακόμα περισσότερο, κάθε απόπειρα συντονισμένης και αλληλέγγυας διεξαγωγής μιας προλεταριακής εξέγερσης σε μια ομάδα χωρών, αποτελούν «τροτσκιστικές» ουτοπίες, που αποκλείονται τάχα, λόγω της ισχύος του («απόλυτου» και μεταφυσικών διαστάσεων για το σταλινισμό) «νόμου της άνισης ανάπτυξης».
Ένα τολμηρότερο βήμα – εντυπωσιακά τολμηρότερο θα λέγαμε βάσιμα – απομάκρυνσης από τις παραδοσιακές πατριωτικές αγκυλώσεις του ορθόδοξου σταλινισμού, γίνεται στο σημείο 44, όπου το κείμενο κάνει λόγο για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσει το ΚΚΕ σε περίπτωση πολέμου: «..Σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, το Κόμμα πρέπει -υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του ελληνικού λαού- να ηγηθεί στην οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης για να βγει η Ελλάδα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο να ηττηθεί ο όποιος πιθανός ιμπεριαλιστής εισβολέας -είτε είναι προσωρινός «σύμμαχος» είτε είναι προσωρινός «αντίπαλος» της αστικής τάξης της χώρας- αλλά να ηττηθεί ολοκληρωτικά και η ίδια η εγχώρια αστική τάξη. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει εφικτό το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και η διέξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος που, όσο κυριαρχεί και σαπίζει, θα φέρνει εναλλάξ πότε τον πόλεμο, πότε την ιμπεριαλιστική «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών. Στην περίπτωση ενός τέτοιου πολέμου, η Κεντρική Επιτροπή θα πρέπει με ανάλογη ετοιμότητα να εκτιμά βήμα-βήμα την πορεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ώστε έγκαιρα κι εύστοχα να παρεμβαίνει, να προετοιμάζει τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Μπορεί να υπάρξει μεγάλη χρονική περίοδος συμμετοχής της χώρας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, χωρίς εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης, ιδιαίτερα σε περίπτωση εισβολής-κατοχής…».
Εδώ βλέπουμε τη διατύπωση μιας επαναστατικής – ντεφαιτιστικής θέσης, που επιχειρεί να μιμηθεί τη στάση του Λένιν στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αν κάποιος αντιπαραβάλει την ουσία αυτής της θέσης στο περιεχόμενο του περίφημου «Γράμματος Ζαχαριάδη» κατά το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940, τότε κατανοεί ότι η πρόσφατη απόπειρα επίσημης αποστασιοποίησης του κόμματος από το πολιτικό σκεπτικό εκείνου του Γράμματος (η οποία καθόλου τυχαία μπήκε στο στόχαστρο των ορθόδοξων, «Λαϊκομετωπικών» σταλινικών, ως «τροτσκιστικής» έμπνευσης) δεν αφορούσε ένα ξεπερασμένο, ιστορικό ζήτημα, αλλά έχει πολιτική σημασία για το παρόν και το μέλλον του κόμματος.
Δεν μπορούμε παρά να συγχαρούμε την ΚΕ του κόμματος για τη θαρραλέα στροφή που πραγματοποιεί σε αυτό το ζήτημα. Αν μη τι άλλο, χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος για να δηλώνει ανοικτά, κόντρα στην κυρίαρχη αστική κοινή γνώμη, ότι το ΚΚΕ, εάν η δική του «αστική πατρίδα» εμπλακεί σε έναν πόλεμο, θα παραμείνει πιστό στις ιδρυτικές αρχές του και θα αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια η εργατική τάξη να επωφεληθεί από την πολεμική σύγκρουση για να ανατρέψει το συντομότερο δυνατό την εγχώρια αστική τάξη.
Παρ’ όλα αυτά, η βασική αδυναμία που προαναφέραμε στην εισαγωγή της κριτικής μας σε σχέση με την προοπτική του ιμπεριαλιστικού πολέμου, παραμένει. Το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πολέμου σαφώς υπερτιμάται, την ώρα που σχεδόν εξαφανίζεται το ενδεχόμενο πριν από αυτόν, να ξεσπάσει ένα επαναστατικό προλεταριακό κίνημα. Επιπλέον, το κείμενο φαίνεται να «διαπερνάται» από τη λαθεμένη εκτίμηση ότι η προλεταριακή επανάσταση αναπόφευκτα θα προκύψει μετά από την επώδυνη εμπειρία του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Δεν είναι τυχαίο, το ότι το κείμενο αναφέρεται ακόμα και στο τι θα πρέπει να κάνει η ΚΕ στην περίπτωση του πολέμου, ενώ καμία νύξη δε γίνεται για τα συγκεκριμένα καθήκοντα του κόμματος σε περίπτωση του άμεσου ξεσπάσματος μια προλεταριακής επανάστασης. Έτσι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της, με αυτή την πολεμοκεντρική προσσέγισή της στο άμεσο μέλλον, η ΚΕ καταλήγει να αποπροσανατολίζει τα μέλη από τα πιο σημαντικά και άμεσα πολιτικά τους καθήκοντα.
Κεφ.4, σ.47: Μαρξιστική τοποθέτηση των ζητημάτων της αστικής δημοκρατίας και της εργατικής εξουσίας
Παρ΄ότι η επικαιρότητα του καθήκοντος της προετοιμασίας για την επανάσταση και την εργατική εξουσία φαίνεται πρακτικά να υποτιμάται «προς χάρη» της προετοιμασίας για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αυτό καθ’ αυτό το ζήτημα της εργατικής εξουσίας σε αντιδιαστολή με την ψευδεπίγραφη αστική δημοκρατία, έστω και σε μια αφηρημένη μορφή, τίθεται στο κείμενο με έναν απόλυτα σωστό, μαρξιστικό τρόπο. Στο σημείο 47 αναφέρεται: «Ο τυπικός χαρακτήρας της συμμετοχής στην αστική δημοκρατία έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον ουσιαστικό χαρακτήρα της σε συνθήκες εργατικής εξουσίας. Η εργατική εξουσία αποτελεί ανώτερη μορφή δημοκρατίας γιατί έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της την ενεργητική συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας και ως θεμέλιό της την παραγωγική μονάδα, την κοινωνική υπηρεσία, τη διοικητική μονάδα, τον παραγωγικό συνεταιρισμό. Σήμερα χρειάζεται -περισσότερο απ’ ό,τι παλιότερα- να ενταθεί η διαπάλη για την αποκάλυψη της αστικής δημοκρατίας ως μορφής άσκησης της αστικής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του κεφαλαίου. Είναι απαραίτητη η επιχειρηματολογημένη απομυθοποίηση των εργαλείων της αστικής δημοκρατίας (π.χ. των βουλευτικών, ευρωβουλευτικών και τοπικών εκλογών) και η ανάδειξη του ταξικού χαρακτήρα κάθε αστικού Συντάγματος στον καπιταλισμό κλπ».
Αυτές οι ιδέες, οι τόσο λησμονημένες και αποκηρυγμένες από τα περισσότερα μαζικά εργατικά αριστερά και «κομμουνιστικά» κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι μεγάλη υπόθεση να υπάρχουν στα βασικά πολιτικά ντοκουμέντα ενός κόμματος όπως το ΚΚΕ. Εκπαιδεύουν αληθινά μαρξιστικά-επαναστατικά, χιλιάδες πρωτοπόρους, κομμουνιστές αγωνιστές στην Ελλάδα πάνω στο καθοριστικό ζήτημα της εξουσίας. Τους θωρακίζουν από τις παλιές ή νέες ρεφορμιστικές πανάκειες υποταγής στην αστική δημοκρατία και εξαφάνισης του ζωτικού πολιτικού σκοπού της εργατικής δημοκρατίας.
Κεφ.4, σ.49-55: Πως θα ανασυνταχθεί το κίνημα; Πως το ΚΚΕ θα κερδίσει τις μάζες;
Στο ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο 49 του κεφαλαίου 4 με τίτλο «Η πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος», έχουμε ίσως το πιο αδύναμο και έλλειπες τμήμα του κειμένου Θέσεων. Αφού σωστά διαπιστώνεται η ύπαρξη στο εργατικό κίνημα μιας κατάστασης «..συνολικής υποχώρησης, αναδίπλωσης, γενικευμένης ανασφάλειας, μοιρολατρίας και φόβου..», που όπως επανειλημμένα εξηγούμε είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα των ηττών και των προδοσιών της τελευταίας περιόδου, και αφού σημειώνονται σωστά οι ευθύνες «των συνδικαλιστικών ηγεσιών που πλειοψηφούν στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, σε μεγάλες Ομοσπονδίες και Συνδικάτα», παραλείπεται η απόλυτα αναγκαία, θαρραλέα (αυτό)κριτική αποτίμηση των βασικών αξόνων της τακτικής του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα.
Πολύ σωστά, το κείμενο τονίζει ότι «το ΚΚΕ έχει την ικανότητα να ηγηθεί μεγάλων αγώνων». Όμως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το ΚΚΕ, ως ένα μαζικό εργατικό κόμμα με βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη και τα συνδικάτα, είναι πρακτικά αδύνατο να βρίσκεται εντελώς έξω από το «κάδρο» των ευθυνών για τις απανωτές ήττες των τελευταίων 7 χρόνων, που οδήγησαν στη σημερινή παράλυση του εργατικού κινήματος.
Την ώρα που η κεντρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία με την παθητική, εκτονωτική της τακτική οδηγούσε τους εργατικούς αγώνες σε αδιέξοδο, το ΚΚΕ, μέσα από το μετωπικό συνδικαλιστικό σχήμα του ΠΑΜΕ, θα έπρεπε να έχει επιχειρήσει να δείξει στην εργατική τάξη έναν διαφορετικό δρόμο, για μια νικηφόρα πάλη του κινήματος. Δυστυχώς, αυτό δεν έχει γίνει ακόμα.
Αναντίρρητα, οι δυνάμεις του κόμματος τα προηγούμενα χρόνια, συμμετείχαν δραστήρια και πρωτοπόρα στις κινητοποιήσεις που αποφασίστηκαν από τα συνδικάτα, υπερασπίζοντας σαφώς πιο προωθημένες διεκδικήσεις, που αντιστοιχούν στις πραγματικές, σύγχρονες εργατικές και λαϊκές ανάγκες. Ωστόσο, το κρισιμότερο καθήκον των κομμουνιστικών δυνάμεων στα συνδικάτα, ήταν να αντιπαραβάλουν στα παθητικά και εκτονωτικά αγωνιστικά καλέσματα της κεντρικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ένα σχέδιο για κλιμακούμενο αγώνα διαρκείας, όχι απλά στη βάση κάποιων – έστω και προωθημένων συνδικαλιστικών ή οικονομικών αιτημάτων – αλλά σε άμεση και ξεκάθαρη σύνδεση με το πολιτικό ζήτημα της εξουσίας. Ήταν η αδιάκοπη εξήγηση της πολύ σωστής θέσης που υπάρχει στο σημείο 53 ότι δηλαδή «η πλήρης ικανοποίησή τους (σ.σ: των εργατικών διεκδικήσεων) δε «χωράει» μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και την ένταξή τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής», πάντοτε στη βάση της διαρκούς υπεράσπισης της αναγκαιότητας στην παρούσα περίοδο της βαθιάς κρίσης και της συνολικής και διαρκούς επίθεσης, ο αγώνας να λάβει ενιαίο για όλο τον εργαζόμενο λαό, πολιτικό και επαναστατικό χαρακτήρα.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης θα έπρεπε να ζυμώνουν οι δυνάμεις του κόμματος υπομονετικά στα σωματεία, του εργατικούς χώρους, τους χώρους νεολαίας και τις γειτονιές, για να κερδίσουν την ενεργή συμμετοχή της εργατικής τάξης και της νεολαίας σε αυτό. Μέσα από τη συστηματική καμπάνια για ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης, θα μπορούσαν ήδη να έχουν αλλάξει ριζικά οι συσχετισμοί στα συνδικάτα υπέρ του κομμουνισμού, να έχουν τραβηχτεί στο κίνημα χιλιάδες νέοι αγωνιστές και να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μεγάλους νικηφόρους αγώνες.
Η απουσία μιας τέτοιας τακτικής από το κόμμα, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Επιπλέον, το δυστύχημα είναι ότι αυτή η απουσία συνδυάστηκε με επιζήμιες αριστερίστικες τακτικές. Τέτοιες, ήταν όχι μόνο η επιμονή στις χωριστές συγκεντρώσεις. αλλά ακόμα χειρότερα, η πλήρης άρνηση συμμετοχής και παρέμβασης στο-φυσιολογικά «ανώριμο», συγχυσμένο και αντιφατικό (όπως κάθε κίνημα που αντιπροσωπεύει την αφύπνιση των μέχρι χτες παθητικών λαϊκών μαζών)-κίνημα των πλατειών και επίσης, η άκρως σεχταριστική άρνηση να υποστηριχτεί το «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Με αυτή την τακτική, κάθε άλλο παρά «διαφυλάχθηκε ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος». Αντιθέτως, χάθηκαν ιστορικές ευκαιρίες, ώστε μέσα από την υπομονετική εξήγηση του προγράμματός του, το ΚΚΕ να κερδίσει στην υπόθεση της πάλης για την εργατική σοσιαλιστική εξουσία ευρύτατα τμήματα των μαζών, που κινητοποιήθηκαν ενεργά σε αυτές τις δύο κρίσιμες περιστάσεις. Οι μάζες «των πλατειών» και του «Όχι», αφέθηκαν από το κόμμα στο έλεος των τσαρλατάνων του εθνικισμού, των σοσιαλδημοκρατών προδοτών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και των χρεοκοπημένων αριστερών ρεφορμιστών και κεντριστών της πανάκειας του εθνικού νομίσματος.
Αυτά τα πολύ σοβαρά λάθη, θα έπρεπε ειλικρινά να αναγνωριστούν και να διορθωθούν με την ευκαιρία του 20ου συνεδρίου. Το είδος αυτών των λαθών δεν είναι κάτι νέο στο κομμουνιστικό κίνημα. Πρόκειται για τυπικά αριστερίστικα λάθη, στην πολιτική κριτική των οποίων ο Λένιν αφιέρωσε το 1920 μια ολόκληρη, ειδική μπροσούρα, με τίτλο «Αριστερισμός: η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Χωρίς την παραδοχή και τη συλλογική διόρθωση αυτών των λαθών, το ΚΚΕ δεν θα μπορέσει να κερδίσει τις μάζες στη σωστή γραμμή της πάλης για την εργατική εξουσία. Και χωρίς τις μάζες, η ιστορική αλλαγή που έχει συντελεστεί στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, θα μετατραπεί σε ένα «κενό γράμμα», σε μια φιλολογική υπόθεση που δεν θα επιδράσει πάνω στην πραγματική ταξική πάλη.
Η πολιτική κληρονομιά του Λένιν περιέχει μια καλά επεξεργασμένη τακτική για το κέρδισμα των μαζών, την τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου. Αντί για τη διεξαγωγή χωριστών συγκεντρώσεων και την τήρηση «αποστάσεων» από την κινητοποίηση των αφυπνισμένων και φυσιολογικά πολιτικά ανώριμων μαζών, αντί για την άρνηση για κοινή δράση με άλλες αριστερές δυνάμεις μέσα στο κίνημα, το ΚΚΕ θα πρέπει να προτείνει την πλατύτερη δυνατή ενότητα και κοινή δράση ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, την ενότητα όλων των εργατικών οργανώσεων – χωρίς διάκριση ηγεσίας και βάσης – που θέλουν να παλέψουν για τα εργατικά συμφέροντα. Μέσα από την ενότητα στη δράση, το κόμμα θα έχει τη δυνατότητα να πείσει για την ορθότητα του προγράμματος και της πολιτικής του, για την ανωτερότητα των δικών του ιδεών, μεθόδων και σκοπών, αποσπώντας ευκολότερα τις μάζες από τους ρεφορμιστές.
Αυτή η τακτική υιοθετήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή στις αρχές της δεκαετίας του 1920, σε μια εποχή που τα Κομμουνιστικά Κόμματα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ΚΚΕ και σήμερα στην Ελλάδα, είχαν προσωρινά να αντιμετωπίσουν διεθνώς μια κατάσταση όχι επαναστατική, όπου το κύριο καθήκον και τότε ήταν το κέρδισμα των απογοητευμένων μαζών της εργατικής τάξης, που σε σημαντικό βαθμό ακολουθούσαν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Αναλύθηκε στις αποφάσεις του 3ου και του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τις οποίες το κόμμα θα πρέπει να ανασύρει από τη λήθη και να θέσει το περιεχόμενό τους στο επίκεντρο της σημερινής του δράσης.
Ποια είναι όμως – με δεδομένη την επίμονη αγνόηση της τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου – η τακτική που περιέχουν οι Θέσεις για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και το κέρδισμα των μαζών στο πρόγραμμα του κόμματος; Σχετικά με το περιεχόμενο της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος παρατίθεται ξανά η Απόφαση της Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του Δεκέμβρη του 2015 που μιλά για ένα εργατικό κίνημα ικανό «…να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικά και σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και αγροτών στην ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας», ενώ επίσης αναφέρεται και η ανάγκη για «..ένταξη των επιμέρους διεκδικήσεων σε ένα σχέδιο συγκέντρωσης δυνάμεων και πάλης με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο». Με το προτεινόμενο αυτό περιεχόμενο της ανασύνταξης, φυσικά κανένας αληθινός κομμουνιστής δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει, ούτε επίσης και με την επίκληση της ανάγκης για «γερές Κομματικές Οργανώσεις στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στους κλάδους στρατηγικής σημασίας».
Στο σημείο 54 υπό τον τίτλο «Η ενίσχυση της οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης ως συστατικό στοιχείο της ανασύνταξης», αναφέρεται επίσης μια δέσμη, απόλυτα επιβεβλημένων στόχων, όπως η μαζικοποίηση των σωματείων, η δημιουργία νέων κλαδικών ή επιχειρησιακών σωματείων σε ακάλυπτους συνδικαλιστικά χώρους, η σοβαρή και δημοκρατική τους λειτουργία, η ενίσχυση των μορφών ταξικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας στα συνδικάτα, ενώ στο σημείο 55 με τίτλο «Η πορεία του ΠΑΜΕ ως κρίσιμο στοιχείο της ανασύνταξης» περιγράφονται επίσης σωστοί στόχοι όπως η διεύρυνση του ΠΑΜΕ με νέες δυνάμεις σε κάθε κλάδο και περιοχή, η οργάνωση και κινητοποίηση ανέργων δίπλα στα συνδικάτα, τα εργατικά κέντρα, τις Λαϊκές Επιτροπές στις συνοικίες.
Πώς όμως όλα αυτά, ως περιεχόμενο της ανασύνταξης, θα γίνουν πράξη; Οι Θέσεις αξιολογούν ποιο στοιχείο είναι το πιο χρήσιμο γι’ αυτό το καθήκον: «..Κεντρικό ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει είναι σε τι βαθμό έχει διαμορφωθεί ενιαία αντίληψη στο ίδιο το κομματικό δυναμικό σε σχέση με το περιεχόμενο της ανασύνταξης και τα καθήκοντα που απορρέουν για την προώθησή της. Παρά τα βήματα, υπάρχουν ακόμα καθυστερήσεις στο να ξεπερνιέται μια αποσπασματικότητα και να εμπεδώνεται η αντίληψή μας για τα καθήκοντα των κομμουνιστών με βάση την παραπάνω κατεύθυνση. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης έφεραν στην επιφάνεια νέες δυσκολίες. Παρά τη σχετική πρόβλεψη, δεν ήμασταν επαρκώς έτοιμοι για γρήγορες προσαρμογές στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η βαθιά και παρατεταμένη κρίση, δεν είχαμε μελετήσει νέους περιορισμούς ή και δυσκολίες στην αφομοίωση και υλοποίηση του σχεδιασμού για την ανασύνταξη. Το επόμενο διάστημα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα χρειάζεται να πάρουμε μέτρα για να ανέβει η αποτελεσματικότητα στην προώθηση αυτού του κεντρικού καθήκοντος σε όλο το Κόμμα και την ΚΝΕ, από την ΚΕ μέχρι την κάθε ΚΟΒ και ΟΒ, την κάθε κομματική ομάδα».
Είναι ξεκάθαρο εδώ, ότι το αληθινά κεντρικό ζήτημα της αποδοχής και διόρθωσης των αριστερίστικων λαθών με τα όπλα της λενινιστικής κριτικής, υποκαθίσταται από την επίκληση θολών και αφηρημένων, οργανωτικών και ψυχολογικών αδυναμιών. Ειδικά το ζήτημα της «ενιαίας αντίληψης» για το περιεχόμενο της ανασύνταξης του κινήματος, είναι ένα πολιτικό και όχι οργανωτικό ζήτημα, όπως εμμέσως εμφανίζεται εδώ. Έχει να κάνει σε τελική ανάλυση με το πόσο πειστική μπορεί να είναι η τακτική που προτείνει η ηγεσία στα μέλη και με το βαθμό επιβεβαίωσης αυτή της τακτικής από τα γεγονότα. Από αυτή τη σκοπιά, είναι πράγματι, εξαιρετικά δύσκολο το καθήκον της απόκτησης «ενιαίας αντίληψης από το κομματικό δυναμικό» πάνω σε μια τακτική που δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα.
Κεφ.4, σ.56: «Κοινωνική συμμαχία σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση»-Πως θα μπορούσε να έχει ήδη δημιουργηθεί
Σχετικά με το γενικότερο καθήκον του κερδίσματος των μαζών στον πολιτικό σκοπό της εργατικής εξουσίας, το κείμενο στο σημείο 56 του κεφαλαίου 4, επαναλαμβάνει τη θέση για την «Κοινωνική συμμαχία σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση», που περιέχεται στο νέο Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριο του Κόμματος: «Η συσπείρωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ και η προσέλκυση πρωτοπόρων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων θα περάσει από διάφορες φάσεις. Το εργατικό κίνημα, τα κινήματα των αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις και των αγροτών και η μορφή έκφρασης της συμμαχίας τους με αντιμονοπωλιακούς αντικαπιταλιστικούς στόχους, με την πρωτοπόρα δράση των δυνάμεων του ΚΚΕ σε μη επαναστατικές συνθήκες, αποτελούν το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του επαναστατικού εργατικού – λαϊκού μετώπου σε επαναστατικές συνθήκες. Οι εργατικές – λαϊκές μάζες, μέσα από την πείρα της συμμετοχής τους στην οργάνωση της πάλης σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου, θα πείθονται για την ανάγκη να πάρει η οργάνωση και η αντιπαράθεσή τους χαρακτήρα εφ’ όλης της ύλης και με όλες τις μορφές σύγκρουσης με την οικονομική, πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου».
Σημειώνεται επίσης ότι είναι καθοριστικός «..ο ρόλος των μελών του Κόμματος ως πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στον αγώνα για ενίσχυση και εμβάθυνση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις και των αγροτών στην ύπαιθρο, με έμφαση στη συμμετοχή των νέων και των γυναικών αυτών των κοινωνικών δυνάμεων…», ενώ στο σημείο 64 ξεκαθαρίζεται, όπως γίνεται και στο Πρόγραμμα, ότι στη συμμαχία αυτή, η εργατική τάξη θα είναι η ηγέτιδα δύναμη της επαναστατικής διαδικασίας που θα οδηγήσει στην εργατική εξουσία.
Εδώ είναι ανάγκη να κάνουμε ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Το Πρόγραμμα και το Κείμενο θέσεων της ΚΕ, αναφέρονται σε μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, η οποία θα γίνει το «πρόπλασμα» για το επαναστατικό μέτωπο, που όταν θα έχουν δημιουργηθεί επαναστατικές συνθήκες, έχοντας επικεφαλής της εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το ΚΚΕ, θα εγκαθιδρύσει την εργατική εξουσία. Αυτή η αντίληψη για την επαναστατική διαδικασία, ανεξάρτητα από τους όρους που επιλέγονται να την περιγράψουν (κι εδώ οφείλουμε να πούμε ότι ο όρος «Κοινωνική Συμμαχία» είναι εντελώς ακατάλληλος, γιατί εξωτερικά δίνει την εντύπωση της προπαγάνδισης μιας ταξικής συμμαχίας στα πρότυπα των παλιών αμαρτωλών «Λαϊκών Μετώπων», ενώ ουσιαστικά, αποτελεί απλώς το παλιό οπορτουνιστικό περίβλημα που απέμεινε άθικτο μετά την επαναστατική αλλαγή του προγράμματος του κόμματος) ανταποκρίνεται, τόσο στις πολιτικές και προγραμματικές αρχές του επαναστατικού μαρξισμού, όσο και στους σύγχρονους ταξικούς συσχετισμούς στην κοινωνία.
Η μεγάλη σημερινή δύναμη της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με τη ραγδαία προλεταριοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων, δημιουργεί τους απαραίτητους αντικειμενικούς όρους για μια μεγάλη επαναστατική συμμαχία με επικεφαλής την εργατική τάξη και το κόμμα της, που θα εγκαθιδρύσει την εργατική εξουσία. Αυτή είναι η «κοινωνική συμμαχία» της σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ η «κοινωνική συμμαχία» του ΑΑΔΜ και των άλλων «Λαϊκών Μετώπων» των «ενδιάμεσων» σταδίων που περιέχονταν στα παλιά σταλινικά κομματικά προγράμματα, ήταν συμμαχία ταξικής συνεργασίας με τμήματα της αστικής τάξης και με σκοπό τη ματαίωση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από αυτή τη σκοπιά, η «Κοινωνική συμμαχία σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση» είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά στην «πορεία για την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος».
Ωστόσο, η σωστή θέση για το στρατηγικό ζήτημα της εργατικής εξουσίας και της σχέσης της εργατικής τάξης με τις άλλες τάξεις στην επαναστατική διαδικασία, δεν υποκαθιστά την ανάγκη για την επιλογή της κατάλληλης πολιτικής και τακτικής που θα κάνει το κόμμα να συμβάλει αποτελεσματικά στη δημιουργία της «Κοινωνική Συμμαχίας σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση» που περιγράφουν οι Θέσεις, ως «πρόπλασμα» του μελλοντικού επαναστατικού μετώπου. Πως φτιάχνεται λοιπόν αυτό το «πρόπλασμα»;
Στις Θέσεις δεν βρίσκουμε μια σαφή απάντηση. Στο σημείο 56 αναφέρονται απλώς σαν ενδείξεις για τη δυνατότητα εμφάνισης του «προπλάσματος» η «…μαζική είσοδος μικροαστικών στρωμάτων στον αγώνα, στη γενική απεργία, σε κοινά συλλαλητήρια με την εργατική τάξη με αφορμή κύρια την πάλη ενάντια στην αντι-ασφαλιστική μεταρρύθμιση..», ενώ επίσης σαν ένδειξη συντονισμού στην κατεύθυνση της «Συμμαχίας» αναφέρεται το κοινό πλαίσιο πάλης ΠΑΜΕ – ΠΑΣΕΒΕ – ΠΑΣΥ – ΟΓΕ – ΜΑΣ, που διαμορφώθηκε το 2010, αλλά επίσης σημειώνεται ότι σήμερα αυτό «..βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες και χρειάζεται επικαιροποίηση». Λίγο πιο κάτω συμπεραίνεται τελικά, ότι «..η προώθηση του στόχου της κοινωνικής συμμαχίας σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση είναι σε εμβρυακό στάδιο», ενώ σημειώνεται ουσιαστικά και η μη εμφάνιση έως τώρα των Λαϊκών Επιτροπών με την επιθυμητή μορφή της τοπικής έκφρασης της «κοινωνικής συμμαχίας».
Πράγματι, θα συμφωνήσουμε στο συμπέρασμα ότι η «συμμαχία αυτή βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο». Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί συμβαίνει αυτό;», είναι σε σημαντικό βαθμό ένα ζήτημα που σχετίζεται με τον υποκειμενικό, πολιτικό παράγοντα, αλλά σίγουρα δεν βρίσκεται στις «σοβαρές αδυναμίες και καθυστερήσεις στη δράση κομμουνιστών και κομμουνιστριών που δουλεύουν στο κίνημα» όπως υπονοείται σαφώς στο κείμενο.
Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι «Κοινωνική Συμμαχία» δεν μπορεί να δημιουργηθεί τεχνητά, από το ίδιο το κόμμα, ακόμα και αν οι κομμουνιστές εξαλείψουν όλες τις «αδυναμίες και τις καθυστερήσεις» στη δράση τους. Η «πρώτη ύλη» για να δημιουργηθεί μια τέτοια συμμαχία είναι η ωρίμανση των όρων για μια επαναστατική κατάσταση. Απαιτείται δηλαδή, η αστική τάξη να βρίσκεται σε πολιτικό αδιέξοδο, η εργατική τάξη να δείχνει τη διάθεση να μπει στον αγώνα αποφασισμένη να κάνει τις μεγαλύτερες θυσίες και οι μικροαστοί να βρίσκονται σε έναν διαρκή αναβρασμό, αναζητώντας πυρετωδώς μια ριζική λύση στο αδιέξοδο που τους καταδικάζει η κρίση του καπιταλισμού. Τα προηγούμενα χρόνια, τέτοιες συνθήκες έτειναν να εμφανιστούν τουλάχιστον δυο φορές: το καλοκαίρι του 2011 και το καλοκαίρι του 2015. Ο λόγος για τον οποίο δεν σχηματίστηκε η «Συμμαχία» σε εκείνες τις περιστάσεις, δεν ήταν οι «αδυναμίες και οι καθυστερήσεις στη δράση των κομμουνιστών», αλλά η απουσία εκείνου του κόμματος που με την πολιτική και την τακτική του θα συμβάλει στη δημιουργία της.
Και στις δυο περιστάσεις λοιπόν, το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να συμβάλει στη δημιουργία της «Συμμαχίας» που, μόνο εκείνο και σωστά, υπερασπίζει, γιατί η ίδια η πολιτική και η τακτική του, με τον αριστερίστικο χαρακτήρα τους, όπως προαναφέραμε, το απομόνωσαν από τις μάζες που έχοντας κινητοποιηθεί με διάρκεια, μπορούσαν να συγκροτήσουν τη «Συμμαχία».
Εάν το 2011, το ΚΚΕ συμμετείχε αποφασιστικά μέσα στο κίνημα των πλατειών, κάνοντας έκκληση για κοινό μέτωπο δράσης όλων των αγωνιζόμενων μαζικών οργανώσεων και έριχνε το σύνθημα για Λαϊκές Επιτροπές, σε αυτό το πραγματικό κίνημα των μαζών, το λιγότερο που θα μπορούσε να έχει συμβεί θα ήταν να είναι εκείνο και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα γνώριζε εκρηκτική άνοδο της επιρροής του, έχοντας μάλιστα δημιουργήσει πάνω σε πραγματικά γεγονότα την πολυπόθητη «Συμμαχία».
Αλλά και το 2015, αξιοποιώντας τη γενικευμένη διάθεση των μαζών για ρήξη με την τρόικα και την καπιταλιστική ολιγαρχία, το ΚΚΕ με μια άλλη πολιτική και τακτική θα μπορούσε να έχει θεμελιώσει τη «Συμμαχία». Εάν συμμετείχε ενεργά στις αυθόρμητες λαϊκές συγκεντρώσεις που ζητούσαν τη «Ρήξη» στις αρχές του χρόνου και αργότερα το «Όχι» στο δημοψήφισμα, αν λάμβανε τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για το άπλωμά τους σε όλη τη χώρα και έριχνε το σύνθημα για «Λαϊκές Επιτροπές» για τη Ρήξη, θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί μια «Συμμαχία» ικανή να ματαιώσει ακόμα και την ψήφιση του 3ου Μνημονίου, εκτοξεύοντας την επιρροή του κόμματος και αλλάζοντας την ίδια τη ροή της ιστορίας των δυο τελευταίων χρόνων.
Θα το επαναλάβουμε λοιπόν, μια ακόμα φορά, για να τονιστεί: το περιεχόμενο της πρότασης του ΚΚΕ για την «Κοινωνική Συμμαχία» είναι πολιτικά και ταξικά σωστό και αναγκαίο. Αλλά θα πρέπει επίσης να τονιστεί, ότι μόνο με μια άλλη πολιτική και τακτική μέσα στο κίνημα, πάνω στις Λενινιστικές γραμμές του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, μπορεί σε συνθήκες ωρίμανσης μιας επαναστατικής κατάστασης, να πραγματοποιηθεί αυτή η αναγκαία «Συμμαχία», που θα φέρει πιο κοντά την εργατική εξουσία.
Κεφ.4, σ.77: Η αναγκαιότητα μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς
Στο σημείο 77 του τετάρτου κεφαλαίου, με τίτλο «Η κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και η δράση του ΚΚΕ», αφού παρατίθενται οι πράγματι αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες που έλαβε το κόμμα «για να συγκεντρωθούν κομμουνιστικές δυνάμεις από όλο τον κόσμο και να αναπτυχθεί κοινή δράση», όπως η έκδοση της «Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», η διοργάνωση Διεθνών Συναντήσεων των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, η λειτουργία του solidnet, η έκδοση του «Ενημερωτικού Δελτίου» και η συγκρότηση της «Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας», αναφέρεται ότι ο «στόχος είναι μέσα από αυτή τη συστηματική πάλη να επιτυγχάνεται η αναγκαία προετοιμασία ώστε σε συνθήκες ξεσπάσματος επαναστατικής κατάστασης στη χώρα του το κάθε ΚΚ να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ιστορικό του καθήκον και να δώσει τη μάχη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό, έχοντας παράλληλα διαμορφώσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό που θα προσφέρει διεθνιστική στήριξη και αλληλεγγύη» και συμπληρώνεται ότι «..στη βάση αυτή, παραμένει για το Κόμμα μας ο στόχος για τη συγκρότηση ενός μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα…».
Στην πραγματικότητα, αυτό που περιγράφεται σαν αναγκαιότητα σε αυτές τις γραμμές είναι η ύπαρξη μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κατά τη γνώμη μας, αυτό θα πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την ολέθρια απόφαση του Στάλιν να διαλύσει την «Κομιντέρν», αφού πρώτα τη μετέβαλε σταδιακά από Παγκόσμιο κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης σε πρακτορείο της εξωτερικής πολιτικής της σοβιετικής γραφειοκρατίας, η ανάγκη της παγκόσμιας εργατικής τάξης για μια επαναστατική Διεθνή είναι επιτακτική.
Ο διεθνής χαρακτήρας της κρίσης του καπιταλισμού και η σφοδρή επίθεση στην εργατική τάξη σε ολόκληρο τον κόσμο, ήδη φανερώνουν εμβυακά τα τελευταία χρόνια την τάση για μια διεθνή έκρηξη των ταξικών και πολιτικών αγώνων της εργατικής τάξης, με τους κομμουνιστές να έχουν το πολιτικό καθήκον να δείξουν στην εργατική τάξη το δρόμο προς την εξουσία. Σε αυτές τις συνθήκες, ένα ενιαίο και συγκεντρωτικό διεθνές επιτελείο συντονισμού της δράσης των κομμουνιστών είναι σήμερα αναγκαίο περισσότερο από ποτέ. Όχι μόνο, όπως γράφεται στις Θέσεις, για να προσφερθεί στήριξη στην επανάσταση όταν αυτή θα κάνει την εμφάνισή της σε μια χώρα, αλλά για γνήσια διεθνιστικούς λόγους: για τον ενιαίο, διεθνή συντονισμό της πάλης των κομμουνιστών, με κριτήριο όχι το συμφέρον της επανάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα, αλλά με κριτήριο το καλό της υπόθεσης της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και με σκοπό την ταχύτερη δυνατή εξάπλωση και επικράτηση της στον πλανήτη.
Τα βήματα που έχει κάνει το ΚΚΕ μέσα από τις θέσεις και τις αποφάσεις του τα τελευταία χρόνια προς μια τέτοια, αληθινά διεθνιστική, πλήρως απαλλαγμένη από το πατριωτικό δηλητήριο του ορθόδοξου σταλινισμού, κατανόηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, είναι αξιοσημείωτα και πρέπει να συνεχιστούν. Η συμπερίληψη στο νέο Πρόγραμμα του κόμματος θέσεων όπως αυτή που προβλέπει πως η επαναστατική εργατική εξουσία στην Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τη «διαμόρφωση κοινού επαναστατικού κέντρου τουλάχιστον μεταξύ γειτονικών χωρών», όπως η αναγνώριση της δυνατότητας «να δημιουργηθούν συνθήκες σοσιαλιστικής νίκης σε ομάδα χωρών» και όπως η ιδέα ότι για την «ανεπίστρεπτη κυριαρχία του κομμουνισμού απαιτείται να έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παγκόσμια ή τουλάχιστον στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χώρες», δημιουργούν ρωγμές στο «καλούπι» της στενόμυαλης εθνικιστικής σταλινικής «θεωρίας του σοσιαλισμού σε μια χώρα» και φέρνουν στο προσκήνιο του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος την κριτική του τροτσκισμού, δηλαδή του γνήσιου Μπολσεβικισμού-Λενινισμού, στο σταλινισμό.
Το γενικό μας συμπέρασμα για τις Θέσεις – Η ενδυνάμωση της αλληλέγγυας πάλης μας με το ΚΚΕ για την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό
Αυτό που μπορούμε να πούμε σαν γενικό συμπέρασμα για το κείμενο Θέσεων της ΚΕ για το 20ο συνέδριο, είναι ότι αποτελεί μια ελπιδοφόρα συνέχεια στην «πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα», με τις σοβαρές ελλείψεις και αντιφάσεις που προναφέρθηκαν και αναλύθηκαν. Η διαφορά των αλλαγών που συντελούνται στο κόμμα τα τελευταία χρόνια συγκριτικά με τις αλλαγές που εμφανίζονταν προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, ήταν ότι εκείνες ποτέ δεν έφθασαν στο σημείο της αμφισβήτησης από τ’ αριστερά του ίδιου του πυρήνα των αντιλήψεων του ορθόδοξου σταλινισμού, όπως διαμορφώθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930: θεωρία των σταδίων, Λαϊκά Μέτωπα, υποταγή στην αστική πατρίδα κ.λπ. Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια – όπως πολύ σωστά κατανοούν και γι’ αυτό ανησυχούν, οι ορθόδοξοι σταλινικοί απολογητές των «Λαϊκών Μετώπων» – μέσα από συλλογικές αποφάσεις του κόμματος, έχουν αμφισβητηθεί από τ’ αριστερά εμβληματικές αντιλήψεις του σταλινισμού.
Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές που συσπειρωνόμαστε στην πολιτική οργάνωση Κομμουνιστική Τάση (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης), καλωσορίζοντας και χαρακτηρίζοντας αυτές τις αλλαγές ως ιστορικής σημασίας, σημειώνουμε παράλληλα τον αντιφατικό και ελλιπή ακόμα, χαρακτήρα αυτής της «πορείας αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί θαρραλέα και ειλικρινά η ηγεσία του. Θεωρούμε αυτονόητο το καθήκον μας να στηρίξουμε αυτή την πορεία, όσο και όπως μπορούμε, φυσικά πάντοτε κριτικά, βοηθώντας την να ολοκληρωθεί.
Πάνω στη βάση λοιπόν αυτής της γενικότερης στάσης μας, θεωρούμε ότι το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 20ο συνέδριο, που αντανακλά και συνεχίζει αυτή την πορεία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί από κάθε κομμουνιστή, αφού όμως πρώτα τροποποιηθεί σε ορισμένα βασικά του σημεία σύμφωνα με την ανάλυση που κάναμε πιο πάνω, με τις σημανικότερες από αυτές τις τροποποιήσεις να είναι επιγραμματικά, η αποκατάσταση στην εκτίμηση για τις προοπτικές της αναγκαίας αίσθησης της αναλογίας ανάμεσα στο ενδεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης και στο ενδεχόμενο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, καθώς και η ειλικρινής ανάλυση και διόρθωση των καθοριστικών αριστερίστικων σφαλμάτων που εμφανίστηκαν στην πολιτική και την τακτική του κόμματος τα προηγούμενα χρόνια.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι η κριτική μας ενασχόληση με τις Θέσεις της ΚΕ για το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ, θα εκληφθεί από την μεγάλη πλειονότητα των αγωνιστών του κόμματος ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως μια απόπειρα δημιουργικής συμβολής στη συζήτηση του συνεδρίου, από συντρόφους κομμουνιστές που βρίσκονται στο κοινό μετερίζι της αντικαπιταλιστικής πάλης. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του κοινού, συντροφικού επαναστατικού – μαρξιστικού κώδικα πολιτικής επικοινωνίας και διαλόγου, η Κομμουνιστική Τάση θα επιδιώξει το ερχόμενο διάστημα να ενδυναμώσει τις σχέσεις αλληλέγγυας πάλης με το ΚΚΕ, εφαρμόζοντας τη συλλογική της απόφαση για ενεργή υποστήριξη του κόμματος στις επερχόμενες εκλογές και φυσικά, μέσα από την κοινή δράση στο κίνημα της εργατικής τάξης και της πρωτοπόρας νεολαίας για το ζωτικό σκοπό της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού .
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος