Ελληνικός καπιταλισμός: σε οργανική κρίση ή σε ανάπτυξη;
Μένοντας πάντοτε στο κρίσιμο και πλήρως «πολιτικό» 1ο Κεφάλαιο των Θέσεων (σε αντίθεση με τα εντελώς αδικαιολόγητα «κομματοκεντρικά» 2/3 του συνολικού κειμένου), περνάμε στο μέρος Β’ με τίτλο «Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ» και στις ενότητες 1, 2, 3 και 4. Εκεί βρίσκουμε μια σχετικά πιστή γενική περιγραφή της σημερινής οικονομικής κατάστασης του ελληνικού καπιταλισμού. Ωστόσο, από αυτήν απουσιάζει η ουσία, δηλαδή τα συμπεράσματα από κομμουνιστική σκοπιά.
Ο μαρξισμός λαμβάνει υπόψη τους οικονομικούς δείκτες για να αποδείξει τον ιστορικά ξεπερασμένο και αντιδραστικό ρόλο του καπιταλισμού. Με αυτή την έννοια, οι Θέσεις θα όφειλαν να τονίσουν π.χ. πως το ότι «ο συνολικός αριθμός των απασχολουµένων είναι συγκριτικά µικρότερος από το 2008» υπογραμμίζει την οργανική αδυναμία του καπιταλισμού – παρά την (αναιμική σε κάθε περίπτωση) φάση της οικονομικής ανάκαμψής του στην Ελλάδα – να αναπτύξει τη σημαντικότερη παραγωγική δύναμη, την ίδια την ανθρώπινη εργασία. Και ότι συνεπώς, το πρόβλημα της υποαπασχόλησης του πληθυσμού της χώρας σε σύγκριση με τις πραγματικές, μεγάλες και αναξιοποίητες αντικειμενικές δυνατότητες, μπορεί να λυθεί ουσιαστικά μόνο στο πλαίσιο μιας οικονομίας κεντρικά σχεδιασμένης, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των βασικών της μοχλών.
Στην ενότητα 5 με τίτλο «Συνολική επιδείνωση της κατάστασης του λαού», και σε πλήρη αντίφαση με την παράθεση στοιχείων τα οποία αποτελούν απόδειξη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σ’ ένα ιστορικό – οργανικό αδιέξοδο (χωρίς δυστυχώς οι Θέσεις να το αναφέρουν), η ΚΕ ανακαλύπτει ότι «η παρούσα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης δίνει περιθώρια στο καπιταλιστικό σύστηµα να εφαρµόσει πολιτικές συµµαχιών µε µεσαία στρώµατα λαϊκών δυνάµεων» και ότι «σε συνδυασµό µε τη µείωση της ανεργίας και την επέκταση του χρόνου εργασίας, διαµορφώνονται όροι ενσωµάτωσης εργατικών τµηµάτων µε ορισµένες αυξήσεις σε µισθούς κ.λπ.».
Η φορολογική επίθεση που η κυβέρνηση έχει εξαπολύσει σε εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες, και ιδιαίτερα η αναλγησία της απέναντι στους αγροτοκτηνοτρόφους, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: το οργανικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού επιβάλλει σκληρή επίθεση στη συντριπτική πλειονότητα των μεσαίων στρωμάτων και όχι μια ουσιαστική απόπειρα εξαγοράς της υποστήριξής τους. Οι ίδιες οι μαζικές αγροτοκτηνοτροφικές κινητοποιήσεις αποτελούν τη γλαφυρότερη απόδειξη για το λάθος της εκτίμησης που διατυπώνουν εδώ οι Θέσεις.
Όσο για την «ενσωμάτωση τμημάτων της εργατικής τάξης μέσω αυξήσεων», ακόμα και αν ο αναγνώστης σπάσει το κεφάλι του να βρει ένα τέτοιο «τμήμα», φυσικά δεν θα τα καταφέρει. Και προφανώς το ίδιο ισχύει για τους συντάκτες και υποστηρικτές των Θέσεων, που άφησαν το εφεύρημά τους μετέωρο, χωρίς κανένα παράδειγμα.
Αστικά «κυριαρχικά δικαιώματα» με κομμουνιστική χρυσόσκονη
Ενώ ολόσωστα αναφέρεται στην ενότητα 6 ότι «η ελληνική αστική τάξη, µε ιδιαίτερη επιθετικότητα, υπερασπίζεται και προωθεί τα στρατηγικά της συµφέροντα» και υποστηρίζεται η «αντιπαράθεση µε τα διάφορα προσχήµατα που χρησιµοποιεί η αστική τάξη για να εγκλωβίσει τον λαό για το αποκαλούµενο εθνικό συµφέρον», αμέσως μετά, στην ενότητα 7, γράφεται ότι «το τουρκικό κράτος θέτει επίµονα ένα πακέτο απαράδεκτων διεκδικήσεων, που αµφισβητούν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώµατα ελληνικών νησιών του Αιγαίου, αναπαράγοντας τα περί “γκρίζων ζωνών” και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών».
Δηλαδή, ενώ η ΚΕ φέρεται να αποδοκιμάζει την απόπειρα της ελληνικής αστικής τάξης να εγκλωβιστεί ο λαός στο «αποκαλούμενο εθνικό συμφέρον», εμφανίζεται η ίδια να αποδέχεται πλήρως τα επιχειρήματα περί «κυριαρχικών δικαιωμάτων» που συνοδεύουν την απόπειρα αυτή. Διότι τα «κυριαρχικά δικαιώματα» του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, δεν είναι τίποτα άλλο από τα στρατηγικά συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης που ελέγχει αυτό το κράτος, και από τα οποία τυπικά οι Θέσεις έχουν διαχωριστεί.
Και δυστυχώς, όχι μόνο τα αποδέχεται αλλά και πλειοδοτεί στην υπεράσπισή τους. Μάλιστα καταγγέλλει (για μία ακόμα φορά) την κυβέρνηση ότι «σκοπίµως επιχειρεί να καλλιεργήσει κλίµα εφησυχασµού» και καλεί τον λαό «να επαγρυπνεί, γιατί στο “παζάρι” των ελληνοτουρκικών διαπραγµατεύσεων περιλαµβάνονται ζητήµατα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωµάτων». Από μόνη της η θέση αυτή αρκεί για να κατατάξει το κόμμα από το στρατόπεδο του προλεταριακού διεθνισμού στο στρατόπεδο του μικροαστικού σοσιαλσοβινισμού.
Έτσι η ακόλουθη κατάληξη αυτής της ενότητας, αποτελεί απλώς ένα διεθνιστικό ευχολόγιο, και μάλιστα ελλιπές και ασυνεπές: «Το κρίσιµο ζήτηµα είναι η ενίσχυση της φιλίας και της κοινής πάλης του τουρκικού και του ελληνικού λαού, ενάντια στις αστικές τάξεις και τα συµφέροντά τους…Αυτήν την υπόθεση υπηρετεί το ΚΚΕ σε συνεργασία µε το ΚΚ Τουρκίας, θέτοντας τον στόχο “καμιά αλλαγή των συνόρων και των συνθηκών που τα καθορίζουν”, που παραµένει στόχος επίκαιρος και αναγκαίος».
Αποτελεί ευχολόγιο γιατί με το εν λόγω τουρκικό κόμμα δεν έχει αναληφθεί από το ΚΚΕ καμία απολύτως ουσιαστική αντιπολεμική πρωτοβουλία. Αποτελεί ελλιπέστατο ευχολόγιο γιατί δεν λέει το πώς συγκεκριμένα θα μπορούσε αυτή η «συνεργασία» να εκφραστεί, τόσο σε περίοδο ειρήνης όσο και σε περίπτωση πολέμου. Και τέλος, αποτελεί ασυνεπές ευχολόγιο, γιατί εκτός από την υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» (βλέπε στρατηγικών αστικών συμφερόντων) η υπεράσπιση των συνόρων μεταξύ αστικών κρατών είναι έννοια ασυμβίβαστη με τον κομμουνισμό, ο οποίος από τη φύση του σκοπεύει στην κατάργηση των αστικών κρατικών συνόρων, στη βάση μιας διεθνώς σχεδιασμένης οικονομίας.
Δυστυχώς, παρότι στις Θέσεις η ΚΕ πλειοδοτεί (ξανά) σε κινδυνολογία για τους άμεσα επικείμενους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στην πραγματικότητα, ομνύοντας στα ελληνικά αστικά στρατηγικά συμφέροντα σε συσκευασία «κυριαρχικών δικαιωμάτων», δικαιώνει πολιτικά τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που θα μπορούσε να προκύψει από τον ανταγωνισμό μεταξύ ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης.
Για ποια «ενιαία και ανεξάρτητη» Κύπρο;
Την ουσία αυτής της ασυνέπειας τη διακρίνουμε και στην ενότητα 8, σχετικά με το Κυπριακό. Εκεί βλέπουμε (για μία ακόμα φορά), ότι ενώ σωστά καταδικάζεται η καπιταλιστική δικοινοτική – διζωνική ομοσπονδία, υποστηρίζεται «η ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος», χωρίς να τονίζεται ότι τέτοια μπορεί να είναι μόνο η Κύπρος της εργατικής εξουσίας, η σοσιαλιστική Κύπρος, η οποία μπορεί να έχει βιωσιμότητα και σταθερότητα μονάχα ως τμήμα μιας ευρύτερης ομοσπονδίας στην οποία θα συμμετέχουν μια σοσιαλιστική Ελλάδα και μια επίσης σοσιαλιστική Τουρκία.
Ταυτόχρονα, παραλείπεται (ξανά) η αναγκαία θέση ότι για να μπορέσει να πεισθεί να στηρίξει μια τέτοια λύση η εθνικά καταπιεσμένη μέσα στην παλιά καπιταλιστική ενιαία Κύπρο, τουρκοκυπριακή εργατική τάξη, θα πρέπει απαραίτητα η λύση αυτή να περιλαμβάνει τη λενινιστική υπεράσπιση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, μέχρι κρατικού αποχωρισμού. Κατά συνέπεια, η ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος θα πρέπει απαραίτητα να έχει τη μορφή όχι μόνο ενός εργατικού-σοσιαλιστικού κράτους, αλλά και αναπόφευκτα ενός ενιαίου ομοσπονδιακού κράτους, με συνταγματικά κατοχυρωμένη την πλήρη αυτοδιάθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Η συνείδηση των μαζών και ο συσχετισμός δύναμης: λάθη και ατοπήματα
Στο μέρος Γ και στην ενότητα 1, οι Θέσεις δέχονται ότι «μέσα στην εργατική τάξη και πλατιά στις λαϊκές δυνάµεις αναπτύσσεται µια ευρύτερη δυσαρέσκεια» και ότι «έχει ταυτόχρονα ενισχυθεί η δυσπιστία σε ορισµένους “θεσµούς” και λειτουργίες του αστικού κράτους». Ωστόσο αμέσως μετά, με μια αλαζονικού ύφους ματιά στο επίπεδο συνείδησης των μαζών, δηλώνουν ότι αυτή η δυσαρέσκεια που εκφράστηκε στο μαζικό κίνημα για τα Τέμπη «παραµένει ρηχή και σε σηµαντικό βαθµό περιορισµένη πολιτικά…αναζητώντας διέξοδο µόνο στην πτώση της κυβέρνησης της ΝΔ, ή στην παραίτηση Μητσοτάκη…η δυσαρέσκεια αυτή δεν σηµατοδοτεί συνολική αµφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήµατος, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της εξουσίας του κεφαλαίου…». Και το αγαπημένο ρεφρέν του αρνητικού συσχετισμού (βλ. το μέρος 2 της κριτικής μας) επαναλαμβάνεται μονότονα: «Όλα αυτά σηµατοδοτούν αρνητικό συσχετισµό δυνάµεων και αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης είναι πίσω από τις ανάγκες της περιόδου».
Δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν περισσότερα σοβαρά λάθη και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας σε τόσο λίγες γραμμές. Πρώτον. Το μαζικό κίνημα των Τεμπών υποβαθμίζεται όχι μόνο ως προς την πολιτική συνείδηση που ανέδειξε, αλλά ακόμα και σε σχέση με το αδιαμφισβήτητο, ιστορικό του μέγεθος. Η απεργία της 28ης Φλεβάρη ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας τουλάχιστον για τα τελευταία 50 χρόνια. Έδειξε την τρομακτική δύναμη της εργατικής τάξης. Όμως αυτές οι στοιχειώδεις διαπιστώσεις απουσιάζουν από τις Θέσεις, σε αντίθεση με όσους συμμετείχαν και υποστήριξαν αυτό το κίνημα, οι οποίοι τις ασπάζονται αυτονόητα. Είναι η ηγεσία του ΚΚΕ λοιπόν, αυτή που στην προκειμένη περίπτωση προσεγγίζει με απαράδεκτη ρηχότητα την πραγματικότητα της ταξικής πάλης, και κανένας άλλος.
Δεύτερον. Στην προσπάθειά της να προσάψει πολιτική ρηχότητα στις μάζες, η ηγεσία του ΚΚΕ ψεύδεται χωρίς ντροπή, παρουσιάζοντας σαφώς τους συμμετέχοντες στο κίνημα των Τεμπών, ή έστω κάποιο μέρος τους, να έχουν τάχα εκφράσει το αίτημα να παραιτηθεί προσωπικά ο Μητσοτάκης, αλλά όχι η κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτό είναι ένα ξεδιάντροπο εφεύρημα! Κανένα από τα συνθήματα που φώναξαν οι απεργοί και διαδηλωτές της 28ης του Φλεβάρη και οποιασδήποτε άλλης ημέρας κινητοποίησης για τα Τέμπη, δεν εξέφρασε αυτή την ιδέα. Αυτή είχε τεθεί εκείνο το διάστημα μόνο από πανικόβλητους κύκλους της άρχουσας τάξης, με σκοπό τη διάσωση του καθεστώτος από την αυξανόμενη οργή των μαζών. Το απλοϊκό και αυθόρμητο «Παραιτήσου!» που φώναξαν οι διαδηλωτές στις 28 Φλεβάρη, αυτονόητα συμπεριλάμβανε όχι μόνο τον Μητσοτάκη αλλά και όλα τα άλλα «μπουμπούκια» της κυβέρνησής του, και φυσικά, το κόμμα του.
Τρίτον. Η μεγάλη «δυσαρέσκεια» για την άρχουσα τάξη και το αστικό κράτος (για την ακρίβεια όχι απλή δυσαρέσκεια αλλά μαζική οργή) πράγματι, από μόνη της δεν σηµατοδοτεί και «συνολική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήµατος, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της εξουσίας του κεφαλαίου». Αυτό όμως δεν οφείλεται αφηρημένα στη «ρηχότητα» της πολιτικής συνείδησης των μαζών. Είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι εργατικές μάζες βρίσκονται μόνο στα πρώτα στάδια της αγωνιστικής τους αφύπνισης μετά από μια παράλυση αρκετών ετών. Αυτό που έχει σημασία και νόημα από κομμουνιστική σκοπιά εδώ, δεν είναι να αφορίζονται οι μάζες για τη πολιτική τους «ρηχότητα», αλλά το να μπορεί το κόμμα που υπερασπίζει τη «συνολική αμφισβήτηση του καπιταλισμού» να αναγνωρίσει τις τεράστιες ευκαιρίες που δημιουργεί η «δυσαρέσκεια» των μαζών (ακριβέστερα η οργή) για να διαδοθεί στις τάξεις τους ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα. Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ, όπως το δείχνουν οι Θέσεις της, αρνείται πεισματικά να τις αναγνωρίσει.
Τέταρτον. Το αίτημα να πέσει η κυβέρνηση της ΝΔ κάθε άλλο παρά αποτελεί ένδειξη ρηχότητας της πολιτικής συνείδησης των μαζών. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Συνιστά ένα προχώρημα της συνείδησης, το οποίο συντελέστηκε μέσα στις ίδιες τις κινητοποιήσεις, όπου από το «Δολοφόνοι» της 29ης Γενάρη, που εξέφραζε μονάχα μια ατόφια αλλά γενικόλογη αντισυστημική οργή, φτάσαμε στο συγκεκριμένο «Παραιτήσου!» της 28ης Φλεβάρη, το οποίο άγγιξε για πρώτη φορά το κρίσιμο ζήτημα της εξουσίας. Μια λενινιστική ηγεσία θα όφειλε να αξιοποιήσει αυτό το προχώρημα, όχι απαξιώνοντας και συκοφαντώντας το, αλλά προπαγανδίζοντας ένα σύνθημα που θα παραπέμπει σε μια εργατική-κομμουνιστική λύση εξουσίας.
Πέμπτον. Ύστερα από όλα αυτά, μπορούμε να αξιολογήσουμε την εκτίμηση περί αρνητικού συσχετισμού δύναμης ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα τυπικό εφεύρημα δικαιολόγησης μιας ρουτίνας αριστερισμού. Άλλωστε ας το ξανατονίσουμε: και μόνο η ύπαρξη της τεράστιας, ιστορικής κινητοποίησης της 28ης Φλεβάρη φτάνει για να συμπεράνει κανείς ότι ο αντικειμενικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις τάξεις αλλάζει αποφασιστικά, και ότι το πεδίο για τη διάδοση επαναστατικών κομμουνιστικών ιδεών και προγράμματος στην κοινωνία γίνεται ολοένα και ευνοϊκότερο.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος




