Σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις σαρώνουν την Ταϊλάνδη εδώ και τουλάχιστον ένα μήνα. Μεγαλώνουν κάθε μέρα σε μέγεθος και παλμό. Οι μερικές δεκάδες μαθητές σχολείων που ξεκίνησαν να διαδηλώνουν με το αίτημα της δημοκρατίας, έχουν πλέον γίνει δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που αμφισβητούν τα θεμέλια της ταϊλανδέζικης κοινωνίας. Αν η κυβέρνηση δεν απαντήσει μέχρι το Σεπτέμβρη, λένε, θα υπάρξει κλιμάκωση. Το ταϊλανδέζικο καθεστώς μοιάζει με ζώο τυφλωμένο από προβολείς αυτοκινήτου.
Τι συμβαίνει;
Τον Ιούλιο που μας πέρασε οι μαθητές ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται. Χρησιμοποιούν τον απαγορευμένο χαιρετισμό με τα τρία δάχτυλα από τη σειρά βιβλίων και ταινιών «Αγώνες Πείνας», σαν ένα σύμβολο ενάντια αυτόν αυταρχισμό. Κρατάνε λευκές κόλλες χαρτί για να καταδείξουν την έλλειψη της ελευθερίας έκφρασης. Τα συνθήματά τους είναι «Κάτω η δικτατορία, ζήτω η δημοκρατία».
Από τις αρχές του Αυγούστου το κίνημα μεγάλωσε. Ακτιβιστές διοργάνωσαν μια κινητοποίηση με θεματική τον Χάρι Πότερ, στην οποία αποκρυσταλλώθηκαν τα κύρια αιτήματα του «Ελεύθερου Κινήματος Νέων», όπως ήταν τότε γνωστό αυτό που πλέον έχει μετονομαστεί σε «Ελεύθερο Κίνημα Ανθρώπων». Ζητάνε τη διάλυση του κοινοβουλίου, τον τερματισμό των κακοποιήσεων σε βάρος ακτιβιστών και ένα νέο σύνταγμα.
Λίγες μέρες αργότερα, στο πανεπιστήμιο Θαμασάτ, οι διαδηλωτές ανακοίνωσαν ένα πρόγραμμα δέκα σημείων για μεταρρύθμιση της μοναρχίας. Σε μια χώρα που η βασιλική οικογένεια αποτελεί βασικό πυλώνα του καθεστώτος και η κριτική προς αυτήν επιφέρει ποινή 15ετούς φυλάκισης, το γεγονός αυτό ήταν μια συνταρακτική εξέλιξη. Τα αιτήματα περιλαμβάνουν τη νομιμοποίηση της κριτικής προς τη μοναρχία, το διαχωρισμό των οικονομικών της μοναρχίας και του κράτους και την αφαίρεση του πολιτικού της ρόλου της. Πάνω από εκατό ακαδημαϊκοί έχουν βγει δημόσια και έχουν υποστηρίξει αυτό το πρόγραμμα των δέκα σημείων.
Στις 16 Αυγούστου δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν στην Μπανγκόκ ενάντια στην κυβέρνηση. Τέθηκαν τρία ακόμα αιτήματα: «Όχι άλλα πραξικοπήματα» (από το 1932 έχουν γίνει 12 επιτυχημένα πραξικοπήματα), όχι στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και να καθιερωθεί η δημοκρατία ως πολίτευμα της Ταϊλάνδης.
Επτά συνδικαλιστικές ενώσεις, συμπεριλαμβανομένων των εργατών στα εργοστάσια και στην κλωστοϋφαντουργία εξέδωσαν μια ανακοίνωση που εξηγούν γιατί συμμετέχουν στις διαδηλώσεις. Οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των πρώην προπύργιων των διαδηλώσεων της «Κόκκινης Φανέλας», των οποίων οι πολιτικοί εκπρόσωποι είχαν ανατραπεί από πραξικόπημα το 2014, στο οποίο ηγούνταν ο τωρινός πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης.
Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης που κυριαρχείται από το στρατό, δεν ξέρει τι να κάνει. Η αστυνομία έχει συλλάβει δεκάδες ακτιβιστές ηγέτες, μεταξύ των οποίων και δύο ράπερ που συμμετείχαν σε μια διαμαρτυρία τον περασμένο Ιούλιο, στους οποίους χρεώθηκε η κατηγορία της ανταρσίας. Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι δε γνωρίζει τίποτα σχετικό και ότι οι συλλήψεις είναι πρωτοβουλία της τοπικής αστυνομίας.
Το καθεστώς δείχνει να φοβάται να προκαλέσει περαιτέρω το κίνημα. Το «Γραφείο της επιτροπής για τη βασική εκπαίδευση» έχει εκδώσει μια διαταγή που νομιμοποιεί τις μαθητικές κινητοποιήσεις, αρκεί να παραμένουν στα όρια των σχολικών συγκροτημάτων, να μην παραβιάζουν το νόμο και να μη συμμετέχουν εξωσχολικοί. Η προτιμότερη μέθοδος του πρωθυπουργού, Prayuth Chan-ocha, είναι η καταστολή. Αλλά κάτω από την πίεση του κινήματος υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι ακούει τους διαδηλωτές και ότι δε θα υπάρξουν διώξεις με βάση το νόμο για αδικήματα «ενάντια στο στέμμα» για όσους κάνουν κριτική στη μοναρχία.
Ο φόβος του πρωθυπουργού για το κίνημα εξηγείται από τα ευρήματα μιας δημοσκόπησης που διεξήχθη από το πανεπιστήμιο Suan Dusit Rajabhat για το διάστημα από τις 16 μέχρι τις 21 Αυγούστου. Από τους σχεδόν διακόσιους χιλιάδες που ερωτήθηκαν για τα τρία κύρια αιτήματα του κινήματος, το 63% συμφώνησε ότι το σύνταγμα πρέπει να αλλάξει, το 54% συμφώνησε ότι η κυβέρνηση πρέπει να παραιτηθεί και το κοινοβούλιο να διαλυθεί, και το 59% συμφώνησε ότι η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει την κακοποίηση των ακτιβιστών υπέρ της δημοκρατίας. Υπήρχε μαζική υποστήριξη προς αυτές τις κινητοποιήσεις – το 54% είπε ότι τις στηρίζει σαν σύνολο και λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (μόνο το 42%) είπαν ότι οι διαδηλώσεις δεν πρέπει να επιδιώκουν την κατάλυση της μοναρχίας.
Γιατί συμβαίνουν αυτά;
Αυτές οι διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν μόλις ένα χρόνο μετά από τις γενικές εκλογές-παρωδία στην Ταϊλάνδη. Αυτές οι εκλογές κατέστησαν πρωθυπουργό τον μηχανορράφο του πραξικοπήματος και αρχηγό της Χούντας Prayuth Chan-ocha. Αυτό δεν αποτελούσε έκπληξη, αφού μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2014, στο οποίο ηγούνταν ο ίδιος ο Prayuth Chan-ocha, το σύνταγμα ξαναγράφτηκε, ώστε να εξασφαλιστεί η αδιάκοπη διακυβέρνηση της χώρας από το στρατό.
Από το 2001 η ταϊλανδέζικη αστική τάξη είναι σοβαρά διασπασμένη. Το παραδοσιακό ταϊλανδέζικο καθεστώς που στηρίζεται σε μια παραφουσκωμένη κάστα στρατιωτικών-γραφειοκρατών και στη μοναρχία, δεν μπορεί πολύ καιρό τώρα να κερδίσει εκλογές εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικής βάσης. Στηρίζεται στη διαρκώς ελαττούμενη λαϊκή υποστήριξη προς τη μοναρχία που εξασθενεί από τη σύνδεσή της με διεφθαρμένες κυβερνήσεις που η μία διαδέχεται την άλλη. Το 2016 ο σχετικά δημοφιλής 88χρονος βασιλιάς πέθανε και ο πολύ λιγότερο δημοφιλής γιος του ανέβηκε στο θρόνο.
Στηριζόμενη στις μάζες, η οικογένεια Shinawatras και ειδικά ο Takhsin, επέφεραν πλήγματα στην παραδοσιακή ταϊλανδέζικη πολιτική ελίτ. Μια σειρά μεταρρυθμίσεων παραχωρήθηκαν στα χρόνια της οικονομικής μεγέθυνσης κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Takhsin Shinawatra που του έδωσαν την υποστήριξη των φτωχότερων στρωμάτων της ταϊλανδέζικης κοινωνίας. Φοβούμενο τις μάζες πιο πολύ από τους Shinawatras, το ταϊλανδέζικο καθεστώς τους απομάκρυνε με επαναλαμβανόμενα στρατιωτικά πραξικοπήματα, το τελευταίο από τα οποία αφαίρεσε κάθε πρόσχημα κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης.
Αμέσως μετά τις περσινές εκλογές, το νέο φιλελεύθερο κόμμα που βγήκε τρίτο στις εκλογές και ονομάζεται «Μέλλον προς τα μπρος» αντιμετώπισε σωρεία κακουργηματικών διώξεων, μεταξύ των οποίων και την κατηγορία ότι συνδεόταν με τους “Ιλουμινάτι”. Παρότι απαλλάχθηκε από αυτή την κατηγορία, το κόμμα αυτό διαλύθηκε από τα δικαστήρια το Φεβρουάριο του 2020 και σε 16 από τους ηγέτες του επιβλήθηκε απαγόρευση της συμμετοχής σε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα για 10 χρόνια, επειδή καταδικάστηκαν ότι πήραν παράνομο δάνειο. Παρόλο που δεν ήταν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ένα σοσιαλιστικό κόμμα, βρισκόταν στα αριστερά του παραδοσιακού κόμματος των Shinawatras, θέτοντας πολλά δημοκρατικά αιτήματα, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης νέου συντάγματος που θα αφαιρούσε την επιρροή του στρατού, θα προχωρούσε σε αναδασμό γης και θα έδινε συνδικαλιστικά δικαιώματα. Αυτά ήταν τα αιτήματα που του έδωσαν την υποστήριξη των νέων ψηφοφόρων που ήταν αποφασισμένοι να δουν το τέλος της στρατιωτικής διακυβέρνησης, παρά η δέσμευση του κόμματος στην «ελεύθερη αγορά».
Οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη διάλυση του κόμματος ήταν οι μεγαλύτερες από το 2014, αλλά διακόπηκαν από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Η πανδημία όμως έφερε στην επιφάνεια τη μεγάλη κοινωνική ψαλίδα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών στην Ταϊλάνδη, τη χώρα με τον τρίτο υψηλότερο δείκτη ανισότητας στον κόσμο, καθώς οι εκατομμύρια ήδη χαμηλά αμειβόμενοι εργάτες που εξαρτιόνταν από την τουριστική βιομηχανία είδαν τα μέσα βιοπορισμού τους να εξαφανίζονται.
Καθώς βάθαινε η κρίση, η άρχουσα ελίτ επιδείκνυε ανοιχτά τη διαφθορά της. Ο ακτιβιστής υπέρ της δημοκρατίας και πολιτικός εξόριστος Wanchalearm Satsaksit απήχθη από το σπίτι του στην Καμπότζη τον Ιούνιο. Αποτελεί τον ένατο αντίπαλο της ταϊλανδέζικης κυβέρνησης που ζούσε στο εξωτερικό και απήχθη. Τις τελευταίες εβδομάδες οι διαδηλωτές κρατούσαν τη φωτογραφία του στις κινητοποιήσεις.
Τον Ιούλιο αποσύρθηκε χωρίς καμία εξήγηση η δίωξη εναντίον του Vorayuth Yoovidhya, κληρονόμου της «αυτοκρατορίας» της Red Bull και γιου του δεύτερου πλουσιότερου άνδρα της Ταϊλάνδης, για τη δολοφονία ενός αστυνομικού που έγινε κατά τη διάρκεια καταδίωξης του πρώτου. Πριν από αυτό το περιστατικό είχε γίνει απόπειρα να κουκουλωθεί περιστατικό τροχαίου και εγκατάλειψης θύματος που περιλάμβανε άλλους αστυνομικούς. Ενώ όσοι ασκούν κριτική στη μοναρχία εκτίουν ποινή 15χρονης κάθειρξης και ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας απάγονται από το σπίτι τους, οι γόνοι των πλουσίων μπορούν να οδηγούν μεθυσμένοι και να σκοτώνουν αστυνομικούς χωρίς καμία συνέπεια. Άλλοι νόμοι ισχύουν για αυτούς και άλλοι για εμάς.
Το 2016 ο νέος βασιλιάς Maha Vajiralongkorn ανέβηκε στο θρόνο. Πέρασε αλλαγές στο σύνταγμα που του επέτρεπαν με μεγαλύτερη ευκολία να κυβερνάει από το εξωτερικό. Περνάει τον περισσότερο χρόνο του σε πολυτελές ξενοδοχείο στη Γερμανία, ενώ οι Ταϊλανδοί εργάτες παλεύουν για να επιβιώσουν με τον κατώτατο μισθό των 10 περίπου δολαρίων ημερησίως. Κατά καιρούς επιστρέφει στην Ταϊλάνδη για εκδηλώσεις όπως το υπερπολυτελές πάρτι γενεθλίων της μητέρας του, την περασμένη εβδομάδα, πετώντας με αεροπλάνο μπρος και πίσω σε διάστημα λίγων ημερών, παρά το γεγονός ότι για όλους τους υπόλοιπους ισχύει αυστηρότατη καραντίνα για λόγους δημόσιας υγείας.
Ο βασιλιάς επίσης έθεσε στις προσωπικές του διαταγές δύο συντάγματα του στρατού που βρίσκονταν κοντά στην Μπανγκόκ. Και το «γραφείο βασιλικής περιουσίας» που διαχειρίζεται περιουσία αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ προηγουμένως ελεγχόταν από την κυβέρνηση και για λογαριασμό της, τώρα επέστρεψε στον άμεσο έλεγχο του βασιλιά, μετατρέποντάς τον στον κατά πολύ πλουσιότερο άνθρωπο στην Ταϊλάνδη.
Η προσωπική του ζωή «λεκιάζεται» από διαζύγια, εξωσυζυγικές σχέσεις και αποκληρώσεις παιδιών του. Έδωσε προαγωγή στο βαθμό του «στρατάρχη της αεροπορίας» στο κατοικίδιό του, μια μινιατούρα κανίς με το όνομα «Φου Φου». Διπλωματικές συνομιλίες που διέρρευσαν δείχνουν πως η ταϊλανδέζικη άρχουσα τάξη είναι τρομοκρατημένη από το γεγονός ότι ο Maha Vajiralongkorn θα υπονομεύσει την αξιοπιστία του θεσμού της μοναρχίας.
Πέρυσι τον Ιούνιο, μετά τις εκλογές είχαμε γράψει: «Η βασιλεία του Chan-o-cha θα είναι περίοδος κρίσης… Δε θα περάσει πολύς καιρός προτού το καθεστώς σεισθεί από νέα σκάνδαλα και μαζικές διαμαρτυρίες, πιο μαχητικές από ποτέ.» Αυτή η πρόβλεψη, που επαληθεύθηκε σε ένα μόλις χρόνο, είχε γίνει στη βάση της οικονομικής κρίσης που υπήρχε ακόμα και πριν την πανδημία, και της ακραίας ανισομέρεια στην κατανομή πλούτου. Αποκορύφωμα όλων των παραπάνω αποτελεί η γυμνή και απροκάλυπτη αυταρχικότητα του στρατού και της μοναρχίας που προκαλέσαν τις διαδηλώσεις που βλέπουμε σήμερα. Επιπλέον, οι διαδηλωτές έχουν επηρεαστεί και αναθαρρήσει από τα κινήματα στο Χονγκ Κονγκ, στη Λευκορωσία, στο Λίβανο και τις διαμαρτυρίες του κινήματος «Black Lives Matter» σε όλο τον κόσμο.
Ποια είναι η σημασία αυτών των διαμαρτυριών;
Παρόλο που οι μάζες στην Ταϊλάνδη έχουν ξαναδεί μαζικές διαμαρτυρίες και πολιτική αναταραχή, αυτές οι διαδηλώσεις σηματοδοτούν ένα ποιοτικό σημείο καμπής. Αυτές οι διαμαρτυρίες που πυροδοτήθηκαν από μαθητές σχολείων, κάνουν πρωτόγνωρη κριτική στη μοναρχία και βλέπουν με καχυποψία μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Οι μαθητές στο σχολείο μαθαίνουν να σέβονται τη μοναρχία. Κάθε ένα από τα είκοσι διαφορετικά συντάγματα στην Ταϊλάνδη που έχουν θεσπιστεί από το 1932 έχουν περιλάβει τη θέση ότι απαγορεύεται κάθε μομφή κατά της βασιλικής οικογένειας. Οι νόμοι για «αδίκημα ενάντια στο στέμμα» είναι οι αυστηρότεροι παγκόσμια, με διεξαγωγή μυστικών δικών και ποινές μακράς φυλάκισης γι’ αυτούς που θα τολμήσουν έστω και να στραβοκοιτάξουν τη μοναρχία.
Ακόμα και σε μια χώρα όπως η Βρετανία, η μοναρχία παίζει ένα σημαντικό ρόλο για την κυρίαρχη τάξη. Είναι ένα εφεδρικό όπλο της αντίδρασης – ένα σημείο συσπείρωσης για «το έθνος» σε καιρούς πολιτικής αναταραχής – που έχει σημαντικές, παρότι συγκαλυμμένες, συνταγματικές αρμοδιότητες. Γι’ αυτό και είναι ουσιώδες ένα πέπλο μυστηρίου και πλούτου να κρέμεται γύρω από τη βασιλική οικογένεια, και που οι μαθητές στο σχολείο μαθαίνουν να την αγαπάνε μέσα από παρελάσεις και επισημότητες – ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σαν μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί ένα σύστημα που βρίσκεται σε κρίση.
Αυτό ισχύει ακόμα πιο πολύ για τη μοναρχία στην Ταϊλάνδη, εξαιτίας της πολύ περιορισμένης κοινωνικής βάσης που έχει η άρχουσα τάξη. Αλλά με κάθε στρατιωτικό πραξικόπημα που με συνέπεια επικυρώνει το παλάτι, η βασιλική νομιμότητα διαβρώνεται όλο και πιο πολύ. Από το 2016, οι κωμικοί χειρισμοί του νέου βασιλιά έχουν ρίξει φως στον πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο του στέμματος, όπως και στον αμύθητο πλούτο του. Αντί να κρατάει τη μοναρχία σκεπασμένη στο μυστήριο, την έχει σπρώξει στο φως και οι άνθρωποι δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με αυτό που βλέπουν. Η μοναρχία έχει γίνει απεχθής στα μάτια των μαζών που τη συνδέουν απόλυτα με τον εξίσου μισητό στρατό και τους πολιτικούς-μαριονέτες του.
Το πρόγραμμα των δέκα σημείων για αναμόρφωση της μοναρχίας που το θέτουν κάποιοι διαδηλωτές είναι, επομένως, μια πρόκληση για τα ίδια τα θεμέλια της Ταϊλανδέζικης κοινωνίας και του καθεστώτος. Δεν είχε γίνει ποτέ πριν ούτε από τα μαζικά κινήματα, ούτε από τα φιλελεύθερα κόμματα. Τα αιτήματα περιλαμβάνουν να έχει τη δυνατότητα το κοινοβούλιο να ερευνήσει οποιαδήποτε ατασθαλία της μοναρχίας, να επιτρέπεται η κριτική προς τη μοναρχία, να απαγορευτεί στη μοναρχία να εκφράζει οποιαδήποτε πολιτική άποψη, και να προσαρμοστεί ο εθνικός προϋπολογισμός της μοναρχίας σύμφωνα με τις οικονομικές συνθήκες της χώρας. Αυτό ισοδυναμεί με κόψιμο των φτερών της μοναρχίας. Παρότι δε φτάνει μέχρι το σημείο να ζητάει την κατάργηση της μοναρχίας, αυτό το πρόγραμμα είναι ένα τεράστιο βήμα μπροστά.
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;
Η στήλη με τα άρθρα γνώμης στους Financial Times έχει εκδώσει μια αυστηρή και ανυπόμονη προειδοποίηση στην άρχουσα τάξη της Ταϊλάνδης να εισάγει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και να επιτρέψει στους φιλελεύθερους να ανέλθουν στην εξουσία. Οι στρατηγοί του κεφαλαίου είναι εκνευρισμένοι με τη στρατιωτική γραφειοκρατία που τρίζει και με την αδέξια βασιλική οικογένεια.
Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές φοβούνται επίσης ότι αν ξεφύγει η κατάσταση, τότε ο μακρόθεν σύμμαχός τους στην περιοχή μπορεί να διολισθήσει στην γεωγραφική τροχιά της κοντινότερης Κίνας.
Οι μάζες έχουν δείξει έναν υγιή σκεπτικισμό απέναντι στη μοναρχία και στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αλλά αυταπάτες για αφηρημένες ιδέες όπως αυτή της «δημοκρατίας» είναι ακόμα ευρέως διαδεδομένες. Αυτό είναι αναπόφευκτο στο στάδιο αυτό ενός κινήματος που δεν έχει ηγεσία, αλλά θα οδηγήσει σε αδιέξοδο αν δεν ξεπεραστεί.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη μοναρχία, τα συντάγματα και τη δημοκρατία, η ίδια η ύπαρξη της βασιλικής οικογένειας πρέπει να αμφισβητηθεί. Ο προηγούμενος βασιλιάς ήταν δημοφιλής στην Ταϊλάνδη, αλλά ο τωρινός δεν είναι. Γιατί κάποιος πρέπει να έχει πλούτο και δύναμη απλά και μόνο εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος της γέννησης; Πραγματικά, το hashtag #γιατί_χρειαζόμαστε_ένα_βασιλιά (#whydoweneedaking) ήταν πολύ δημοφιλές στο Twitter κατά τη διάρκεια αυτού του κινήματος διαμαρτυριών. Πρέπει να επισημάνουμε ότι τα απαρχαιωμένα κατάλοιπα, όπως η μοναρχία δεν έχουν καμία θέση σε μια δημοκρατία. Η μοναρχία δεν πρέπει απλά να αναμορφωθεί, αλλά να εξαλειφθεί μονομιάς.
Όπως το 2010 που η ηγεσία των Κόκκινων Φανέλων δίστασε και οπισθοχώρησε από το αίτημα για ανατροπή της κυβέρνησης Abhisit, οι ηγέτες του τωρινού κινήματος εφιστούν την προσοχή του κόσμου: μια οργάνωση με όνομα «το ενωμένο μέτωπο για δημοκρατία ενάντια στη δικτατορία» που είναι το απομεινάρι της οργάνωσης των Κόκκινων Φανέλων και ένας σύμμαχος του δισεκατομμυριούχου Thaksin Shinawatra, συμβουλεύει απερίφραστα το κίνημα «να μην ξεπεράσει το όριο» όσον αφορά στην αμφισβήτηση του θεσμού της βασιλείας. Αυτό είναι απολύτως επιβλαβές για τους στόχους του κινήματος και είναι τυπικό παράδειγμα της Ταϊλανδέζικης φιλελεύθερης αντιπολίτευσης στο καθεστώς.
Το κίνημα δεν πρέπει να δώσει καμία βάση σε συμβουλές των δισεκατομμυριούχων για το πώς να λύσει τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων. Η ηγεσία των Κόκκινων Φανέλων και των συμμάχων τους στο κοινοβούλιο έχουν αποδείξει ότι είναι ανίκανοι να διώξουν το σάπιο καθεστώς. Οι προσπάθειες τους όλα τα προηγούμενα χρόνια έχουν μόνο οδηγήσει το ηρωικό κίνημα των μαζών στο ένα αδιέξοδο μετά το άλλο.
Αντιθέτως, το κίνημα πρέπει να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις που αν χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορεί να γίνει ασταμάτητο. Οι μαθητές που βρίσκονται στους δρόμους πρέπει να παλέψουν να συνδεθούν με τους εργάτες και να ξεκινήσουν την προετοιμασία για μια γενική απεργία που θα παραλύσει ολόκληρο το καθεστώς. Το καθεστώς ήδη ζει με δανεισμένο χρόνο και μια αποφασιστική γενική απεργία θα έφερνε το τέλος του. Γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να υπάρχουν επιτροπές δράσης, φτιαγμένες για να συντονίσουν το κίνημα και να οργανώσουν μια γενική απεργία.
Η εργατική τάξη σε συμμαχία με τους χωρικούς και τους φτωχούς των πόλεων μπορεί να απαλλάξουν τους εαυτούς τους από αυτό το μισητό καθεστώς. Ωστόσο, αυτό είναι που φοβούνται οι Financial Times και οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές – ότι οι μάζες θα συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους σε αυτή την κατάσταση, και γι’ αυτό προτρέπουν την άρχουσα τάξη στην Ταϊλάνδη να την θέσει ξανά στον έλεγχό της μέσα από δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Προσπαθούν να αποφύγουν την επανάσταση από τα κάτω κάνοντας μεταρρυθμίσεις από τα πάνω.
Οι φιλελεύθεροι του κόμματος «Μέλλον Μπροστά» θα ήταν υπερβολικά πρόθυμοι να παίξουν αυτό το ρόλο, χωρίς θεμελιωδώς να αμφισβητήσουν ποτέ τη δύναμη του στρατού και της μοναρχίας. Μόνο μέσω της επαναστατικής δράσης τους μπορούν οι μάζες να ανατρέψουν το καθεστώς και να θεσπίσουν ένα δημοκρατικό σύνταγμα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία εμπιστοσύνη στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία απλά θα χρησιμεύσει στο να φρενάρει το κίνημα και να κάνει πιο μετριοπαθή τα αιτήματά του.
Μπεν Γκλινιέκι
25 Αυγούστου 2020
Μετάφραση από την ιστοσελίδα In Defence of Marxism: Γιάννης Νικολάκης