Μέσα στο κλίμα χάους και διάλυσης που ανέδειξε η καθαίρεση του Στ. Κασσελάκη από τη θέση του προέδρου από την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα βρίσκεται και πάλι στη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου, τη στιγμή που όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια απότομη περαιτέρω συρρίκνωση της εκλογικής του απήχησης. Οι υποψήφιοι που φαίνεται την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο (5 Οκτωβρίου, πριν την απαγόρευση της υποψηφιότητας Κασσελάκη από την Κεντρική Επιτροπη) να διεκδικούν με αξιώσεις την ηγεσία είναι τρεις: ο Στ. Κασσελάκης, ο Σ. Φάμελλος και ο Π. Πολάκης.
Η δεξιά υποψηφιότητα Κασσελάκη
Εκλεγόμενος στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά από τη διπλή συντριβή του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2023 υπό τον Τσίπρα, ο Κασσελάκης έδειξε εξαρχής τις προθέσεις του. Οι βασικοί άξονες του «οράματός» του για τον νέο ΣΥΡΙΖΑ συνιστούσαν μια ραγδαία επιτάχυνση της διαδικασίας αστικού εκφυλισμού του και υποταγής του στην άρχουσα τάξη – διαδικασία στην οποία ως τότε είχε βέβαια ηγηθεί με θέρμη η ηγετική κλίκα του Τσίπρα.
Έτσι, με έναν νέο πρόεδρο που δεν αντιστρέφει αλλά αντίθετα επιταχύνει τη διαδικασία της «ΠΑΣΟΚοποίησης» του κόμματος που έφερε μοιραία και την «ΠΑΣΟΚοποίηση» των ποσοστών του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να εμφανίσει καμία αξιοσημείωτη ανάκαμψη της απήχησής του. Αντίθετα, όπως είχαμε εξηγήσει τότε, ήταν καταδικασμένος «να γίνει, αμεσότερα από ποτέ άλλοτε, φορέας της ίδιας της βαθιάς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, βιώνοντας διαρκείς κρίσεις και διασπάσεις».
Είναι γεγονός ότι, στην προσπάθεια να υλοποιήσει τις βλέψεις του, ο Κασσελάκης οδηγήθηκε διαδοχικά σε ρήξη με όλες τις πτέρυγες του «τσιπρικού» κομματικού μηχανισμού – πλην των στελεχών που τον στηρίζουν αμετάκλητα. Έτσι, η δημοτικότητά του σε ένα τμήμα νυν ή πρώην υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εν μέρει ενισχύθηκε από τις συγκρούσεις του με αυτά τα, απαξιωμένα για την εργατική τάξη και τη νεολαία, τμήματα της παλιάς ηγεσίας. Αλλά, ενώ αυτός ο παράγοντας μπορεί να συμβάλει σε μια επανεκλογή του (όπως δείχνουν οι περισσότερες σχετικές δημοσκοπήσεις), με κανέναν τρόπο δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την ίδια τη δεξιόστροφη πολιτική του, που μοιραία θα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη απαξίωση συνολικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η «κεντρώα» υποψηφιότητα Φάμελλου
Ο Σ. Φάμελλος τυπικά αποτελεί τον «κεντρώο» υποψήφιο μεταξύ του δεξιότερου Κασσελάκη και του αριστερότερου Πολάκη. Ωστόσο, πάνω από όλα η υποψηφιότητά του εκφράζει την απέλπιδα προσπάθεια των απομειναριών του παλιού «τσιπρικού» μηχανισμού να ανακτήσει τον έλεγχο του κόμματός «του».
Η περιστασιακή επίκληση των αριστερών «καταβολών» του ΣΥΡΙΖΑ από τα στελέχη που συσπειρώνονται γύρω από την υποψηφιότητα Φάμελλου δεν αντανακλούν καμία υπεράσπιση μιας γνήσια αριστερής πολιτικής ή αποκήρυξη του μνημονιακού παρελθόντος τους, παρά μια επικοινωνιακή προσπάθεια διαφοροποίησης από τον ανοιχτά δεξιόστροφο Κασσελάκη.
Μια νίκη του Φάμελλου (την οποία προμηνύουν ορισμένες προβλέψεις στοιχηματικών εταιρειών), δεν πρόκειται να επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κάποια αριστερή τροχιά, παρά μόνο θα δώσει σε ένα τμήμα καριεριστών μια καλύτερη θέση στα παζάρια με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ για τη λεγόμενη «ανασύσταση της Κεντροαριστεράς».
Υποψηφιότητα Πολάκη: αρκετά αριστερά, λίγο αξιόπιστα, πολύ αργά
Η υποψηφιότητα του Πολάκη είναι αναμφίβολα η πιο αριστερή από τις τρεις. Ο ίδιος έχει γίνει επανειλημμένα στόχος υστερικών επιθέσεων από κορυφαίους πολιτικούς της Δεξιάς και τα αστικά ΜΜΕ και, παράλληλα, ως υποψήφιος πρόεδρος έχει προβάλει θέσεις όπως η επανακρατικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και (του 50%+1) της ΔΕΗ. Με αυτές του τις θέσεις ο Πολάκης φαντάζει ακροαριστερός σε σύγκριση με τις «αριστερές» υποψηφιότητες της περσινής αναμέτρησης, τύπου Τσακαλώτου και Αχτσιόγλου.
Ένα ενδεχόμενο πέρασμα του Πολάκη στον δεύτερο γύρο δεν μπορεί να αποκλειστεί – μάλιστα έχουν εμφανιστεί και δημοσκοπήσεις που προβλέπουν κάτι τέτοιο, αντανακλώντας το κέντρισμα του ενδιαφέροντος ενός τμήματος μέχρι πρότινος απογοητευμένων και απομακρυνόμενων υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα μπορούσε να τον μετατρέψει σε σημείο αναφοράς, αρχικά για ευρύτερα στρώματα υποστηρικτών του κόμματος και αργότερα ίσως και πλατύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης.
Ωστόσο, ο Π. Πολάκης θα πρέπει να βρει επιχειρήματα για να πείσει τους εργαζόμενους και τους νέους ότι η υπεράσπιση ορισμένων αριστερών θέσεων είναι δυνατό να συνδυάζεται και με την πλήρη απουσία αυτοκριτικής για τη θητεία του σε θέση Υπουργού της μνημονιακής συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, αλλά και για την πιστή υποστήριξη που παρείχε στις προηγούμενες εσωκομματικές εκλογές στον δεξιό, αστό τυχοδιώκτη Κασσελάκη. Και δυστυχώς γι’ αυτόν, τέτοια επιχειρήματα δεν υπάρχουν.
Οι θέσεις του Πολάκη, παρότι αριστερές, παραμένουν τελείως ανεπαρκείς για να ενθουσιάσουν ευρεία στρώματα της παλιάς πλατιάς βάσης υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ, αφού αποτελούν αποσπασματικές διεκδικήσεις ενός μετριοπαθούς αριστερού ρεφορμιστικού προγράμματος σαν αυτό που διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν εκλεγεί στην κυβέρνηση.
Επιπρόσθετα, η διεκδίκηση της ηγεσίας από τον Πολάκη στη βάση στοιχειωδώς αριστερών θέσεων έρχεται πολύ καθυστερημένα. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ έχει «στην πλάτη του» σχεδόν μια δεκαετία υπεράσπισης μνημονιακών πολιτικών λιτότητας. Πάνω απ’ όλα, πληρώνει ήδη το τίμημα γι’ αυτήν, έχοντας απωλέσει την υποστήριξη που του παρείχαν μαζικά οι εργαζόμενοι στο παρελθόν, και αυτή η τάση δεν μπορεί να αναιρεθεί από μια ανεπαρκώς αριστερή και προβληματικής πολιτικής αξιοπιστίας υποψηφιότητα για την ηγεσία.
Με τα τωρινά δεδομένα λοιπόν, διαφαίνεται ότι ανεξάρτητα από το όποιο πρόσκαιρο μονοπάτι ανοίξει η εκλογή νέου προέδρου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βαδίσει στον δρόμο μιας νέας διάσπασης μέσα στο γενικότερο φόντο μιας πολύ συρρικνωμένης εκλογικής απήχησης.
Πάτροκλος Ψάλτης