Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΣυμβολή στο διάλογο περί μειονοτήτων

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Συμβολή στο διάλογο περί μειονοτήτων

Διαβάστε ένα ενδιαφέρον άρθρο του σ. Νάσσου Θεοδωρίδη για το ζήτημα των μειονοτήτων και τη στάση της Αριστεράς.

Συμμετέχοντας στο γόνιμο διάλογο που εγκαινίασε με πρόσφατο άρθρό του στο Red Νotebook, ένας από τους πιο εμβριθείς γνώστες των μειονοτικών ζητημάτων –και μάλιστα σε πλούσια διεπιστημονική βάση–, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, θεωρώ σκόπιμες μερικές επισημάνσεις που ελπίζω ότι θα συμβάλουν περαιτέρω στην προσέγγιση του θέματος από αριστερή οπτική γωνία και, ενδεχομένως, θα εμπλουτίσουν το σχετικό προβληματισμό.

Καταρχάς, νομίζω ότι υπάρχει πλέον ευρεία και δεδομένη συναίνεση μέσα στους κόλπους της Αριστεράς ότι πέραν της “βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας”, που ωστόσο παραμένει βασική και κυρίαρχη (σε πείσμα κάθε αντίθετης, είτε παραδοσιακής είτε μεταμοντέρνας φιλελεύθερης προσέγγισης που υποβαθμίζει τον ταξικό παράγοντα), τυγχάνουν πλέον απολύτως ορατές και διαρθρωμένες, σε ποικίλα και επάλληλα επίπεδα, όλες εκείνες οι πολλαπλές όψεις του κοινωνικού και πολιτικού βίου που αξιώνουν τη δική τους ενεργό συμμετοχή στο χειραφετητικό πρόταγμα: ελευθερία της έκφρασης, κοινωνική ένταξη μεταναστών, ιθαγένεια, νέα και παλαιά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα – από τους/τις ΛΟΑΤ, τους αντιρρησίες συνείδησης και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες μέχρι τι μειονότητες).

Με βάση τα παραπάνω, η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να αισθάνεται αμήχανη έναντι του κυρίαρχου καθεστωτικού λόγου σε ό,τι αφορά το καυτό ζήτημα των μειονοτήτων. Είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια εθνικισμού αποτελεί μια παμπάλαιη και αποτελεσματική μέθοδο απόσπασης συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων, καθώς συσκοτίζει τις πραγματικές και ουσιαστικές αντιθέσεις και φετιχοποιεί φαντσιακές συγκρούσεις που κανονικά δεν θα είχαν θέσει σε μια φυσιολογική αστική δημοκρατία. Όμως η απάντηση σε αυτήν τη δύσκολη πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής και ειλικρινής προσπάθεια της Αριστεράς να πείσει την κοινωνία ότι αγωνίζεται με συνέπεια για μια ολιστική απελευθέρωση, δηλαδή για μια απελευθέρωση που θα αφορά το φάσμα όλων ανεξαιρέτως των τομέων του κοινωνικού βίου. Αν άτομα ή ομάδες π.χ. αξιολογούν τη θρησκευτική ελευθερία ως το μείζον εκείνο αγαθό που τους επιτρέπει, καλύτερα από κάθε άλλο, να αναπτύξουν ελεύθερα την προσωπικότητα τους, τότε η Αριστερά είναι μαζί τους στον αγώνα απόκτησης και διεύρυνσης δικαιωμάτων στον τομέα αυτόν: με τη ισότιμη αντιμετώπιση θρησκευμάτων, με το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος κλπ. Αν άλλα άτομα ή ομάδες αξιολογούν το στοιχείο της σεξουαλικής ταυτότητας ως μείζον για την επίτευξη του στόχου της “επιδίωξης ευτυχίας” (“pursuit of happiness”), η Αριστερά, πρώτη και καλύτερη, στο “φως της ημέρας”, και όχι κρυπτόμενη, πρέπει να βοηθάει να σπάσουν τα ταμπού: για τη θέσπιση πολιτικού γάμου ασχέτως φύλου, την τεκνοθεσία από ΛΟΑΤ ζευγάρια κλπ. Αν μετανάστες έρχονται ζητώντας “στον ήλιο μοίρα”, και επιθυμώντας ξεκάθαρα να “δημιουργήσουν” και να συμβάλουν κι εκείνοι στην πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας, η Αριστερά είναι εκείνη που πρέπει να προστρέξει και να θέσει το θέμα: όχι μόνο από τη σκοπιά της συνηγορίας υπέρ των καταπιεσμένων, που έχουν κοινά ταξικά συμφέροντα ασχέτως εθνικής καταγωγής, αλλά και από τη σκοπιά της αυταξίας της πολυπολιτισμικότητας και του πολιτισμικού πλούτου που αυτή συνεπάγεται. Έτσι, κατά την άποψή μου, η Αριστερά δεν πρέπει να έχει διλήμματα σε θέματα αρχών και αξιών, όσο κι αν αυτές ενοχλούν τις μονταζιέρες της Συγγρού.

Υπό το πρίσμα αυτό, υποστηρίζω ότι χρήζει παρόμοιας αντιμετώπισης και το ζήτημα των μειονοτήτων. Όσο φορτισμένη κι αν είναι η εν λόγω έννοια, κι όσο κι αν κακόβουλα καραδοκούν στη γωνία οι αργόσχολοι σύμβουλοι Τύπου του πρωθυπουργού ή οι “γαλαζοαίματες” βαφτησιμιές τέως εστεμμένων, η Αριστερά μπορεί να βγει νικήτρια μόνο αν προβάλει φωναχτά και θαρρετά το αξιακό φορτίο που τη διέπει. Η στρατηγική αυτή είναι μονόδρομος.

Ωστόσο, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι κατά την προσωπική μου άποψη προφανώς δεν έχει πολιτικό νόημα για την Αριστερά να σπεύσει εκείνη, από μόνη της, να ονοματίσει διάφορες ομάδες και να τους κατοχυρώσει ονομασίες. Αυτό αποτελεί δουλειά των ειδικών επιστημόνων, είτε εθνολόγων είτε γλωσσολόγων είτε ιστορικών κλπ. Την Αριστερά πρέπει να την ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της παροχής μέγιστης ελευθερίας σε άτομα, τα οποία όμως δεν δρουν πάντοτε κατά μόνας αλλά κι από κοινού, ώστε να πραγματώνουν τις ατομικές ή συλλογικές αξιώσεις και διεκδικήσεις τους. Η έννοια του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των μειονοτήτων, στην οποία ορθώς επιμένει το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, δεν νοείται σε καμία περίπτωση ως “άνωθεν απόδοση” συλλογικής ταυτότητας σε κάποιες ομάδες. Αντίθετα, πρέπει να ερμηνεύεται “ως άσκηση ατομικού προσδιορισμού σε συλλογική βάση”, και πάντοτε αναφορικά με δικαιώματα που διατυπώνονται και διεκδικούνται “από τα κάτω”. Κι αυτό γιατί στο Δίκαιο υπάρχουν δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα της απεργίας, που αν δεν ασκηθούν με συλλογικό τρόπο, χάνουν την ίδια την ουσία του περιεχομένου τους.

Ειδικά σε ζητήματα που άπτονται κοινής εθνικής καταγωγής, κοινών πολιτισμικών εθίμων, καθώς και ενσυνείδητης βίωσης κοινής ταυτότητας, ο συλλογικός παράγοντας δεν μπορεί να τεθεί στην άκρη. Δεν είναι συνεπώς η Αριστερά εκείνη που έχει αρμοδιότητα να ονοματίσει οποιαδήποτε ομάδα· αλλά είναι σαφές ότι έχει καθήκον να της διασφαλίσει ότι θα γίνονται σεβαστές οι διεκδικήσεις της εφόσον δεν προσκρούουν σε δικαιώματα άλλων ατόμων ή ομάδων. Δεν είναι η Αριστερά εκείνη που εκ προοιμίου π.χ. θα απαριθμήσει εθνικές μειονότητες εντός της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας. Δεν είναι η Αριστερά εκείνη που θα εισηγηθεί τη θεσμοποίηση ενός συστήματος μιλλιέτ, ή την ενδεικτική αναγραφή συγκεκριμένων μειονοτήτων σε μελλοντικό συνταγματικό κείμενο, όπως π.χ. ισχύει σε άλλες χώρες σύμφωνα με τις θεμιτές πολιτικές και θεσμικές παραδόσεις τους. Την Αριστερά αυτό που την ενδιαφέρει είναι να μην υπάρχει ομάδα που αισθάνεται καταπιεσμένη επειδή π.χ. δεν διδάσκεται η γλώσσα της σε σχολεία, ή επειδή δεν γίνεται νομικά σεβαστη η διαφορετική εθνική ή πολιτισμική της ταυτότητα σε ποικίλες εκφάνσεις του δημόσιου βίου.

Κι αυτό πρέπει να συμβαίνει, επειδή για την Αριστερά οι εθνικές και πολιτισμικές ταυτότητες δεν πρέπει να είναι κλειστές, διαχρονικές και αναλλοίωτες ανά τους αιώνες, όπως επιθυμούν οι εθνικιστές. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε μορφή νομικής παγίωσης θα ήταν έξω από τη δική της αντίληψη.

Είναι, ωστόσο, προφανές ότι από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων συγκεκριμένα υποκείμενα δικαιωμάτων αξιώνουν συγκεκριμένα αιτήματα, των οποίων η προώθηση, η αποδοχή αλλά εν τέλει και η αναγνώριση σε συλλογική βάση θεωρούνται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους ως εκ των ων ουκ άνευ για την ελεύθερη αυτοπραγμάτωσή τους σε μια δημοκρατική κοινωνία, η Αριστερά δεν νομιμοποιείται ηθικά να αδιαφορήσει και να μην στηρίξει τις επιμέρους αυτές εκφάνσεις του χειραφετητικού προτάγματος. Συνεπώς, εφόσον ξέρουμε πρόκειται για υπαρκτά τέτοια αιτήματα συλλογικής φύσης από μειονοτικές ομάδες, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η Αριστερά δεν μπορεί να υπεκφεύγει και να μην αφήνει το συλλογισμό να εκτυλιχθεί ελεύθερα, ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα της ύπαρξης εθνικών μειονοτήτων. Επαναλαμβάνω ότι κάτι τέτοιο δεν έχει, και κανείς από εμάς δεν θα ήθελε να έχει, την εννοιολογική διάσταση της αποδοχής του θεσμοποιημένου νομικού όρου “μειονότητα”, όπως τον συναντάμε τυποποιημένο σε αλλοδαπά Συντάγματα. Κι αυτό γιατί μια τέτοια αντίληψη θα παρέπεμπε σε κοινοτιστικούς θύλακες που ως απαρχαιωμένα μορφώματα αντιπαρατίθενται στη γενικευμένη ισονομία και ισοπολιτεία. Αντιθέτως, η ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων πρέπει να αποτελεί πολιτική διαπίστωση εκ μέρους της Αριστεράς, ακριβώς ως απόρροια της προγενέστερης διεκδίκησης των μειονοτικών δικαιωμάτων σε συλλογική βάση.

Με άλλα λόγια, όσο υπάρχουν ομάδες πολιτών που δηλώνουν Πομάκοι, Τούρκοι, ή (ελέω φόβου Μουρούτη) “Ακατονόμαστοι”, όπως π.χ. οι “ανώνυμοι” διαβιούντες στα βορειοδυτικά, τότε πολιτικά είναι προφανές ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ΚΑΙ εθνικές μειονότητες. Διότι, αλλιώς, αν εμμείνουμε στην υπέρμετρα αυστηρή νομική θεώρηση του Δημήτρη Χριστόπουλου, δεν θα μπορούμε από πολιτικής πλευράς να αναφερόμαστε ούτε και σε θρησκευτικές μειονότητες, αφού μόνο τρεις Εκκλησίες είναι αναγνωρισμένες ως ΝΠΔΔ – άρα για τις υπόλοιπες ομάδες θα έπρεπε να αρκεστούμε στο κλασικό αστικό δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού.

Όμως οι παρατηρήσεις και οι διαπιστώσεις ενός πολιτικού φορέα οφείλουν να είναι πρωτίστως πολιτικές, και να αντιστοιχούν σε αιτήματα και αξιώσεις κοινωνικών υποκειμένων. Φυσικά, δευτερευόντως, να λαμβάνουν υπόψη και όλα τα συναφή, εγχώρια και διεθνή, νομικά εργαλεία. Εξάλλου, όταν πάγια θέση του παλιού Συνασπισμού, αλλά και του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί η έκκληση προς την ελληνική πολιτεία να κυρώσει τη Σύμβαση-Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες, είναι φανερό ότι σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να γίνει δεκτό τουλάχιστον ότι υπάρχουν ομάδες που επιθυμούν να αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιες – άρα ότι κάτι τέτοιο είναι αρκετό για έναν πολιτικό φορέα ώστε να συνηγορήσει υπέρ συγκεκριμένων δικαιωμάτων που παρέχει η εν λόγω Σύμβαση: σε άτομα μεν, αλλά στη βάση της συλλογικής άσκησης τους. Ισχυρίζομαι, με άλλα λόγια, ότι η Αριστερά οφείλει να μην υπεισέρχεται στο κατά πόσον κάθε εθνικός αυτοπροσδιορισμός είναι ιστορικά ακριβής ή ανακριβής, κατά τον ίδιον τρόπο που οφείλει να μην υπεισέρχεται ασκώντας κριτική π.χ. προς μια θρησκευτική ομάδα κατά πόσον είναι ή όχι περισσότερο ή λιγότερο χριστιανική από μια άλλη κλπ. Για παράδειγμα, η γνωστή διαμάχη περί της καταγωγής των Πομάκων είναι χαοτική και αδιέξοδη, οπότε το μόνο ουσιώδες διακύβευμα είναι η παροχή δυνατότητας απόλαυσης δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών.

Μάλιστα, επειδή ακριβώς υπάρχει ένα συγκεκριμένο και δεδομένο διεθνές πλαίσιο επί του μειονοτικού ζητήματος, οφείλουμε να υπενθυμίζουμε διαρκώς προς τις μονταζιέρες ότι η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και μια σειρά άλλων θεσμικών οργάνων, αλλά και έγκριτων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων, τυχαίνει να διαφωνούν με την κοινή γραμμή ΝΔ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ, πολλώ δε μάλλον της Χ.Α., σε ό,τι αφορά το δικαίωμα κάθε ομάδας πολιτών ενός κράτους να επιλέγει ελεύθερα τον αυτοπροσδιορισμό της σε συλλογική βάση, όπως π.χ. κατά την άσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και της αναγνώρισης σωματείων.

Τέλος, όσο αντιδημοφιλές κι αν είναι για την ελληνική Πολιτεία αλλά και για την ελληνική κοινωνία το θέμα των μειονοτήτων, όπως ορθά αλλά κάπως απαισιόδοξα τονίζει ο Δ. Χριστόπουλος, δεν πρέπει να δικαιολογείται η υποστολή της σημαίας του αδιάκοπου αγώνα μας για την προάσπιση και τη διεύρυνση των μειονοτικών δικαιωμάτων. Κατ΄ αναλογίαν, καλώ τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να αναλογιστούν την πολιτική παράνοια που επικρατεί π.χ. στις ΗΠΑ σχετικά με το ζήτημα της θανατικής ποινής. Είναι κι εκεί άκρως αντιδημοφιλές και πολιτικά αδιανόητο, ακόμη και για το πανίσχυρο Δημοκρατικό Κόμμα, να κατέβει σε οποιεσδήποτε εκλογές με ρητό αίτημα την ψήφιση ομοσπονδιακού νόμου για κατάργηση της θανατικής ποινής, αφού θα σηκώνονταν και οι πέτρες, και μάλιστα για ένα ζήτημα που στην Ευρώπη θεωρείται λυμένο και ξεπερασμένο. Η δυσκολία όμως αυτή δεν εμποδίζει καθόλου τις αμέτρητες συλλογικότητες, ομάδες και οργανώσεις, καθώς και αρκετά από τα μικρότερα κόμματα των ΗΠΑ να επιμένουν με αυταπάρνηση στο πολιτικά και ηθικά ορθό αίτημα της κατάργησης της βάρβαρης αυτής ποινής: ασχέτως του πόσο αρνητικοί είναι οι συσχετισμοί στην κοινωνία και ασχέτως του πόσο εφικτό διαφαίνεται για το εγγύς μέλλον η επίτευξη ενός τόσο φιλόδοξου στόχου. Με παρόμοιο αξιακό οπλοστάσιο φρονώ ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει και η Αριστερά το δύσκολο θέμα των μειονοτήτων στην Ελλάδα.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα