Είναι η δημοκρατία ασυμβίβαστη με το σοσιαλισμό;
Πολλές φορές ακούμε την άποψη ότι ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι έννοιες «ασυμβίβαστες». Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης επικαλούνται συνήθως τα ιστορικά παραδείγματα της γραφειοκρατικοποιημένης σταλινικής ΕΣΣΔ και των λεγόμενων «σοσιαλιστικών» κρατών που δημιουργήθηκαν στα πρότυπα της πρώτης. Ωστόσο, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστα. Η πραγματική δημοκρατία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού.
Στο πλαίσιο της λειτουργίας του «αόρατου χεριού» της αγοράς, οι νόμοι του καπιταλισμού λειτουργούν χωρίς κάποιο έλεγχο ή σχέδιο. Ωστόσο, στα πλαίσια του σοσιαλισμού, η παραγωγή πρέπει να σχεδιαστεί συνειδητά προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι δυνατόν ένας στρατός γραφειοκρατών να σχεδιάσει αρμονικά την παραγωγή για να καλυφθούν οι ανάγκες εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη συμμετοχή ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού σ’ αυτόν το σχεδιασμό της παραγωγής.
Για να γίνει αποτελεσματικός σχεδιασμός και οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, είναι ζωτικής σημασίας η εργατική τάξη να έχει τον δημοκρατικό έλεγχο της οικονομίας. Όπου αυτός ο έλεγχος απουσιάζει, αυτό το γεγονός μπορεί να οδηγήσει σε κάθε είδους γραφειοκρατική σπατάλη και κακοδιαχείριση όπως αποδείχθηκε από το γραφειοκρατικό σχεδιασμό της παραγωγής στην ΕΣΣΔ. Για παράδειγμα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγωγής (και συνεπώς για να λάβουν τα «μπόνους» τους οι υπεύθυνοι αξιωματούχοι), οι γραφειοκράτες διευθυντές έβρισκαν συχνά τρόπους για την επίτευξη των στόχων «στα χαρτιά», ενώ στην πράξη παρήγαγαν κακής ποιότητας ή ελαττωματικά προϊόντα.
Η διαφθορά και η κακοδιαχείριση αναπτύσσονταν γιατί οι εργαζόμενοι αποκλείονταν από την λήψη αποφάσεων στην παραγωγή και στην πολιτική και κρατική διοίκηση. Ένα καθεστώς που απαιτεί τυφλή υποταγή σε προνομιούχους γραφειοκράτες, οδηγεί σε αποθάρρυνση και απάθεια των εργαζόμενων μαζών. Σ’ ένα κλίμα όπου αποκλείεται όλη η κριτική, η καινοτόμα πρωτοβουλία και ο δυναμισμός της εργατικής τάξης πνίγονται. Μόνο στα πλαίσια του γνήσιου σοσιαλισμού, όπου η εργατική τάξη θα ασκεί πραγματικά την εξουσία, είναι δυνατή η πραγματική δημοκρατία για τα εκατομμύρια των εργαζόμενων ανθρώπων.
Στην αστική «δημοκρατία» η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων αποκλείεται από τη λήψη αποφάσεων με χιλιάδες τρόπους. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι εκατομμύρια αναγκάζονται να περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους για πολλές ώρες σε ένα εργοστάσιο ή ένα γραφείο, και συχνά είναι πολύ εξαντλημένοι για να εμπλακούν στη συνέχεια σε κάποιου είδους πολιτική δραστηριότητα.
Αντί να έχουμε πραγματικό έλεγχο στη ζωή μας, έχουμε (για να παραφράσουμε τον Μαρξ) την δυνατότητα να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα περίπου χρόνια κάποιους, συνήθως από την άρχουσα τάξη, που μας «εκπροσωπούν» στο κοινοβούλιο. Ακόμη και τότε όμως οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται στις αίθουσες συνεδριάσεων των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Η εργατική δημοκρατία στα πλαίσια του σοσιαλισμού, δηλαδή, η δημοκρατία για την πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, θα ήταν πολύ πιο δημοκρατική από οτιδήποτε έχουμε δει στον καπιταλισμό. Οι εργαζόμενοι σε κάθε χώρο εργασίας και σε κάθε γειτονιά θα μπορούσαν να εκλέξουν αντιπροσώπους σε συμβούλια, τα οποία, σε αντίθεση με το αστικό κοινοβούλιο, θα έχουν την εξουσία να πραγματοποιούν τις αποφάσεις τους. Όλοι οι αντιπρόσωποι θα εκλέγονται δημοκρατικά. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να λογοδοτούν και να είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί από αυτούς που τους εξέλεξαν.
Μια σοσιαλιστική, σχεδιασμένη οικονομία θα επέτρεπε την ταχεία μείωση της εργάσιμης εβδομάδας. Για να αποθαρρυνθεί ο καριερισμός, όλοι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι δεν θα πρέπει να πληρώνονται παραπάνω από έναν ειδικευμένο εργάτη και θα πρέπει να κατέχουν αυτή τη θέση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εξασφαλίζοντας έτσι τη μέγιστη συμμετοχή εργαζομένων σε διοικητικές θέσεις.
Σε τελική ανάλυση, ο καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστος με την πραγματική δημοκρατία. Όταν οι εργαζόμενοι εκλέγουν κυβερνήσεις που απειλούν τα κέρδη της άρχουσας τάξης, ακόμη και οι πιο «δημοκρατικοί» καπιταλιστές δεν διστάζουν να επιβάλουν στρατιωτικές δικτατορίες, όπως στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Μόνο με την εργατική σοσιαλιστική δημοκρατία το πολίτευμα θα μετατραπεί από μια δημοκρατία των λίγων, στη δημοκρατία των πολλών.
Είναι δυνατόν να πετύχει η επανάσταση όταν όλα τα ΜΜΕ είναι εναντίον μας;
Ακούμε συχνά, ότι παρ’ όλο που μια σοσιαλιστική επανάσταση είναι αυτό που χρειαζόμαστε, δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί «αφού όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι εναντίον μας».
Είναι αλήθεια ότι τα ΜΜΕ παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα, μαζί με τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τη θρησκεία, είναι ένα από τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να επιβάλει στην κοινωνία τις ιδέες της.
Στη Βρετανία, δύο δισεκατομμυριούχοι, o Ρούμπεν Μέρντοχ και ο Τζόναθαν Χάρμσγουορθ , ελέγχουν πάνω από το 50% των εφημερίδων της χώρας. Συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών μέσων, μόνο πέντε εταιρείες ελέγχουν το 80% της βρετανικής αγοράς ΜΜΕ! Αυτό δε συμβαίνει μόνο στη Βρετανία. Στις ΗΠΑ 6 εταιρείες, που ανήκουν σε 15 δισεκατομμυριούχους, κυριαρχούν σε όλα τα ΜΜΕ.
Με λίγους δισεκατομμυριούχους να κατέχουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ παγκοσμίως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συντάκτες και οι δημοσιογράφοι που δουλεύουν σ’ αυτά θα προβάλουν τις ιδέες και τις ειδήσεις που εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των αφεντικών τους.
Παρά τη συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια της άρχουσας τάξης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση αυτό να δημιουργεί απελπισία σε σχέση με τις δυνατότητες του σοσιαλισμού και της επανάστασης. Οι καπιταλιστές μπορούν να λένε ό,τι θέλουν στα ΜΜΕ, αλλά όταν αυτά δεν ανταποκρίνονται καθόλου στη ζωντανή πείρα των ανθρώπων, τότε δεν μπορούν να έχουν σοβαρή επίδραση στη συνείδησή τους. Η άρχουσα τάξη μπορεί να μας λέει μέρα-νύχτα πόσο «θαυμάσιο σύστημα» είναι ο καπιταλισμός, αλλά όταν υπάρχει μαζική ανεργία, μισθοί φτώχειας και στεγαστική κρίση, η προπαγάνδα τους αρχίζει να μην έχει αποτέλεσμα.
Αυτό το φαινόμενο λαμβάνει την πληρέστερη έκφρασή του σε επαναστατικές περιόδους. Πάρτε, για παράδειγμα, το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βενεζουέλα εναντίον του Ούγκο Τσάβες το 2002, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οργανώθηκε και υποστηρίχθηκε από τα καπιταλιστικά ΜΜΕ. Η πλήρης αποσιώπηση του πραξικοπήματος από τα ΜΜΕ καθόλου δεν εμπόδισε εκατομμύρια εργαζόμενων ανθρώπων να βγουν στους δρόμους για να υπερασπιστούν την επανάστασή τους, και να νικήσουν το πραξικόπημα.
Ομοίως κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης το 1917, όταν, πριν από τον Οκτώβριο, οι καπιταλιστές έστελναν τρένα γεμάτα με εφημερίδες (οι οποίες διανέμονται δωρεάν) στους στρατιώτες στην πρώτη γραμμή, εκείνοι απλώς έκαιγαν τις εφημερίδες για να ζεσταθούν. Ωστόσο όταν έφταναν επαναστατικές εφημερίδες στο μέτωπο, οι στρατιώτες τις διάβαζαν αχόρταγα, μέχρι που το χαρτί διαλύονταν από τη χρήση.
Πρέπει λοιπόν να αναπτύξουμε τον δικό μας Τύπο για να αντιμετωπίσουμε τα ψέματα των καπιταλιστών. Έχουμε ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι μόλις η εργατική τάξη κινητοποιηθεί για να αλλάξει την κοινωνία, καμία καπιταλιστική προπαγάνδα δεν θα μπορέσει να τη συγκρατήσει.
Γιατί χρειαζόμαστε ένα επαναστατικό κόμμα;
Πολλοί συμφωνούν με την ανάγκη μιας επανάστασης που θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τις φρίκη του καπιταλισμού. Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι για το τι χρειάζεται να γίνει για να είναι μία τέτοια επανάσταση επιτυχημένη.
Σύμφωνα με τους περισσότερους αναρχικούς, ένα επαναστατικό κόμμα δεν είναι μόνο περιττό, αλλά είναι και επιζήμιο. Φαντάζονται τον καπιταλισμό να καταρρέει μετά από μια επαναστατική κινητοποίηση των μαζών ή μια γενική απεργία. Στη συνέχεια, μια αταξική κοινωνία θα μπορούσε να σχηματιστεί αυθόρμητα.
Συμφωνούμε με τους αναρχικούς πώς θα έχουμε μαζικά επαναστατικά κινήματα με ή χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα για να τα καθοδηγήσουν. Είναι τα ίδια τα αδιέξοδα και η φρίκη του καπιταλισμού που σε κάποιο σημείο οδηγούν τις μάζες σε μαζικά επαναστατικά ξεσπάσματα.
Η κατάληψη των πλατειών, ή ακόμη και η πραγματοποίηση μιας γενικής απεργίας, δεν είναι αρκετά από μόνα τους για να οδηγήσουν στην ανατροπή του καπιταλισμού. Ένα τέτοιο κίνημα, χωρίς σαφές σχέδιο και πρόγραμμα, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε αδιέξοδο καθώς η αστική τάξη περιμένει μέχρι τελικά να εξαντληθούν οι διαδηλωτές και οι εργαζόμενοι και να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Για να είναι νικηφόρα μία επανάσταση, είναι αναγκαίο η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία από τα χέρια των καπιταλιστών και να οικοδομήσει μια νέα μορφή κράτους. Αυτό δεν θα συμβεί «αυθόρμητα» αλλά απαιτεί συνειδητό σχεδιασμό, οργάνωση και ηγεσία.
Η εργατική τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διάφορα στρώματα των εργαζομένων βγάζουν επαναστατικά συμπεράσματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στην εργατική τάξη ανήκουν τόσο τα πιο προχωρημένα, συνειδητά στρώματα, όσο και τα πιο καθυστερημένα στρώματα που βρίσκονται ακόμη υπό την επήρεια των ιδεών της άρχουσας τάξης.
Σε κάθε ξέσπασμα της ταξικής πάλης, είτε σε μία απεργία είτε σε μία επανάσταση, τα πιο προχωρημένα στρώματα σε κάθε χώρο δουλειάς ή κίνημα καταλήγουν να διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο. Με αυτήν την έννοια είναι η «εμπροσθοφυλακή», η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή και τραβούν άλλα στρώματα πίσω τους.
Σε μια επανάσταση, αυτή η πρωτοπορία μπορεί να λειτουργήσει ως ο αποφασιστικός παράγοντας για να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οργανωμένη σε ένα κόμμα εξοπλισμένο με τις σωστές ιδέες για την αλλαγή της κοινωνίας.
Σε τελική ανάλυση, ένα επαναστατικό κόμμα είναι πρώτα απ' όλα ένα πρόγραμμα, το οποίο περιέχει τα συγκεκριμένα βήματα που είναι απαραίτητα για την αλλαγή της κοινωνίας. Θα υιοθετήσει ορισμένες μεθόδους ή τακτικές πάλης για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος. Η οργάνωση του κόμματος είναι μόνο το μέσο για την πρακτική εφαρμογή αυτών των ιδεών.
Αυτό το πρόγραμμα δεν πέφτει από τον ουρανό, αλλά αναπτύσσεται μέσα στην ταξική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Ένα επαναστατικό κόμμα, γενικεύοντας τη συλλογική πείρα του εργατικού κινήματος, είναι σε θέση να προβάλει διεκδικήσεις (όπως ο τερματισμός της ανεργίας και η αύξηση των μισθών) και να καθορίσει τα συγκεκριμένα καθήκοντα που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίησή τους, όπως η εθνικοποίηση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων και ο σχεδιασμός της παραγωγής με βάση της κοινωνικές ανάγκες.
Ένα τέτοιο κόμμα, εάν έχει βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης στην ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης των μαζών. Η ζωτική αναγκαιότητα ενός τέτοιου κόμματος γίνεται έκδηλη σε μία επαναστατική κατάσταση όπου το ζήτημα της εξουσίας τίθεται με έναν ξεκάθαρο τρόπο.
Εάν καθοδηγείται από μία αποφασιστική ηγεσία που εμπνέει εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους και είναι σε θέση να καθορίσει με σαφήνεια τα συγκεκριμένα καθήκοντα που απαιτούνται για να προχωρήσουν τον αγώνα μπροστά, ένα τέτοιο κόμμα μπορεί να τραβήξει πίσω του τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης για την κατάκτηση της εξουσίας.
Μία τέτοια οργάνωση λειτουργεί σαν το πιστόνι που συγκεντρώνει την ενέργεια του ατμού για να προκαλέσει την κίνηση του οχήματος. Ένα επαναστατικό κόμμα μπορεί να συγκεντρώσει την επαναστατική ενέργεια των μαζών για να οδηγήσει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Χωρίς αυτήν την οργάνωση, όπως πολλές φορές έχουμε δει στην Ιστορία, αυτή η ενέργεια χαραμίζεται σε απελπισμένες εξεγέρσεις και κινητοποιήσεις που καταλήγουν σε ήττες.
Τα παραδείγματα των επαναστάσεων της Τυνησίας και της Αιγύπτου το 2011 μας έδειξαν ξεκάθαρα αυτό το γεγονός. Εκατομμύρια βγήκαν στους δρόμους αναζητώντας αλλαγή, αλλά, χωρίς ένα κόμμα μ’ ένα σαφές πρόγραμμα για το πώς να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, αυτή η ενέργεια ξοδεύτηκε, όπως ο ατμός που χάνεται στον αέρα και αναπόφευκτα επικράτησε η κούραση και η απογοήτευση. Οι μάζες της Αιγύπτου και της Τυνησίας ήξεραν πως να ανατρέψουν μία δικτατορία, αλλά δεν γνώριζαν πως να βάλουν τέλος στη μάστιγα της φτώχειας και της ανεργίας. Έλειπε το επαναστατικό κόμμα.
Στα τέλη τους 2019, είδαμε μία σειρά από εξεγέρσεις και επαναστατικά κινήματα σε σειρά χωρών (Χιλή, Εκουαδόρ, Σουδάν, Λίβανος κλπ). Η πανδημία και το σοκ από την κρίση ανέκοψε προσωρινά αυτό το κύμα της παγκόσμιας επανάστασης. Ωστόσο, ακόμα κι εν μέσω έξαρσης της πανδημίας βλέπουμε μαζικά κινήματα όπως το κίνημα στις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ή το επαναστατικό κίνημα στη Μιανμάρ. Καθώς η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει θα δούμε ακόμη περισσότερα. Για να διασφαλίσουμε την επιτυχία αυτών των επαναστατικών κινημάτων είναι ανάγκη να δουλέψουμε για το χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος σε κάθε χώρα του πλανήτη. Γι’ αυτό αγωνίζεται η Διεθνής Μαρξιστική Τάση (IMT).
Μπορεί ο σοσιαλισμός να σώσει τον πλανήτη από την περιβαλλοντική καταστροφή;
Ακούμε από κάποιους ότι ο σοσιαλισμός «ακούγεται ωραίος σαν ιδέα αλλά στην πράξη θα καταστρέψει τον πλανήτη μέσω της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής». Το σκεπτικό αυτών που προβάλουν αυτήν την άποψη είναι ότι στον καπιταλισμό ήδη παράγουμε πολλά βιομηχανικά προϊόντα και ότι στο σοσιαλισμό, για να καλύψουμε τις ανάγκες όλων θα παράγουμε ακόμη περισσότερα, άρα η καταστροφή του περιβάλλοντος θα επιταχυνθεί.
Είναι αλήθεια ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού ο πλανήτης μας αντιμετωπίζει μια περιβαλλοντική καταστροφή. Από τη ρύπανση των υδάτινων πόρων, την καταστροφή των τροπικών δασών, την τοξική ρύπανση της ατμόσφαιρας και τη ρύπανση των ωκεανών, ο καπιταλισμός καταστρέφει συστηματικά τον πλανήτη.
Αν και η άρχουσα τάξη προσπαθεί να φορτώσει την ευθύνη γι’ αυτά τα προβλήματα στους μεμονωμένους «καταναλωτές», η πραγματικότητα είναι ότι αυτά είναι αναπόφευκτα χαρακτηριστικά ενός συστήματος που παράγει με μόνο σκοπό το κέρδος.
Το κόστος για το περιβάλλον δεν υπάρχει στους υπολογισμούς των καπιταλιστών. Το μόνο μέλημά τους είναι να βγάλουν λεφτά. Εάν αυξήσουν το κόστος τους, για παράδειγμα εγκαθιστώντας φίλτρα στις καμινάδες τους, θα χάσουν στον ανταγωνισμό με τους άλλους καπιταλιστές που δεν έχουν «περιβαλλοντικές ευαισθησίες». Ο ανταγωνισμός στην αγορά αναγκάζει έτσι τους καπιταλιστές να παράγουν με τον φθηνότερο δυνατό τρόπο, χωρίς να σέβονται το περιβάλλον.
Τι γίνεται όμως με τους νόμους για το περιβάλλον και τους κανονισμούς; Δεν μπορούν οι κυβερνήσεις να επιβάλουν μία περιβαλλοντική νομοθεσία για να διασφαλίσουν ότι ο πλανήτης θα προστατεύεται; Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν εγκρίνει κάθε είδους νόμους για το περιβάλλον. Συχνά, βέβαια, αυτές είναι συγκαλυμμένες μορφές προστατευτισμού που επιβάλουν δασμούς στις εισαγωγές. Ωστόσο, ακόμη και εκείνοι οι νόμοι που θα μπορούσαν να έχουν κάποια επίδραση στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως έχει δείξει η πείρα, είναι εντελώς αναποτελεσματικοί. Οι καπιταλιστές βρίσκουν χιλιάδες τρόπους για να αποφύγουν αυτούς τους κανόνες, όπως αποκάλυψε το «σκάνδαλο εκπομπών ρύπων» της Volkswagen. Η εταιρεία εγκατέστησε ειδικό λογισμικό στα αυτοκίνητα για να τους επιτρέψει να εξαπατούν τις επιθεωρήσεις για την παραγωγή ρύπων.
Τελικά, δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις αστικές κυβερνήσεις να λύσουν την περιβαλλοντική κρίση. Οι αστικές κυβερνήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν το πιο «φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις». Δηλαδή, προσπαθούν να μειώσουν όσο γίνεται περισσότερο το κόστος που επιβαρύνει τους καπιταλιστές και να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αυτό συμπεριλαμβάνει και το κόστος των μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος (φίλτρα ρύπων, ανακύκλωση κ.λπ.). Ακόμα και αν οι διεθνείς συμφωνίες, όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, μπορούν να υπογραφούν στο χαρτί, οι κυβερνήσεις μπορούν να τις καταλύσουν (όπως έκανε ο Τραμπ) προκειμένου να βάλουν πρώτα τα συμφέροντα των δικών τους καπιταλιστών.
Τι θα συμβεί όμως στο σοσιαλισμό; Στο σοσιαλισμό, αντί να αφήσουμε την παραγωγή στο «αόρατο χέρι της αγοράς», θα τη σχεδιάσουμε με μόνο γνώμονα τις ανάγκες των πολλών. Σε αυτές τις ανάγκες συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη για την προστασία του περιβάλλοντος.
Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι μόνο 100 εταιρείες παγκοσμίως ήταν υπεύθυνες για το 71% όλων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988 μέχρι το 2017. Εάν αυτές οι εταιρείες (και άλλες) δεν λειτουργούσαν με σκοπό το κέρδος και εφάρμοζαν μεθόδους δραστικής περικοπής των ρύπων, αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό για να περιορίσει δραματικά την κλιματική αλλαγή.
Έχει ήδη ανακαλυφθεί η τεχνολογία που μπορεί να οδηγήσει σε δραστική μείωση ή ακόμη κι εξάλειψη των ρύπων. Για να εφαρμοστούν, ωστόσο, αυτές οι τεχνολογίες χρειάζονται πολλά δισεκατομμύρια σε επενδύσεις. Επίσης, υπάρχουν ακόμη αναξιοποίητα κέρδη πολλών δισεκατομμυρίων από τα ορυκτά καύσιμα. Το να ζητήσει κανείς από τις μεγάλες πολυεθνικές ενέργειας να εγκαταλείψουν αυτά τα κέρδη και να προχωρήσουν σε μαζικές επενδύσεις για το καλό του πλανήτη είναι η πιο κραυγαλέα μορφή ουτοπίας.
Οι επιστήμονες εκτιμούν πως αν τοποθετούνταν ηλιακοί συλλέκτες σε μία περιοχή της Σαχάρας ίση με το μέγεθος της Ουαλίας θα μπορούσε να παραχθεί αρκετή ενέργεια για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες όλης της Ευρώπης. Ωστόσο, στα πλαίσια του καπιταλισμού, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι πολύ πρόθυμες να δώσουν τον έλεγχο της παροχής ενέργειας στις κυβερνήσεις της Αλγερίας, της Λιβύης ή της Αιγύπτου. Σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική ομοσπονδία, βασισμένη στη συνεργασία της εργατικής τάξης παγκοσμίως, τέτοια εμπόδια δεν θα υπήρχαν.
Μόνο με τον έλεγχο των βασικών μοχλών της οικονομίας σε παγκόσμια βάση και την απομάκρυνση του κέρδους από την εξίσωση, η ανθρωπότητα θα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την περιβαλλοντική καταστροφή. Αν δεν το κάνουμε, ο καπιταλισμός στην πραγματικότητα απειλεί να καταστρέψει τον πλανήτη μας!
Ήταν η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ένα «πραξικόπημα»;
Πάνω από 100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, εξακολουθούμε να ακούμε τη συκοφαντία πως αυτή ήταν απλώς ένα πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε από μια μικρή ομάδα συνωμοτών.
Η λογική αυτών των επιθέσεων είναι να απεικονίσουν τον Λένιν και τον Τρότσκι ως μανιακούς, οι οποίοι επέβαλαν αδίστακτα τη θέλησή τους με τα όπλα σ’ έναν απρόθυμο πληθυσμό. Προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι αν δεν το είχε γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση, μια ακμάζουσα «δημοκρατία» θα είχε αναπτυχθεί στη Ρωσία και θα είχε αποφευχθεί η φρίκη του εμφυλίου πολέμου.
Η επανάσταση δεν είναι ένα δράμα με μία πράξη αλλά μια διαδικασία που ξεδιπλώνεται μέσα σε μήνες ή χρόνια. Δεν είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών μικρών ομάδων συνωμοτών, αλλά της αδυναμίας της άρχουσας τάξης να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αυτό αποδείχθηκε σε παγκόσμια κλίμακα το 1914 με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κρίση και οι καταστροφικές επιπτώσεις του πολέμου έπληξαν ιδιαίτερα την υπανάπτυκτη Ρωσία. Στις αρχές του 1917, τα στρατεύματα πάγωναν στα χαρακώματα και είχαν εξαντληθεί. Οι εργάτες πεινούσαν στις πόλεις και οι αγρότες υπέφεραν από τους μεγαλογαιοκτήμονες.
Η συσσωρευμένη οργή ξέσπασε το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, όταν οι επαναστατημένες ρωσικές μάζες ανέτρεψαν τον Τσάρο. Ωστόσο, η νέα Προσωρινή Κυβέρνηση που σχηματίστηκε βιαστικά από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες δεν μπόρεσε να προσφέρει «ειρήνη, ψωμί και γη» στις μάζες.
Παράλληλα με την Προσωρινή Κυβέρνηση, οι εργάτες, οι αγρότες και τα στρατεύματα δημιούργησαν τα δικά τους όργανα, τα «σοβιέτ» (δηλαδή συμβούλια), για να εκπροσωπήσουν τα επαναστατικά τους συμφέροντα.
Ωστόσο, στα πρώτα στάδια της επανάστασης, οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλιστεπαναστάτες κυριάρχησαν στα σοβιέτ και χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για να στηρίξουν την προσωρινή κυβέρνηση της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτόν το λόγο το καθεστώς πέρασε από τη μια κρίση στην άλλη, καθώς η άρχουσα τάξη δεν είχε καμία πρόθεση να σταματήσει τον πόλεμο ή να ικανοποιήσει τα αιτήματα της επανάστασης.
Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία τον Απρίλιο, ο Λένιν υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία, το καθήκον τους δεν ήταν να καταλάβουν την εξουσία, αλλά να «εξηγήσουν υπομονετικά» την ανάγκη μεταβίβασης όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ. Στις 5 Μαΐου 1917 έγραψε: «Όποιος λέει “να πάρουμε την εξουσία” δεν χρειάζεται να σκεφτεί πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι μια απόπειρα να το κάνουμε αυτό χωρίς να έχουμε ακόμη την υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού θα ήταν τυχοδιωκτισμός».
Τους καλοκαιρινούς μήνες, οι μαζικές κινητοποιήσεις των εργατών και των στρατιωτών στην Πετρούπολη που καλούσαν του ηγέτες των σοβιέτ (σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκους) να πάρουν την εξουσία αντιμετωπίστηκε από τους τελευταίους με σκληρή καταστολή και διώξεις των μπολσεβίκων, τους οποίους και κατηγόρησαν ως πράκτορες του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ και την επιβεβαίωση όλων των θέσεων των μπολσεβίκων, οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες έχασαν την υποστήριξη των μαζών στα σοβιέτ.
Μέχρι τον Οκτώβριο οι μπολσεβίκοι είχαν κερδίσει την πλειοψηφία στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας, καθώς και σε πολλά άλλα. Με τους αγρότες να έχουν ήδη εξεγερθεί στην ύπαιθρο ήταν πλέον ώριμες οι συνθήκες για την οργάνωση της εξέγερσης για την κατάληψη της εξουσίας.
Για τους επιφανειακούς παρατηρητές η επανάσταση φαινόταν σαν «πραξικόπημα», λόγω του σχετικά μικρού αριθμού ανθρώπων που συμμετείχαν στην εξέγερση, δηλαδή στη διαδικασία κατάληψης βασικών κυβερνητικών και στρατηγικών κτιρίων.
Όπως σημείωσε ο Τρότσκι στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»:
«Η ηρεμία στους δρόμους τον Οκτώβρη, η απουσία πλήθους και μαχών, έδωσε στον εχθρό ένα πρόσχημα να μιλήσει για συνωμοσία μιας ασήμαντης μειοψηφίας, για την περιπέτεια μιας χούφτας μπολσεβίκων… Αλλά στην πραγματικότητα οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να περιορίσουν τον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας την τελευταία στιγμή σε μια «συνωμοσία », όχι επειδή ήταν μια μικρή μειοψηφία, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο - επειδή είχαν πίσω τους στις εργατικές περιοχές και τους στρατώνες τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας, η οποία ήταν ενοποιημένη, οργανωμένη, πειθαρχημένη».
Αν οι μπολσεβίκοι δεν απολάμβαναν αυτήν τη μαζική υποστήριξη, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν την εξουσία ούτε για λίγες μέρες, πόσο μάλλον για χρόνια.
Τελικά, το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας για την κατάληψη της εξουσίας πραγματοποιήθηκε μήνες νωρίτερα, μέσα από τη διαδικασία υπομονετικής εξήγησης των μπολσεβίκων με την οποία κέρδισαν την πλειοψηφία των εργατών και των στρατιωτών. Η υποστήριξη της Προσωρινής κυβέρνησης είχε καταρρεύσει, σχεδόν κανένας δεν ήταν έτοιμος να πολεμήσει για να την υπερασπιστεί.
Εάν οι μπολσεβίκοι δεν είχαν αδράξει την ευκαιρία να ολοκληρώσουν την επανάσταση, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μια «ακμάζουσα δημοκρατία» αλλά μια ρωσική παραλλαγή του φασισμού, καθώς η άρχουσα τάξη θα είχε επιτεθεί εναντίον των επαναστατημένων εργατών και αγροτών. Αυτό αποδείχθηκε από την προετοιμασία πολυάριθμων συνωμοσιών ανάλογων με αυτών του Κορνίλοφ από στρατηγούς που αργότερα θα ηγούνταν των δυνάμεων των λευκοφρουρών στον ρωσικό εμφύλιο.
Δεν θα ήταν όλοι τεμπέληδες αν «όλοι πληρωνόμαστε το ίδιο»;
Συχνά υποστηρίζεται ότι ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, αφού εάν «όλοι πληρώνονται το ίδιο» δεν θα υπήρχε κίνητρο για «σκληρή δουλειά». Αυτό το επιχείρημα είναι λαθεμένο σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, προϋποθέτει ότι όσοι αμείβονται περισσότερο στα πλαίσια του καπιταλισμού εργάζονται «πιο σκληρά». Στην πραγματικότητα, ο πλούτος των ζάπλουτων δεν «βγαίνει» από τη δουλειά τους, αλλά από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτό τους επιτρέπει να καρπώνονται τα κέρδη από την εργασία εκατομμυρίων εργαζομένων σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πιο πολλοί από αυτούς τους δισεκατομμυριούχους δεν κάνουν καμία εργασία και πληρώνουν άλλους για τη διαχείριση των εταιρειών και των περιουσιών τους. Μια μελέτη της Oxfam σχετικά με τον πλούτο των δισεκατομμυριούχων του κόσμου διαπίστωσε ότι το 1/3 από αυτούς τον κληρονόμησε, ενώ το 43% τον απέκτησε σε μεγάλο βαθμό μέσω διαφθοράς.
Ενώ αυτά τα παράσιτα «εργάζονται σκληρά» στα πολυτελή γιοτ τους, δισεκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να εργάζονται πραγματικά για 50, 60 ώρες ή και περισσότερο την εβδομάδα, μέχρι εξάντλησης και με αντάλλαγμα μισθούς πείνας. Αυτή η σκληρή δουλειά δεν οφείλεται στο γεγονός ότι διαφορετικά στρώματα της τάξης μας λαμβάνουν υψηλότερους μισθούς. Προκύπτει από την ανάγκη αποδοχής οποιασδήποτε εργασίας, προκειμένου να μπορέσουμε να βάλουμε φαγητό στο τραπέζι, να πληρώσουμε το ενοίκιο και τους λογαριασμούς. Η εναλλακτική λύση είναι η ανεργία κάτι που για πολλούς σημαίνει πείνα και το να μείνουν στο δρόμο.
Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι στα πλαίσια του σοσιαλισμού «όλοι θα πληρωνόμαστε το ίδιο» είναι ψευδής. Ο απώτερος σκοπός μας είναι μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου όλοι θα μπορούν να παίρνουν ό,τι χρειάζονται ελεύθερα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ωστόσο, οι μαρξιστές δεν είναι ουτοπιστές. Δεν περιμένουμε ότι αυτό θα γίνει εφικτό «εν μία νυκτί» μετά την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Θα απαιτηθεί μια μεταβατική περίοδος (συνήθως αναφέρεται ως «σοσιαλισμός»), κατά την οποία ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού θα είναι αναπόφευκτα.
Όπως σημείωσε ο Μαρξ: «Αυτό, με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ, είναι μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως αναπτύχθηκε στα δικά της θεμέλια, αλλά αντιθέτως, ακριβώς όπως αναδύεται από την καπιταλιστική κοινωνία, που σφραγίζεται ακόμη, συνεπώς, από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, διανοητικά, με τα σημάδια της γέννας της παλιάς κοινωνίας, από τη μήτρα της οποίας αναδύεται».
Με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες θα μπορούσαμε να πετύχουμε την άμεση βελτίωση τους βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Θα ήταν εφικτό να εξαλειφθεί σύντομα η ανεργία, να εξασφαλιστεί στέγη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους. Θα μπορούσαν επίσης να μειωθούν άμεσα οι ώρες εργασίας χωρίς τη μείωση του μισθού.
Ωστόσο, όσο συνεχίζει να υπάρχει έλλειψη σε ορισμένα αγαθά και συνεχίζει να είναι αναγκαία η χρήση του χρήματος, θα συνεχίσουμε να έχουμε τη μισθωτή εργασία. Οι μισθοί, παρότι δε θα έχουν τις σκανδαλώδεις αποκλίσεις που βλέπουμε στα πλαίσια του καπιταλισμού, δεν θα είναι ίσοι. Καταρχάς ο κατώτατος μισθός θα είναι αρκετός για μία αξιοπρεπή διαβίωση και όχι ένας μισθός πείνας όπως συμβαίνει σήμερα. Θα μπορούσαν να υπάρχουν αποκλίσεις στους μισθούς για τους ειδικευμένους εργάτες και τα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, όπου σε πολλές εταιρείες η αναλογία μεταξύ του χαμηλότερα και του υψηλότερα αμειβόμενου είναι αστρονομική (τα αφεντικά στις 100 μεγαλύτερες και πλέον διαπραγματεύσιμες εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου «κερδίζουν» κατά μέσο όρο 386 φορές περισσότερα από τον χαμηλότερο μισθό), στα πλαίσια του σοσιαλισμού θα μειώσουμε σημαντικά αυτήν την ανισότητα. Στα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ, ο λόγος μεταξύ του υψηλότερα και του χαμηλότερα πληρωμένου εργαζόμενου ήταν επίσημα 1 προς 4, και ακόμη και αυτό θεωρούταν μεγάλη διαφορά.
Με τον εργατικό έλεγχο, τη μεγάλη μείωση της εργάσιμης εβδομάδας, μαζί με την κατάργηση του χάσματος μεταξύ διανοητικής και χειρονακτικής εργασίας, οι αντιλήψεις μας για την εργασία θα μεταμορφωθούν. Από ένα κοπιαστικό βάρος για την εξασφάλιση ενός μισθού για να πληρωθούν οι λογαριασμοί, η δουλειά θα μετατρεπόταν σε ένα μέσο δημιουργίας και έκφρασης. Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε ένα τέτοιο σημείο όπου θα μπορούσαμε εύκολα να παράγουμε σε αφθονία όσα έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, η επιθυμία για μεγαλύτερο μισθό δεν θα είχε νόημα, καθώς το ίδιο το χρήμα θα ήταν περιττό. Μακριά από τον ξεπεσμό στην καθολική τεμπελιά, η ανθρωπότητα θα μπορούσε να αναπτύξει στο έπακρο τις δυνατότητες της.
Θέλουν οι μαρξιστές να απαγορεύσουν τη θρησκεία;
Αν και ο μαρξισμός είναι μια μία υλιστική φιλοσοφία, οι μαρξιστές δεν θα ήθελαν ποτέ να «απαγορεύσουν τη θρησκεία». Αντιθέτως, οι μαρξιστές πάντα υπερασπίζονταν το δικαίωμα των ανθρώπων να υιοθετούν ελεύθερα όποια θρησκεία θέλουν. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα. Αυτή η λανθασμένη αντίληψη προέρχεται από τις απόπειρες των σταλινικών γραφειοκρατιών να καταστείλουν βίαια τη θρησκευτική λατρεία Αυτή η καταστολή ήταν τμήμα του γενικού περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών από την εξουσία της προνομιούχας γραφειοκρατικής κάστας της ΕΣΣΔ.
Είναι αλήθεια όμως, ότι οι μαρξιστές υποστηρίζουν πως η θρησκεία πρέπει να διαχωριστεί εντελώς από το κράτος, αυτό είναι επίσης ένα στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα. Οι θρησκείες και οι θρησκευτικοί θεσμοί δεν πρέπει να απολαμβάνουν ειδικά προνόμια, οικονομικά ή άλλα, ή να τους επιτρέπεται να διευθύνουν σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ. Οι μαρξιστές υπερασπίζονται τη μέγιστη ενότητα της εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Η επίκληση των θρησκευτικών διαφορών ή όποιων άλλων διαφορών, είτε πρόκειται για φύλο, φυλή, εθνικότητα κ.λπ. χρησιμεύουν μόνο για να διασπάσουν τον αγώνα τον εργαζομένων. Καλωσορίζουμε κάθε έντιμο αγωνιστή στις γραμμές μας ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά του πιστεύω. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάνουμε παραχωρήσεις στις θρησκευτικές ιδέες στην φιλοσοφία ή στο πρόγραμμα του κινήματός μας. Για να αλλάξουμε την κοινωνία έχουμε ανάγκη από ξεκάθαρες ιδέες και ένα πρόγραμμα που θα βασίζεται σε μια επιστημονική μελέτη της ταξικής πάλης. Κάθε είδους μυστικισμός ή δεισιδαιμονίες μπορούν μόνο να βλάψουν τον αγώνα μας.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι σε οποιαδήποτε θρησκεία υπάρχουν πάντα δύο «εκκλησίες», με αντίθετα συμφέροντα. Υπάρχουν εκείνοι στην κορυφή της εκκλησίας, μια μειονότητα που συνδέεται με χίλια νήματα με την άρχουσα τάξη και χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να κηρύττει την παθητικότητα ώστε να περιορίσει την ταξική πάλη. Εάν η κυβέρνηση επιτεθεί στα δικαιώματα σας λένε «γυρίστε το άλλο μάγουλο». Στο αφεντικό σας που σας εκμεταλλεύεται λένε «δείξτε αγάπη και συγχώρεση».
Από την άλλη πλευρά, είναι η συντριπτική μάζα των πιστών, οι οποίοι βλέπουν στη θρησκεία έναν δρόμο προς έναν καλύτερο κόσμο (ακόμη και αν αυτός είναι μετά θάνατον). Σε αυτούς λέμε: να είστε προσεκτικοί με οποιονδήποτε θρησκευτικό ηγέτη προσπαθεί να σας κρατήσει μακριά από την ταξική πάλη. Βασιστείτε μόνο στις δικές σας δυνάμεις, στη δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης!
Ο μαρξισμός είναι μια επιστημονική φιλοσοφία. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στο υπερφυσικό για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να τον αλλάξουμε. Ωστόσο, δεν έχουμε τίποτα κοινό με τους «Νέους Αθεϊστές» όπως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, που πιστεύουν ότι οι θρησκευτικές απόψεις θα ξεπεραστούν απλώς μέσω της «ορθολογικής επιχειρηματολογίας» και της προπαγάνδας.
Αντιθέτως, οι μαρξιστές αναγνωρίζουν ότι η θρησκεία έχει υλική βάση στην κοινωνία. Ικανοποιεί μια ισχυρή κοινωνική ανάγκη. Όταν δισεκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν μια εξαιρετικά ζοφερή πραγματικότητα σ’ αυτόν τον κόσμο, με μαζική φτώχεια, ανασφάλεια και αλλοτρίωση, η υπόσχεση ενός παραδείσου μετά το θάνατο είναι πολύ ελκυστική.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ έγραφε «Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου». (ΜΑΡΞ, «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου», 1844)
Οποιοσδήποτε πραγματικός αγώνας ενάντια στις μυστικιστικές ιδέες της θρησκείας πρέπει επομένως να διεξαχθεί ενάντια στις υλικές συνθήκες που γεννούν αυτές τις ιδέες. Αυτό σημαίνει μια αποφασιστική πάλη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο είναι η πηγή της καταπίεσης και των δεινών που αντιμετωπίζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Στον καπιταλισμό, φαίνεται να ελέγχουν τις ζωές μας αφανείς δυνάμεις. Εκατομμύρια μένουν άνεργοι, φαινομενικά από το «αόρατο χέρι» της αγοράς. Εκατομμύρια χάνονται στα πεδία των μαχών, πεθαίνουν από ασθένειες και φτώχεια. Χωρίς κανένα έλεγχο στη ζωή μας, είναι αναπόφευκτο πολλοί να βρουν μια «πνευματική εξήγηση» γι’ αυτά τα πράγματα στο υπερφυσικό.
Με τον δημοκρατικό έλεγχο από την εργατική τάξη πάνω στην οικονομία, μπορούμε να τερματίσουμε τη φρίκη της ταξικής κοινωνίας. Όταν ο καθένας έχει πραγματικό έλεγχο στη ζωή του, δεν θα υπάρχει πλέον ανάγκη να αναζητηθούν μυστικιστικές ιδέες. Εάν μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν παράδεισο σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν θα χρειαστεί να παρηγορηθούμε με την υπόσχεση ενός παραδείσου στη μεταθανάτια ζωή. Η θρησκεία δεν χρειάζεται να απαγορευτεί στο σοσιαλισμό. Θα «μαραθεί» γιατί δεν θα υπάρχει πια η ανάγκη γι’ αυτήν.
Τι γίνεται με την ανθρώπινη φύση; Δεν είναι οι άνθρωποι «οργανικά άπληστοι και εγωιστές»;
Πολλοί άνθρωποι φαίνονται έτοιμοι να δεχτούν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει προβλήματα όπως η ανεργία, η έλλειψη στέγης, η πείνα και ο πόλεμος. Πολλοί θα συμφωνούσαν θεωρητικά ότι, εάν οι τεράστιοι πόροι του πλανήτη χρησιμοποιούνταν ορθολογικά για να καλύψουν τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι για τα κέρδη μερικών δισεκατομμυριούχων, όλοι στον πλανήτη θα μπορούσαν να έχουν ένα εξασφαλισμένο αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Ωστόσο, προκειμένου να διατηρηθεί ένα σύστημα στο οποίο 8 άτομα ελέγχουν σήμερα τόσο πλούτο όσο και ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός, μας λένε οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης ότι η τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων είναι φυσική, αφού είναι στη «φύση» της ανθρωπότητας η απληστία και ο εγωισμός. Οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής ενός πιο ισότιμου συστήματος, μας λέει η άρχουσα τάξη, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία - οπότε ας μην το σκέφτεστε καν!
Επιφανειακά, αυτό μπορεί να φανεί πειστικό, ιδίως λόγω των αποτυχιών του σταλινισμού στον 20ο αιώνα. Αλλά τι πραγματικά είναι η «ανθρώπινη φύση» μας; Όσο περισσότερο κοιτάζουμε πίσω στην Ιστορία, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να μιλάμε για ένα οικουμενικό σύνολο αξιών που ισχύει για όλους τους ανθρώπους ανά πάσα στιγμή.
Για παράδειγμα, είναι στη «φύση» μας να έχουμε άλλους ανθρώπους ως σκλάβους; Οι άρχουσες τάξεις στην αρχαία Ρώμη και την Ελλάδα θα το υποστήριζαν, αλλά σαφώς αυτό δεν ισχύει πια. Στην πραγματικότητα, οι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι υπάρχουν για περίπου 200.000 χρόνια, με τα ίχνη των ανθρωπίδων να ξεκινούν τουλάχιστον 6-7 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η χρήση εργαλείων χρονολογείται μέχρι και πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας ζούσαμε σε πρωτόγονα κομμουνιστικά γένη, όπου δεν υπήρχε πλούσιος ή φτωχός, δεν υπήρχε εκμεταλλεύτρια και εκμεταλλευόμενη τάξη, χωρίς χρήμα, χωρίς αστυνομία ή φυλακές. Τα εργαλεία και τα περιουσιακά στοιχεία ενός γένους ανήκαν σε κάθε μέλος του από κοινού. Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν πολύ χαμηλή, ήταν αδύνατο για κάποιον να ζήσει εκμεταλλευόμενος την πλεονάζουσα εργασία των άλλων. Οι άνθρωποι έθεταν το γένος πάνω από τους εαυτούς τους.
Οι ταξικές κοινωνίες, δηλαδή συστήματα που βασίζονται στην εκμετάλλευση της πλειοψηφίας από μια μειονότητα, υπάρχουν μόνο τα τελευταία 6-12.000 χρόνια, από την ανάπτυξη της γεωργικής καλλιέργειας παρά από την έναρξη της απλής αγροκαλλιέργειας και της συλλογής ριζών. Οι πρώτες σαφείς ενδείξεις μιας πλήρως διαμορφωμένης και δομημένης ταξικής κοινωνίας εμφανίστηκαν μόλις πριν από περίπου 5.500 χρόνια με τον πολιτισμό των Σουμερίων και την αρχή της Εποχής του Χαλκού.
Μέσα σ’ αυτές τις κοινωνίες είναι που μια χούφτα άνθρωποι - η τάξη των εκμεταλλευτών - από τη θέση τους ως κυρίαρχοι εθίστηκαν να δρουν εγωιστικά και άπληστα. Αν δε δρούσαν αδίστακτα για το δικό τους συμφέρον, θα έπαυαν να απολαμβάνουν τις θέσεις εξουσίας τους, καθώς πιο αδίστακτα άτομα θα τους προκαλούσαν και θα τους νικούσαν στον ανταγωνισμό. Επομένως, στον καπιταλισμό, είναι η οπτική της άρχουσας τάξης, η οποία είναι αναγκαστικά εγωιστική και άπληστη, που μας λένε ότι ισχύει για όλους τους ανθρώπους παντού και σε όλες τις εποχές ως μέρος της έμφυτης τάχα, «φύσης» μας.
Ωστόσο, αυτό προφανώς δεν είναι αλήθεια, όπως αποδεικνύεται από τα εκατομμύρια πράξεων αλληλεγγύης και καλοσύνης που παρατηρούνται καθημερινά σε όλο τον κόσμο, από τους πυροσβέστες που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους, έως τους απλούς ανθρώπους που διαθέτουν το χρόνο και τα χρήματά τους για να βοηθήσουν πρόσφυγες που έχουν ανάγκη.
Αυτό που σίγουρα δεν είναι «φυσικό» είναι το ότι σχεδόν όλα τα μέσα παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των πόρων, της βιομηχανίας και της γνώσης) θα πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες και να ελέγχονται από μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού. Με την απαλλαγή της βιομηχανίας από τους περιορισμούς της παραγωγής με σκοπό το κέρδος, θα μπορούσαμε εύκολα να παράγουμε αρκετά ώστε όλοι να μπορούν να πάρουν ελεύθερα αυτό που χρειάζονται και πολλά άλλα ακόμα!
Σε μια κοινωνία υπεραφθονίας, η ιδέα της συσσώρευσης περισσότερων από όσα θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε θα γίνει παράλογη, όπως σε ένα γραφείο με ένα καλά εφοδιασμένο ντουλάπι χαρτικών ειδών, κανείς δεν αποθηκεύει τις δικές του προμήθειες χαρτιού και στυλό. Όπως εξήγησε ο Μαρξ, είναι οι υλικές συνθήκες που τελικά καθορίζουν τη συνείδηση και όχι το αντίστροφο.
Όσοι συμφωνούν με ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά πιστεύουν ότι η «ανθρώπινη φύση» θα το υπονόμευε, ας αναρωτηθούν: είναι στη φύση σας να θέλετε να εκμεταλλευτείτε αδίστακτα άλλους; Εάν όχι, τότε γιατί να συμβαίνει αυτό με τους υπόλοιπους ανθρώπους;
Δεν έχει δοκιμαστεί και αποτύχει ο σοσιαλισμός;
Γιατί λοιπόν, εάν ο σοσιαλισμός έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν και έχει φαινομενικά αποτύχει, όπως μας λένε, οι μαρξιστές εξακολουθούν να αγωνίζονται για τον σοσιαλισμό; Για να απαντήσουμε σε αυτό, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τι συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες που αποκαλούνταν «σοσιαλιστικές».
Το 1917, η εργατική τάξη στη Ρωσία πήρε την εξουσία ως αποτέλεσμα ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος. Η οικονομία έφυγε από τα χέρια των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων και η κοινωνία διοικούταν από τον δημοκρατικό έλεγχο των εργατών και των φτωχών αγροτών μέσω των εργατικών συμβουλίων (γνωστών και ως «σοβιέτ»). Τέτοια μέτρα αντιπροσώπευαν την αρχή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Ωστόσο, ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι μπολσεβίκοι δεν πίστευαν ποτέ ότι θα ήταν δυνατό να «οικοδομήσουμε τον σοσιαλισμό σε μια χώρα», αλλά είδαν τη Ρωσική Επανάσταση ως την αρχή της Παγκόσμιας Επανάστασης. Καθώς ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα, ο σοσιαλισμός πρέπει, επίσης, να είναι ένα παγκόσμιο σύστημα.
Αυτό επιβεβαιώθηκε σύντομα στην πράξη, όταν αναπτύχθηκαν επαναστάσεις ή επαναστατικές καταστάσεις σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, ακόμη και της Βρετανίας. Η αποτυχία της εργατικής τάξης να καταλάβει την εξουσία σε αυτές τις χώρες δεν ήταν η έλλειψη αποφασιστικότητας από την πλευρά της. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψη ενός επαναστατικού κόμματος, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιήσει όλη την ενέργεια των μαζών για την κατάκτηση της εξουσίας.
Έτσι η επανάσταση στη Ρωσία έμεινε απομονωμένη. Αντί να βρεθεί στη θέση να συνδέσει τους τεράστιους πόρους της Ρωσίας, με την προηγμένη βιομηχανία της Ευρώπης, η ρωσική οικονομία έμεινε διαλυμένη μετά από χρόνια πολέμου. Ως μαρξιστές, κατανοούμε ότι η δυνατότητα για τη δημιουργία μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τη φρίκη της φτώχειας, της ανεργίας, της πείνας κ.ο.κ, τελικά καθορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (βιομηχανία, γεωργία, επιστήμη και τεχνική), όπως επίσης και από την ιδιοκτησία και τον έλεγχό τους.
Ο ίδιος ο Μαρξ παρατήρησε: «Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η απολύτως απαραίτητη πρακτική προϋπόθεση [του σοσιαλισμού], γιατί χωρίς αυτό η ζήτηση γενικεύεται, και με τη ζήτηση ο αγώνας για τα αναγκαία ξεκινά και πάλι, και αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά όλοι οι παλιοί ανταγωνισμοί θα αναβιώσουν».
Η Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μετά από χρόνια πολέμου, υπέστη μια καταστροφική βιομηχανική και γεωργική κατάρρευση. Η ζήτηση ήταν πράγματι γενικευμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, με εκατομμύρια εργαζομένους σκοτωμένους ή εξαντλημένους από πολλά χρόνια αγώνων και πολέμων, η συμμετοχή στα σοβιέτ στέγνωσε και ένα στρώμα προνομιούχων γραφειοκρατών άρχισε να σφετερίζεται την εξουσία.
Από το 1920 ακόμα, ο αριθμός των κρατικών αξιωματούχων και των γραφειοκρατών ανερχόταν σχεδόν σε 6 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από τα προνομιούχα στρώματα του παλαιού τσαρικού καθεστώτος και ήταν αυτό το στρώμα που ο Στάλιν ήρθε για να εκπροσωπήσει στην εξουσία.
Έτσι η ολοκληρωτική δικτατορία, η οποία ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση της εξουσίας των γραφειοκρατών και την καταστροφή όλων των δεσμών με τις γνήσιες παραδόσεις της Οκτωβριανής επανάστασης, εδραιώθηκε με την άνοδο του Στάλιν. Εκτός από την εξόντωση των παλιών μπολσεβίκων, συντρίφτηκαν και όλες οι μορφές εργατικής δημοκρατίας. Χωρίς τη δημοκρατική συμμετοχή της εργατικής τάξης στο σχεδιασμό και τη λειτουργία της οικονομίας, η σοβιετική οικονομία ασφυκτιούσε από τη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και σπατάλη.
Με τη σοβιετική οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα, ένα στρώμα της γραφειοκρατίας κινήθηκε προς την επαναφορά του καπιταλισμού τη δεκαετία του 1990 (αυτή τη φορά με δισεκατομμυριούχους τους ίδιους τους γραφειοκράτες), όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι δεκαετίες νωρίτερα στην «Προδομένη Επανάσταση». Παρά τις φρικαλεότητες του σταλινικού καθεστώτος, το οποίο δεν υποστήριξαν ποτέ οι γνήσιοι μαρξιστές, η παλινόρθωση του καπιταλισμού ήταν μια καταστροφή για την εργατική τάξη. Το καθήκον που καλείται να φέρει σε πέρας η εργατική τάξη σήμερα είναι να αγωνιστεί για το γνήσιο σοσιαλισμό και όχι για τη χοντροκομμένη παραμόρφωση των σταλινικών καθεστώτων. Είναι ο σταλινισμός που τελικά απέτυχε και όχι ο σοσιαλισμός.
Για τους μαρξιστές, η εργατική δημοκρατία είναι η ψυχή ενός σοσιαλιστικού κράτους. Το πιο σημαντικό από όλα είναι να κατανοήσουμε ότι ο σοσιαλισμός σε μια χώρα δεν είναι εφικτός. Γι’ αυτό είμαστε διεθνιστές, γι’ αυτό αγωνιζόμαστε για το σοσιαλισμό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός για τον οποίο αγωνιζόμαστε, αυτός που θα εξαλείψει το πραγματικά αποτυχημένο σύστημα της σύγχρονης εποχής: τον καπιταλισμό.
Γιατί χρειαζόμαστε μια επανάσταση; Δεν μπορούμε απλώς να μεταρρυθμίσουμε τον καπιταλισμό στο δρόμο προς το σοσιαλισμό;
Επιφανειακά αυτή η ιδέα ακούγεται ελκυστική. Αντί για τις «καταιγίδες» και το άγχος μιας επανάστασης, δεν θα ήταν πολύ πιο εύκολο απλώς να κερδίσουμε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να πραγματοποιήσουμε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου, να μπορέσουμε να μετατρέψουμε τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό;
Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν, η εργατική τάξη είχε κερδίσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις με αυτόν τον τρόπο. Το κράτος πρόνοιας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), η Υγεία και η ασφάλεια στην εργασία, η 8ωρη εργάσιμη ημέρα - όλα αυτά κερδήθηκαν μέσω του αγώνα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο να αντιπαραθέτεις τη μεταρρύθμιση και την επανάσταση, λες και μπορεί να έχεις είτε το ένα, είτε το άλλο;
Οι γνήσιοι μαρξιστές ποτέ δεν απέρριψαν τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις μέσα στον καπιταλισμό. Δεν λέμε «ας περιμένουμε μέχρι την επανάσταση, όπου όλα τα προβλήματά μας θα λυθούν». Αγωνιζόμαστε σθεναρά για κάθε πραγματικά προοδευτική μεταρρύθμιση που ωφελεί την εργατική τάξη. Ο Μαρξ επεσήμανε μάλιστα ότι μέσα στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού η εργατική τάξη συνειδητοποιεί τη δύναμή της. Μέσα από τέτοιες μάχες οι εργαζόμενοι αναπτύσσουν την ταξική τους συνείδηση, καθώς και μαζικές οργανώσεις για τον αγώνα - συνδικάτα και πολιτικά κόμματα.
Μέσω αυτών των αγώνων οι εργάτες μαθαίνουν από πρώτο χέρι τα όρια των μεταρρυθμίσεων στον καπιταλισμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή. Στο παρελθόν η άρχουσα τάξη ήταν έτοιμη να παραχωρήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις, αν και πάντα κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης. Ιδιαίτερα όταν η οικονομία αναπτυσσόταν, οι αστοί μπορούσαν να κάνουν παραχωρήσεις για να διατηρήσουν την κοινωνική ειρήνη.
Στην πραγματικότητα, οι πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις παραχωρήθηκαν «από τα πάνω», ακριβώς για να αποτρέψουν μια επανάσταση «από τα κάτω». Ως εκ τούτου, για μια περίοδο, οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις δημιούργησαν τα «κράτη πρόνοιας», τα οποία έγιναν πραγματικότητα λόγω της μακράς μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης. Το πρόβλημα είναι ότι οι παραχωρήσεις που κερδίζονται από τους καπιταλιστές την μια μέρα, παίρνονται πίσω από αυτούς την επόμενη. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα μέσα σε περιόδους κρίσεων, όταν προκειμένου να αποκατασταθεί η κερδοφορία τους, οι καπιταλιστές προσπαθούν να αποσπάσουν από την εργατική τάξη τις κατακτήσεις του παρελθόντος. Αντί να διατίθενται χρήματα για μεταρρυθμίσεις, οι αντιμεταρρυθμίσεις βρίσκονται πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Από την κρίση της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, έχουμε δει πολλές από τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολεμικής περιόδου να δέχονται επίθεση. Οι εθνικοποιημένες βιομηχανίες έχουν ιδιωτικοποιηθεί, οι συντάξεις και οι μισθοί συρρικνώνονται, η εργατική εστία ξεπουλιέται και το ΕΣΥ βρίσκεται σε σοβαρή κρίση. Όλα αυτά γίνονται ώστε οι πλούσιοι να μπορούν να γίνονται πλουσιότεροι σε βάρος μας.
Αυτές οι επιθέσεις μπορούν να αντιστραφούν, αλλά, σε μια περίοδο παγκόσμιας κρίσης, αυτό θα απαιτούσε ρήξη με τον καπιταλισμό. Είναι οι απαιτήσεις της «αγοράς» (δηλ. τα συμφέροντα των τραπεζιτών και των δισεκατομμυριούχων) που υπαγορεύουν πολιτικές στις κυβερνήσεις και όχι το αντίστροφο, όπως διαπίστωσε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας τις πολιτικές του αστικού πολιτικού στρατοπέδου.
Ως μαρξιστές, κατανοούμε ότι ζητήματα όπως η φτώχεια, η ανεργία, οι κρίσεις και ο πόλεμος είναι αναπόφευκτα προϊόντα του καπιταλιστικού συστήματος. Κανένα ποσό φορολόγησης των πλούσιων ή δανεισμού χρημάτων δεν θα το αλλάξει αυτό. Αυτό που απαιτείται είναι να ελέγξουμε τους βασικούς μοχλούς της οικονομίας και να σχεδιάσουμε τη λειτουργία τους δημοκρατικά, προκειμένου να ικανοποιούν τις ανάγκες των ανθρώπων ως μέρος ενός σοσιαλιστικού σχεδίου παραγωγής, υπό τον έλεγχο και τη διαχείριση των εργαζομένων.
Το να φανταστεί κανείς ότι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να το κάνει αυτό σταδιακά, με εθνικοποίηση αυτής της βιομηχανίας το ένα έτος, της άλλης τράπεζας την επόμενη χρονιά κ.ο.κ, είναι σαν να αγνοεί ολόκληρη την ιστορία του ταξικού αγώνα. Είναι σαν να φαντάζεται ότι θα μπορούσε να κερδίσει ένα παιχνίδι σκακιού, όπου μόνο τα δικά του πιόνια μπορούν να κινηθούν. Στην πραγματικότητα, η άλλη πλευρά αντεπιτίθεται άγρια, αν αυτό είναι απαραίτητο. Καμιά άρχουσα τάξη δεν έχει αφήσει ποτέ την εξουσία και τα προνόμιά της χωρίς μάχη.
Γι 'αυτό και χρειαζόμαστε μια διεθνή επανάσταση - δηλαδή ένα μαζικό κίνημα ανθρώπων σε όλο τον κόσμο - για να πάρουμε επιτέλους την εξουσία και τον έλεγχο από τα χέρια μιας μικρής κοινωνικής μειονότητας, των καπιταλιστών, και έτσι να διασφαλίσουμε έναν βαθύ και διαρκή μετασχηματισμό του κόσμου.
Δεν είναι ο καπιταλισμός πιο αποτελεσματικός σε σχέση με τη σχεδιασμένη οικονομία;
Σύμφωνα με τους απολογητές του καπιταλισμού, δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό από την «ελεύθερη αγορά». Όμως, όταν πρόκειται για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα την τροφή ή τη στέγαση, η οικονομία της αγοράς αποτυγχάνει οικτρά.
Ο μόνος λόγος που οι καπιταλιστές επενδύουν στην παραγωγή είναι για να βγάλουν κέρδος. Οι κοινωνικές ανάγκες δεν υπάρχουν καθόλου στους υπολογισμούς τους. Το μόνο που τους απασχολεί είναι το πώς θα ξεζουμίσουν περισσότερο την εργατική τάξη προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Η αναποτελεσματικότητα του καπιταλισμού αποκαλύπτεται πιο έντονα μέσω της μακροχρόνιας ανεργίας που αποτελεί πλέον μόνιμο χαρακτηριστικό της «αγοράς εργασίας». Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας η παγκόσμια ανεργία ανέρχεται πλέον σε πάνω από 200 εκατομμύρια ανθρώπους και εξακολουθεί να αυξάνεται. Αυτό είναι μια κολοσσιαία σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού.
Σε μια σοσιαλιστική, σχεδιασμένη οικονομία, τα παραγωγικά ταλέντα όλων των ανθρώπων θα μπορούν να αξιοποιηθούν στο έπακρο και το βάρος της αναγκαίας εργασίας θα μοιράζεται μεταξύ όλων. Στον καπιταλισμό, μεγάλο μέρος της εργασίας που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από μηχανήματα εξακολουθεί να γίνεται από ανθρώπους, καθώς είναι πιο επικερδές να απασχολούνται εργαζόμενοι με χαμηλούς μισθούς παρά οι καπιταλιστές να επενδύουν στην τεχνολογία. Στο σοσιαλισμό θα αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητες των μηχανών, αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας, κάτι που θα μας επιτρέψει να μειώσουμε την εργάσιμη εβδομάδα σε λίγες ώρες.
Σε σύγκριση με μια ορθολογικά σχεδιασμένη οικονομία, ο καπιταλισμός είναι μια τεράστια σπατάλη. Υπολογίζεται ότι παράγουμε αρκετή τροφή για να καλύψουμε τις ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού αρκετές φορές. Ωστόσο, εκατομμύρια τόνοι τροφίμων καταστρέφονται κάθε χρόνο, προκειμένου να διατηρηθούν οι τιμές της αγοράς (και επομένως και τα κέρδη) υψηλά. Την ίδια στιγμή, πάνω από 5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα κάθε χρόνο, καθώς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τρόφιμα. Από τη σκοπιά των αναγκών της κοινωνίας, τεράστια χρηματικά ποσά σπαταλιούνται σε εντελώς μη παραγωγικές δαπάνες κάθε χρόνο. Μόνο το 2016, σχεδόν 500 δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν παγκοσμίως στη διαφήμιση και 1,69 τρισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές δαπάνες!
Η ιδέα του σχεδιασμού της παραγωγής δεν είναι ξένη στους καπιταλιστές, αρκεί να βγαίνουν κέρδη. Στην πραγματικότητα, σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία υπάρχει ένας υψηλός βαθμός σχεδιασμού. Πάρτε, για παράδειγμα, μια αυτοκινητοβιομηχανία όπως η Ford. Δεν αφήνει στην «αγορά» την απόφαση για το πού και πότε κάθε εξάρτημα θα φτάσει στο εργοστάσιο, πότε και πόσοι εργαζόμενοι θα βρίσκονται στις βάρδιές τους και πού θα διανεμηθούν τα αυτοκίνητα. Όλα αυτά προγραμματίζονται πολύ νωρίτερα σε παγκόσμια κλίμακα, χρησιμοποιώντας υπολογιστές για να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, τον αναγκαίο κοινωνικά σχεδιασμό της παραγωγής στο σύνολό της, οι αστοί τον αρνούνται. Αυτός είναι ο μόνος πραγματικός τρόπος για τον ορθολογικό σχεδιασμό της οικονομίας και την κάλυψη όλων των αναγκών μας. Η εργατική τάξη θα πρέπει να κατακτήσει τους βασικούς μοχλούς της οικονομίας και να τους θέσει υπό δημοκρατικό έλεγχο - δηλαδή να τους πάρει από τα χέρια των καπιταλιστών.
Το γεγονός ότι ο σχεδιασμός της οικονομίας είναι πιο αποτελεσματικός από την καπιταλιστική αγορά αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στη Βρετανία ένας μεγάλος βαθμός σχεδιασμού στην οικονομία εισήχθη από το κράτος προκειμένου αυτή να παράγει αρκετά πυρομαχικά με σκοπό να καταφέρει η Βρετανία να διεξάγει αποτελεσματικά τον πόλεμο και να διατηρήσει την εγχώρια οικονομία με περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Η τεράστια πρόοδος της ΕΣΣΔ, η οποία από μια καθυστερημένη, ημιφεουδαρχική χώρα κατάφερε να γίνει μέσα σε λίγες δεκαετίες η δεύτερη υπερδύναμη του κόσμου, αποτελεί απόδειξη των πλεονεκτημάτων του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού. Ωστόσο, λόγω της γραφειοκρατικής φύσης του σχεδιασμού υπό το σταλινικό καθεστώς, ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης επιβραδύνθηκε λόγω της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης της γραφειοκρατίας.
Οι μαρξιστές δεν παλεύουν για την εφαρμογή ενός σχεδιασμού της παραγωγής με γραφειοκρατικό τρόπο από «τα πάνω» προς «τα κάτω», αλλά υποστηρίζουν τη συμμετοχή ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας στον καθορισμό των διαθέσιμων πόρων, καθώς και του πώς αυτοί θα χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικά για να καλύψουν τις κοινωνικές ανάγκες σε αρμονία με το περιβάλλον.
Το γεγονός ότι 8 δισεκατομμυριούχοι ελέγχουν τόσο πλούτο όσο το φτωχότερο μισό της ανθρωπότητας δείχνει την πραγματική σημασία της καπιταλιστικής οικονομικής «αποτελεσματικότητας». Στο σοσιαλισμό με όπλο τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε όλους τους κοινωνικούς πόρους - ανθρώπινους, υλικούς και επιστημονικούς - και να τους συνδυάσουμε αποτελεσματικά, ώστε να μεγιστοποιήσουμε την ευημερία και να ζήσουμε τη ζωή μας ανθρώπινα.
Γιατί οι μαρξιστές μιλούν για την παγκόσμια επανάσταση; Δεν είναι λίγο «υπερβολικό» αυτό; Δεν θα έπρεπε απλά να επικεντρωθούμε στο να νικήσει ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα;
Οι πραγματικοί μαρξιστές ήταν πάντα διεθνιστές. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» και «εργάτες όλων των χωρών, ενωθείτε!» Για να υλοποιήσουν αυτές τις ιδέες, οι μαρξιστές δημιούργησαν μια σειρά επαναστατικών διεθνών οργανώσεων, ξεκινώντας από τη Διεθνή Ένωση Εργατών (Πρώτη Διεθνής), που ιδρύθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς, και αργότερα την ισχυρή Κομμουνιστική Διεθνή (Τρίτη Διεθνής ή «Κομιντέρν»), που ιδρύθηκε από τον Λένιν και τον Τρότσκι. Σε αυτές τις διεθνείς οργανώσεις τα κόμματα της κάθε χώρας θεωρούνταν μόνο ως τμήματα μιας παγκόσμιας επαναστατικής οργάνωσης.
Αυτό δεν οφείλεται σε ουτοπικές ιδέες ή «συναισθηματισμούς». Η αναγκαιότητα της παγκόσμιας επανάστασης προκύπτει από την ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού ως παγκόσμιου συστήματος. Στα πρώτα χρόνια του καπιταλισμού, η ανάπτυξη των εθνικών κρατών ήταν ένας προοδευτικός παράγοντας για την εξέλιξη της κοινωνίας. Σε αντίθεση με τις απομονωμένες πόλεις-κράτη και τα διάφορα πριγκιπάτα που υπήρχαν στη φεουδαρχία - το καθένα με τους δικούς του νόμους, έθιμα, νομίσματα και φόρους - αναπτύχθηκαν μεγαλύτερα κράτη που ένωσαν τα έθνη σε ενιαίες αγορές και ενιαία πολιτικά συστήματα. Αυτό ήταν απαραίτητο για να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός καθώς οι αγορές των μικρών πόλεων και περιοχών ήταν ανεπαρκείς για τη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία.
Ωστόσο, σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο, ακόμη και οι διευρυμένες αγορές που αναπτύχθηκαν από τα εθνικά κράτη αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να συμβαδίσουν με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας. Έτσι είχαμε την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας αγοράς. Το έθνος-κράτος, από το να είναι ένας προοδευτικός παράγοντας που ενθάρρυνε την ανάπτυξη, μετατράπηκε πλέον στο αντίθετό του: σε ένα φρένο στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, η οποία για να αναπτυχθεί χρειάζεται την πληρέστερη και πιο ελεύθερη χρήση των πόρων ολόκληρου του κόσμου, χωρίς περιορισμούς από εθνικά σύνορα και χωρίς ανταγωνισμούς για εδάφη και σφαίρες επιρροής.
Σήμερα, καμία χώρα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη συντριπτική κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς, η οποία λειτουργεί ως ένα συνδεδεμένο σύνολο. Από εκεί προέρχονται και οι προσπάθειες να ξεπεραστεί αυτό μέσω εμπορικών συνασπισμών όπως η ΕΕ, και διαφόρων άλλων συνθηκών και συμφωνιών. Ωστόσο, όπως καταδεικνύει η κρίση στην Ευρώπη, ακόμη και αυτές οι γιγαντιαίες εμπορικές συμφωνίες δεν μπορούν να προστατεύσουν τα μέλη τους από τις επιπτώσεις της κρίσης του καπιταλισμού, καθώς η μια κυβέρνηση μετά την άλλη αντιμετωπίζει αστάθεια και χρεοκοπία.
Ο λεγόμενος ελεύθερος ανταγωνισμός στον καπιταλισμό τείνει προς τη δημιουργία μονοπωλίων, καθώς οι ισχυρότερες εταιρείες απορροφούν τις πιο αδύναμες. Αυτή η τάση είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, των οποίων οι προϋπολογισμοί ξεπερνούν κατά πολύ τους προϋπολογισμούς πολλών εθνικών κρατών.
Η άλλη πλευρά όμως σε ό,τι αφορά αυτές τις γιγάντιες εταιρείες είναι το ότι δημιουργούν για τους εργαζόμενους διαφορετικών χωρών έναν κοινό εχθρό. Το σύνθημα «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» δεν ήταν ποτέ άλλοτε πιο αληθινό. Για παράδειγμα, οι ανθρακωρύχοι που απασχολούνται από τον παγκόσμιο γίγαντα εμπορευμάτων Glencore στη Νότια Αμερική, την Αφρική και την Ασία έχουν πολύ περισσότερα κοινά μεταξύ τους, από ό,τι με τις αντίστοιχες εθνικές άρχουσες τάξεις τους. Οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες έχουν κοινό ταξικό συμφέρον για την αλλαγή της κοινωνίας.
Η ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς και των παγκόσμιων εταιρειών σημαίνει επίσης ότι η κρίση του καπιταλισμού παγκοσμιοποιείται. Η μόνη απάντηση για την άρχουσα τάξη κάθε χώρας είναι να «αποκαταστήσει την κερδοφορία» με επίθεση ενάντια στους μισθούς, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, αλλά και ενάντια στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες – δηλαδή έναν παγκόσμιο «αγώνα ταχύτητας για οπισθοδρόμηση». Αυτή η παγκόσμια επίθεση λιτότητας παράγει μια παγκόσμια αγωνιστική αντεπίθεση. Επαναστατικές εξελίξεις ξεδιπλώνονται σε μια χώρα μετά την άλλη. Επιπλέον, μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση σε μια χώρα θα έχει ισχυρό αντίκτυπο σε όλες τις άλλες χώρες. Ολόκληρη η Ιστορία δείχνει ότι οι επαναστάσεις σπάνια σταματούν στα εθνικά σύνορα.
Προκειμένου ο σοσιαλισμός να απελευθερώσει πραγματικά τις διαθέσιμες δυνάμεις της ανθρωπότητας πρέπει να είναι πιο παραγωγικός και αποτελεσματικός από τον καπιταλισμό, ο οποίος βασίζεται στην εκμετάλλευση των πόρων ολόκληρου του κόσμου. Αντί να λεηλατούνται αυτοί οι πόροι από μια χούφτα υπερπλούσιων καπιταλιστών, θα μπορούν να αναπτυχθούν ορθολογικά προς όφελος της εργατικής τάξης, η οποία θα έρθει στην εξουσία σε όλες τις χώρες και θα ενωθεί εθελοντικά σε μια Παγκόσμια Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Κρατών. Γι’ αυτόν τον λόγο είμαστε διεθνιστές! Εμπρός λοιπόν για την παγκόσμια επανάσταση, έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε!
Χωρίς το κίνητρο του κέρδους δεν θα εκλείψει κάθε σοβαρή καινοτομία;
Συχνά ακούμε ότι «ο σοσιαλισμός είναι μια ωραία ιδέα, αλλά αναπόφευκτα θα αποτύχει καθώς, χωρίς το κυνήγι για κέρδος θα εκλείψει κάθε σοβαρή καινοτομία». Ενώ είναι αλήθεια το ότι τα τελευταία 300 χρόνια έχουμε δει μερικά από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα στην Ιστορία, δεν είναι σωστό να βλέπουμε τον ατομικό πλουτισμό ως τον μοναδικό μοχλό καινοτομίας.
Οι πρόγονοί μας, οι ανθρωπίδες, ανέπτυξαν τα πρώτα πέτρινα εργαλεία πριν από περίπου 2,6 εκατομμύρια χρόνια. Μεταξύ εκείνης της εποχής και της πρώιμης ανάπτυξης των πρώτων ταξικών κοινωνιών δηλαδή πριν από 8-10.000 χρόνια, οι πρόγονοί μας ανακάλυψαν πώς να χρησιμοποιούν τη φωτιά, να κατασκευάζουν καταφύγια, να υφαίνουν ρούχα, να δημιουργούν μουσικά όργανα, να βάφουν τοίχους, να δημιουργούν κεραμικά σκεύη και πολλά άλλα.
Καθ’ όλη την ανθρώπινη προϊστορία, όλη η περιουσία ήταν κοινή για όλα τα μέλη της φυλής ή του γένους. Δεν υπήρχαν χρήματα, ούτε πλούσιοι ή φτωχοί, ούτε εκμεταλλευόμενοι και εκμεταλλευτές. Η επιβίωση της κοινότητας βασιζόταν σε όλα τα μέλη της, τα οποία αξιοποιούσαν τις δεξιότητές τους και εργάζονταν μέσω της συνεργασίας. Οι καινοτομίες τους για την εξοικονόμηση της εργασίας αύξαναν ή διατηρούσαν το βιοτικό επίπεδο ολόκληρης της φυλής.
Αυτό άρχισε να αλλάζει με την ανάπτυξη των τεχνικών καλλιέργειας και μαζί με αυτήν με τη δυνατότητα μιας μικρής παρασιτικής τάξης να ζει από το πλεόνασμα της εργασίας των άλλων. Είναι αλήθεια ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ αρχουσών τάξεων, για παράδειγμα μεταξύ διαφορετικών αρχαίων αυτοκρατοριών, έδωσε πρόσθετη ώθηση στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Σε γενικές γραμμές, εκείνοι που διέθεταν τις πιο αποτελεσματικές οικονομίες, ιδίως όταν επρόκειτο για πόλεμο, κατακτούσαν εκείνους που ήταν λιγότερο ανεπτυγμένοι.
Αυτό το ανταγωνιστικό κυνήγι έφτασε στην πληρέστερη μορφή του όταν η πρώιμη αστική τάξη γκρέμισε τη φεουδαρχική κυριαρχία και άνοιξε το δρόμο για τον καπιταλισμό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστών, τους ανάγκασε να επενδύσουν ένα μέρος των κερδών τους σε νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας. Εκείνοι που ήταν πιο προχωρημένοι σε αυτό το κυνήγι μπορούσαν να παράγουν εμπορεύματα φθηνότερα και έτσι να οδηγήσουν τους ανταγωνιστές τους εκτός ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, στην πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού η παραγωγικότητα της εργασίας αναπτύχθηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβαινε παλαιότερα.
Σήμερα, ωστόσο, οι οικονομολόγοι ξύνουν τα κεφάλια τους σχετικά με αυτό που αποκαλούν «παζλ της παραγωγικότητας»: το ερώτημα γιατί η παγκόσμια παραγωγικότητα έχει μείνει στάσιμη ή ακόμη και έχει μειωθεί σε σχέση με το 2008; Αυτό σημαίνει ότι οι καινοτομίες έχουν τελειώσει; Για τους μαρξιστές, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη καινοτομίας, αλλά κυρίως η αδυναμία των καπιταλιστών να χρησιμοποιήσουν κερδοφόρα νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας. Γιατί να επενδύσουν στην επέκταση της παραγωγής, όταν η παγκόσμια αγορά είναι ήδη κορεσμένη ως αποτέλεσμα της κρίσης υπερπαραγωγής; Και με τη μείωση των μισθών και την αύξηση της «ευελιξίας» της εργασίας που παρατηρούνται από την έναρξη της κρίσης, γιατί να επενδύσουν σε ακριβά μηχανήματα που εξοικονομούν εργασία, όταν είναι πιο επικερδές να απασχολούν εργαζόμενους με μισθούς φτώχειας;
Ως εκ τούτου, αντί να προωθείται η καινοτομία, η παραγωγή για το κέρδος τη συγκρατεί πλέον. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι γνωρίζουν πολύ καλά πώς θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της παραγωγής στο χώρο εργασίας τους. Ωστόσο, διατηρούν αυτές τις ιδέες για τους εαυτούς τους, καθώς η υλοποίησή τους στον καπιταλισμό θα είχε ως αποτέλεσμα την ανεργία για κάποιους και εντονότερους ρυθμούς εργασίας για τους υπόλοιπους. Είναι τα αφεντικά και οι εταιρικοί μεγαλομέτοχοι που θα καρπωθούν τα οφέλη από αυτά.
Στο σοσιαλισμό όλοι θα έχουν τα κίνητρα για να αξιοποιήσουν πλήρως την πιο αποτελεσματική τεχνολογία εξοικονόμησης εργασίας, καθώς τότε όλοι θα επωφελούνται από τις λιγότερες ώρες εργασίας. Αντί να δημιουργήσουμε μαζική ανεργία, όπως στον καπιταλισμό, σε μια σχεδιασμένη οικονομία, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε αρμονικά μεταξύ μας όλη την απαραίτητη εργασία, χωρίς απώλειες στους μισθούς.
Δεν είναι αλήθεια ότι ο ατομικός πλουτισμός είναι ο μόνος παράγοντας που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να καινοτομήσουν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι εμπνευστές καινοτομιών στον καπιταλισμό εργάζονται είτε σε πανεπιστημιακά ερευνητικά εργαστήρια, είτε στα τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης μεγάλων εταιρειών. Οι ανακαλύψεις τους σπάνια τους κάνουν πλούσιους. Αντίθετα, τα κέρδη πηγαίνουν στους μετόχους των εταιρειών που χρηματοδοτούν την εργασία τους.
Μακριά από το να σταματήσει η επιστήμη και η καινοτομία, στο πλαίσιο του σοσιαλισμού αυτές θα είναι πραγματικά ελεύθερες και θα επιτρέψουν στην ανθρωπότητα να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Με τη μείωση της εργάσιμης εβδομάδας, την πρόσβαση στην εκπαίδευση για όλους και το δημοκρατικό έλεγχο της παραγωγής, η καινοτομία δεν θα είναι πλέον το προνόμιο ενός προνομιούχου στρώματος προς όφελος μερικών, αλλά θα γίνει προσβάσιμη σε όλους, προς όφελος όλων.
Είναι οι μαρξιστές υπέρ της βίας;
Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη εντύπωση ότι οι μαρξιστές είναι «αιμοδιψείς επαναστάτες», η πραγματικότητα είναι ότι οι μαρξιστές τάσσονται υπέρ μιας ειρηνικής επανάστασης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Μόνο ψυχοπαθείς θα ήταν ευνοϊκά διακείμενοι και με θέρμη υποστηρικτές μιας βίαιης επανάστασης, στην περίπτωση που η αναγκαία κοινωνική αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί ειρηνικά.
Το πρόβλημα είναι ότι η Ιστορία μας διδάσκει ότι καμία άρχουσα τάξη δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ την εξουσία και τα προνόμιά της χωρίς μάχη. Αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη πρέπει απλώς να αποδεχτεί την εκμετάλλευση και να παραιτηθεί από τον αγώνα για τον σοσιαλισμό;
Όχι, οι μαρξιστές δεν είναι ειρηνιστές. Δεν συμφωνούμε με την άποψη που λέει ότι απλώς και μόνο επειδή η άρχουσα τάξη - μια μικρή μειοψηφία - είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει βίαιες μεθόδους για να διατηρήσει την εξουσία της στην κοινωνία όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Αλλά πώς θα ελαχιστοποιούμε τη βίαιη αντίσταση μιας άρχουσας τάξης που αρνείται να εγκαταλείψει τη σκηνή της Ιστορίας; Παραδόξως, όχι με την αποκήρυξη των βίαιων μεθόδων, αλλά με την προετοιμασία της τάξης μας να υπερασπιστεί τον εαυτό της απαντώντας σε οποιουδήποτε είδους αντίσταση, με βία, εάν αυτή χρειαστεί.
Φανταστείτε εάν σε μια μάχη, ένας στρατός 10.000 άοπλων στρατιωτών συναντούσε μια ομάδα 10 εχθρών οι οποίοι διαθέτουν από ένα οπλοπολυβόλο ο καθένας τους, τότε θα ακολουθούσε μια πραγματική σφαγή. Αν, όμως, οι 10.000 ήταν παρόμοια οπλισμένοι, πιθανότατα θα ανάγκαζαν τους 10 εχθρούς τους να παραδοθούν χωρίς ούτε έναν πυροβολισμό.
Η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Για παράδειγμα, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή φαντάστηκε ότι υπογράφοντας μια συμφωνία με το στρατό για το «σεβασμό του Συντάγματος», η καπιταλιστική τάξη («οπλισμένη ως τα δόντια») θα υποτασσόταν ειρηνικά στη βούληση της (άοπλης) εργατικής τάξης. Οι χιλιανές λαϊκές μάζες δεν ήταν τόσο αφελείς. Πάνω από ένα εκατομμύριο εργάτες διαδήλωσαν μπροστά από το Προεδρικό Μέγαρο το 1973 για να απαιτήσουν όπλα με σκοπό να υπερασπιστούν την επανάστασή τους. Οι εκκλήσεις τους απορρίφθηκαν με τραγικό τρόπο και ο στρατηγός Πινοσέτ οργάνωσε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα λίγες μέρες αργότερα εγκαθιδρύοντας μια δικτατορία στην οποία δεκάδες χιλιάδες συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν, ενώ εκατομμύρια ακόμη υπέφεραν στα χέρια του καθεστώτος.
Αντίθετα, η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στην Πετρούπολη ήταν μια σχεδόν αναίμακτη υπόθεση. Αυτό οφειλόταν στη σχολαστική προετοιμασία των μπολσεβίκων για να κερδίσουν πολιτικά τη φρουρά της Πετρούπολης και να δημιουργήσουν μια εργατική πολιτοφυλακή που είχε ως σκοπό να υπερασπιστεί την εργατική τάξη από τις ένοπλες αντεπαναστατικές συμμορίες.
Η κατάληψη της εξουσίας περιγράφηκε περισσότερο σαν μια στρατιωτική επιχείρηση, όπου με πολύ οργανωμένο τρόπο, ομάδες στρατιωτών και Ερυθροφρουρών κατέλαβαν τα κέντρα εξουσίας και τα έθεσαν υπό τον δημοκρατικό έλεγχο των Σοβιέτ. Παρά τις λίγες προσπάθειες βίαιης ανατροπής της μπολσεβίκικης κυβέρνησης, η άρχουσα τάξη της Ρωσίας αποθαρρύνθηκε σημαντικά, επειδή αντιμετώπισε ένα κίνημα εκατομμυρίων που ήταν έτοιμοι να τα θυσιάσουν όλα στον αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας.
Μόνο με την επέμβαση των ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων - τρομοκρατημένων από την εξάπλωση της επανάστασης στις χώρες τους - άρχισε το πραγματικό λουτρό αίματος του εμφυλίου πολέμου. Ενισχύοντας την αντεπανάσταση με 21 ξένους στρατούς επέμβασης, καθώς και με χρηματοδότηση, με όπλα και συμβούλους, οι ιμπεριαλιστές προσπάθησαν να πνίξουν την επανάσταση σε έναν ωκεανό αίματος για να υπερασπιστούν τα δικά τους κέρδη.
Μπορούμε να δούμε λοιπόν την αηδιαστική υποκρισία της άρχουσας τάξης όταν κουνούν το δάκτυλο στους μαρξιστές σχετικά με τη βία. Ακριβώς ενάντια στη βία τους θα πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας! Η ειρηνιστική ηθικολογία από τους καπιταλιστές είναι ιδιαίτερα αηδιαστική, προερχόμενη από μια τάξη που έστειλε δεκάδες εκατομμύρια εργαζομένους στο θάνατο με δύο παγκόσμιους πολέμους με σκοπό να ξαναχτίσει τον κόσμο σύμφωνα με τα δικά της οικονομικά συμφέροντα.
Πρέπει να τονίσουμε, ωστόσο, ότι είναι απολύτως δυνατό για την εργατική τάξη να πάρει την εξουσία ειρηνικά, υπό την προϋπόθεση ότι είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας από οποιαδήποτε βίαιη αντίδραση των καπιταλιστών. Σε αντίθεση με τη Ρωσία του 1917, η εργατική τάξη στις περισσότερες χώρες σήμερα είναι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Η άρχουσα τάξη - η οποία βρίσκεται παντού σε κρίση - θα βρει πολύ λίγους υποστηρικτές έτοιμους να πολεμήσουν για την αποκατάσταση των αισχρών προνομίων της.
Με την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, θα καταργήσουμε τελικά αυτό το βάναυσο σύστημα, στο οποίο μια μικρή μειοψηφία υπερασπίζεται βίαια το «δικαίωμά» της να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου.