Η αξιοπρεπής στάση της νέας κυβέρνησης έναντι των πιστωτών διατηρήθηκε κατά τις εργασίες του «Eurogroup» της Τετάρτης. Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις των «εταίρων» και τις πιθανές αμφιταλαντεύσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης (την ύπαρξη των οποίων ασφαλώς θα πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς με επιφυλάξεις από τη στιγμή που προέρχονται από τον αστικό Τύπο), με την παρέμβαση του πρωθυπουργού αποφεύχθηκε μια συμφωνία ταπείνωσης, που προέβλεπε την παράταση των Μνημονίων και την μελλοντική προσήλωση της νέα κυβέρνησης στην πολιτική που απορρέει από αυτά. Η άρνηση της κυβέρνησης να υπογράψει μια τέτοια συμφωνία, αποτέλεσε μια ακόμα ένδειξη για την πρόθεσή της να μην προδώσει το λαϊκό αίσθημα, κάτω και από την καταλυτική επίδραση που είχαν πάνω της τα μαζικά συλλαλητήρια που διεξήχθησαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας, με βασικό σύνθημα «Ούτε βήμα πίσω!».
Η χτεσινή μέρα όμως, με τη «Σύνοδο Κορυφής» των ηγετών της ΕΕ, δυστυχώς δεν επεφύλασσε ανάλογες εξελίξεις. Η γερμανική κυβέρνηση, εμφανώς φοβούμενη να αναλάβει την ευθύνη για μια πρόωρη ρήξη και αξιοποιώντας τον απαράδεκτο, περίφημο διαχωρισμό του Μνημονίου από την κυβέρνηση σε «τοξικό» και «μη τοξικό», έκανε έναν τακτικό ελιγμό. Εμφανίστηκε διατεθειμένη να εξετάσει τις προτάσεις της κυβέρνησης για το μέρος του Μνημονίου που αποδέχεται, κάτω από τη διπλωματική φόρμουλα ενός συνδυασμού του υπάρχοντος προγράμματος με το πρόγραμμα «γέφυρα» που ζητάει η κυβέρνηση. Πάνω σε αυτή τη βάση, συγκροτήθηκε μια κοινή «τεχνική» επιτροπή όπου εξετάζει πλέον τη δυνατότητα για μια πολιτική συμφωνία
Σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού στη συνέντευξη που έδωσε μετά το τέλος της Συνόδου Κορυφής αργά χτες το βράδυ, «η τεχνική συμφωνία προϋποθέτει πολιτική συμφωνία». Αυτό υπονοούσε σαφώς την ύπαρξη μιας ορισμένης προόδου στη διαπραγμάτευση, ικανής να οδηγήσει σε συμφωνία τις επόμενες μέρες, με καθοριστικό σταθμό τη σύνοδο του «Eurogroup» της Κυριακής. Ασφαλώς εδώ θα συμφωνήσουμε με τον σύντροφο πρόεδρο. Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό.
Η γερμανική κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο των αστικών κυβερνήσεων, δεξιών ή σοσιαλδημοκρατικών, με επιμέρους μόνο διαφορές, όπως έχει ήδη φανεί στο «Eurogroup» και στη Σύνοδο Κορυφής θέλουν να σταλεί παντού ένα κοινό πολιτικό μήνυμα: οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή της λιτότητας, πάνω στους οποίους κινείται ο ευρωπαϊκός (και ο παγκόσμιος) καπιταλισμός πρέπει να γίνουν σεβαστοί, ανεξάρτητα από το αν αυτό παραβιάζει ωμά τη δημοκρατική θέληση ενός λαού. Από την άλλη πλευρά, μέχρι και χτες το γενικό πολιτικό μήνυμα που έστελνε με τη στάση της η νέα ελληνική κυβέρνηση, ήταν η απαρέγκλιτη τήρηση των βασικών της δεσμεύσεων για ανατροπή της λιτότητας, κατάργηση των Μνημονίων και έξωση της τρόικας από τη χώρα. Άρα με δεδομένη την ως χτες υπαρξη δυο αντιθέτων πολιτικών μηνυμάτων, η συμφωνία για «τεχνική συνεργασία» σαν αντανάκλαση μιας διαφαινόμενης πολιτικής συμφωνίας, λογικά προϋποθέτει την ουσιαστική μετακίνηση μιας ή και των δύο εμπλεκομένων πλευρών από τις προηγούμενες θέσεις τους.
Η γερμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα ρεπορτάζ, δεν φαίνεται να υποχωρεί σε κανένα από τα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα που έχει θέσει από την αρχή της διαπραγμάτευσης. Το νέο στοιχείο που διαφαίνεται στη στάση της είναι η πρόθεση για υποχωρήσεις αποκλειστικά επικοινωνιακού τύπου: να αλλάξει ονομασία ο ελεγκτικός μηχανισμός που θα αξιολογεί το πρόγραμμα για λογαριασμό των δανειστών, να εξεταστούν οι όποιες αντιπροτάσεις της νέας κυβέρνησης για περικοπές συγκριτικά με αυτές που προβλέπει το ισχύον πρόγραμμα, με γνώμονα όμως την ύπαρξη ίσου δημοσιονομικού αποτελέσματος, ώστε δηλαδή η έκταση της λιτότητας να είναι η ίδια. Επίσης τέλος, ούτε και η αποδοχή από τη γερμανική κυβέρνηση του ανοίγματος της συζήτησης για μικρότερα πρωτόγεννη πλεονάσματα αποτελεί ουσιαστική παραχώρηση, καθώς το προβλεπόμενο ύψος αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων αποδείχθηκε άπιαστο από την ίδια τη ζωή.
Τι γίνεται όμως με την άλλη πλευρά; Η περίφημη πρόταση της κυβέρνησης για ένα πρόγραμμα «γέφυρα» συνδυάζεται με ουσιαστικές υποχωρήσεις, που είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους εδώ και μέρες, αλλά που η χτεσινή συμφωνία για «τεχνική συνεργασία» επισφράγισε και παγίωσε σαν δεδομένες. Η κυβέρνηση έχει πλέον εγκαταλείψει τη διεκδίκηση της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και περιορίζεται σε προτάσεις για τεχνικές ελάφρυνσης του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησής του, αλλά με τίμημα την επιμήκυνσή του, δηλαδή την επέκτασή του στις επόμενες γενιές. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει ελεγχόμενο από την τρόικα και τους καπιταλιστές μεγαλομετόχους, δίχως να έχει ληφθεί ακόμα η παραμικρή πρωτοβουλία για το πέρασμά του σε «δημόσιο έλεγχο». Στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων επίσης, το «πάγωμα» συνοδεύτηκε ταυτόχρονα και από «πάγωμα» της κατάργησης του ΤΑΙΠΕΔ, προϊδεάζοντας τελικά για ένα «ξεπάγωμα» στο βωμό μιας πιθανής συμφωνίας.
Την πιο χτυπητή κυβερνητική υποχώρηση όμως, συνιστά η πλήρης αποδοχή του στόχου της επίτευξης «πρωτογενών πλεονασμάτων», η οποία προϋποθέτει την προσήλωση στην κανονική εξυπηρέτηση του χρέους και πρακτικά, αποτελεί αποδοχή της ίδιας της πολιτικής της λιτότητας. Οποιαδήποτε δέσμευση πάνω σε συγκεκριμένους στόχους «πρωτογενών πλεονασμάτων» είναι από τη φύση της ασυμβίβαστη με την εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Σημαίνει ότι ανάλογα με την πορεία της εύθραυστης ελληνικής οικονομίας, αλλά και της πολύ προβληματικής διαδικασίας είσπραξης φόρων, θα πρέπει να εξετάζεται διαρκώς η λήψη νέων μέτρων λιτότητας. Στο βωμό του διαρκούς στόχου για «πρωτόγεννη πλεονάσματα» και με την πλειοψηφία των εργαζόμενων πολιτών στη χώρα να έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια της φοροδοτικής της ικανότητας, θα καταστεί αναπόφευκτη σε κάποιο στάδιο η λήψη μέτρων «οριζόντιων» περικοπών σε συντάξεις, μισθούς και δημόσιες επενδύσεις, δίνοντας παραπέρα ώθηση στη μαζική φτώχεια και την ανεργία.
Αυτό λοιπόν που εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς μετά από όλα αυτά, είναι ότι την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση εμφανίζεται ανυποχώρητη στις δεσμεύσεις που ανέλαβε με τις προγραμματικές της δηλώσεις, κατά τη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές προβαίνει σε υποχωρήσεις που πρακτικά τις υπονομεύουν και βρίσκονται σε αντίφαση με αυτές.
Αυτή η αντίφαση δεν είναι ένα ηθικό ζήτημα. Δεν εκφράζει μια τάση για ασυνέπεια. Αποτελεί αντανάκλαση της αντίφασης της ίδιας της κεντρικής πολιτικής γραμμής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή της αδιέξοδης λογικής της επιδίωξης μιας συμφωνίας που θα είναι «αμοιβαία επωφελής» για το λαό και τους πιστωτές. Μιας λογικής που με τη σειρά της εκφράζει τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη ότι κάτω από την ψευδεπίγραφη μάσκα του “εθνικού συμφέροντος” μπορούν να υπηρετηθούν, ταυτόχρονα, τα συμφέροντα και της εργατικής τάξης και του κεφαλαίου.
Μια πιστή εφαρμογή αυτής της λαθεμένης πολιτικής γραμμής λοιπόν τις επόμενες μέρες, είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια συμφωνία, που ανεξάρτητα από το πώς θα εμφανιστεί επικοινωνιακά, θα συνιστά σοβαρή υποχώρηση από τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης και θα κάνει αυτό που εκείνη σήμερα σωστά ξορκίζει, δηλαδή θα παρατείνει τη λιτότητα. Έτσι η κυβέρνηση, έχοντας υπογράψει μια συμφωνία βασισμένη στην αποδοχή της κανονικής εξυπηρέτησης του χρέους και της επίτευξης στόχων για πρωτόγεννη πλεονάσματα θα έρθει αργά ή γρήγορα, ενώπιον της αντίφασης να πρέπει να «ξηλώσει» τους ίδιους της τους αντιμνημονιακούς νόμους. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη παγίδα, καθώς τότε η λιτότητα και οι περικοπές θα εμφανίζονται σαν μια πολιτική επιλογή της ίδια της κυβέρνησης και όχι των προκλητικών πιέσεων των δανειστών. Αυτό είναι το απόλυτο αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει σήμερα η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη των ταξικών συμβιβασμών και της ταξικής συνεργασίας.
Οι κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ καλούμε τους συντρόφους στην ηγεσία και την κυβέρνηση να μην υποκύψουν στους ελιγμούς, τις παγίδες και τις πιέσεις του διεθνούς κεφαλαίου και να μείνουν αποκλειστικά στον δρόμο της αξιοπρέπειας και της συνέπειας στις προεκλογικές δεσμεύσεις. Η ρήξη έχει ήδη πρακτικά επέλθει, καθώς οι «εταίροι» – πιστωτές έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι η λιτότητα δεν μπορεί να καταργηθεί. Όπως ο κύκλος δεν μπορεί να τετραγωνιστεί, έτσι και ένα πρόγραμμα άγριας λιτότητας δεν γίνεται να «αναμιχθεί» με ένα φιλολαϊκό, αντιμνημονιακό πρόγραμμα, προς «όφελος όλων».
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση θα πρέπει να αποδεχθούν την πραγματικότητα. Η συνέχιση της διαπραγμάτευσης με σκοπό να επιτευχθεί μια νέα πολιτική συμφωνία με τους εταίρους, κρύβει μόνο παγίδες και νέες υποχωρήσεις. Οι τελευταίες μέρες απέδειξαν περίτρανα ότι οι μόνοι αληθινοί εταίροι και σύμμαχοι αυτής της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ είναι το 80% του ελληνικού λαού και οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι, που με δεκάδες συγκεντρώσεις και πράξεις αλληλεγγύης προσεγγίζουν την Ελλάδα, όχι σαν μια απομονωμένη χώρα, σαν ένα ζωντανό παράδειγμα αγώνα που σπάει τον κανόνα της άγριας λιτότητας που έχει επιβληθεί σε όλους τους λαούς από τον καπιταλισμό.
Η πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης τώρα πρέπει να είναι η ακόλουθη:
– Καμία αυταπάτη για τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης. Χρησιμοποίηση των Συνόδων Κορυφής και των συσκέψεων του «Eurogroup» σαν δημόσιο βάθρο για την αδιάκοπη υπεράσπιση της ανατροπής της λιτότητας και της άσκησης μιας ριζοσπαστικής, σοσιαλιστικής πολιτικής, αλλά και σαν βήμα για διαρκείς εκκλήσεις για κοινό αγώνα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια εργατική τάξη.
– Αφού οι «εταίροι» συνεχίζουν στο βωμό του χρέους να προτείνουν συμφωνίες παγίδευσης της Ελλάδας στην ίδια πολιτική των Μνημονίων που καταψήφισε ο λαός, είναι καιρός να περάσουμε στην αντεπίθεση! Να αφοπλίσουμε την τρόικα! Να βγάλουμε εντελώς τη θηλιά του χρέους από το λαιμό του λαού και όχι απλά να την χαλαρώσουμε για να την περάσουμε στις επόμενες γενιές. Μονομερής διαγραφή του χρέους τώρα!
– Να αφοπλίσουμε τους φίλους της τρόικας στο εσωτερικό της χώρας. Ούτε μια ώρα παραπάνω οι τράπεζες στα χέρια των προκλητικά ευνοημένων μεγαλομετόχων τους! Μόνη εγγύηση για τις καταθέσεις του λαού και τον αναπτυξιακό ρόλο των τραπεζών είναι η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή το πέρασμά του σε κρατική ιδιοκτησία υπό εργατικό έλεγχο, με διοικήσεις που θα επιλέγονται από την εκλεγμένη κυβέρνηση και τις μαζικές οργανώσεις των εργαζόμενων πολιτών!
– Εδώ και τώρα να κοινωνικοποιηθούν οι επιχειρήσεις και όλα τα περιουσιακά στοιχεία των μεγαλοφοροφυγάδων – ολιγαρχών που κατήγγειλε στη Βουλή ο υπουργός Επικρατείας και Καταπολέμησης της Διαφθοράς Νικολούδης. Άμεση θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, με φορείς του εκλεγμένες επιτροπές εργαζομένων. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν θα γίνει από γραφειοκρατικές επιτροπές, αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους, με τη βοήθεια αφοσιωμένων ειδικών και λογιστών. Κάθε μεγάλη επιχείρηση που φοροδιαφεύγει θα πρέπει να κοινωνικοποιείται.
– Άμεση και πλήρης κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ, σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, με ταυτόχρονη κοινωνικοποίηση όλων των εταιρειών που ιδιωτικοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς αποζημίωση στους μεγαλομετόχους τους που θησαύρισαν στις πλάτες του ελληνικού λαού.
– Άμεση εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης! Κοινωνικοποίηση όλων των μεγάλων εταιρειών που αρνούνται να εφαρμόσουν τα σχετικά μέτρα που θα νομοθετήσει η κυβέρνηση!
– Ριζική καταπολέμηση της διαφθοράς και της σπατάλης στο κράτος, μέσα από έναν εξονυχιστικό διαχειριστικό έλεγχο σε όλο το φάσμα του κρατικού μηχανισμού από τα συνδικάτα και εκλεγμένες επιτροπές εργαζομένων σε κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις. Ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας να περάσουν στον δημοκρατικό έλεγχο των μαζικών οργανώσεων.
– Κοινωνικοποίηση του συνόλου της Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής περιουσίας για να χρηματοδοτηθεί η αναγκαία κοινωνική πολιτική.
– Μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθών και ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων για να χτυπηθεί αποφασιστικά η ανεργία.
– Να φύγουν από την κυβέρνηση οι αστοί ΑΝΕΛ και όλοι όσοι εναντιώνονται στην αναγκαία ρήξη με την τρόικα και τον καπιταλισμό.
– Να σπάσουμε τα δεσμά των συμφωνιών και των Συνθηκών που προασπίζουν οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά τον καπιταλισμό. Έξοδος από την ΕΕ, την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ! Έκκληση στους ευρωπαίους εργαζόμενους για κοινό αγώνα με σκοπό τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος