Καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας βαθύτερης ύφεσης, η ελληνική ασθένεια αρχίζει να μεταδίδεται στη μία χώρα της Ευρώπης μετά την άλλη. Η Ισπανία και η Ιταλία, δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης, έχουν μπει για τα καλά στο φαύλο κύκλο του δανεισμού, την αναχρηματοδότηση δηλαδή του διογκωμένου δημόσιου χρέους τους. Μέχρι τώρα η ενίσχυση των υπερχρεωμένων χωρών της ΕΕ ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να αποφευχθεί μια πιθανή κατάρρευση του ευρώ.
Μια τέτοια πολιτική όμως έχει ορισμένα όρια και από επικερδής μπορεί από ένα σημείο και μετά να γίνει επιζήμια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος διάσωσης της ισπανικής οικονομίας είναι μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για να διασωθούν Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία μαζί! Όλο και περισσότεροι εκπρόσωποι της γερμανικής άρχουσας τάξης εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο διάλυσης της ευρωζώνης και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Την ίδια στιγμή η Μέρκελ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ισχυρή αντιπολίτευση μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό, που τάσσεται κατά της συνέχισης της ενίσχυσης προς τα κράτη-ασθενείς.
Το ευρωομόλογο λύνει το πρόβλημα;
Όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο πλυθαίνουν στο αστικό στρατόπεδο οι φωνές –κυρίως από την πλευρά των υπερχρεωμένων χωρών– που ζητούν το προχώρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως της μόνης διεξόδου. Η πρότασή τους συνοψίζεται στην έκδοση ευρωομολόγου με εγγυητές το σύνολο των οικονομιών της ευρωζώνης. Αυτό θα έδινε βεβαίως τη δυνατότητα στα κράτη-ασθενείς όπως η Ελλάδα να δανείζονται με χαμηλότερο επιτόκιο από τις αγορές, παράλληλα όμως θα επιβάρυνε το κόστος δανεισμού της Γερμανίας και της Γαλλίας, με τον επιπλέον κίνδυνο να επιφέρει την υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Η υιοθέτηση του ευρωομολόγου μπορεί να έχει μόνο προσωρινά αποτελέσματα, αλλά δεν προσφέρει σε καμιά περίπτωση μια ριζική λύση του προβλήματος. Ο μόνος δρόμος εξόδου περνά μεσά από την ανάπτυξη για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, αυτή η προοπτική φαντάζει άπιαστο όνειρο καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ένα βήμα πριν τη διπλή ύφεση.
Η γερμανική και γαλλική αστική τάξη έσπευσαν να «σώσουν» την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, όχι από αίσθημα καθήκοντος προς τον αδύναμο «εταίρο» τους, αλλά για να αποτρέψουν μία πιθανή κατάρρευση του ευρώ και να προστατέψουν τις τράπεζές τους, που έχουν κάνει μεγάλα ανοίγματα σε ελληνικά ομόλογα. Οι στρατηγοί του κεφαλαίου φοβούνται ότι μια κρίση στο τραπεζικό σύστημα θα οδηγήσει σε ένα κραχ στην παγκόσμια οικονομία και προσπαθούν να το αποφύγουν με κάθε τρόπο. Όταν η Ελλάδα αποπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών της στις τράπεζες, τότε θα οδηγηθεί –στην καλύτερη των περιπτώσεων– σε μια ελεγχόμενη χρεοκοπία.
Οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας ξέρουν πολύ καλά ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να σωθεί με τοκογλυφικά δάνεια, ελπίζουν όμως ότι θα καταφέρουν να αρπάξουν όσα περισσότερα γίνεται, πριν πετάξουν το περιττό φορτίο στη θάλασσα. Η έκδοση λοιπόν ενός ευρωομολόγου, που θα έδενε την γερμανική οικονομία με την ελληνική στο όνομα μιας αφηρημένης αλληλεγγύης, είναι ουτοπική και ανεδαφική.
Η ηγεσία του ΣΥΝ απέναντι στο χρέος
Στην Ελλάδα η ιδέα για το ευρωομόλογο τέθηκε για πρώτη φορά από την ηγεσία του Συνασπισμού. Ο Γιάννης Μηλιός, υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του Συνασπισμού, σε συνέντευξή του στην «Αυγή» (27/8) εξήγησε τη διαφορά ανάμεσα στο ευρωομόλογο που προτείνει η Αριστερά και σε αυτό που προτείνουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ:
«Δίνουμε σ’ ένα παρόμοιο πράγμα ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, αν το ευρωομόλογο είναι για να καλύψει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να έχει το κράτος ως μοχλό και μηχανισμό για αναπτυξιακούς λόγους, τότε πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό». Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του τονίζει: «Το ευρωομόλογο θα ήταν μια λύση σε μια προοπτική περιορισμού της εξουσίας και του ελεγκτικού ρόλου που έχουν οι χρηματαγορές. Η δική μας στρατηγική είναι ο αποκλεισμός των χρηματαγορών, επομένως η άμεση χρηματοδότηση των εθνικών προϋπολογισμών από την ΕΚΤ».
Το πρώτο ερώτημα που μπορεί να θέσει κανείς είναι πώς η έκδοση ενός χαμηλότοκου ομολόγου και ο απευθείας δανεισμός από την ΕΚΤ θα τιθασεύσουν ένα ανεξέλεγκτο χρέος, εφόσον μιλάμε για εκ νέου δανεισμό. Το βασικό πρόβλημα παραμένει ότι το ελληνικό κράτος έχει ένα μη βιώσιμο χρέος, το οποίο διογκώνεται ακόμα περισσότερο όσο η ύφεση βαθαίνει.
Η ηγεσία του Συνασπισμού είναι υπέρ μιας επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Ακόμη όμως και με μια μερική διαγραφή, η ύφεση και το κατρακύλισμα του ελληνικού ΑΕΠ –10% περίπου από το 2008– δημιουργούν αυτομάτως νέα ελλείμματα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς μπορούμε να βγούμε από την ύφεση, ανεβάζοντας παράλληλα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Κεντρική θέση στην πρόταση του Συνασπισμού για την αντιμετώπιση της κρίσης καταλαμβάνει ο απευθείας δανεισμός από την ΕΚΤ. Όπως τόνισε ο σύντροφος Τσίπρας στη σύνοδο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς: «Η ΕΚΤ θα πρέπει κατεπείγοντως να απορροφήσει ένα μέρος των εθνικών δημόσιων χρεών. Γενικότερα, η ΕΚΤ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη νομισματική εξουσία της για τη χρηματοδότηση έργων, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τις εθνικές και κοινωνικές υπηρεσίες». Η πολιτική αυτή, σύμφωνα με την ηγεσία του Συνασπισμού, θα επιφέρει την ανάπτυξη και με τη σειρά της η ανάπτυξη θα κάνει δυνατή την αποπληρωμή του χρέους. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ΕΚΤ που χρηματοδοτείται από τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν έχει απεριόριστα αποθέματα. Ήδη μάλιστα έχει δώσει μεγάλα ποσά στις τράπεζες και στα κράτη-ασθενείς. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να χρηματοδοτήσει όλες τις οικονομίες από τις οποίες η ίδια χρηματοδοτείται; Αυτό που ευλόγως υπονοείται είναι ότι η ΕΚΤ πρέπει να κόψει χρήμα. Πρόκειται για μια κλασική κεϋνσιανή αντίληψη που τείνει να βλέπει την οικονομία με το κεφάλι κάτω και τα πόδια προς τα πάνω. Αν η ΕΚΤ διοχέτευε χρήμα στην αγορά το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού με συνέπεια το τσάκισμα του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και την περαιτέρω ύφεση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα βουνά από χρέη είναι γέννημα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, μιας κλασικής κρίσης υπερπαραγωγής, που έκανε αρχικά την εμφάνισή της ως χρηματοπιστωτική μόνο και μόνο γιατί η ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων βασίστηκε στο υπέρμετρο δανεισμό. Σήμερα, έπειτα από «δωρεές» τρισεκατομυρίων δολαρίων στις τράπεζες, ολόκληρα κράτη βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας.
Το πρόβλημα με τον κεϋνσιανισμό είναι ότι δεν μπορεί να λύσει τις δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Ο κεϋνσιανισμός μπόρεσε να λειτουργήσει μεταπολεμικά λόγω των τεράστιων ρυθμών ανάπτυξης, που έκαναν δυνατή τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους και την κατάκτηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου ζωής για τους εργαζόμενους. Αυτό το μοντέλο όμως κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αφήνοντας πίσω του μεγάλα ελλείμματα και πληθωρισμό. Οι αστοί επανέφεραν το σκουριασμένο φιλελευθερισμό για να αντιμετωπίσουν την περιώνυμη πετρελαϊκή κρίση. Η Αριστερά δεν πρέπει να ονειρεύεται ένα νεοκεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα από την ιστορία, ώστε να δώσει μια διέξοδο στις μάζες.
Υπάρχει διέξοδος;
Το εμπόδιο, πάνω στο οποίο προσκρούει ο καπιταλισμός εδώ και έναν αιώνα, είναι ότι οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας ασφυκτιούν στα όρια της ατομικής ιδιοκτησίας και αφήνονται κατά περιόδους να καταστραφούν για το λόγο και μόνο ότι δεν μπορούν να αποφέρουν κέρδος σε μια δράκα παρασίτων.
Η Αριστερά δεν μπορεί να γιατρέψει αυτό το σύστημα που αργοπεθαίνει, πρέπει να πιάσει ξανά το χαμένο νήμα της πάλης για το σοσιαλισμό. Ο μαρξισμός επιβεβαιώνεται πλέον από τα γεγονότα. Ο καπιταλισμός αδυνατεί πλέον να υπερβεί τις κρίσεις που γεννά, αντίθετα συνεχίζει να βυθίζει στη φτώχεια και την εξαθλίωση εκατομύρια ανθρώπους. Ένα τέτοιο σύστημα δεν μεταρρυθμίζεται, ανατρέπεται.
Από τον αραβικό κόσμο ως τη Λατινική Αμερική κι από την Ασία ως την Ευρώπη ξεπηδούν ορμητικά εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Οι μάζες δείχνουν το δρόμο. Η Αριστερά έχει καθήκον να μπει μπροστάρης σ’ αυτό τον αγώνα με ένα μαχητικό πρόγραμμα, που θα συγκρούεται ανοιχτά με αυτό το σάπιο σύστημα· θα παλεύει για τη διαγραφή του συνόλου των χρεών και την απαλλοτρίωση όλων των χρηματοπιστωτικών οίκων χωρίς αποζημίωση· θα παλεύει για το σχεδιασμό της οικονομίας με ένα ορθολογικό τρόπο. Μια εθνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία, που θα λειτουργεί δημοκρατικά με την πλήρη συμμετοχή και τον έλεγχο των εργαζομένων, θα μας δώσει τη δυνατότητα να κινητοποιήσουμε το παραγωγικό δυναμικό της κοινωνίας στην πλήρη του έκταση.
Οι πόροι υπάρχουν, οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας περικλείουν μέσα τους τεράστιες δυνατότητες και φυσικά οι ανάγκες συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Τι εμποδίζει τους παράγοντες αυτούς να λειτουργήσουν από κοινού για να δημιουργήσουν μια νέα και καλύτερη ζωή για όλους; Ένα ξεπερασμένο και εκφυλισμένο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που έχει επιβιώσει για περισσότερο χρόνο απ’ όσο χρειαζόταν. Πρέπει να ανατραπεί και θα ανατραπεί. Αν αυτός ο δρόμος φαντάζει σήμερα ουτοπικός, είναι μόνο γιατί οι σημερινές ηγεσίες της Αριστεράς αρνούνται να τον βάλουν μπροστά στα μάτια των εργαζόμενων μαζών, που αναζητούν επιτακτικά μια εναλλακτική πολιτική λύση από τον καπιταλιστικό εφιάλτη της φτώχειας και της ανεργίας.
Ηλίας Κυρούσης