Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΠλατφόρμα για μια ισχυρή νεολαία ΣΥΝ - Μέρος Β΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πλατφόρμα για μια ισχυρή νεολαία ΣΥΝ – Μέρος Β΄

Η στάση της Αριστεράς έναντι της ΕΕ

Είναι σαφές ότι ένα συνεπές αριστερό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να περιορίζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε εθνικά πλαίσια. Η αδυναμία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μία χώρα, αποδείχτηκε με όλη την πορεία και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων παραμορφωμένων εργατικών κρατών. Οι Μαρξ και Ένγκελς εξηγούσαν στο «Μανιφέστο» ότι: «..ο αγώνας μας είναι εθνικός στην μορφή μόνο, αλλά διεθνιστικός στο περιεχόμενο». Με αυτή την έννοια, η ταξική πάλη δε μπορεί και δεν γίνεται να περιοριστεί σε εθνικά ή ηπειρωτικά πλαίσια και συνεπώς, πεδίο ταξικών αγώνων, είναι όχι μόνο η Ελλάδα και η Ευρώπη, αλλά ολόκληρος ο κόσμος.

Οι ταξικοί αγώνες που θα αναπτυχθούν συγκεκριμένα στην Ευρώπη πρέπει να έχουν σαν βάση μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στην ΕΕ, σαν καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Για την Αριστερά, το βασικό ζήτημα είναι μια τοποθέτηση από ταξική σκοπιά. Από την αρχή της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια μερίδα της αστικής τάξης, στεκόταν ενάντια στη διαδικασία, από τη σκοπιά του προστατευτισμού και της προστασίας της εσωτερικής αγοράς. Οι δεξιοί Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και οι αριστεροί ρεφορμιστές, σε πολλές περιπτώσεις διαιρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς που έβλεπαν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μια προοδευτική διαδικασία και σε αυτούς που ταυτίζονταν με την «ευρω-σκεπτικιστική» μερίδα της αστικής τάξης, από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας και όχι της ταξικής. Ιδιαίτερα από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά το πλήρες γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας», όλοι αυτοί τοποθετούνται ενάντια στην ΕΕ ή σε συγκεκριμένες πολιτικές που αυτή προωθεί, με στόχο την επιστροφή στον κεϋνσιανισμό. Αυτή η πολιτική όμως, όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο τμήμα του κειμένου, είναι αδιέξοδη για τα συμφέροντα των εργαζόμενων, καθώς θα οδηγούσε σε μια νέα πληθωριστική έκρηξη και θα άνοιγε ξανά το «φαύλο κύκλο» πληθωρισμού και λιτότητας.

Ο Μαρξ πολλά χρόνια πριν, είχε τοποθετηθεί για το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο, μια διαμάχη που αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πιο μικρούς καπιταλιστές και την αστική τάξη. Η διαμάχη αυτή έχει πολλά κοινά με τη διαμάχη σχετικά με την παραμονή ή όχι στην καπιταλιστική ΕΕ. Η βασική θέση του Μαρξ, ήταν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κανένα κοινό συμφέρον με καμία από τις δύο μερίδες της άρχουσας τάξης και δεν έχει τίποτα να κερδίσει υποστηρίζοντας τη μία από τις δύο απόψεις. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να ταχθεί ούτε με τον προστατευτισμό, ούτε με την ελεύθερη αγορά. Πρέπει να τοποθετηθεί από τη σκοπιά της ταξικής ανεξαρτησίας, της υπεράσπισης των δικών του ανεξάρτητων συμφερόντων, που είναι δεμένα με το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας.

Όπως ακριβώς το εργατικό κίνημα δε μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, αλλά πρέπει να το τσακίσει προκειμένου να ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έτσι ακριβώς, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει και τους ταξικά φορτισμένους θεσμούς της ΕΕ, που είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων Ιμπεριαλιστών. Πρέπει να τους καταργήσει στο δρόμο του για την αλλαγή της κοινωνίας.

Ακόμη κι αν «άλλαζαν οι συσχετισμοί», όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες και αν αναδεικνύονταν αριστερές κυβερνήσεις, η ΕΕ θα ήταν εργαλείο ανατροπής τους. Αν δοκίμαζαν να πάρουν ακόμη και τα πιο στοιχειώδη φιλολαϊκά μέτρα, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις θεμελιώδεις καπιταλιστικές αρχές και συνθήκες της Ένωσης. Το μόνο «πεδίο πολιτικής πάλης», αν και πιο πολύ σε συμβολικό επίπεδο, είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο όπως και όλους τους άλλους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, πρέπει να τους χρησιμοποιεί η Αριστερά σαν βήμα για τη διάδοση των ιδεών της, χωρίς όμως ποτέ να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο τους.

Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, πρέπει να τονίσουμε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Το αληθινό δίλλημα δεν είναι «μέσα ή έξω από την καπιταλιστική ΕΕ», αλλά «σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Ευρώπη». Υποστηρίζουμε την έξοδο από την καπιταλιστική ΕΕ και την κατάργησή της, σαν τμήμα του διεθνιστικού αγώνα για τη χειραφέτηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα είμαστε αντίθετοι σε μια λογική «αποδέσμευσης» από την ΕΕ για να ακολουθηθεί μια κάποιου είδους «εθνική» πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της ταξικής χειραφέτησης του συνόλου των Ευρωπαίων εργαζομένων και όχι της «εθνικής ανεξαρτησίας». Αν το βήμα της εξόδου δεν ακολουθηθεί από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας και την επιδίωξη της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ενωμένης Ευρώπης στη βάση του κοινού αγώνα όλων των ευρωπαίων προλετάριων, θα έχει τελικά αντιδραστικό και όχι προοδευτικό χαρακτήρα, γιατί είναι η κυριαρχία των καπιταλιστικών μονοπωλίων και όχι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ που κρατά υπόδουλη την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εθνική οικονομική αυτάρκεια, ούτε καν σε μια χώρα όπως η Αγγλία και η Γερμανία, πολύ περισσότερο δε, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αν δεν καταργηθεί η εξουσία των μονοπωλίων, η προσπάθεια μιας χώρας να σταθεί με τις δικές της δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά – που η κυριαρχία της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας – θα καταλήξει στην καταστροφή της οικονομίας της και το βαρύτερο τίμημα θα πληρώσει η εργατική τάξη.      

Η ίδια η δημιουργία της ΕΕ αποτελεί παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύσσεται πια μέσα στα εθνικά σύνορα, δε μπορεί να υπάρξει σε μια μόνο χώρα. Πολύ περισσότερο, μέσα σε εθνικά σύνορα δε μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Η νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα της Ευρώπης, μπορεί να σταθεί μόνο σαν πρώτη πράξη της νίκης του σοσιαλισμού σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης θα ήταν ένα τεράστιο προοδευτικό βήμα για όλη την ανθρωπότητα. Μία ήπειρος με πάνω από 400 εκ. πληθυσμό, με 8,4 δις ΑΕΠ και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά και με τεράστιο πολιτισμό και τεχνογνωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο επίπεδο, που κάθε ανισότητα, κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, θα ήταν όχι απλώς περιττή, αλλά παράλογη.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η ιδιοκτησία «των ατμομηχανών» της οικονομίας να γίνει κοινωνική, η εργατική τάξη όλων των εθνικοτήτων της Ευρώπης να τα πάρει στα χέρια της και να τα σχεδιάσει δημοκρατικά, για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της ηπείρου. Ταυτόχρονα, πρέπει να διευθύνει την μοίρα της ηπείρου με τους θεσμούς της δικής της εξουσίας, στα πλαίσια μιας εθελοντικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας κρατών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, στα πλαίσια των οποίων, η αυτονομία του κάθε λαού και η ελευθερία του κάθε ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένη. Αυτό θα αποτελούσε το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.

Το κίνημα της εργατικής τάξης και η σημασία του

Μια συνεπής αριστερή πρόταση για την κοινωνία, είναι ανάγκη να συνοδεύεται από μια σαφή ταξική τοποθέτηση. Η Αριστερά πρέπει να κάνει πάντοτε ξεκάθαρο ποια είναι τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί και ποια τάξη θα παίξει το ρόλο του κοινωνικού υποκειμένου που θα ηγηθεί της πορείας για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό το κοινωνικό υποκείμενο είναι η εργατική τάξη, όχι εξαιτίας κάποιου φετιχισμού ή δογματισμού, αλλά εξαιτίας του τρόπου συγκρότησής της, της θέσης της στην παραγωγή και του γενικότερου κοινωνικού της ρόλου.

Η εργατική τάξη αποτελώντας το προϊόν της κοινωνικής προόδου μέσω της ανάπτυξης της μεγάλης βιομηχανίας, θέτοντας σε λειτουργία τα μέσα της κοινωνικής παραγωγής, παράγοντας και δρώντας συλλογικά στους χώρους δουλειάς, συγκροτούμενη σαν ενιαία τάξη μέσα από τις μαζικές συνδικαλιστικές και πολιτικές της οργανώσεις και ζώντας συλλογικά στις μεγάλες πόλεις σε διαρκή επαφή με τα πιο σύγχρονα ρεύματα ιδεών, μακριά από την απομόνωση της αγροτικής ζωής και την διαρκή αγωνία για την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας μιας μικρής επιχείρησης, έχει τις προδιαγραφές που την καθιστούν την προοδευτική τάξη της κοινωνίας.

Το ειδικό βάρος και η κοινωνική σημασία της εργατικής τάξης φανερώνονται με μια ματιά στην Ιστορία. Όλες οι μεγάλες προοδευτικές αλλαγές και κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων 200 χρόνων σε ολόκληρο τον πλανήτη,  έχουν τη σφραγίδα της δράσης του εργατικού κινήματος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Αριστερά έχει το καθήκον να αποτελεί το πιο συνειδητό και πρωτοπόρο τμήμα του εργατικού κινήματος, επιχειρώντας να εκφράσει αποτελεσματικά τα εργατικά συμφέροντα και τον αγώνα των εργαζόμενων για τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας.

Οι ιδεολογικοί απολογητές της αστικής τάξης εδώ και αρκετές δεκαετίες, με αφορμή την εισαγωγή νέων επιστημονικών ανακαλύψεων και νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, υποστηρίζουν ότι συντελείται η μετάβαση σε μια «μεταβιομηχανική κοινωνία» και ότι η εργατική τάξη έχει πάψει να υπάρχει. Η θεωρία αυτή προσεγγίζει την κοινωνία με κριτήριο το τεχνολογικό επίπεδο των μέσων παραγωγής κι όχι τις σχέσεις παραγωγής και επίσης, ταυτίζει λανθασμένα τη βιομηχανία με τον τομέα της «μεταποίησης». Θεωρεί ως εργατική τάξη μόνο εκείνο το τμήμα της που εργάζεται χειρωνακτικά ή που εργάζεται στη μεταποίηση, ενώ τα άλλα τμήματά της, όπως π.χ. τους μισθωτούς που εκτελούν διανοητική εργασία τα εντάσσει στα μεσαία στρώματα.

Ο μαρξισμός αντίθετα, θεωρεί ότι όλοι οι εργαζόμενοι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, που είναι στερημένοι από την κατοχή μέσων παραγωγής, που αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου, που έχουν εκτελεστικό ρόλο ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην τάξη των μισθωτών εργατών.

Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα το 2007 σύμφωνα με το ΚΕΜΕ, ξεπέρασαν τα 2,8 εκατομμύρια, έχοντας αυξηθεί κατά 800 χιλιάδες την τελευταία δεκαετία. Οι μισθωτοί εργαζόμενοι, αποτελούν περίπου το 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στην εργατική τάξη. Η αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας δείχνει λοιπόν, ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη στη χώρα μας, αλλά αντίθετα διευρύνεται και αυξάνει ο βαθμός συγκέντρωσής της.

Οι αγώνες του εργατικού κινήματος και η Αριστερά

Το εργατικό κίνημα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια διαδικασία αφύπνισης μετά από τη μεγάλη υποχώρηση της δεκαετίας του 1990. Η επίθεση της κυβέρνησης της Ν.Δ στα ασφαλιστικά δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων προκάλεσε μια σειρά από σημαντικούς αγώνες σε διάφορους κλάδους (δάσκαλοι, ναυτεργάτες, ΔΕΗ κ.α), που κλιμακώθηκαν σε έναν πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά χρονικά αριθμό γενικών απεργιών.
Το τελευταίο διάστημα, οι πρώτες μεγάλες γενικές απεργίες έκαναν τη εμφάνισή τους πριν ακόμα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συμπληρώσει ένα πεντάμηνο στην εξουσία, αποδεικνύοντας την θέληση της εργατικής τάξης να δώσει σκληρούς αγώνες για να υπερασπίσει τα δικαιώματά της.
Σε όλους αυτούς τους αγώνες, εμφανίζονται δύο κύρια εμπόδια. Από τη μία πλευρά είναι ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας γύρω από την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ, που μέσα από μια υποχωρητική και συμβιβαστική στάση, κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την ανάπτυξη των αγώνων και την επιτυχή τους έκβαση. Από την άλλη πλευρά, είναι η διασπαστική τακτική της ηγεσίας του ΠΑΜΕ που απογοητεύει πλατειές μάζες εργαζομένων που μπαίνουν στον αγώνα και απομονώνει χιλιάδες αγωνιστές του κομμουνιστικού κινήματος από αυτές.
Είναι ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΝ και οι δυνάμεις της οργάνωσής μας στο εργατικό κίνημα, να πάρουν από κοινού τις αναγκαίες πρωτοβουλίες στην προσπάθεια να μεταβληθεί ο σημερινός συσχετισμός στα συνδικάτα, ώστε αυτά να μπουν σε μια τροχιά νικηφόρων αγώνων, που θα ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης.
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να ξεκινήσουμε άμεσα μια καμπάνια εγγραφής και συσπείρωσης των εργαζόμενων στα συνδικάτα, με έμφαση τους νέους και τους μετανάστες, σαν αναγκαία προϋπόθεση για την αποφασιστική αλλαγή της εσωτερικής τους ζωής και την ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς στο εσωτερικό τους.
Πρέπει να αντιπαλέψουμε με συνέπεια τις σεχταριστικές – διασπαστικές τακτικές της ηγεσίας του ΠΑΜΕ, αντιπαραβάλλοντας σε αυτές την υπομονετική δουλειά για την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στα συνδικάτα, από τις πρωτοβάθμιες μέχρι τις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων είναι απαραίτητος για να υπερνικηθούν τα εμπόδια που θέτει η παθητικότητα και η υποχωρητικότητα της γραφειοκρατίας. Όμως είναι ανάγκη να μείνουμε μακριά από μια τακτική που στο όνομα ενός τέτοιου συντονισμού θα μπορούσε να οδηγήσει πρακτικά σε χωριστές κινητοποιήσεις ή σε «συμβολικές» εκτονωτικές πράξεις ακτιβισμού, που δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σκοπός είναι να κινητοποιηθεί για τα προβλήματα η ίδια η εργατική τάξη και όχι – όπως με συνέπεια κάνει την τελευταία περίοδο η ηγεσία του ΠΑΜΕ – να υποκατασταθεί η κίνησή της από «ηρωικούς», θεατρινίστικους ακτιβισμούς που παθητικοποιούν τις πλατειές εργατικές μάζες.
Είναι ανάγκη να δουλέψουμε υπομονετικά για την ενότητα όλων των αριστερών δυνάμεων μέσα στα συνδικάτα, για ένα αριστερό μέτωπο μέσα στο εργατικό κίνημα που θα συνενώνει τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και δυνάμεις που αμφισβητούν ή θα αμφισβητήσουν τη κυρίαρχη υποχωρητική τακτική της ΠΑΣΚΕ και βρίσκονται στο εσωτερικό αυτή της παράταξης.
Οι τοπικοί αγώνες, κύρια γύρω από σημαντικά οικολογικά ζητήματα, που τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν εξαιτίας της καπιταλιστικής κρίσης και παρακμής που αντανακλάται στην αυξανόμενη τάση του κεφαλαίου να καταστρέψει το περιβάλλον, να περιορίσει τους χώρους πρασίνου και γενικά τους ελεύθερους χώρους, είναι ενδείξεις της αυξανόμενης γενικευμένης δυσαρέσκειας ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτούς τους αγώνες, είναι ανάγκη να τους αντιμετωπίζουμε από μια ταξική σκοπιά, δηλαδή σαν τμήμα του γενικότερου αγώνα των εργαζόμενων για να αλλάξουν τη ζωή τους και την κοινωνία. Για να έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και να μην εκφυλίζονται σε περαστικές, τοπικές «εκρήξεις», είναι ανάγκη να μείνουμε μακριά από της απολίτικες, μικροαστικές λογικές των αναρχικών και να επιδιώκουμε τη σύνδεσή τους με τις μαζικές εργατικές οργανώσεις και τους γενικότερους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες του εργατικού κινήματος και τα αιτήματά τους.

Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση

Την τελευταία περίοδο παρακολουθούμε την παρατεταμένη υποχώρηση του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Το κίνημα αυτό λειτουργώντας σαν ένα ευαίσθητο κοινωνικό «βαρόμετρο» την προηγούμενη δεκαετία, με τη δυναμική του έλευση στο προσκήνιο αποτελούσε ένδειξη για την άνοδο των ταξικών αγώνων που ήδη συντελούνται και θα συντελεστούν με έναν ακόμα οξύτερο τρόπο παγκόσμια την επόμενη περίοδο.
Η υποχώρηση αυτού του κινήματος αντανακλά το πέρασμα της κοινωνίας σε μια νέα φάση οξύτερου ταξικού αγώνα παγκόσμια, στον οποίο οι ιδέες, οι μέθοδοι και οι μορφές οργάνωσης που κυριάρχησαν στο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση δεν είναι επαρκείς να εκφράσουν. Κάτω από το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης, η ανάγκη για μια συνολική ιδεολογική και πολιτική απάντηση στα αδιέξοδα του καπιταλισμού τείνει να επαναφέρει στο προσκήνιο – στη Λατινική Αμερική αυτό έχει ήδη συμβεί – τις ιδέες και την προοπτική του σοσιαλισμού, κάνοντας τις αποσπασματικές κοινωνικές και πολιτικές «εναλλακτικές λύσεις» που κυριάρχησαν στο «αντι-παγκοσμιοποιητικό» κίνημα, όπως η δημιουργία παραδειγμάτων μια «δίκαιης» κοινωνικής οργάνωσης στο περιθώριο του καπιταλισμού, να μοιάζουν εντελώς ανεπαρκείς.
Η όξυνση της ταξικής πάλης που αναπόφευκτα τείνει στην αναβίωση των «παραδοσιακών» μεθόδων πάλης του εργατικού κινήματος, όπως οι απεργίες και οι καταλήψεις εργοστασίων, έχουν σαν αποτέλεσμα οι μεταφερόμενες από χώρα σε χώρα διαδηλώσεις «κοινωνικής ανυπακοής» να μοιάζουν εντελώς αναποτελεσματικές. Τέλος, ο θεσμός των «Φόρουμ» – μετά μάλιστα και από την έκκληση που έκανε ο πιο προβεβλημένος ηγέτης της Λατινοαμερικάνικής επανάστασης, ο Ούγκο Τσάβες για την δημιουργία μια νέα πολιτικής επαναστατικής Διεθνούς – μοιάζει από τα πράγματα εντελώς ξεπερασμένος.
Η οργάνωσή μας που σωστά συμμετείχε και αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών της στο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, πρέπει τώρα να αφιερώσει  όλες της τις δυνάμεις στο κύριο διεθνιστικό καθήκον της εποχής μας : στον κοινό συντονισμό των μαζικών πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη νίκη του σοσιαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι αγώνες της φοιτητικής νεολαίας

Στη διάρκεια των 4 τελευταίων χρόνων είχαμε τους μεγαλύτερους σε μαζικότητα, ένταση και διάρκεια, αγώνες της νεολαίας της τελευταίας περιόδου, τους πιο σημαντικούς ίσως της τελευταίας 20ετίας.
Οι πιο σημαντικοί σταθμοί ήταν το φοιτητικό κίνημα του 2006-07 ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από την αστυνομία. Σε αυτούς τους αγώνες, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά, ότι η νεολαία, σαν ευαίσθητο βαρόμετρο της κοινωνίας, αντανακλά πιο άμεσα και γρήγορα την τάση ριζοσπαστικοποίησης που διαμορφώνεται στην εργατική τάξη και ολόκληρη την κοινωνία.
Το φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε τον Μάιο του 2006 και συνεχίστηκε με μεγάλη μαζικότητα και οξυμένες μορφές πάλης, όπως οι καταλήψεις, μέχρι τα μέσα του 2007, ήρθε σαν απάντηση στα σχέδια πλήρους ιδιωτικοποίησης της Παιδείας μέσω της κατάργησης του άρθρου 16 του Συντάγματος και του νέου νόμου – πλαίσιο, για τη λειτουργία των ΑΕΙ. Στην πραγματικότητα όμως, εξέφρασε τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια στην οποία οδήγησαν, η έντονη εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών και ζωής, αλλά και η συνεχής πτώση του βιοτικού επιπέδου των φοιτητών και των οικογενειών τους, σαν αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού.
Η φοιτητική νεολαία είναι μια διαταξική κοινωνική κατηγορία. Σαν αποτέλεσμα όμως των εξελίξεων που επέφερε η μεταπολεμική ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος κατά τη διάρκειά της – σε αντίθεση με το παρελθόν – αποτελείται κατά ένα μεγάλο μέρος από παιδιά που προέρχονται από εργατικές και λαϊκές οικογένειες. Η δυσαρέσκεια για την πτώση του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών τους, σε συνδυασμό με την εντεινόμενη προλεταριοποίηση με τους χειρότερους όρους που επιφυλάσσει για τους νέους επιστήμονες ο σύγχρονος καπιταλισμός, εκφράστηκαν με έναν εκρηκτικό τρόπο, σε αυτό το δυναμικό κίνημα.
Οι φοιτητές αγωνίστηκαν με αξιοθαύμαστη αντοχή και αποφασιστικότητα και πέτυχαν να κάμψουν την συναίνεση του ΠΑΣΟΚ και να νικήσουν έτσι την κυβέρνηση στο ζήτημα της αναθεώρησης του συντάγματος, σημειώνοντας ίσως τη μόνη αξιόλογη νίκη ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Ηττήθηκαν όμως στο δεύτερο γύρο των κινητοποιήσεων, με την ψήφιση του «νόμου-πλαίσιο».
Εν μέρει, οι λόγοι της ήττας του κινήματος, ήταν η διάσπαση του ενιαίου μετώπου μέσα στα αμφιθέατρα, με ευθύνη πρώτα και κύρια της ηγεσίας της ΠΚΣ και της  ΚΝΕ, αλλά και δευτερευόντως αυτής των ΕΑΑΚ, καθώς και η αδυναμία του κινήματος να υιοθετήσει αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης (το συντονιστικό των συνελεύσεων λειτουργούσε με μια καθαρά γραφειοκρατική και αναποτελεσματική λογική στο όνομα της «αμεσοδημοκρατίας» και αδυνατούσε να πάρει οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση). Ο βασικότερος λόγος όμως ήταν, ότι σε τελική ανάλυση το κίνημα είχε εξαντλήσει τη δυνατότητα να ασκήσει πίεση, παρά τις οξυμένες μορφές πάλης, χωρίς τη σύνδεση του με το εργατικό κίνημα. Σε εκείνη τη φάση, μόνο η είσοδος της εργατικής τάξης στον αγώνα και η παράλληλη διεύρυνση των στόχων του κινήματος, σε μια κοινή αντεπίθεση φοιτητών και εργαζόμενων θα μπορούσαν να κάμψουν την κυβέρνηση. Οι φοιτητές, όσο μαχητικά και αν αγωνιστούν, σε τελική ανάλυση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μια αποφασισμένη κυβέρνηση και το αστικό κράτος μόνο με τις δικές τους ανεπαρκείς δυνάμεις. Σε κάποιο βαθμό η έλλειψη αυτού του ξεκάθαρου στόχου, αλλά και των κατάλληλων μορφών δράσης για την επίτευξή του, ήταν ευθύνη των φοιτητικών παρατάξεων που βρέθηκαν στην ηγεσία του κινήματος. Όμως η βασική ευθύνη ανήκει στην γραφειοκρατική ηγεσία των συνδικάτων.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη

Το Δεκέμβρη του 2008, είχαμε το δεύτερο μεγάλο σταθμό της νεολαιίστικης ριζοσπαστικοποίησης, την εξέγερση της νεολαίας με επίκεντρο τους μαθητές, ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ και την αύξηση της καταστολής. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια είχαμε μια εξέγερση ενάντια στο ίδιο το αστικό κράτος, αφού η οργή των μαθητών εκφράστηκε ενάντια στον πυρήνα του, τους μηχανισμούς καταστολής. Τα αίτια της εξέγερσης, ήταν σε τελική ανάλυση οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που κάνουν ανυπόφορη τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Η δυσαρέσκεια που έχει συσσωρευτεί σαν εκρηκτική ύλη στα θεμέλια της κοινωνίας, εκφράστηκε για άλλη μια φορά από την πιο ευαίσθητη στις αλλαγές, συνείδηση της νεολαίας. Η εξέγερση παρ’ ότι άφησε ξεκάθαρο το στίγμα της σε μια ολόκληρη νέα γενιά που πολιτικοποιήθηκε μέσα από αυτή, ηττήθηκε κάτω από την έλλειψη αποτελεσματικών μορφών οργάνωσης και πρώτα και κύρια κάτω από το βάρος της προδοσίας της συνδικαλιστικής ηγεσίας, της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και αυτής του ΚΚΕ.
Δεν ήταν η ένταση της καταστολής, αυτή που έκαμψε τους εξεγερμένους, αλλά η απογοήτευση που προκλήθηκε από το μέγεθος της προδοσίας και το κενό ηγεσίας. Η συνδικαλιστική ηγεσία γύρισε την πλάτη στους εξεγερμένους νέους, την ίδια στιγμή που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εγκαλούσε τη ΝΔ για την ανεπάρκεια της καταστολής και η ηγεσία του ΚΚΕ στήριζε έμμεσα την κυβέρνηση, αρνούμενη να χαρακτηρίσει το κίνημα εξέγερση και να υιοθετήσει το αίτημα του, αυτό της πτώσης της κυβέρνησης. Κατά συνέπεια κινητοποίησε τις δυνάμεις του κόμματος και της ΚΝΕ, στην πλέον καταστροφική και διασπαστική τακτική και έβαλε στο στόχαστρο, όχι την κυβέρνηση αλλά τις άλλες δυνάμεις του κινήματος.
Το κόμμα μας και ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν στο πλευρό των εξεγερμένων νέων, υποστηρίζοντας ξεκάθαρα το κίνημα και συμμετέχοντας στη δράση του. Παρά τις επιμέρους αντιφάσεις (πχ δημόσιες τοποθετήσεις που καταδίκαζαν τη βία «απ’ όπου και αν προέρχεται») στάθηκε συνεπής στην υποστήριξη του κινήματος. Ωστόσο, η ηγεσία μας δεν ανταποκρίθηκε με επάρκεια στα αυξημένα καθήκοντα που έθεσε η ίδια η εξέγερση. Δεν αρκεί για ένα πολιτικό υποκείμενο να συμμετέχει και να υποστηρίζει το κίνημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κίνημα έθετε έναν συγκεκριμένο στόχο – να πέσει η κυβέρνηση – και τα πολιτικά υποκείμενα που συμμετείχαν σε αυτό, όφειλαν να του προτείνουν σχέδιο και μορφές δράσης και οργάνωσης για την επίτευξη του στόχου, καθοδηγώντας το σωστά. Συγκεκριμένα, χρειαζόταν ένα σχέδιο κλιμάκωσης και συντονισμού με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, που είναι το μόνο που θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση αλλά και οι κατάλληλες μορφές οργάνωσης που εξυπηρετούν αυτό το στόχο. Παράλληλα, για να είναι αυτό το σχέδιο πειστικό, έπρεπε να συνδεθεί με μια συγκεκριμένη εναλλακτική λύση εξουσίας από την πλευρά της Αριστεράς, κάτι που δεν υπήρχε.
Έτσι λοιπόν, η έλλειψη σύνδεσης και συντονισμού με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, οδήγησε στην απομόνωση και την ήττα της εξέγερσης κάτω από το βάρος της καταστολής. Το κενό της ηγεσίας από την πλευρά της Αριστεράς, έδωσε σημαντικό χώρο στις πρακτικές και της μεθόδους των αναρχικών και αριστερίστικων ομάδων, πρακτικών καθαρά εκτονωτικών, που βοήθησαν την απομόνωση και την αποκλιμάκωση του κινήματος.

Η κρίση των αστικών κομμάτων και η χρεοκοπία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ

Η κρίση και το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού εκφράζεται χαρακτηριστικά στην κρίση του παραδοσιακού κόμματος του κεφαλαίου, της ΝΔ. Αρκετούς μήνες πλέον μετά την μεγαλύτερη συντριβή της ιστορίας της, η ΝΔ είναι αδύνατο να ανακάμψει και συνεχίζει να σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι το δεύτερο κόμμα της αστικής Δεξιάς, το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, δε φαίνεται να επωφελείται από αυτή την κρίση, αντίθετα μοιάζει να έχει καταληφθεί από πανικό για την τάση επαναπατρισμού στη ΝΔ του μικρού ακροδεξιού του ακροατηρίου, που αποτελείται κύρια από μικροαστικά στρώματα. Η κρίση της ΝΔ και η πολιτική αδυναμία του ΛΑΟΣ, σε τελική ανάλυση εκφράζουν το πολιτικό αδιέξοδο της αστικής τάξης και τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης που εμφανίζεται για εκείνη στην κοινωνία.
Η μαζική υπερψήφιση και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία με ένα γενικά δεξιό πρόγραμμα (παρά το φιλολαϊκό του περιτύλιγμα), κάθε άλλο παρά εξέφραζε μια συντηρητική τάση της κοινωνίας. Οι εργαζόμενοι ψήφισαν μαζικά το ΠΑΣΟΚ χωρίς ενθουσιασμό και μεγάλες προσδοκίες για το πρόγραμμά του για έναν και μόνο αποφασιστικό λόγο : για να διώξουν τη ΝΔ γρηγορότερα από την εξουσία.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την σημερινή πολιτική της, δείχνει σε ποιο βαθμό εκφυλισμού μπορεί να φθάσει μια ρεφορμιστική ηγεσία που πιστεύει στον καπιταλισμό και επιδιώκει να τον διαχειριστεί πιο «φιλολαϊκά» από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου. Η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει μετατραπεί σε ένα άβουλο εκτελεστικό όργανο του καπιταλισμού στην πιο παρηκμασμένη και παρασιτικού του μορφή.
Παρ’ όλα αυτά, έχει ένα επιπλέον πρόβλημα συγκριτικά με την ηγεσία της ΝΔ. Ηγείται σε ένα κόμμα που αντλεί κοινωνική υποστήριξη από τις πλατειές μάζες της εργατικής τάξης. Αργά ή γρήγορα, η δυσαρέσκεια των εργαζόμενων είναι αναπόφευκτο να εκφραστεί με σοβαρή εσωτερική αμφισβήτηση και διασπάσεις στο κόμμα. Η εργατική κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ σε αντίθεση με την ηγεσία της, αντιλαμβάνεται τον εαυτό της πολιτικά στην ευρύτερη Αριστερά, αισθάνεται από την άποψη των παραδόσεων και της κοινωνικής της θέσης κοντά στα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και τοποθετείται στην «αντίπερα όχθη» της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. Καμία κοινωνική και πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει στη χώρα χωρίς την υποστήριξη των πλατειών μαζών που σήμερα ακολουθούν το ΠΑΣΟΚ.
Ασφαλώς, η υποστήριξή τους δε μπορεί να κερδηθεί από το κόμμαμας με την πολιτική που προτείνει η Ανανεωτική Πτέρυγα, η οποία αν υιοθετηθεί θα οδηγήσει στην πλήρη αποκοπή του ΣΥΝ από τις μάζες του ΠΑΣΟΚ που θα κινηθούν αναπόφευκτα προς την αναζήτηση μιας αριστερής εναλλακτικής λύσης στην πολιτική της ηγεσίας τους. Οι εργατικές μάζες του ΠΑΣΟΚ μπορούν να κερδηθούν μόνο με μια συνεπή αριστερή, σοσιαλιστική πολιτική και με την υπομονετική επιδίωξη της προσέγγισής τους και του χτισίματος δεσμών μαζί τους μέσα στο πλαίσιο των αγώνων του εργατικού κινήματος.

Η πολιτική του ΚΚΕ και η δική μας στάση

Η ηγεσία του ΚΚΕ ακολουθεί με συνέπεια τα τελευταία χρόνια μια επιζήμια πολιτική για το εργατικό κίνημα και τις γνήσιες κομμουνιστικές ιδέες. Με τη διασπαστική τακτική της μέσα στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, αποδυναμώνει τους αγώνες στο όνομα της «ταξικότητας». Στην πραγματικότητα η διασπαστική τακτική της απογοητεύει τους καλύτερους αγωνιστές και ικανοποιεί την αστική τάξη, που βλέπει θετικά την αυτο-απομόνωση χιλιάδων κομμουνιστών από τις πλατύτερες μάζες των εργατών, σε μια εποχή που αναπόφευκτα το ακροατήριο για τις κομμουνιστικές ιδέες θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Η πλήρης πολιτική αποκατάσταση του σταλινισμού που συντελέστηκε στο 18ο συνέδριο, επίσης αποτελεί μια ζωντανή δυσφήμιση για τον μαρξισμό στα μάτια χιλιάδων αγωνιστών.
Ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το ΚΚΕ είναι το κόμμα που αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο τμήμα πρωτοπόρων εργατών και νεολαίων στη χώρα. Είναι ένα κόμμα που έχει κοινές πολιτικές και ιδεολογικές καταβολές με το δικό μας κόμμα, ένα κόμμα με το οποίο μας συνδέουν βαθιοί ταξικοί και πολιτικοί δεσμοί, ανεξάρτητα από την πολιτική και την τακτική της σημερινής του ηγεσίας. Η υπόθεση της κοινής δράσης του κόμματός μας με το ΚΚΕ, πάνω στη βάση της υπεράσπισης των εργατικών συμφερόντων, είναι ζωτική για το μέλλον του κινήματος της εργατικής τάξης. Είναι λοιπόν ανάγκη να τηρήσουμε μια σωστή ταξικά και πολιτικά προσέγγιση έναντι του ΚΚΕ, μακριά από τη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η εκτόξευση κατηγοριών από την ηγεσία του αδιάκριτα προς το δικό μας κόμμα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ μοιάζει εσωκομματικά παντοδύναμη, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ευάλωτη. Η τακτική της είναι αποτέλεσμα αδυναμίας και μιας τάσης να στρέψει την ευθύνη για την αποτυχία και την αποδοκιμασία της γραμμής της σε όλων των ειδών τους εξωτερικούς «εχθρούς». Αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση από τη βάσης της, η οποία είναι ανάγκη να δει από τον ΣΥΝ μια σωστή εναλλακτική λύση, έτσι ώστε αυτό το μεγάλο δυναμικό αγωνιστών να μην απογοητευθεί και να παραμείνει ενεργό και δραστήριο μέσα στο μαζικό αριστερό κίνημα της χώρας.

Η ενότητα της εργατικής τάξης, η ενότητα της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ

Απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και του κράτους που το υπηρετεί, το μόνο όπλο που έχουν οι εργαζόμενοι είναι η μαζικότητα των αγώνων τους, που επιτυγχάνεται  μόνο από την πλατύτερη δυνατή ενότητα των γραμμών τους. Η πιο ολοκληρωμένη μορφή αυτής της ενότητας στη δράση, είναι το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, η τακτική που επεξεργάστηκαν το 3ο και το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς της εποχής του Λένιν και απέφερε σπουδαία αποτελέσματα, τόσο στους αγώνες της τάξης, όσο και στη μαζικοποίηση των ΚΚ, πριν τον σταλινικό εκφυλισμό τους.
Το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο συνιστά την ενότητα όλων των οργανώσεων της εργατικής τάξης (συνδικαλιστικών και πολιτικών), σε ένα κοινό αγώνα ενάντια στην επίθεση της αστικής. Είναι ένα μέτωπο τάξης, απέναντι σε τάξη. Σημαίνει συμφωνία σε συγκεκριμένα σημεία, με την παράλληλη διατήρηση, από κάθε κόμμα και οργάνωση, της αυτοτελούς του πολιτικής, προγράμματος και δράσης. Το Ενιαίο Μέτωπο, προϋπόθεση του οποίου είναι η κοινή δράση της Αριστεράς, είναι το πιο επιβεβλημένο καθήκον σήμερα και πρέπει να αποτελεί το βασικό διακηρυγμένο στόχο της Αριστεράς σε όλους τους τόνους.
Αναγκαία προϋπόθεση για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο αποτελεί η ενότητα των μαζικών κόμματων της Αριστεράς, που συνιστά την ενότητα των πιο συνειδητών και προχωρημένων κομματιών της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στην προσπάθεια τους να ενώσουν ολόκληρη την τάξη κάτω από τη σημαία του αγώνα. Αποτελεί με αυτή την έννοια, κομβικό ζήτημα για την ίδια την ενότητα της εργατικής τάξης, ενώ η διάσπαση των μαζικών δυνάμεων της Αριστεράς, αποτελεί αντίστοιχα το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Η ενότητα της Αριστεράς σημαίνει ενότητα στη δράση, με σκοπό την ευρύτερη δυνατή πολιτική και προγραμματική ενότητα. Η ενότητα στη δράση δεν προϋποθέτει απαραίτητα την ιδεολογική και πολιτική ενότητα, δηλαδή ενιαία προγραμματική αντίληψη. Μέσα από την ενότητα στη δράση όμως, είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν προϋποθέσεις και για την πολιτική ενότητα των κομμάτων της Αριστεράς, που θα στηρίζεται σε κοινό πρόγραμμα και μια ενιαία απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας και της σοσιαλιστικής αλλαγής.
Η πραγματική μαζική και ταξική ενότητα της Αριστεράς, δεν νοείται, παρά μόνο με πυρήνα και τα δύο μαζικά κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, τον ΣΥΝ και το ΚΚΕ. Μια ενότητα στη δράση, πάνω σε όλα τα βασικά ζητήματα του αγώνα του εργατικού κινήματος. Για αυτή την ενότητα πρέπει να δουλέψει ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας με μια ανοιχτή συγκεκριμένη και καθαρή έκκληση της ηγεσίας του προς το ΚΚΕ, σε ηγεσία και βάση, για κοινή δράση, προτείνοντας τη συγκρότηση τοπικών επιτροπών βάσης για την ενότητα όλων των δυνάμεων της αριστεράς σε κάθε χώρο δουλειάς και γειτονιά, με πρωτοβουλία των τοπικών συνελεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα με την έκκληση για κοινή δράση, πρέπει να γίνει και μια έκκληση για συζήτηση με στόχο ένα κοινό πρόγραμμα, στη βάση του οποίου θα προτείνουμε μια κοινή λύση εξουσίας στους εργαζόμενους και τη νεολαία: μια κυβέρνηση της Αριστεράς με πυρήνα ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ, με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Ο  ΣΥΡΙΖΑ, αν και αποτελεί ένα θετικό βήμα στην κατεύθυνση της ενότητας της Αριστεράς, δεν συνιστά τη μαζική ενότητα της Αριστεράς που έχει ανάγκη το εργατικό κίνημα, αφού αποτελείται από ένα μόνο από τα μαζικά κόμματά της, μαζί με κάποιες μικρές οργανώσεις. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη συσπειρώσει και έχει γίνει σημείο αναφοράς για ένα σημαντικό αριθμό αγωνιστών στους χώρους και στις γειτονιές σαν ένα μόνιμο πολιτικό σχήμα. Η θέση μας γι’ αυτόν λοιπόν πρέπει να είναι συγκεκριμένη : από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πραγματικότητα που ριζώνει στους χώρους των εργαζόμενων και της νεολαίας πρέπει να οργανωθεί πραγματικά δημοκρατικά, να αποκτήσει το κατάλληλο πρόγραμμα και την κατάλληλη τακτική. Η πιο αυθεντικά δημοκρατική μορφή οργάνωσης, είναι ένα ενιαίο κόμμα, με κατοχυρωμένες τις τάσεις, απλή αναλογική δημοκρατική εκπροσώπηση σε όλα του τα όργανα, συνδυασμένη με αιρετότητα και ανακλητότητα σε όλα τα επίπεδα. Αυτή είναι η μόνη οργανωτική δομή που εξασφαλίζει πραγματική ισοτιμία και πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα σε όλα τα μέλη. Χρειαζόμαστε συνεπώς τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ενιαίο κόμμα με κατοχυρωμένες τάσεις, με σοσιαλιστικό πρόγραμμα, που θα προωθεί τη ζωτική ανάγκη της πλατειάς ενότητας της Αριστεράς. 

Τα καθήκοντα της Νεολαίας ΣΥΝ

Μια μαζική αριστερή οργάνωση νεολαίας σήμερα, έχει σαν βασικό της καθήκον να κερδίσει τα πιο μαχητικά στοιχεία της νεολαίας στον οργανωμένο αγώνα για τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας. Αυτό το καθήκον προϋποθέτει μια σωστή πολιτική και τακτική, ζητήματα στα οποία ήδη αναφερθήκαμε αναλυτικά, καθώς και την ύπαρξη μελών με υψηλό πολιτικό επίπεδο.
Χωρίς συστηματική πολιτική εκπαίδευση πάνω στις θεμελιώδεις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού, τα μέλη μας δεν μπορούν να δράσουν με τον απαραίτητο ενθουσιασμό, δεν μπορούν να αποκτήσουν ανεξαρτησία σκέψης και να πάρουν τις κατάλληλες πρωτοβουλίες στους χώρους τους. Είναι εκτεθειμένα στην κυρίαρχη αστική προπαγάνδα, αλλά και στις εφήμερες εναλλαγές στην ψυχολογία και τις διαθέσεις του κινήματος. Τέλος, ακόμα και με την ύπαρξη του δημοκρατικότερου καταστατικού, χωρίς συστηματική πολιτική εκπαίδευση στις σοσιαλιστικές ιδέες, τα μέλη είναι αδύνατον να ασκούν δημοκρατικό έλεγχο στην ηγεσία και να είναι σε θέση να καταλαβαίνουν και να διορθώνουν τα λάθη και τις αδυναμίες της πολιτικής της.
Η αναγκαιότητα για συστηματική πολιτική εκπαίδευση των μελών επιβάλει άμεσα την εκπόνηση ενός προγράμματος συζητήσεων, που θα περιλαμβάνει βασικά θέματα της μαρξιστικής θεωρίας και της ιστορίας του ελληνικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος, καθώς και τη δημιουργία μιας δανειστικής βιβλιοθήκης με κλασσικά μαρξιστικά έργα σε κάθε ΠΚ. Στο περιεχόμενο του περιοδικού και της ιστοσελίδας μας, πρέπει επίσης να δοθεί περισσότερη έμφαση στη μαρξιστική θεωρία.
Κύριος χώρος πολιτικής δουλειάς πρέπει να είναι η εργατική νεολαία, μέσα από συστηματική πολιτική παρέμβαση στους μαζικούς εργατικούς χώρους, τα συνδικάτα και τις εργατικές γειτονιές. Κάθε μέλος μας πρέπει να είναι ενεργό και δραστήριο μέλος στο σωματείο του.
Οι δουλειά στα σχολεία και τις σχολές πρέπει να αποκτήσει μια κατεύθυνση σύνδεσης του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος με τα αιτήματα και τη δράση του εργατικού κινήματος.
Πάνω σε αυτή τη βάση, πρέπει να καθοριστούν αυστηρές προτεραιότητες από κάθε ΠΚ έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υπολειτουργίας ή μη εστιασμένης δραστηριότητας, σε πολλούς διαφορετικούς χώρους και με πολλά αντικείμενα, κάτι που αποτελεί συνταγή για την γρήγορη κούραση και την απογοήτευση των μελών.
Η παρουσία της Οργάνωσης στις κεντρικές κινητοποιήσεις πρέπει να βελτιωθεί. Πρέπει να επιδιώξουμε να γίνει μαζικότερη και καλύτερα περιφρουρημένη.
Τέλος, το ζήτημα της ένταξης νέων μελών είναι αποφασιστικής σημασίας. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εθνικών εκλογών φανέρωσαν την ύπαρξη ενός μεγάλου τμήματος νεολαίων που τοποθετείται με συμπάθεια απέναντι μας. Αυτή η συμπάθεια πρέπει να αξιοποιηθεί και να εκφραστεί με την ένταξη στις γραμμές μας πολλών νέων αγωνιστών. Έτσι σε κάθε ΠΚ πρέπει να τίθενται στόχοι εντάξεων που θα ελέγχονται σε τακτική βάση από τα γραφεία και πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη πολιτική βοήθεια για τα νέα μέλη, έτσι ώστε να εντάσσονται γρήγορα και ουσιαστικά στη ζωή και τη δράση της οργάνωσης.
Το 6ο συνέδριο της Νεολαίας ΣΥΝ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει σταθμό στην πορεία της οργάνωσης, αλλά και του κόμματός μας συνολικά, σηματοδοτώντας την αναγκαία θεμελίωση της αριστερής του στροφής, πάνω στη στέρεη βάση μιας μαρξιστικής πολιτικής «πλατφόρμας».

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα