Η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ όμως, όπως ήδη αναφέραμε, δεν είχε σαν έκφραση μόνο διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά εκφράστηκε και με μια αξιοσημείωτη απώλεια ψήφων προς το ΚΚΕ και τους «Οικολόγους – Πράσινους», με 10 και 8% αντίστοιχα επί του αποτελέσματος του 2007, την ίδια ώρα που και τα δύο μαζικά κόμματα της «παραδοσιακής» αριστεράς, προσέλκυσαν το ίδιο χαμηλό ποσοστό των μετακινούμενων από το ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρων (1% της εκλογικής του δύναμης του 2007).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε περισσότερες ψήφους προς το ΚΚΕ, από όσες έλαβε από εκείνο (έχασε πάνω από 36.000, πήρε περίπου 17.500) και μάλιστα, σε μια περίοδο που η ηγεσία του δεύτερου έχει κλιμακώσει την διασπαστική της γραμμή στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία και μόλις βγήκε από ένα συνέδριο το οποίο επικρότησε επίσημα, το αποκρουστικό για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και της νεολαίας, πρόσωπο του σταλινισμού.
Οι απώλειες προς το ΚΚΕ, εμφανίστηκαν από τις τάξεις παραδοσιακών αριστερών ψηφοφόρων και δεν μπορεί παρά να ήταν το αποτέλεσμα αμφισβήτησης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ από τ’ αριστερά. Τι θα μπορούσε να είναι συγκεκριμένα εκείνο που αμφισβήτησαν αυτοί οι περίπου 36.000 ψηφοφόροι; Καταρχήν, σίγουρα δεν είναι ικανοποιημένοι με την αντιφατική δημόσια έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζονται πάντοτε δυο κύριες και αντικρουόμενες φωνές στα διάφορα δημόσια βήματα : από τη μία αυτή των στελεχών που υπερασπίζουν την αριστερή στροφή του ΣΥΝ και επιχειρούν να μιλήσουν πιο ταξικά και ριζοσπαστικά και από την άλλη, αυτή των εκπροσώπων της «ανανεωτικής πτέρυγας», που διαρκώς αμφισβητούν ανοιχτά την αριστερή στροφή και που εντελώς αναντίστοιχα με τις εσωκομματικές τους δυνάμεις, έχουν προνομιακή μεταχείριση από τα μεγάλα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Αυτό που επίσης, έχει φυσιολογικά παίξει ρόλο στην διαμόρφωση της εκλογικής στάσης αυτών των ψηφοφόρων, είναι η αδυναμία που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκριτικά με το ΚΚΕ, στο να χτίσει ισχυρούς οργανωμένους θύλακες υποστήριξης στους περισσότερους από τους μαζικούς χώρους του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, ικανούς να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στους μαζικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Έτσι παρά την πολλές φορές επιτυχημένη και δραστήρια παρέμβαση αγωνιστών του ΣΥΡΙΖΑ σε τοπικά προβλήματα, κύρια περιβαλλοντικού χαρακτήρα και τη γενική υποστήριξη που πολύ σωστά παρείχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους σημαντικούς αγώνες, με αποκορύφωμα το αυθόρμητο κίνημα της νεολαίας τον περασμένο Δεκέμβρη, στις μεγάλες μάχες της νεολαίας και του εργατικού κινήματος, δεν κατάφερε να πάρει πρωτοβουλίες που θα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο στην έκβασή τους.
Και οι δύο αυτές προαναφερθείσες αδυναμίες, που «έστειλαν» ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΚΕ, δεν είναι οργανωτικά ζητήματα, αλλά σε τελική ανάλυση συνδέονται με το αποφασιστικό ζήτημα των πολιτικών θέσεων που προβλήθηκαν και προβάλλονται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με τις ανούσιες συγκρούσεις για το πρόσωπο του επικεφαλής του εκλογικού αγώνα, που αυτονόητα θα έπρεπε να είναι ο πρόεδρος του ΣΥΝ, στη συζήτηση για το εκλογικό πρόγραμμα, ουσιαστικά δεν αφιερώθηκε χρόνος. Η επιλογή κατά την προεκλογική καμπάνια να δοθεί έμφαση σε θέσεις και συνθήματα όπως ο «οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας», «η λειτουργία ενός δημόσιου τραπεζικού πυλώνα», «οι 100.000 νέες θέσεις εργασίας σε πλάνο 5ετίας» και η διαρκής αναφορά στην «ξεχασμένη κοινωνία», προήλθε από τις κορυφές του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς διεξοδική συζήτηση και παρότι αρκετοί από αυτούς τους όρους είναι ευρηματικοί ή εύηχοι, συγκρότησε ένα προεκλογικό προγραμματικό λόγο με πολλά κενά, αυτοσχεδιασμούς και αποσπασματικότητα.
Πολλά από τα προεκλογικά συνθήματα συνιστούσαν επιλεκτική προβολή βασικών τμημάτων του περίφημου κειμένου των «15 σημείων», αλλά και του κειμένου συμβολής του ΣΥΝ στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία όμως και αυτά με τη σειρά τους, αν προσεγγιστούν από μια συνεπή σοσιαλιστική σκοπιά, πλάι στις σωστές αριστερές θέσεις εμπεριέχουν σοβαρές ελλείψεις, που στην προεκλογική περίοδο αναπαράχθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Την ώρα που η ηγεσία του ΚΚΕ, αρχίζει να μιλά πιο συχνά για κοινωνικοποιήσεις, εργατικό έλεγχο και σχεδιασμένη οικονομία – παρότι όλα αυτά τα εμφανίζει σαν ζητήματα προς διεκδίκηση σε ένα αφηρημένο μέλλον «διαφορετικών πολιτικών συσχετισμών» – οι σύντροφοι στη δική μας ηγεσία, μοιάζουν να φοβούνται να μιλήσουν γι’ αυτά. Έτσι, μπροστά στην εικόνα χρεοκοπίας που εμφανίζει ο καπιταλισμός, ο δημόσιος προγραμματικός μας λόγος εμφανίζει μια εμμονή καθαρά σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα, στο να προβάλει θέσεις που αφορούν στη σφαίρα της διανομής και όχι της παραγωγής. Η σημερινή κρίση, από κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής, που γεννιέται εξαιτίας της καπιταλιστικής αναρχίας και της παραγωγής με σκοπό το ατομικό κέρδος, εμφανίζεται πρακτικά σα να γεννήθηκε απλά από τις νεοφιλελεύθερες ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές. Μοιραία λοιπόν, προβάλλονται προτάσεις που μιλούν για την ενίσχυση των κρατικών επενδύσεων και της αγοραστικής δύναμης των μαζών, σα να μπορούν αυτά από μόνα τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης.
Η Αριστερά πρέπει να λέει την αλήθεια με το όνομά της : τα κοινωνικά προβλήματα που πολλαπλασιάζει σήμερα η κρίση του καπιταλισμού, όπως η ανεργία, η ακρίβεια και η φτώχεια, δεν μπορεί να λυθούν οριστικά, παρά μόνο αν οι βασικοί τομείς της οικονομίας (τράπεζες, βαριά βιομηχανία, μεταφορές, συγκοινωνίες, κατασκευές, τηλεπικοινωνίες, είδη διατροφής και ρουχισμού, υποδομές, ορυκτός πλούτος κλπ) περάσουν κάτω από κρατική ιδιοκτησία και τον δημοκρατικό έλεγχο και σχεδιασμό των εργαζόμενων. Παράλληλα, πρέπει να τονίζουμε ότι μια τέτοια ριζική αλλαγή δεν μπορεί να στηριχθεί στους σημερινούς διεφθαρμένους και αδιαφανείς κρατικούς θεσμούς που έχουν δείξει πως δεν μπορούν να υπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο, αλλά σε νέους, που θα έχουν στο επίκεντρο την άσκηση της εξουσίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι σε όλες τις νευραλγικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού θα αντικαταστήσουν τους μόνιμους, παχυλά αμειβόμενους γραφειοκράτες καριέρας, με αφοσιωμένους στα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας διαχειριστές και ειδικευμένους, που θα εκλέγονται, θα μπορούν να ελεγχθούν και να ανακληθούν.
Ο στόχος του σοσιαλισμού, παρότι τα κείμενα αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας περιόδου τον επανεπιβεβαιώνουν, δυστυχώς ήταν εξολοκλήρου εξοβελισμένος από τον προεκλογικό λόγο των στελεχών μας, σα να μην είναι επίκαιρος σε μια εποχή βαθειά κρίσης του καπιταλισμού και αμφισβήτησής του από τις μάζες. Οι σύντροφοί μας στην ηγεσία, δεν πρέπει να ξεχνούν, ότι αυτό που σε τελική ανάλυση διαφοροποιεί την αριστερή προγραμματική αντιπολίτευση από την δεξιά, είναι ότι η πρώτη μιλά στο όνομα την επιτακτικής αναγκαιότητας για ένα άλλο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό.
Αν οι μέρες που προηγούνται των εθνικών εκλογών, στις οποίες οι πλατειές εργαζόμενες μάζες παρακολουθούν με αυξημένο ενδιαφέρον την πολιτική, δεν αποτελούν την κατάλληλη περίοδο για να εξηγήσουμε την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, προσπαθώντας να τους αποδείξουμε ότι αυτή συνδέεται άρρηκτα με τα σημερινά ζωτικά τους αιτήματα, τότε πότε θα το κάνουμε; Δυστυχώς, όσο το κενό αυτό δεν καλύπτεται, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα τείνει να χάνει υποστήριξη στο διαρκώς διευρυνόμενο ακροατήριο των πιο απαιτητικών αριστερών αγωνιστών, που μπροστά στα αδιέξοδα του καπιταλισμού αναζητούν μια ριζική λύση. Κι όσο θα συνεχίσουμε να «χαρίζουμε» το σοσιαλισμό στη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, τόσο πιο πολύ θα εμφανίζεται «κακοποιημένος» και διαστρεβλωμένος στα μάτια των μαζών.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος – Μέλος Π.Κ ΣΥΝ Ριζούπολης – Λαμπρινής