Το πολυνομοσχέδιο 400 άρθρων που ψήφισε η κυβέρνηση στα μέσα Γενάρη αποτέλεσε ένα ακόμα σκληρό χτύπημα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Μέσα σε αυτά τα νέα μέτρα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:
• Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, που πλέον θα αφορούν και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Δεν υπάρχει καμία προστασία για την πρώτη κατοικία και κάποιος μπορεί να χάσει το σπίτι του για μόλις 500 ευρώ. Οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι για 10.000 πλειστηριασμούς το 2018 και για 130.000 πλειστηριασμούς μέχρι το 2021. Πλέον δεκάδες χιλιάδες οικογένειες απειλούνται να μείνουν στο δρόμο.
• Περικοπές σε προνοιακά επιδόματα που υπολογίζεται ότι θα αφαιρέσουν 48 εκ. ευρώ από 67.000 τρίτεκνες οικογένειες.
• Η επίθεση στο δικαίωμα στην απεργία, με την αύξηση της απαρτίας στο 50%+1 των οικονομικά ενεργών μελών μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης για την κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία.
• Η αύξηση φόρων για μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες.
• Η ένταξη στο «υπερ-ταμείο» ιδιωτικοποιήσεων όλων των ΔΕΚΟ με σκοπό το ξεπούλημα τους.
Η απάντηση του εργατικού κινήματος
Παρά το μέγεθος της επίθεσης, οι γραφειοκρατικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αρνήθηκαν ακόμη και να καλέσουν στη συνηθισμένη 24ωρη γενική απεργία, για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Αυτή η πρωτοφανής στάση αντανακλά το φόβο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της κυβέρνησης ότι ακόμη και μία απεργία-πυροτέχνημα θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για την εργατική τάξη και τη νεολαία. Γι’ αυτές, ήδη ένα «ανησυχητικό» σύμπτωμα ήταν αναμφίβολα οι αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις, συγκριτικά με άλλες πρόσφατες κινητοποιήσεις, της γενικής απεργίας του Δεκεμβρίου.
Με αυτή τους την απόφαση, δηλαδή να μην οργανώσουν καμία κινητοποίηση ενάντια σε σκληρά μέτρα και σε μέτρα που παραλύουν τα συνδικάτα, έχουν ανοιχτά περάσει από τη θέση του συγκαλυμμένου υποστηρικτή των πολιτικών λιτότητας της κυβέρνησης στη θέση του απροκάλυπτου υπηρέτη της.
Αυτή η στάση, όμως, δεν αποτελεί κάποια αποκάλυψη για τα πλατύτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ είναι ήδη χρεοκοπημένη στα μάτια τους. Εκείνο που εμποδίζει τους εργαζόμενους από το να συμμετάσχουν μαζικά στον αγώνα δεν είναι οι αυταπάτες για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά η απουσία ενός σοβαρού πλάνου δράσης και αγώνα για την ανατροπή των αντιδραστικών μέτρων. Αυτό μπορούν να το προσφέρουν σήμερα μόνο οι δυνάμεις του ΚΚΕ.
Το κάλεσμα σε απεργία από το ΠΑΜΕ και τα «Πρωτοβάθμια Σωματεία» στα συνδικάτα ήταν απόλυτα σωστό και επιβεβλημένο. Ωστόσο αυτό θα έπρεπε να είναι μόνο το πρώτο βήμα στην προετοιμασία για ένα σοβαρό αγώνα διαρκείας. Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα σε παλαιότερα άρθρα μας, οι αποσπασματικές μονοήμερες γενικές απεργίες είναι αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. Μετά από πάνω από 40 τέτοιες απεργιακές κινητοποιήσεις, που δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα, η εργατική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να τις στηρίξει με ενθουσιασμό.
Όταν οι εργάτες ξεκινούν έναν απεργιακό αγώνα, το κάνουν με σκοπό να παλέψουν μέχρι να νικήσουν. Γι’ αυτό βέβαια, δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων εγγύηση. Αλλά ξεκινώντας μια απεργία, ο σκοπός είναι αυτός. Υπάρχουν φυσικά και οι περιπτώσεις όπου οι εργάτες αποφασίζουν μία απεργία ως «προειδοποιητική βολή». Οι προειδοποιητικές βολές, όμως, έχουν ως στόχο να τρομοκρατήσουν τον αντίπαλο ώστε να τον οδηγήσουν σε υποχώρηση χωρίς μάχη, πριν ακόμη δεχτεί τα πραγματικά πυρά. Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε από την αρχή της κρίσης είναι πάνω από 40 τέτοιες «προειδοποιητικές βολές» χωρίς ποτέ να ακολουθούν πραγματικά πυρά. Αυτό έχει πείσει την αστική τάξη, αλλά και το ίδιο το εργατικό κίνημα, ότι αυτά τα «άσφαιρα» πυρά είναι απόλυτα ακίνδυνα και αναποτελεσματικά.
Η εργατική τάξη χρειάζεται ένα πρόγραμμα δράσης και μία προοπτική νίκης, για να κατέβει στο δρόμο. Δυστυχώς, η ηγεσία του ΠΑΜΕ δεν προωθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα. Στην τελευταία συνεδρίαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΠΑΜΕ προτάθηκε η κήρυξη άλλης μίας μονοήμερης γενικής απεργίας τον Μάρτη. Είναι προδιαγεγραμμένο ότι μία τέτοια έκκληση δεν πρόκειται να ενθουσιάσει κανέναν εργαζόμενο.
Αυτό που χρειάζεται είναι η σοβαρή προετοιμασία για έναν αγώνα διαρκείας στη βάση ενός συγκεκριμένου πλάνου δράσης που θα επιχειρήσει να συσπειρώσει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό δυνάμεων. Η ηγεσία του ΚΚΕ οφείλει να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο και να καλέσει σε ένα ενιαίο μέτωπο όλες τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς. Οι στοιχειώδεις διεκδικήσεις ενός τέτοιου σχεδίου δράσης μπορούν ενδεικτικά να είναι:
1. Κατάργηση όλων των μνημονικών νόμων – αξιοπρεπείς μισθοί και συντάξεις για όλους.
2. Διαγραφή του ληστρικού κρατικού χρέους –
3. Εθνικοποίηση των τραπεζών – διαγραφή των χρεών των εργατικών και φτωχών λαικών νοικοκυριών.
4. Επιβολή του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις ως μόνη λύση που μπορεί να κάνει πράξη τον έλεγχο των τιμών και την αποκάλυψη της φοροδιαφυγής των καπιταλιστών.
5. Κινητή κλίμακα ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθού – μείωση των ωρών εργασίας, ώστε να βρουν όλοι οι άνεργοι δουλειά.
Ακολούθως, πρέπει να γίνει μία εκστρατεία σε όλους τους εργατικούς χώρους και στο τέλος το πλάνο δράσης να προταθεί για ψηφοφορία σε όλες τις γενικές συνελεύσεις εργαζομένων. Σε κάθε εργατικό χώρο θα πρέπει να εκλεγούν επιτροπές αγώνα που θα έχουν ως κύριο καθήκον την υλοποίηση του πλάνου δράσης, καθώς και να κάνουν ένα «άνοιγμα» στην κοινωνία και να συνδέσουν τον αγώνα των εργατών με αυτόν των ανέργων, των αγροτών, των νέων, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.
Εν μέσω της πιο σοβαρής κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού, ο συνδικαλιστικός αγώνας, από μόνος του, δεν μπορεί να πετύχει νίκες σταθερές και βιώσιμες. Επιπρόσθετα, όλες οι παραπάνω ζωτικές διεκδικήσεις για να κατακτηθούν απαιτείται μια συνολική πολιτική λύση, μία λύση εξουσίας. Γι’ αυτό, ένα σοβαρό πρόγραμμα αγώνα που θα επιδιώκει να συσπειρώσει στην πάλη πλατύτερα στρώματα της κοινωνίας, θα πρέπει να υπερασπίζει ως κεντρικό στόχο τη συντομότερη δυνατή εκλογή μιας εργατικής κυβέρνησης με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Ηλίας Κυρούσης