Καταιγιστικές είναι τις τελευταίες εβδομάδες οι αποκαλύψεις γύρω από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων). Ο τελευταίος, ως αρμόδιος φορέας διαχείρισης και ελέγχου των κονδυλίων της ΕΕ που προορίζονταν για την επιδότηση αγροτοκτηνοτρόφων, για σειρά ετών μοίραζε μεγάλο μέρος αυτών των κονδυλίων σε ιδιώτες που υπέβαλλαν ψευδείς δηλώσεις.
Το σκάνδαλο ήρθε απότομα στην επιφάνεια, κατόπιν των αιφνιδιαστικών ελέγχων στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ σε Αθήνα και Κρήτη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στις 19 Μαΐου, της άρνησης – σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – συνεργασίας από την πλευρά του Οργανισμού, και της επακόλουθης έκδοσης αλληλοεπικριτικών ανακοινώσεων και από τις δύο πλευρές. Το επεισόδιο αυτό έλαβε χώρα στο πλαίσιο της πολύμηνης επιτήρησης στην οποία είχε κληθεί πέρυσι να θέσει τον ΟΠΕΚΕΠΕ η ελληνική κυβέρνηση από την Κομισιόν, έπειτα από σοβαρές ενδείξεις κακοδιαχείρισης επί σειρά ετών.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, για πάνω από μια δεκαετία είχε στηθεί ένα δίκτυο όπου διάφορα ιδιωτικά «Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων», με τη σύμπραξη συγκεκριμένων αρμοδίων εντός του ΟΠΕΚΕΠΕ, αξιοποιούσαν τα νομικά «παραθυράκια» και την ελλιπή καταγραφή των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκτάσεων από το κράτος, προκειμένου να παράσχουν σε ιδιώτες επιδοτήσεις για αιγοπρόβατα και αγροτεμάχια που δεν υπήρχαν, δεν τους ανήκαν ούτε τους εκμισθώνονταν, ήταν καταπατημένες εκτάσεις κ.ο.κ.
Επιπρόσθετα, έχει καταγγελθεί ότι καθοριστικό ρόλο στην παροχή «κρίσιμων δεδομένων» για την απάτη έπαιξε η καπιταλιστική εταιρεία και μετέπειτα κοινοπραξία – με συμμετοχή και της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία σε κάθε περίπτωση κερδοσκόπησε και «νόμιμα» από τη διαδικασία με το πρόσχημα της ταχύτερης καταβολής των επιδοτήσεων στους δικαιούχους – που είχε αναλάβει ρόλο συνεργάτη του ΟΠΕΚΕΠΕ για την καταγραφή των αιτήσεων και την παροχή των επιδοτήσεων.
Αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία και επέκταση αυτού του δικτύου απάτης, ιδιαίτερα από το 2019 κι έπειτα, έπαιξαν και κρίσιμες αποφάσεις αρμόδιων Υπουργών και Προέδρων του ΟΠΕΚΕΠΕ, περιορίζοντας δραστικά τη δυνατότητα ελέγχου της εγκυρότητας των αιτήσεων που υποβάλλονταν.
Η κυβέρνηση υποδύεται την ανήξερη
Μπροστά στο ξέσπασμα του σκανδάλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί αναμενόμενα την αγαπημένη της μέθοδο της «αποποίησης ευθυνών». Ισχυρίζεται ότι πρόκειται για ένα «ζήτημα το οποίο δεν είναι μόνο ελληνικό και δεν είναι μόνο πρόσφατο», ότι η πηγή του προβλήματος εντοπίζεται στις θητείες των προηγούμενων κυβερνήσεων και ειδικότερα εκείνης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ότι στον βαθμό που η ίδια είχε επίγνωση του προβλήματος κινήθηκε αποφασιστικά και σε «συνεργασία με τις ευρωπαϊκές Αρχές» για την επίλυσή του.
Ωστόσο, παρά τη διαχρονικότητα του προβλήματος, η ραγδαία κλιμάκωση προέκυψε κατά κοινή ομολογία στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι πίσω από σχετικές δηλώσεις άμεσα ή έμμεσα εμπλεκομένων περί «κορύφωσης» τα έτη 2022-23 (π.χ. εδώ και εδώ) βρίσκονται απώτερα ιδιοτελή τους κίνητρα, μια σειρά αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποδεικνύουν τη «μέχρι το μεδούλι» εμπλοκή της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην υπόθεση.
Καταρχάς, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει έρευνα «για φερόμενο οργανωμένο σχέδιο απάτης» που εντοπίζει χρονικά από το 2019 έως και το 2024 (δηλαδή μέχρι σήμερα, αφού το 2024 είναι το πιο πρόσφατο έτος υποβολής αιτήσεων), μέχρι και το διάστημα δηλαδή που η κυβέρνηση σύμφωνα με τα λεγόμενά της είχε ήδη ξεκινήσει τάχα να αντιμετωπίζει σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές αρχές τα προβλήματα… Επιπρόσθετα, στην Κρήτη, που θεωρείται επίκεντρο της απάτης, το συνολικό ποσό των επιδοτήσεων που δόθηκαν εκτινάχθηκε από τα 6,8 εκ. ευρώ το 2018 στα 30,2 εκ. ευρώ το 2020!
Παράλληλα, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη πραγματοποιήθηκαν καθοριστικές κινήσεις εύνοιας των φαινομένων απάτης: η εντολή το 2021 του τότε διορισμένου Προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ και υψηλόβαθμου στελέχους της Νέας Δημοκρατίας Δ. Μελά να μην γίνονται διασταυρώσεις των δηλωθεισών εκτάσεων μεταξύ διαφορετικών ετών καθώς και να μη ζητούνται οι σχετικοί τίτλοι ιδιοκτησίας ή μίσθωσης, η απαίτηση το 2023 του τότε αρμόδιου Υπουργού Λ. Αυγενάκη για αποπομπή τού – προσληφθέντος μέσω διαγωνισμού ΑΣΕΠ και όχι διορισμένου – τότε Προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ Ευ. Σημανδράκου, μετά από απόφαση του τελευταίου να μπλοκάρει και να ελέγξει 6.000 «ύποπτες» αιτήσεις από την Κρήτη (όπου εκλέγεται ο Αυγενάκης…), και το ακόλουθο «ξεμπλοκάρισμα» τους με εντολή του ίδιου του Αυγενάκη, και τέλος, η απομάκρυνση από τη θέση της στον ΟΠΕΚΕΠΕ με κατηγορίες για «υπηρεσιακή ανεπάρκεια» από τον τότε Πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ Κ. Μπαμπασίδη, της ελέγκτριας του ΟΠΕΚΕΠΕ Π. Τυχεροπούλου που είχε πρωτοστατήσει στη διενέργεια ελέγχων το 2020 και σε αυτή τη βάση έχει αποσπαστεί ως εμπειρογνώμονας στα ελληνικά γραφεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – με τον νυν Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κ. Τσιάρα να αρνείται, ωστόσο, να επικυρώσει αυτήν την απόσπαση!
Προκλητικό κλείσιμο-«κουκούλωμα» του ΟΠΕΚΕΠΕ
Τη στάση της κυβέρνησης δεν θα μπορούσε να μην τη χαρακτηρίζει το στοιχείο που έχει χαρακτηρίσει τους χειρισμούς της σε κάθε σοβαρή υπόθεση από τη στιγμή της εκλογής της – την προκλητική απόπειρα συγκάλυψης των ευθυνών της. Έτσι, λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου ανακοίνωσε, ως δήθεν «αποφασιστική παρέμβαση», το κλείσιμο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την συγχώνευσή του στην ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων). Στην πραγματικότητα, το κλείσιμο του φορέα που βρέθηκε στο επίκεντρο του σκανδάλου, όταν μάλιστα αυτός ερευνάται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και η «διάχυσή του» μέσα σε έναν πολύ ογκωδέστερο φορέα, συνιστά εμφανή προσπάθεια «κουκουλώματος» της πηγής του προβλήματος και των ευθυνών των πραγματικών υπαιτίων.
Επιπρόσθετα, η επιλογή της ΑΑΔΕ ως φορέα-«υποδοχέα» του καταργούμενου ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι καθόλου αθώα. Πρόκειται για μια Αρχή, της οποίας ο «κυβερνητικά επίλεκτος» διοικητής Γ. Πιτσιλής έχει καταγγελθεί επανειλημμένα για αδιαφανείς μεθοδεύσεις, ενώ έχει υλοποιήσει και τη διαβόητη συγχώνευση όλων των ΔΟΥ Αθήνας και Θεσσαλονίκης στα ΚΕΦΟΔΕ Αττικής και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, με αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση των υποθέσεων των φορολογούμενων, αλλά και την εξοντωτική και σε άκρως ακατάλληλες συνθήκες εργασία των υπαλλήλων.
Σταθερό σύμμαχο στις προσπάθειές της η κυβέρνηση, αναμενόμενα, έχει και τις κορυφές του δικαστικού φιλοκυβερνητικού κατεστημένου, με την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Αδειλίνη να δηλώνει χαρακτηριστικά ότι η ελληνική Δικαιοσύνη, πλην του τμήματός της που αποτελεί το εγχώριο παράρτημα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, είναι αναρμόδια να ερευνήσει την υπόθεση. Στην τοποθέτησή της αυτή, η – κατά τ’ άλλα «υπερδραστήρια» όταν πρόκειται να παρέμβει αντιθεσμικά προς υποστήριξη των κυβερνητικών μεθοδεύσεων σε υποθέσεις όπως αυτή του εγκλήματος των Τεμπών – κυβερνητικά διορισμένη Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δηλώνει ρητά ότι οι ερευνώμενες πράξεις εξετάζονται ως πιθανά επιβλαβείς μόνο για «τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Προφανώς, της «ανώτατης εισαγγελικής λειτουργού της χώρας» διαφεύγει το γεγονός ότι, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ο ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί μέρος του ελληνικού κράτους, ότι τα πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που ήδη από τα προηγούμενα χρόνια έχουν επιβληθεί από την ΕΕ στο ελληνικό κράτος για κακοδιαχείριση στον ΟΠΕΚΕΠΕ πληρώνονται με κρατικό-δημόσιο χρήμα, καθώς και το ότι πιθανή συνειδητή εμπλοκή κυβερνητικών παραγόντων στην παροχή επιδοτήσεων σε «δικαιούχους-μαϊμού» σε συγκεκριμένες περιφέρειες και ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο συνιστά μαζική εξαγορά ψήφων – με παράλληλη, βέβαια, επί πολλά έτη οικονομική ζημία των πραγματικών δικαιούχων.
Για την ανατροπή της λαομίσητης κυβέρνησης!
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ υπογραμμίζει εκ νέου την ανάγκη ενός πανεργατικού – παλλαϊκού αγώνα για να εκδιωχθεί η λαομίσητη κυβέρνηση της ΝΔ, που όχι μόνο εμπαίζει τους αγρότες με την τιμή του ρεύματος, τον φόρο πετρελαίου, τις αποζημιώσεις για τον «Ντάνιελ» κ.ο.κ., αλλά όπως αποδεικνύεται τους στερεί και κρίσιμες επιδοτήσεις με δυσώδεις μεθόδους. Ο αγώνας αυτός θα πρέπει να οδηγήσει στην ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει ένα επαναστατικό – αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, το μόνο πρόγραμμα που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των βιοπαλαιστών αγροτών και κτηνοτρόφων.
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει καταρχάς να εξασφαλιστεί η απεξάρτηση των μικρών αγροτοκτηνοτρόφων από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τη διαβόητη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, η οποία όμως προϋποθέτει την έξοδο από την καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέρος του αγώνα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Γιατί η καπιταλιστική ΕΕ με τα αντιδραστικά μέτρα «προστατευτισμού» «για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αγροτικής οικονομίας» στο διεθνές πεδίο – στην πραγματικότητα των μεγάλων καπιταλιστικών αγροκτηνοτροφικών επιχειρήσεων ιδιαίτερα από τα ισχυρότερα κράτη της ΕΕ – οδηγεί σε σκανδαλωδώς υψηλές τιμές για τους καταναλωτές, ενώ οι παραγωγοί, που ενίοτε αναγκάζονται από την ΚΑΠ να εφαρμόσουν ακόμα και παράλογες μεθόδους όπως η «υποχρεωτική αγρανάπαυση» με καθαρά κερδοσκοπικά και όχι γεωργικά ή περιβαλλοντικά κριτήρια, συνεχίζουν να λαμβάνουν ψίχουλα για τα προϊόντα τους, με τους κάθε είδους μεγαλεμπόρους και τις καπιταλιστικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ να πλουτίζουν. Όχι τυχαία, οι πρόσφατες απόπειρες νέων αλλαγών σε βάρος των φτωχών και μεσαίων αγροτών στην ΚΑΠ ήταν η αφορμή και για τον περσινό πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό των αγροτών.
Αντίθετα, όπως εξηγούσαμε και κατά τη διάρκεια των περσινών αγροτικών κινητοποιήσεων, μόνο ένα αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση των μικρών αγροτοκτηνοτρόφων, μέσα από την κοινωνικοποίηση των τραπεζών που θα επιτρέψει τη διαγραφή των χρεών των μικρών παραγωγών και την παροχή φθηνού δανεισμού σε αυτούς, την κοινωνικοποίηση της παραγωγής και διανομής ενέργειας που θα βάλει τέλος στην κερδοσκοπία στις τιμές του ρεύματος, την κοινωνικοποιημένη μεγάλη βιομηχανία που θα παρέχει σε επάρκεια και προσιτές τιμές τις αναγκαίες πρώτες ύλες και μηχανές και τέλος, το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο που θα προστατεύσει την αγροτική παραγωγή από την παρασιτική κερδοσκοπία μεσαζόντων και προμηθευτών.
Πάτροκλος Ψάλτης