Ανάλογη είναι η εικόνα και στους βηματοδότες, όπου η ίδια προμηθεύτρια εταιρεία στο ίδιο νοσοκομείο χρέωσε 34.400 ευρώ στις 29 Σεπτεμβρίου 2009, αλλά στις 3 Μαρτίου 2010 26.000 ευρώ.
Θα ήταν σαν να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας αν αποδεχόμασταν ότι το Ε.Σ.Υ. είναι «παραπλανημένο» και η ελληνική κυβέρνηση έρμαιο των συμφερόντων και αδύναμη να αντιδράσει. Η πραγματικότητα είναι πως μία αστική κυβέρνηση δουλεύει ακριβώς για αυτούς που επιλέγει να παρουσιάσει ως εχθρούς και εν προκειμένω για τις φαρμακευτικές εταιρίες και τους προμηθευτές. Οι δηλώσεις του κ. Παπανδρέου «Ας ελπίσουμε ότι οι προμηθευτές πήραν το μήνυμα» μόνο υποκριτικές μπορεί να είναι, γιατί αυτό που στην ουσία πρόκειται να εισπράξουν δεν είναι άλλο από τα 245 εκατομμύρια ευρώ από τα κρατικά ταμεία και τη νομιμοποίηση όλων των απαιτήσεών τους (Αυγή 16/6, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=550070). Η κυβέρνηση μπροστά στην λαϊκή δυσαρέσκεια για την κατάσταση στο Ε.Σ.Υ επιλέγει να υποκύψει σε δήθεν εκβιασμούς, τους οποίους σε τελική ανάλυση η ίδια πυροδοτεί.
Ποιος φταίει λοιπόν για αυτή την κατάσταση; Σίγουρα όχι το προσωπικό των νοσοκομείων (γιατροί, νοσηλευτές), το οποίο διεκπεραιώνει πολλαπλάσια καθήκοντα από αυτά που του αναλογεί και φτάνει να δουλεύει εθελοντικά (ειδικευόμενοι γιατροί κάνουν εφημερίες απλήρωτοι) και σίγουρα δεν φταίνε οι ασθενείς που ζητούν ιατρική φροντίδα στα δημόσια νοσοκομεία.
Αυτοί οι οποίοι ευθύνονται για την απαξίωση του ΕΣΥ είναι οι μέχρι τώρα αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες με δουλική ευλάβεια στο κεφάλαιο έχουν φροντίσει να πλουτίσουν από την υπόθεση «Υγεία» οι φαρμακοβιομηχανίες και οι προμηθευτές, βγάζοντας κέρδος στην πλάτη των αρρώστων και των εργαζόμενων στα νοσοκομεία. Ας αναλογιστούμε μάλιστα, πόσο επικερδής μπορεί να είναι η Υγεία ως τομέας επένδυσης, δεδομένου του χαμηλού ρίσκου (απλά πάντα θα υπάρχουν «πελάτες»).
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον απαξίωσης και θα μπορούσε να πει κανείς επικίνδυνο για τους ασθενείς όταν για παράδειγμα, αναβάλλονται ή καθυστερούν επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις, μπορεί να παρασιτήσει και να κερδοφορήσει ο ιδιωτικός τομέας παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Στην πραγματικότητα η εκμετάλλευση εκεί είναι διπλή. Αφενός ο ασθενής αναγκάζεται να αγοράσει τα αυτονόητα (υγεία και σε τελική ανάλυση ζωή), αφετέρου οι επιστήμονες της υγείας δουλεύουν χαρίζοντας υπεραξία στον εργοδότη.
Πώς θα μπορέσει λοιπόν να βγει το Ε.Σ.Υ. από τα όρια της ύπαρξης που βρίσκεται τώρα και να λειτουργεί με γνώμονα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και όχι πώς θα κερδοφορήσουν φαρμακοβιομηχανίες και προμηθευτές; Πώς θα πάψει να υπάρχει ιδιωτική περίθαλψη η οποία νομιμοποιεί επί την ουσίας την πιο χυδαία εκμετάλλευση του πελάτη-αρρώστου-ανθρώπου;
Όπως προκύπτει από την ανάλυση του Σωτήρη Θεοδωρόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς για τα προβληματα σχετικά με τις προμήθειες (αναλυτικά στην κυριακάτικη Αυγή http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=550676), μεγάλο μέρος αυτών θα λυνόταν αν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός των προδιαγραφών των προμηθειών και έφταναν στα νοσοκομεία μέσω ενιαίων για όλα διαγωνισμών, με βάση τις πραγματικές ανάγκες του Ε.Σ.Υ., για να αποφευχθούν οι υπερ-προμήθειες.
Έτσι η μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη λύση είναι η κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας φαρμάκου και ιατρικού υλικού, κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ουσιωδέστερη διεκδίκηση που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας μαζί με όλους τους πολίτες, που χάνουν το δικαίωμα στην δωρεάν περίθαλψη, είναι το άμεσο άνοιγμα και η δημοσιοποίηση των λογιστικών βιβλίων των εταιριών που προμηθεύουν ιατροφαρμακευτικά υλικά στα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, καθώς και των λογιστικών βιβλίων των ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων.
Τέλος, η κοινωνικοποίηση του ιδιωτικού τομέα της Υγείας και η ένταξή του στο ΕΣΥ είναι αναγκαία, προκείμενου να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν σε όλο το εύρος και με μεγαλύτερη αξιοπιστία, οι ανάγκες του ελληνικού λαού σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.