Η «ΔΙΑΣΩΣΗ» – ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ ΜΕΡΟΣ Α’
Χθες η ΕΕ ανακοίνωσε τη συγκεκριμενοποίηση των όρων για την υποτιθέμενη διάσωση της Ελλάδας από την χρεοκοπία. Αν η ελληνική κυβέρνηση ζητήσει να κάνει χρήση του σχεδίου, το συνολικό ποσό του δανεισμού της θα φθάσει για φέτος τα 45 δις ευρώ. Η ΕΕ θα δανείσει την Ελλάδα 30 δις ευρώ με επιτόκιο 5%, ενώ το ΔΝΤ θα διαθέσει περίπου 15 δις ευρώ, με επιτόκιο κοντά στο 3%. Για τα επόμενα δύο χρόνια, το σχέδιο προβλέπει δυνατότητα επιπλέον δανεισμού με 35 δις ευρώ.
Η συγκεκριμενοποίηση του σχεδίου φανερώνει ότι το όλο εγχείρημα συνιστά έναν απροκάλυπτο εμπαιγμό των εργαζόμενων για τους ακόλουθους λόγους:
- Παρά τα ψεύδη για «διάσωση» και «αλληλεγγύη», αποκαλύφθηκε ο ληστρικός – τοκογλυφικός χαρακτήρας του σχεδίου. Το επιτόκιο του 5% με το οποίο θα δανείσει η ΕΕ το ελληνικό κράτος, είναι μεγαλύτερο από εκείνο με το οποίο δανείζονται από τους διεθνείς κερδοσκόπους οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και η Ιρλανδία, ενώ είναι ίδιο με εκείνο που δανείζεται από τους ίδιους «σωτήρες» η υπανάπτυκτη συγκριτικά με την «Ευρωζώνη» Ρουμανία.
- Το σχέδιο κατέρριψε το μύθο της «καλής» ΕΕ και του «κακού» ΔΝΤ, καθώς το δάνειο της ΕΕ δίνεται με μεγαλύτερο επιτόκιο, ενώ οι επιτελείς ΕΕ και ΔΝΤ από κοινού δήλωσαν ότι απαιτούνται και νέα σκληρά «διαρθρωτικά», δηλαδή αντεργατικά, μέτρα. Έτσι ο οικονομικός επίτροπος Ρεν διατράνωσε την αντιδραστική ομοθυμία ΕΕ – ΔΝΤ ξεκαθαρίζοντας ότι «η Κομισιόν θα δουλέψει σε συνεργασία με το ΔΝΤ για κοινούς όρους σε ό,τι αφορά τα επόμενα έτη 2011 και 2012 και για τα διαρθρωτικά μέτρα».
- Το σχέδιο δεν σώζει, αλλά βυθίζει ακόμα πιο βαθειά την Ελλάδα στην κρίση. Με το ληστρικό του επιτόκιο θα ανεβάσει το επόμενο διάστημα το ύψος του δημόσιου χρέους, που υπολογίζεται ότι τα επόμενα δύο έτη θα εκτοξευθεί αρκετά πάνω από το 130% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες περικοπές και λιτότητα στο άμεσο μέλλον. Ταυτόχρονα, οι σκληροί όροι για την λήψη σκληρών μέτρων που συνοδεύουν το σχέδιο, θα διαμορφώσουν μια ακόμα πιο βαθειά ύφεση τα επόμενα χρόνια, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες που εφαρμόστηκε αυτή η πολιτική «διάσωσης» (Ιρλανδία, χώρες της Βαλτικής, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ), η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας και θα δημιουργήσει την ανάγκη για νέο δανεισμό και νέα κρατικά χρέη.
Η «ανθελληνική» Γερμανία
Η συγκεκριμενοποίηση του σχεδίου, απέδειξε όπως υποστηρίξαμε ότι η Γερμανία, παρά την σκληρή διαπραγματευτική της στάση στο σχέδιο, δε θα μπορούσε να αποφύγει την άμεση εκταμίευση ενός δανείου για την ματαίωση της επίσημης πτώχευσης της Ελλάδας. Μπορεί η διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου να έδωσε ως τώρα ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές της, όμως μια επαπειλούμενη κατάρρευση του ευρώ από μια ενδεχόμενη χρεοκοπία μιας χώρας της ευρωζώνης, θα μπορούσε να τσακίσει την αγορά της Ευρωζώνης, συμπαρασύροντας την γερμανική οικονομία.
Η σκληρή στάση της Γερμανίας, δεν εξηγείται από την προεκλογική αγωνία της Καγκελαρίου Μέρκελ, ούτε από την «ανθελληνική» διάθεσή της να αποφύγει την εκταμίευση δανείου προς το ευρισκόμενο υπό το φάσμα της χρεοκοπίας ελληνικό κράτος. Πηγάζει από την ανάγκη να επιβάλει στο σχέδιο τους οικονομικά επωφελέστερους δυνατούς όρους για εκείνην και πάνω από όλα, να αποτρέψει τις βλέψεις των άλλων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης για μια εύκολη προσφυγή σε ένα αντίστοιχο σχέδιο «διάσωσης», χωρίς πρώτα να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια δραστικών περικοπών και λιτότητας.
Έτσι λοιπόν, τα σχόλια δυσφορίας των Γερμανών αστών πολιτικών, αλλά και του γερμανικού Τύπου που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μετά τη συγκεκριμενοποίηση του σχεδίου, δεν αφορούν το ευτελές ποσό των 8,5 περίπου δις ευρώ που το Γερμανικό κράτος θα δανείσει – και μάλιστα με τοκογλυφικούς όρους – στην Ελλάδα όταν τελικά εκείνη ζητήσει την εφαρμογή του σχεδίου. Έχουν σαν επίκεντρο το «κακό προηγούμενο» που δημιουργείται για χώρες της Ευρωζώνης με υψηλό χρέος όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, που είναι πιθανό να οδηγήσει την Γερμανία σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξαναβάλει «το χέρι στην τσέπη».
«Μέσα ή έξω από το ευρώ;»
Μπροστά στην ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, η Αριστερά είναι ανάγκη να βασίσει την πολιτική της στα στέρεα θεμέλια της μαρξιστικής ανάλυσης. Η κρίση και το οικονομική αδιέξοδο της Ελλάδας δεν είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα κακής διαχείρισης, υπερβολικής διαφθοράς ή λαθεμένων πολιτικών επιλογών. Είναι σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού και επαναφέρει στο προσκήνιο σαν κυρίαρχο το ιστορικό δίλλημα : σοσιαλισμός ή καπιταλισμός.
Όμως στην Αριστερά, με την ευθύνη των ηγεσιών, τις τελευταίες μέρες κάνει την εμφάνισή του όλο και πιο έντονα το αποπροσανατολιστικό δίλλημα «μέσα ή έξω από το ευρώ». Το δίλλημα αυτό εκφράζει μια απόπειρα να αντιμετωπιστεί η κρίση όχι στην πηγή της, δηλαδή στα θεμέλια της καπιταλιστικής οικονομίας, στις σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά στη σφαίρα της νομισματικής κυκλοφορίας.
Τη σημερινή κρίση της Ελλάδας δεν την δημιούργησε η πρόσδεση σε ένα ενιαίο νόμισμα με τις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Αν η χώρα διέθετε ακόμα τη δραχμή, πάνω σε καπιταλιστική βάση, αναπόφευκτα θα οδηγούταν σε υποτίμηση του νομίσματός της για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εμπορευμάτων της. Όμως αυτό θα οδηγούσε σε μια απότομη βύθιση στη φτώχεια τους εργαζόμενους της Ελλάδας, αντίστοιχη με αυτή στην οποία βυθίζονται σταδιακά τα τελευταία χρόνια με το ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία ποιοτική, θεμελιακή διαφορά για τη ζωή των εργαζόμενων πάνω στο έδαφος του ελληνικού καπιταλισμού, είτε με το ευρώ, είτε με την δραχμή.
Για να γίνει ένα νόμισμα εργαλείο για την εξυπηρέτηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας, πρέπει απαραίτητα να αντιπροσωπεύει μια κοινωνικοποιημένη, συνειδητά σχεδιασμένη οικονομία. Είτε με το ευρώ, είτε με τη δραχμή, αν ο έλεγχος της οικονομίας μείνει στα χέρια μιας χούφτας καπιταλιστών, τότε σε τελική ανάλυση η μοίρα των εργαζόμενων θα είναι η ίδια : φτώχεια και ανεργία μαζικής κλίμακας. Αυτό που χρειάζεται η χώρα για να βγει από την κρίση προς όφελος των εργαζόμενων, δεν είναι ένα νέο, εθνικό νόμισμα, αλλά καινούριες σχέσεις ιδιοκτησίας στους βασικούς μοχλούς της οικονομίας, δηλαδή την εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας.
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι τα οφέλη από την κοινωνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, δηλαδή την εθνικοποίησή τους κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση, θα είναι τεράστια. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για να βγει η Ελλάδα πολύ σύντομα από το σημερινό κοινωνικό αδιέξοδο. Η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος θα απαλλάξει τη χώρα από το μεγάλο ποσοστό του δημόσιου χρέους που κατέχουν οι μεγάλες ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες (περίπου 30%) και θα επαναφέρει την πολυπόθητη «ρευστότητα» στην αγορά, με την απελευθέρωση των νοικοκυριών από τον ζυγό των ληστρικών δανείων και την παροχή φθηνών δανείων στις μικρές επιχειρήσεις. Η κοινωνικοποίηση των μεγάλων μονοπωλίων μπορεί να αποφέρει τα απαιτούμενα έσοδα για να γίνουν επενδύσεις που θα εξασφαλίσουν μια αλματώδη ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια, μέσα στο πλαίσιο ενός κεντρικού σχεδίου, δημοκρατικά ελεγχόμενου από τις μαζικές λαϊκές οργανώσεις. Τέλος, η επιβολή κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο θα προασπίσει την κοινωνικοποιημένη παραγωγή από την απειλή του ξένου κεφαλαίου. Φυσικά, στοιχειώδης προϋπόθεση για όλα αυτά, είναι η άμεση κήρυξη παύσης αποπληρωμής των τοκογλυφικών δανείων, έτσι ώστε ο πλούτος της χώρας να πάψει να διοχετεύεται στις τσέπες των κερδοσκοπικών παρασίτων των μεγάλων ξένων τραπεζών ή των κρατών και των οργανισμών που προσφέρονται σήμερα να δανείσουν την Ελλάδα με ληστρικούς όρους.
Η απόπειρα εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε σύγκρουση με την καπιταλιστική ΕΕ και τους θεσμούς της. Μια από τις πρώτες ενέργειες των επιτελείων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου θα είναι η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ, καθώς δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τους ευρωπαίους καπιταλιστές να διατηρούν κοινό νόμισμα με μια χώρα που καταργεί τον καπιταλισμό και σχεδιασμένα εξαλείφει την παρουσία του διεθνούς κεφαλαίου στην οικονομία της. Πάνω σε αυτή τη βάση, η υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος από μια αριστερή, σοσιαλιστική κυβέρνηση, θα προκύψει αναγκαστικά από τα πράγματα. Αυτή όμως, θα είναι μια αναπόφευκτη επιλογή που θα επιβληθεί εξαιτίας της σύγκρουσης με το καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό κι όχι επειδή ένα εθνικό νόμισμα μπορεί γενικά να υπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες των εργαζόμενων. Θα επιβληθεί από τις έκτακτες συνθήκες που θα διαμορφωθούν στην πρώτη χώρα στην οποία θα σπάσει η καπιταλιστική αλυσίδα.
Στις σημερινές συνθήκες τρομερής ανάπτυξης των μέσων επικοινωνίας, όπου το εργατικό κίνημα διαθέτει πανίσχυρα μαζικά κόμματα και οργανώσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν όλες οι βασικές προϋποθέσεις ώστε σύντομα το επαναστατικό παράδειγμα των εργαζόμενων μιας χώρας να ακολουθηθεί από τα εργατικά κινήματα μιας ολόκληρης ομάδας χωρών. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα, μια ενδεχόμενη αναγκαστική επιστροφή της σοσιαλιστικής κυβέρνησης σε ένα εθνικό νόμισμα κάτω από τα χτυπήματα του ιμπεριαλισμού για την προστασία των επαναστατικών μέτρων που αυτή θα λαμβάνει, θα αποτελέσει ένα σύντομο διάστημα στην πορεία για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου, με σκοπό τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας με ένα ενιαίο νόμισμα το οποίο σε αντίθεση με το σημερινό ευρώ, θα αντιπροσωπεύει μια αρμονικά και ταχύτατα αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική οικονομία. Η διάρκεια αυτού του διαστήματος θα εξαρτάται απόλυτα από την ανάπτυξη κοινής, διεθνιστικής και αλληλέγγυας δράσης του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, πάνω στη βάση της υπεράσπισης των επαναστατικών επιλογών των εργαζόμενων της χώρας στην οποία εφαρμόζεται μια επαναστατική πολιτική και πάνω από όλα, στην κατεύθυνση της μίμησης του επαναστατικού της παραδείγματος.
Έτσι λοιπόν, απέναντι στη μοιρολατρική και παθητική επίκληση του σοσιαλδημοκρατικού αφορισμού «η Ελλάδα δεν έχει κανένα μέλλον έξω από την σημερινή καπιταλιστική ΕΕ και το Ευρώ» στο όνομα ενός αφηρημένου, αταξικού «ευρωπαϊσμού», είναι λάθος να αντιπαραβάλλεται μια τάση εξιδανίκευσης της επιστροφής στη δραχμή, που σε τελική ανάλυση υποκρύπτει πάντα τη στενόμυαλη, μικροαστική αυταπάτη ενός εθνικού δρόμου προς την πρόοδο. Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς τόνιζαν στο αξεπέραστο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο της πάλης τους προλεταριάτου είναι διεθνές. Η εμπειρία του σταλινισμού από τον 20ο αιώνα, απέδειξε ότι η ανατροπή του καπιταλισμού και η έναρξη της κίνησης προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορεί να ξεκινήσει μέσα στα πλαίσια μιας χώρας, όμως ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσα στα στενά κρατικά σύνορα που κληρονόμησε ο καπιταλισμός. Μια συνεπής αριστερή στάση έναντι της κρίσης του ελληνικού και παγκόσμιου καπιταλισμού, επιβάλει πάνω από όλα την υπεράσπιση της αναγκαιότητας για την επικράτηση του σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο.
Οι εργαζόμενοι ζητούν λύση εξουσίας!
Η κυβέρνηση είναι πλήρως παραδομένη στα σχέδια και τις ορέξεις του ληστρικού και τοκογλυφικού κεφαλαίου και των αντιδραστικών διεθνών του επιτελείων, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Έχοντας ήδη λάβει τα χειρότερα αντεργατικά μέτρα των τελευταίων 30 χρόνων, απέδειξε ότι είναι οργανικά ανίκανη και απρόθυμη να εξυπηρετήσει στο ελάχιστο τα συμφέροντα των εργαζόμενων της χώρας. Αποτελεί ένα άβουλο πολιτικό όργανο στα χέρια του κεφαλαίου.
Το κύριο στοιχείο που κάνει αντιδραστική αυτή την κυβέρνηση είναι η απόπειρά της να στηριχτεί πάνω στα σαθρά θεμέλια του ελληνικού καπιταλισμού. Κάθε κυβέρνηση που θα αποπειραθεί να κάνει το ίδιο είναι καταδικασμένη να βυθίσει βαθύτερα την εργαζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας στο τέλμα. Αυτό που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι μια δική τους λύση εξουσίας που θα ξεθεμελιώσει τον καπιταλισμό.
Οι εργαζόμενοι με έναν αριθμό ρεκόρ γενικών απεργιών τα τελευταία χρόνια, έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν. Οι πρόσφατες γενικές απεργίες του Φλεβάρη και του Μάρτη έδωσαν μια γεύση των θυσιών που είναι σε θέση να κάνουν οι εργαζόμενοι, μέσα στις δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνει η διαρκής απειλή της ανεργίας και η δραματική πτώση του εισοδήματός τους. Αυτές που τώρα δίνουν εξετάσεις στα μάτια της εργατικής τάξης είναι οι ηγεσίες της Αριστεράς, που πρέπει να συναισθανθούν τις δικές τους πολιτικές ευθύνες.
Η ηγεσία του ΚΚΕ καλεί σωστά σε «ταξικό πόλεμο» ενάντια στην πλουτοκρατία και οι ηγεσίες του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ επίσης ορθά, καλούν τους εργαζόμενους σε ενότητα και πάλη για να μην περάσουν τα νέα μέτρα. Όμως οι εκκλήσεις στους εργαζόμενους για μαζική αντίσταση στην επίθεση της κυβέρνησης δεν αρκούν. Οι εργαζόμενοι πρέπει να δουν πολιτική διέξοδο. Γι’ αυτό, είναι ανάγκη ΤΩΡΑ οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ να έρθουν σε συνεννόηση πάνω στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος και να ζητήσουν από τους εργαζόμενους μαζική υποστήριξη για την εφαρμογή του στην εξουσία.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ, που σε αντίθεση με την ηγεσία του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια υπερασπίζει στις διακηρύξεις της την υπόθεση της ενότητας της Αριστεράς, έχει χρέος να πάρει συγκεκριμένες πρακτικές πρωτοβουλίες : να καλέσει την ηγεσία του ΚΚΕ, όχι σε μια αφηρημένη ενότητα, αλλά σε ενότητα δράσης μέσα στους αγώνες και σε κοινή πολιτική πάλη για την αντικατάσταση της σημερινής κυβέρνησης από μια αριστερή, σοσιαλιστική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ.
Μόνο αν οι εργαζόμενοι δουν την προοπτική μιας τέτοιας λύσης εξουσίας από την Αριστερά, θα ανακτήσουν την αυτοπεποίθησή τους, θα πιστέψουν στη δυνατότητα συνολικής ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου και θα ριχθούν με ενθουσιασμό και μαχητικότητα στον αγώνα.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος