Ο καπιταλιστικός «φαύλος κύκλος» λιτότητας, ύφεσης και χρέους
Στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, οι αστοί είναι αντιμέτωποι μ’ ένα «φαύλο κύκλο» που γεννά το ίδιο τους το σύστημα. Στις 21/3 το Δ.Ν.Τ ανακοίνωσε επίσημα ότι για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το δημόσιο χρέος των αναπτυγμένων χωρών θα υπερβεί φέτος κατά μέσο όρο το 100% του ΑΕΠ τους. Αυτό το χρέος ως επί το πλείστον, είναι το αποτέλεσμα της απόπειρας των αστών τα τρία προηγούμενα χρόνια να αποτρέψουν με τα χρήματα των φορολογούμενων μια βαθύτερη ύφεση και μια μαζική χρεοκοπία των τραπεζών.
Για την άρχουσα τάξη «λογικό» είναι ότι ανταποκρίνεται στα συμφέροντά της. Για τους αστούς ο μόνος «λογικός» τρόπος να τιθασευτούν τα κρατικά χρέη είναι η άγρια και παρατεταμένη λιτότητα για την εργατική τάξη. Όμως παρ’ ότι είναι «λογική» για τους αστούς, η άγρια λιτότητα δημιουργεί τις συνθήκες για παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα και ύφεση. Και η ύφεση με τη σειρά της, συρρικνώνοντας τα κρατικά έσοδα ανατροφοδοτεί το χρέος.
Στην Ελλάδα, όπου το χρέος είναι πολύ μεγάλο και η βιομηχανική παραγωγή πολύ αδύναμη, η άγρια λιτότητα που έχουν επιβάλει οι δανειστές, αποτελεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης τη συνταγή για μια βαθειά ύφεση.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΛ. ΣΤΑΤ) σχετικά με την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ για το δ’ τρίμηνο του 2010 έδειξαν μια πρωτοφανή μείωση κατά 6,6%, διαμορφώνοντας το συνολικό ποσοστό πτώσης τον περασμένο χρόνο σε 4,5%. Η πτώση της κατανάλωσης που αντανακλά την άγρια λιτότητα, ήταν συνολικά 4,9%, ενώ η πτώση των επενδύσεων έφθασε στο 12,3%.
Ατμομηχανή της ύφεσης είναι η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, της οποίας οι ρυθμοί μας προϊδεάζουν για μια εξίσου βαθειά ύφεση και την φετινή χρονιά. Έτσι σύμφωνα πάλι με την ΕΛΛ. ΣΤΑΤ τον περασμένο Ιανουάριο, ο Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής σημείωσε πτώση κατά 5,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2010. Είναι αξιοσημείωτο ότι από το 2005 μέχρι σήμερα, ο δείκτης εμφανίζει συνολική μείωση της 26,2%!
Σύμφωνα με τις τάσεις που διαμορφώνουν αυτά τα στοιχεία, οι εκτιμήσεις του Μνημονίου για πτώση του ΑΕΠ κατά 2,5% φέτος, είναι δεδομένο ότι θα διαψευστούν και κανένας δεν μπορεί να με βεβαιότητα να μιλήσει για το έτος επιστροφής στην ανάπτυξη. Μάλιστα, οι απαισιόδοξες φωνές πυκνώνουν, με ενδεικτική την εκτίμηση που έκανε ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος Citigroup, που μιλά για βαθιά ύφεση και το 2012, με πτώση του ΑΕΠ κατά 1,1% και προοπτική ανάπτυξης πάνω από 1% μόνο από το 2015 και μετά!
Η τροφοδοτούμενη από την άγρια λιτότητα ύφεση, οδηγεί σε ραγδαία πτώση των εσόδων, με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το α’ δίμηνο του 2011 να εμφανίζουν πτώση κατά 9,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και με την υστέρηση των εσόδων σε ετήσια βάση να φτάνει τα 1,3 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι παρά τα σκληρά μέτρα λιτότητας, το έλλειμμα όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα αυξάνεται, προεξοφλώντας και νέα, ακόμα πιο σκληρά μέτρα.
Τα στοιχεία αυτά προσδίδουν δραματικό χαρακτήρα στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού, αν αναλογιστούμε ότι στο πλαίσιο του νέου «Συμφώνου για το ευρώ», οι χώρες με μεγάλο χρέος θα είναι υποχρεωμένες να το μειώνουν ετησίως κατά το 1/20 του πλεονάζοντος του 60% του ΑΕΠ, όγκου του χρέους τους. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώνει το χρέος κάθε χρόνο κατά 10-12 δις, στόχος απόλυτα ακατόρθωτος, την ώρα που όπως είδαμε σαν αποτέλεσμα της ύφεσης τα κρατικά έσοδα μειώνονται.
Πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι το καθοριστικό στοιχείο για την δυνατότητα μείωσης του χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ μιας χώρας, είναι η ίδια η πορεία του ΑΕΠ, σε αναλογία με το ύψος του επιτοκίου δανεισμού της. Για να μειώνεται το χρέος, χονδρικά απαιτείται ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ να είναι υψηλότερος από το επιτόκιο δανεισμού. Έτσι π.χ, αν η Ελλάδα αποκτούσε διαρκώς για τα επόμενα 10-20 χρόνια ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4% και ταυτόχρονα, πλήρωνε επιτόκιο δανεισμού ίσο με αυτό της Γερμανίας (3,2%), σταδιακά θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Κάτι τέτοιο όμως, είναι αδύνατο στις σημερινές συνθήκες. Το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας στις «αγορές» είναι κοντά στο 12%. Ακόμα και το πακέτα δανεισμού της «τρόικα» που υποτίθεται χορηγούνται για να «ξαλαφρώσουν» την Ελλάδα από το χρέος προβλέπουν αρκετά μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό της Γερμανίας. Η ύπαρξη ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης 4% διαρκώς για τα επόμενα 10-20 χρόνια αποτελεί ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας στις παρούσες συνθήκες γενικευμένης οικονομικής στασιμότητας και πτώσης της κατανάλωσης, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε σαν αποφασιστικό παράγοντα που αποτρέπει την εμφάνιση ενός σεναρίου σταδιακής αποκλιμάκωσης του χρέους: τον ίδιο τον τεράστιο όγκο του χρέους.
Αμέσως μετά τις αποφάσεις της άτυπης «Ευρω-συνόδου», η έγκυρη φωνή του αγγλοσαξωνικού χρηματιστικού κεφαλαίου «Financial Times» έγραφαν με βεβαιότητα : «Τα μέτρα δεν απευθύνονται στο βασικό θέμα του χρέους. Το κρατικό χρέος της Ελλάδας δεν είναι διατηρήσιμο.». Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας για τη φετινή χρονιά θα φθάσει στα 360,08 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 155,1% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του αμερικάνικου επενδυτικού οίκου Citigroup το 2012 το ελληνικό δημόσιο χρέος θα φθάσει στα 367 δισ. ευρώ ή 164,3% του ΑΕΠ και πάντα σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2013 θα φθάσει στο 169%, το 2014 στο 173% και το 2015 στο 175% του ΑΕΠ!
Ένα χρέος αυτού του μεγέθους αποτελεί τεράστιο βάρος πάνω στους – έτσι κι αλλιώς – αδύναμους παραγωγικά, ώμους του ελληνικού καπιταλισμού και η απόπειρα εξυπηρέτησής του υπονομεύει κάθε δυνατότητα ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μόνο για τόκους και χρεολύσια το 2011 η Ελλάδα θα πληρώσει 43,4 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 80%των προβλεπόμενων κρατικών εσόδων αυτής της χρονιάς σύμφωνα με τον προϋπολογισμό!
Πριν από πάνω από μια δεκαετία, η Ρωσία και η Αργεντινή πτώχευσαν με ένα χρέος που ανερχόταν στο 50% του ΑΕΠ, δηλαδή τρεις φορές κατώτερο από εκείνο της Ελλάδας. Όμως η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαφορετική. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης. Η χρεοκοπία της θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την Ευρωζώνη, μέσα από ένα «ντόμινο» χρεοκοπιών τραπεζών και υπερχρεωμένων κρατών που θα συμπαρέσυρε το ευρώ, τραυματίζοντας βαριά το ίδιο το αφεντικό της Ευρώπης, τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, με επώδυνες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Η περίπτωση του χρέους της Ελλάδας – και από κοντά των υπόλοιπων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης που την ακολουθούν – συμπυκνώνει μια τρομακτική αντίφαση που είναι αδύνατο να λυθεί χωρίς κόστος για τη σταθερότητα του καπιταλισμού: από τη μια πλευρά έχουμε ένα χρέος που δεν μπορεί να αποπληρωθεί και απαιτεί άμεσα δραστική περικοπή ή αλλιώς μια «ελεγχόμενη χρεοκοπία», από την άλλη όμως, μια τέτοια λύση είναι δυνατό πέρα από μεγάλες απώλειες για τους δανειστές, σε συνθήκες στασιμότητας, αβεβαιότητας και υψηλών χρεών στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, να αποτελέσει σημείο καμπής για μια μεγάλη, διεθνή οικονομική αποσταθεροποίηση.
Αν το πρόβλημα ήταν μόνο η Ελλάδα, η «ελεγχόμενη χρεοκοπία» θα μπορούσε να γίνει με μια σχετική συναίνεση των πιστωτών, που θα καλούνταν να συμφωνήσουν να χάσουν ένα μέρος του χρέους που κατέχουν, πριν τα χάσουν όλα. Όμως το χρέος και η ύφεση είναι απειλητικά για όλους και ο κατάλογος των κρατών που αιτούνται διάσωσης ολοένα και μεγαλώνει. Με την Ιρλανδία ήδη στο Μηχανισμό, την Πορτογαλία στο «κατώφλι» και την Ισπανία να περιμένει τη σειρά της αισθανόμενη την «καυτή ανάσα» της Ιταλίας, του Βελγίου και άλλων υπερχρεωμένων «ασθενών», η ελεγχόμενη ελληνική χρεοκοπία μπορεί να δημιουργήσει από ένα κακό προηγούμενο, έως ένα «ντόμινο».
Προς το παρόν, αυτό που κάνουν οι ισχυροί της Ε.Ε με την αρωγή του ΔΝΤ, είναι να κερδίζουν χρόνο για τους δανειστές. Πιέζουν την Ελλάδα και τους άλλους υπερχρεωμένους «ασθενείς» να πάρουν τα σκληρότερα δυνατά μέτρα για να πληρώσουν κανονικά τους δανειστές, ληστεύοντας τους μισθούς, τις συντάξεις και τα επιδόματα, ενώ συμπληρώνουν τη ληστεία με χορήγηση δανείων από τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων για να εξασφαλιστει η πληρωμή των τοκογλύφων. Στο μεταξύ, η ΕΚΤ συγκεντρώνει ελληνικά ομόλογα «ξαλαφρώνοντας» διακριτικά τους δανειστές της Ελλάδας. Το σχέδιο είναι οι «αγορές», δηλαδή οι τοκογλύφοι των τραπεζών να πάρουν κανονικά τους τόκους τους, μέχρι όλο το χρέος να συγκεντρωθεί στα χέρια της «τρόικα», οι εταίροι της οποίας θα έχουν με τα απανωτά Μνημόνια «δέσει χειροπόδαρα» την Ελλάδα με την υποχρέωση να τους αποπληρώσει τα δάνεια, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα δικαιούνται να κατάσχουν οτιδήποτε έχει καταγραφεί ως δημόσια περιουσία στην χώρα.
Πάνω σε αυτό το πνεύμα της εξοικονόμησης χρόνου για τους ιδιώτες δανειστές κινήθηκαν οι αποφάσεις της «Ευρω-συνόδου». Οι δανειστές προς το παρόν, δεν θα χάσουν ούτε ευρώ από τους τόκους τους και η Ελλάδα θα πάρει τα αγριότερα δυνατά μέτρα, αλλά και νέα δάνεια από την ΕΕ για να τους ξεχρεώσει. Ποιοι είναι συνεπώς αυτοί που χάρηκαν;
Στον σχετικό πίνακα με τους ξένους κατόχους του ελληνικού χρέους που δημοσιεύουμε πιο κάτω φαίνεται ότι ένα «κούρεμα» του χρέους ή μια «ελεγχόμενη χρεοκοπία» θα επηρέαζε σοβαρά τις ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Πρώτα και κύρια βέβαια, το ελληνικό χρέος απειλεί τις μεγάλες τράπεζες. Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements) οι πιστωτές της Ελλάδας είναι κυρίως μεγάλες τράπεζες, οι οποίες συνολικά κατέχουν περίπου 195 δις ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατέχει 46 δις ευρώ, σαν αποτέλεσμα της αθόρυβης απόπειράς της να ξεφορτώσει τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες από το ελληνικό χρέος, συγκρατώντας τα «ασυγκράτητα» ελληνικά spreads.
Οι ξένες τράπεζες που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μετά την ΕΚΤ είναι οι Γαλλικές τράπεζες με 13 δισ ευρώ και οι Γερμανικές τράπεζες με 8 δισ ευρώ. Ενδεικτικά, στους ξένους κατόχους ελληνικού χρέους συγκαταλέγονται η HSBC με 1,5 δις. η Deutsche Bank με 1,09 δις, οι γαλλικές BNP Paribas με 5 δις και Societe Generale με 4,225 δις αλλά και η J.P. Morgan, η Μorgan Stanley, η Merrill Lynch, η Barclays και η Royal Bank of Scotland που κατέχουν από 200 εκατ εως 1 δις ευρώ η κάθε μία.
Οι τράπεζες της Ελλάδας και της Κύπρου κατέχουν ομόλογα ύψους 55,4 δις ευρώ. Τα περισσότερα κατέχει η Εθνική Τράπεζα με 20,2 δις ευρώ ενώ ακολουθούν η Πειραιώς με 9 δις, η Eurobank με 7,5 δις και η Alpha Bank με 4,6 δις ευρώ.
Μια αναδιάρθρωση με «κούρεμα» 30% σε όλα τα ομόλογα στα πρότυπα του σεναρίου που συζητήθηκε έντονα τον προηγούμενο μήνα και αποφεύχθηκε στην πρόσφατη «Ευρω-σύνοδο», θα σήμαινε ότι οι τράπεζες – κάτοχοι των ομολόγων θα έχαναν περίπου 58 δις ευρώ. Όμως, προσπαθώντας οι ευρωπαίοι αστοί να μεταθέσουν χρονικά τη λύση μιας τέτοιας «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» για το μέλλον, φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.
Πίσω από το θέατρο των επίσημων κυβερνητικών τοποθετήσεων και δηλώσεων των ευρωπαίων αξιωματούχων, είναι κοινό μυστικό ότι η ελληνική χρεοκοπία είναι «προ των πυλών». Η ίδια η Μέρκελ αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο ελληνικής χρεοκοπίας στην συνέντευξή της στην «Μπίλντ» λίγο πριν την άτυπη «Ευρω-σύνοδο», τοποθετώντας την πιθανά στο 2013. Άλλωστε αν η αναγκαστική περικοπή του χρέους δεν ήταν το πιθανότερο σενάριο για την Ελλάδα, τότε δεν θα διεξαγόταν αυτή η πολύμηνη αντιπαράθεση ανάμεσα στη Γερμανία και το μεγαλύτερο μέρος του επιτελείου της ΕΕ για το αν θα πρέπει να υποστεί το κόστος μιας τέτοιας επιλογής και ο ιδιωτικός τομέας.
Αυτό ακριβώς το νόημα, της αναμονής για μια επίσημη εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους, έχουν οι συνεχείς υποβαθμίσεις της Ελλάδας από τους διαφόρους «ανθελληνικούς» οίκους αξιολόγησης. Αυτή την πραγματικότητα αντανακλούν και οι διαρκείς παρεμβάσεις «Κασσανδρών» όπως ο νομπελίστας οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί και ο πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ και καθηγητής του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκώφ, που μιλούν για την αναγκαιότητα μιας περικοπής του χρέους και την προεξοφλούν.
Ο δεύτερος μάλιστα, σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα «L’ECHO» την περασμένη εβδομάδα, αφού υποστήριξε ότι το ελληνικό χρέος σε συνδυασμό με την ύφεση που φαίνεται να εγκαθίσταται για ακόμα τρία χρόνια στην Ελλάδα συνιστά έναν ανυπέρβλητο άθλο για τη χώρα, που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας παρά μόνο με διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους της, ανέφερε ότι η καθυστέρηση της επιλογής αυτής «σημαίνει μεγαλύτερες ζημιές για τους επενδυτές». Επίσης, επανέλαβε την άποψη ότι «δύο ή τρία μέλη της ευρωζώνης θα έπρεπε να αποχωρήσουν για κάποιο διάστημα από την ευρωζώνη» για να σωθεί το ευρώ. Αναφερόμενος μάλιστα σε αυτό το ενδεχόμενο σάρκασε την ελληνική κυβέρνηση για το φόβο τυχόν αποβολής της χώρας από την Ευρωζώνη, συμπληρώνοντας: «Είναι αστείο η Ελλάδα να επιμένει ότι είναι μία προηγμένη χώρα που δε χρειάζεται να της φέρονται ως ένα αναπτυσσόμενο κράτος.»
Την ίδια γνώμη με τον Ρογκώφ έχει πλήθος αστών οικονομολόγων, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ένας από αυτούς, είναι ο Διευθυντής του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (IFO) του Μονάχου Χανς Βέρνερ Σιν, ο οποίος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ. Ελευθεροτυπία» (27/3/2011) ανέφερε τα ακόλουθα εξόχως αποκαλυπτικά : «Η Ελλάδα έχει ένα βασικό πρόβλημα: μεγάλη έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, υπάρχουν δύο λύσεις: Τα σκληρά οικονομικά μέτρα, παράλληλα με μείωση των μισθών και των τιμών, τα οποία ωστόσο οδηγούν στην ύφεση. Κάτι τέτοιο θα έφερνε τη χώρα στα πρόθυρα ενός εμφύλιου πολέμου. Ο δεύτερος δρόμος είναι η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, η υποτίμηση του νομίσματός της, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά της.»
Προς το παρόν, οι έλληνες αστοί έχουν ακόμα την πολυτέλεια να χαρακτηρίζουν αυτές τις εκτιμήσεις «κακόβουλες και ανθελληνικές» και να θεωρούν εφικτή την εξυπηρέτηση του χρέους, γαντζωμένοι στην αυταπάτη μιας καπιταλιστικής Ελλάδας, που παρά την χτυπητή της παραγωγική καχεξία θα «βρίσκει τον τρόπο» να συγκαταλέγεται στον σκληρό πυρήνα των ισχυρότερων της ΕΕ. Θέλουν να πείσουν και οι ίδιοι τους εαυτούς τους, ότι όλα θα πάνε καλά : οι ελληνικές και ξένες τράπεζες θα συνεχίζουν να πληρώνονται κανονικά για τα ελληνικά ομόλογα, οι «εταίροι» και η «τρόικα θα συνεχίζουν να δανείζουν και η ελληνική εργατική τάξη θα πληρώνει αγόγγυστα το λογαριασμό, μέχρι η ανάπτυξη να κάνει σύντομα την εμφάνισή της. Στην πραγματικότητα η αυταπάτη αυτή, αντανακλά την προηγούμενη περίοδο παρατεταμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης και υποχώρησης του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο.
Η μεγάλη ύφεση που ξεκίνησε το 2007-8 δεν είναι μια απλή εκδήλωση του οικονομικού κύκλου, αλλά ένα κομβικό σημείο ανάδειξης της βαθειάς ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και εισόδου σε μια εντελώς καινούρια, οικονομικά και κοινωνικά, περίοδο. Σε οικονομικό επίπεδο, ο τρόπος με τον οποίο οι αστοί κατάφεραν να μετριάσουν την έκταση και το βάθος της ύφεσης, δηλαδή το γεγονός ότι εντελώς ανεύθυνα σπατάλησαν ένα μεγάλο τμήμα από τα αποθέματα της προηγούμενης περιόδου για να διασώσουν τα καπιταλιστικά κέρδη και ιδιαίτερα αυτά των τραπεζών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας στη Δύση, με το σοκ μιας νέας βαθύτερης ύφεσης να είναι πολύ πιθανό. Από την άλλη πλευρά, η πρωτοφανής πίεση από τη διαρκή λιτότητα αρχίζει να αφυπνίζει το εργατικό κίνημα με έναν θεαματικό τρόπο, όπως έδειξαν οι πρωτοφανείς, μαζικές εργατικές διαδηλώσεις στο Λονδίνο και στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ.
Μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου τα κρατικά χρέη κάτω από την πίεση της ύφεσης θα μεγαλώνουν και οι ενδο-αστικοί ανταγωνισμοί, αλλά και η ταξική πάλη θα οξύνονται, δεν θα μπορεί να συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση. Η παράταση της ύφεσης που θα δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του χρέους και η προοπτική προσφυγής στο μηχανισμό νέων «ασθενών» του οικονομικού μεγέθους της Ισπανίας, θα προσγειώσει «ανώμαλα» στη νέα πραγματικότητα τους έλληνες και τους ευρωπαίους αστούς και θα τους ωθήσει να αποδεχθούν δημόσια αυτό που τόσο καιρό ψιθυρίζουν ανεπίσημα: είναι πλέον και ασύμφορο και επικίνδυνο για το ευρώ και τις «αγορές», δηλαδή για τον ίδιο τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό, να πιέζεται η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τα τεράστια σημερινά επίπεδα του χρέους και ταυτόχρονα, να παραμένει δεμένη με την Γερμανία και τους ισχυρότερους της Ευρωζώνης σε ένα ενιαίο νόμισμα.
Οι ίδιοι οι αστοί στην Ελλάδα, θα συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να βρουν ακόμα πιο δραστικούς τρόπους για την τεχνητή ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Από τη στιγμή που είναι οργανικά ανίκανοι, παρασιτικοί και απρόθυμοι να προβούν σε μαζικές επενδύσεις στην παραγωγή και στη νέα τεχνολογία συρρικνώνοντας τις καταθέσεις τους στην Ελβετία, θα αποπειραθούν να στραφούν ξανά στο γνώριμο και απόλυτα προσοδοφόρο για τους ίδιους, δρόμο της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και της υποτίμησής του, που θα σηματοδοτήσει μια νέα περίοδο τσακίσματος του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης.
Όσο λοιπόν καθυστερεί μια «αναδιάρθρωση με κούρεμα χρέους» ή αλλιώς μια «ελεγχόμενη χρεοκοπία», τόσο πιο κοντά πλησιάζουμε σε μια λιγότερο ελεγχόμενη και περισσότερο επιζήμια για τους διεθνείς πιστωτές χρεοκοπία, που θα έχει σημαντικές συνέπειες για την διεθνή καπιταλιστική σταθερότητα, την ώρα που ολοένα και περισσότερο θα ωριμάζει το έδαφος για την έξοδο της Ελλάδας και πιθανά και άλλων ευρωπαίων υπερχρεωμένων κρατών, από το ευρώ.
Χρέος, ταξική πάλη και Αριστερά
Όμως η πιο μεγάλη τιμωρία για την αλαζονεία των ξένων πιστωτών, αλλά και των ελλήνων αστών, θα έρθει από την εργατική τάξη της Ελλάδας. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση και της τακτικής «Ευρω-συνόδου» της 15ης Μάρτη, η οποία επικύρωσε τα «ελληνικά οφέλη» που προέκυψαν από την προηγηθείσα «άτυπη», οι αστοί μέσα από τα ΜΜΕ τους, έθεσαν το νέο εθνικό στόχο. Μετά από έναν πολύμηνο τρόμο περικοπών σε συντάξεις, μισθούς και επιδόματα ύψους 2,342 δισ. ευρώ για το 2010, κατάργησης ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων και με την διαδικασία κατάργησης σχολείων, σχολών και νοσοκομείων σε εξέλιξη, οι εργαζόμενοι πληροφορούνται ότι μέχρι το 2015, με τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις «πρέπει να βρούμε ακόμα 74 δις. ευρώ».
Η εφαρμογή αυτών των σχεδίων θα σημάνει μια πρωτοφανή καθίζηση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, οδηγώντας το σε μετεμφυλιακά επίπεδα. Υπάρχει ένα όριο στην ποσότητα μέτρων υποβάθμισης της ζωής τους που μπορούν οι εργαζόμενοι να υπομείνουν, χωρίς μια γενικευμένη έκρηξη ταξικών αγώνων. Τα σχέδια λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης και της «τρόικα» στο όνομα της αντιμετώπισης του χρέους, από τη φύση τους υπερβαίνουν αυτό το όριο. Η πρόβλεψη του κυρίου Χ.Β. Σιν για «εμφύλιο πόλεμο», που τώρα εμφανίζεται στα ΜΜΕ σαν μια «γραφική ανθελληνική προφητεία», θα αποδειχθεί λογική.
Εδώ και ένα χρόνο, το εργατικό κίνημα έχει δώσει δείγματα για την έκρηξη της ταξικής πάλης που βρίσκεται μπροστά μας, με οχτώ γενικές απεργίες, οι τρεις από τις οποίες ήταν ιδιαίτερα μαζικές και με μια σειρά μαχητικούς αγώνες κατά χώρους, με χαρακτηριστικότερη αυτή των εργαζόμενων στις συγκοινωνίες. Οι γενικές απεργίες του Δεκέμβρη και του Φλεβάρη έδειξαν ότι το θερμόμετρο της εργατικής τάξης φθάνει σε σημείο βρασμού. Ταυτόχρονα, η νεολαία αρχίζει να αντιδρά στα σχέδια συγχωνεύσεων σχολείων και σχολών και τα εργαζόμενα μικροαστικά στρώματα βρίσκονται επίσης σε αναβρασμό, όπως δείχνουν οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις των γιατρών και των δικηγόρων, αλλά και η δυσαρέσκεια που ανακάμπτει στην ύπαιθρο.
Έχουμε τονίσει στα σχετικά άρθρα μας ότι η διαδικασία ανάπτυξης των αγώνων θα ήταν πιο γρήγορη και τα αποτελέσματά τους νικηφόρα, αν το εργατικό κίνημα διέθετε μια διαφορετική συνδικαλιστική και πολιτική ηγεσία. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποτελεί ένα γιγάντιο εμπόδιο, με την υπονομευτική και εκτονωτική της τακτική στους αγώνες. Όμως και η παραδοσιακή πολιτική ηγεσία της εργατικής τάξης, με την στάση της δεν δίνει διέξοδο και προοπτική στους εργαζόμενους.
Οι αντιπολιτευτικές στη κυβέρνηση δυνάμεις μέσα απ΄ το ΠΑΣΟΚ, είναι εξαιρετικά αδύναμες, συγχυσμένες και απρόθυμες να πάρουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες έμπρακτης εναντίωσης στην κυβέρνηση, τόσο μέσα στο κόμμα, όσο και στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία. Η σταλινική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ βλέποντας τη διασπαστική, σεχταριστική της γραμμή να μην ενθουσιάζει ούτε την ίδια της τη βάση, περιχαρακώνει τις δυνάμεις του κόμματος και περιμένει μια εκλογική επιτυχία για να επανεπιβεβαιώσει την κυριαρχία της στο κόμμα. Η ηγεσία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να δίνει την εικόνα της ανάλωσης σε εσωκομματικές διευθετήσεις των ισορροπιών κορυφής, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την κατάσταση αποσυσπείρωσης που κυριαρχεί στην πλατειά βάση του κόμματος και του σχήματος.
Ειδικά η απροθυμία των ηγεσιών της Αριστεράς – με κύρια υπεύθυνη την ηγεσία του ΚΚΕ – να συγκροτήσουν ένα πλατύ μέτωπο της Αριστεράς, παρέχοντας έτσι στην εργατική τάξη ένα αποτελεσματικό όπλο πάλης για τις σημαντικές ταξικές και πολιτικές μάχες της περιόδου, είναι ένας παράγοντας καθοριστικός για την έκβαση αυτών των μαχών. Το πιο πρόσφατο χτυπητό παράδειγμα, ήταν η χαμένη μεγάλη ευκαιρία των τελευταίων δημοτικών εκλογών, στις οποίες ένα πλατύ αριστερό μέτωπο θα μπορούσε να έχει κερδίσει μια σειρά μεγάλων δήμων και περιφερειών, μεταβάλλοντας αποφασιστικά τον συσχετισμό δύναμης και την ψυχολογία των τάξεων προς όφελος της εργατικής τάξης.
Η απογοήτευση από την διάσπαση της Αριστεράς που επικρατεί στις τάξεις των εργαζόμενων, συμπληρώνεται επιζήμια από την σύγχυση που δημιουργούν οι πολιτικές θέσεις των ηγεσιών της Αριστεράς και συγκεκριμένα, των ηγεσιών του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ στα λόγια και οι δύο ηγεσίες αναγνωρίζουν ότι η κρίση είναι «δομική», «συστημική», δηλαδή μια θεμελιώδης κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος (αν και η ηγεσία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ άργησε αρκετά αυτό να το αποδεχθεί δημόσια) οι προγραμματικές τους θέσεις δεν δίνουν μια συνολική και θεμελιώδη απάντηση στην κρίση.
Στην συζήτηση που έγινε στη Βουλή στις 16/3 για τα αποτελέσματα της άτυπης «Ευρω-συνόδου» η γ.γ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα υποστήριξε σωστά : «..Δεν αναγνωρίζουμε ούτε ένα ευρώ από αυτό που λέγεται χρέος. Όμως, η πάλη κατά του χρέους είναι δεμένη για εμάς με την πάλη κατά του κεφαλαίου». Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται με μια σαφή υιοθέτηση της διεκδίκησης για τη διαγραφή του χρέους και δεν συνδυάζεται με συγκεκριμένες διεκδικήσεις για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αυτή η σωστή τοποθέτηση αποτελεί μια εύηχη, «υπερ-επαναστατική» υπεκφυγή.
Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη ηγετική ομάδα του ΣΥΝ, απαντά στην «δομική κρίση» με επιμέρους, θολές και δειλές διεκδικήσεις, με «αιχμές» την επαναδιαπραγμάτευση με διαγραφή μέρους του χρέους, την ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα και την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των εργαζόμενων.
Συμπληρώνοντας τη σύγχυση, στελέχη από την ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος, το «Μέτωπο για την Αλληλεγγύη και την Ανατροπή» και το Αριστερό Βήμα Διαλόγου, ενώ σωστά μιλούν για την ανάγκη διαγραφής του χρέους και σύγκρουσης με την καπιταλιστική Ε.Ε, υιοθετούν σαν «αιχμή» τη λαθεμένη διεκδίκηση της επιστροφής στη δραχμή, με το επιχείρημα ότι η χώρα πρέπει να ανακτήσει το όπλο ενός εθνικού νομίσματος για να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά την κρίση. Έτσι όμως υποβαθμίζουν στην πράξη, αυτό που προέχει για να αντιμετωπιστεί η καπιταλιστική κρίση στη ρίζα της, δηλαδή την εγκαθίδρυση ελέγχου από τον εργαζόμενο λαό πάνω στην ίδια την οικονομία και στο κράτος. Το αίτημα για «επιστροφή στη δραχμή», στο βαθμό που αρχίζει να κερδίζει έδαφος μέσα στο ίδιο το αστικό στρατόπεδο, δημιουργεί από μόνο του συνειρμούς ταύτισης με τις θέσεις τμημάτων του κεφαλαίου στην Ελλάδα και διεθνώς. Τέλος, από τη φύση του είναι ακατάλληλο να υπηρετήσει το σημαντικότερο σύγχρονο καθήκον της Αριστεράς σε ολόκληρη της Ευρώπη, δηλαδή την υπόθεση της κοινής, διεθνιστικής πάλης των εργαζόμενων ενάντια στη λιτότητα, για την ανατροπή του καπιταλισμού και μια σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση.
Τα μέλη του ΣΥΝ και της Νεολαίας ΣΥΝ που συμμετέχουμε στην συντακτική ομάδα της «Μαρξιστικής Φωνής», έχουμε εδώ και πολύ καιρό διατυπώσει την άποψή μας για το ποιες πρέπει να είναι οι κύριες προγραμματικές διεκδικήσεις του κόμματός μας, αλλά και του συνόλου της Αριστεράς σήμερα. Μπορεί κάποιος να ανατρέξει σε πρόσφατο σχετικό μας άρθρο. Έτσι κατά τη γνώμη μας, δεν αρκεί η Αριστερά να μην αναγνωρίζει το χρέος, αλλά είναι ανάγκη να θέτει τη διεκδίκηση της παύσης πληρωμής και της μονομερούς διαγραφής του σαν πρωταρχική για να υπάρξει μια άλλη πορεία για τη χώρα, προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Η συγκρότηση της ΕΛΕ (Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου) για την αποκάλυψη των ιδιαίτερων, κρυφών πτυχών του χρέους, είναι μια χρήσιμη πρωτοβουλία, αλλά ασφαλώς, προϋποθέτει την αποκάλυψη από την Αριστερά των γενικών αιτιών του χρέους, η οποία αποτελεί ένα πολιτικό και όχι τεχνικό ζήτημα, καθώς και την σαφή πολιτική υποστήριξη της διεκδίκησης για τη διαγραφή του.
Όμως η διαγραφή του χρέους από μόνη της, είναι μια λειψή διεκδίκηση, καθώς, εάν το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος που το υπηρετεί μείνουν άθικτα, το χρέος αναπόφευκτα θα ξαναδημιουργηθεί. Έτσι η υπεράσπιση μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά και κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και ενός κράτους ελεγχόμενου από τον ίδιο τον οργανωμένο εργαζόμενο λαό, πρέπει να αποτελούν τα βάθρα πάνω στους οποία πρέπει να στηριχθούν όλα τα επιμέρους αιτήματα των εργαζόμενων, που είναι ικανά να δώσουν αποφασιστική λύση στα προβλήματα της ανεργίας, της ακρίβειας, της φτώχειας και της ποιότητας της εργατικής διαβίωσης. Τέλος, η κορωνίδα των βασικών προγραμματικών διεκδικήσεων, πρέπει να είναι η πάλη για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, η μόνη διεκδίκηση που ανταποκρίνεται στο πραγματικό, διεθνιστικό περιεχόμενο του αγώνα για τον σοσιαλισμό, σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας της παγκόσμιας αγοράς και παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού.
Στους χιλιάδες εργαζόμενους και νέους που αναρωτιούνται αν υπάρχει λύση στο καπιταλιστικό αδιέξοδο στην Ελλάδα και διεθνώς, η Αριστερά δεν πρέπει να απαντά με γενικολογίες, υπεκφυγές και αποσπασματικές θέσεις. Πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα και ολοκληρωμένα. Μόνο η διεκδίκηση της εφαρμογής ενός σοσιαλιστικού προγράμματος μπορεί να δώσει λύση. Αν αυτή τη μόνη εφικτή λύση, η Αριστερά την υπερασπίσει υπομονετικά και πειστικά στους εργαζόμενους, ζητώντας τους ταυτόχρονα την υποστήριξη για να την πραγματοποιήσει στην εξουσία, τότε είναι δυνατό, η προδιαγεγραμμένη πορεία του ελληνικού καπιταλισμού προς την χρεοκοπία, να αντικατασταθεί από την πορεία για τη νίκη του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος