Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΠορτογαλία: στροφή στ’ αριστερά και κρίση στο πολιτικό κατεστημένο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πορτογαλία: στροφή στ’ αριστερά και κρίση στο πολιτικό κατεστημένο

Μια πολύ καλή ανάλυση για τα εκλογικά αποτελέσματα και τις σοβαρές μετεκλογικές εξελίξεις στην Πορτογαλία.

 

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία τις τελευταίες βδομάδες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου χαρακτηρίστηκαν από μια γενικότερη στροφή προς τ’ αριστερά, η οποία αντανακλά τη διαρκή δυσαρέσκεια και ριζοσπαστικοποίηση του λαού σε μια χώρα που έχει χτυπηθεί πολύ σκληρά από την κρίση του καπιταλισμού. Οι κύριες δυνάμεις της Αριστεράς, δηλαδή το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), το Μπλόκο της Αριστεράς (BE) και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας (PCP), συνιστούν την συντριπτική πλειοψηφία, ενώ ο δεξιός συνασπισμός «Πορτογαλία Μπροστά» (PàF, συμμαχία των δύο δεξιών κομμάτων, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος,PSD, και του Λαϊκού Κόμματος,CDS) έχει χάσει κατά πολύ την υποστήριξη του λαού. Αλλά κατά την προεκλογική περίοδο είδαμε μια προσπάθεια από τη Δεξιά και ολόκληρο το καθεστώς να αλλοιώσει τα αποτελέσματα και να εμποδίσει το σχηματισμό μια κυβέρνησης υποστηριζόμενης από την Αριστερά.

Η κρίση του καπιταλισμού στην Πορτογαλία

Με το δημόσιο χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ, η χρεοκοπημένη κυβέρνηση του Σόκρατες (πρώην προέδρου του PS και πρώην πρωθυπουργού της Πορτογαλίας μέχρι το 2011) «σώθηκε» από το την τρόικα το 2011, δεσμεύοντας έτσι τη χώρα σε σκληρά μέτρα λιτότητας: πετσόκοψε τις δημόσιες σπατάλες, ξεκίνησε ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, συνδυασμένο με «μεταρρυθμίσεις» στον τομέα των εργασιακών σχέσεων στην κατεύθυνση της «ελαστικοποίησης» και προσπάθειες για «ένα συμβιβασμό για να δοθούν κίνητρα στους ιδιώτες επενδυτές να παραμείνουν στη χώρα». Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2011, ωστόσο, ο νυν Πρωθυπουργός, Πάσος Κοέλιο, ένας ψυχρός και αλαζονικός δεξιός, υποσχέθηκε ότι θα «υπερβεί» τις απαιτήσεις της τρόικας και κατάφερε να ιδιωτικοποιήσει και να κόψει τον δημόσιο προϋπολογισμό ακόμη περισσότερο από όσο ζητούσε η τρόικα. Παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα διάσωσης ολοκληρώθηκε επίσημα το 2014, η λιτότητα συνεχίστηκε και η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στη δίνη της καπιταλιστικής κρίσης, με ένα συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος που στέκεται στο 130% του ΑΕΠ και την ανάπτυξη του περασμένου έτους να βρίσκεται στο ασφυκτικό 0,9%. Στην πραγματικότητα, ο Πάσος Κοέλιο ήταν ο πρώτος Πρωθυπουργός που «κατάφερε» μια συνολική συρρίκνωση της οικονομίας της χώρας κατά τη θητεία του, καθώς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,5% τα τελευταία 15 χρόνια. Την ίδια στιγμή, η χώρα αντιμετωπίζει μια από τις υψηλότερες ανισότητες στον ΟΟΣΑ, με το πλουσιότερο 10% των Πορτογάλων να κατέχει το 25,9% του πλούτου της χώρας και το φτωχότερο 10% μόνο το 2,6%.

Τα μέτρα λιτότητας έπληξαν άμεσα τις συνθήκες εργασίας και το βιοτικό επίπεδο της πορτογαλικής εργατικής τάξης και της νεολαίας. Σήμερα, ένας στους τέσσερις Πορτογάλους πολίτες ζει σε συνθήκες φτώχειας. Το ποσοστό της ανεργίας ανέρχεται στο 12,4%, και στο 31,8% μεταξύ των νέων. Αλλά ακόμα και αυτοί οι δυσοίωνοι αριθμοί έχουν αμφισβητηθεί έντονα, με οικονομικούς ερευνητές να τοποθετούν το πραγματικό ποσοστό ανεργίας κοντά στο 20% τουλάχιστον ή ακόμη και στο 25%. Αυτή η υποτίμηση είναι το αποτέλεσμα των αναξιόπιστων, «καλλιτεχνικών» στατιστικών, εφόσον τα επίσημα στοιχεία κρύβουν την πραγματικότητα των πολλών εργαζομένων που έχουν αποθαρρυνθεί και έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση για δουλειά, των περιστασιακών εργαζομένων ή των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης που ψάχνουν για πλήρη απασχόληση, των ανέργων σε προγράμματα κατάρτισης ή προγράμματα προσωρινής εργασίας χρηματοδοτημένα από την κυβέρνηση και των πολλών ακόμα που έχουν μεταναστεύσει. Πράγματι, υπό το πρίσμα αυτής της κατάστασης, δεν φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι η Πορτογαλία γνώρισε ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης: μεταξύ 2011 και 2014, σχεδόν μισό εκατομμύριο κυρίως νέων (αλλά όχι μόνο) εγκατέλειψαν τη χώρα.

Η επίθεση αυτή στο βιοτικό επίπεδο πυροδότησε ένα κύμα κινητοποιήσεων που δεν έχουν ξαναγίνει από την επανάσταση του 1974. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2012, το κίνημα «Στο διάολο τρόικα!» μάζεψε 1,5 εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους – το 14% ολόκληρου του πληθυσμού της χώρας. Αυτή η διαμαρτυρία ήταν το προοίμιο μιας γενικής απεργίας στις 14 Νοεμβρίου, ενώ μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες συνέχισαν να πραγματοποιούνται στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Οι επαναστατικές παραδόσεις της χώρας, ιδιαίτερα της «Επανάστασης των Γαρυφάλλων», αναγεννήθηκαν και ο ύμνος της Επανάστασης «Grândola Vila Morena» ηχούσε παντού. Ωστόσο, η έλλειψη ηγεσίας και αναγκαίων προοπτικών και στόχων για την ανατροπή της κυβέρνησης οδήγησε σε στασιμότητα των κινητοποιήσεων μετά το 2013. Ωστόσο, μετά από δύο χρόνια σχετικής ηρεμίας, η βαθιά απογοήτευση της πορτογαλικής κοινωνίας μπόρεσε να εκφραστεί στις εκλογές.

Οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου

PàF: 38.6% (107 έδρες)
PS: 32.3% (86)
BE: 10.2% (19)
PCP: 8.3% (17)
PAN (οικολογία/δικαιώματα των ζώων): 1.4% (1)

Οι περισσότερες ανταποκρίσεις στα διεθνή ΜΜΕ τη μέρα μετά τις εκλογές ήταν γραμμένες σαν να είχε επανεκλεγεί η κυβερνητική συμμαχία, κάτι που θα έκανε την Πορτογαλία την πρώτη χώρα, στην οποία εφαρμόστηκε μνημόνιο και η οποία επανεξέλεξε κυβέρνηση που επέβαλε λιτότητα. Η διάθεση ευφορίας στα γραφεία του PàF και οι λόγοι των ηγετών του τη νύχτα των εκλογών, που βιάστηκαν να μιλήσουν για νίκη, σκόπευαν στη δημιουργία της ίδιας εντύπωσης: ότι ο λαός ενέκρινε τη κυβερνητική πολιτική και ψήφισε τη συνέχισή της. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο αληθές: πάνω από το 60% των Πορτογάλων ψηφοφόρων ψήφισαν για μια πολιτική αλλαγή. Είναι ξεκάθαρο πως η Δεξιά δέχθηκε πλήγμα, χάνοντας 25 έδρες και το 11.8% της ψήφου, που έπεσε κάτω από το επίπεδο της ψήφου που είχε αποσπάσει το PSD από μόνο του στις προηγούμενες εκλογές. Στην πραγματικότητα, ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα των δύο δεξιών κομμάτων είτε κατέβηκαν ανεξάρτητα, είτε σε συνασπισμό σε βουλευτικές εκλογές, σε αριθμό ψηφοφόρων αλλά και σε ποσοστό. Αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί νίκη σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως, τα τρία κύρια αριστερά κόμματα είχαν όλα τους αύξηση ψήφων, σε διαφορετικό βαθμό, μετά από μια προεκλογική εκστρατεία που χαρακτηριζόταν από συνθήματα «αντι-λιτότητας». Η Αριστερά πλέον έχει μια πλειοψηφία 123 εδρών από συνολικά 230.

Το PS κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του, αν και όχι σημαντικά. Το PS είναι ένα μετριοπαθές σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το πρόγραμμα του οποίου δεν υποστηρίζει το τέλος της λιτότητας, αλλά ένα ηπιότερο πρόγραμμα λιτότητας. Τα αριστερά του εχέγγυα έχουν πληγεί επιπλέον από τις σχέσεις του με το αστικό κατεστημένο και από σκάνδαλα διαφθοράς, για τα οποία ο πρώην ηγέτης τους, Σόκρατες, κατηγορείται. Παρεμποδιζόμενοι από το γεγονός ότι οι ίδιοι είχαν προσκαλέσει την τρόικα και είχαν υπογράψει το μνημόνιο μαζί με τη Δεξιά, οι ηγέτες του PS δεν μπορούσαν παρά να συγκροτούν μια αδύναμη αντιπολίτευση τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αποτυγχάνοντας να προσφέρουν μια ξεκάθαρη εναλλακτική λύση στη λιτότητα.

Ένα χρόνο πριν, τα μέλη του κόμματος είχαν εκλέξει νέο πρόεδρο τον Αντόνιο Κόστα, ελπίζοντας να διορθωθεί η κατάσταση, αλλά και αυτός σύντομα αποδείχθηκε απογοητευτικός: από τη μία καλωσόριζε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα «σημάδι αλλαγής», από την άλλη «σερνόταν» στα πόδια των ξένων επενδυτών, προσπαθώντας να τους πείσει πως η χώρα του ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Παρ’ ότι προσπαθούσε να αποφύγει να λάβει κάποια ξεκάθαρη και ανεξάρτητη θέση, ο Κόστα, φαινόταν να περιμένει μια εύκολη άνοδο στην εξουσία, βασιζόμενος στη χαμηλή δημοτικότητα της κυβέρνησης και μόνο. Και πάλι, το 32,3% των ψήφων, που κέρδισε το PS, αντικατοπτρίζουν την αποφασιστικότητα του Πορτογαλικού λαού να ξεφορτωθεί τη Δεξιά. Πράγματι, προσπαθώντας να ανακόψει τη διαρροή ψήφων προς τα αριστερά, το PS καλλιέργησε την αντίληψη της «χρήσιμης ψήφου», ότι δηλαδή ήταν το μόνο κόμμα που θα μπορούσε να εκθρονίσει τη Δεξιά. Για παρόμοιους λόγους, ενέτειναν τη ρητορικότητα της αντι-λιτότητας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, προσπαθώντας να παρουσιάσουν ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ αυτών και της δεξιάς. Ο Κόστα ξεκαθάρισε πως δε θα συγκυβερνούσε με το PSD και το CDS σε καμία περίπτωση, και ακόμα – προς έκπληξη πολλών – ότι θα καταψήφιζε οποιοδήποτε προϋπολογισμό δεξιάς κυβέρνησης. Κι αυτά, ωστόσο, δεν ήταν αρκετά να αποτρέψουν την ανάπτυξη της ριζοσπαστικής αριστεράς, τα κόμματα της οποίας έχουν ως τώρα ακολουθήσει μια συνεπή πολιτική γραμμή αντι-λιτότητας.

Το PCP είχε επίσης ένα θετικό αποτέλεσμα, βλέποντας τις ψήφους και τα ποσοστά του να αυξάνονται, κερδίζοντας μια επιπλέον έδρα. Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα μιας ζωντανής προεκλογικής εκστρατείας, η οποία κατέληξε σε ένα ιστορικό φεστιβάλ Avante!. Ήταν, ωστόσο, δύσκολο να πάει πέρα από την παραδοσιακή του βάση. Το κόμμα μπορεί να ζημιώθηκε από την έμφασή του στην έξοδο από το ευρώ την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και το πατριωτικό του πρόγραμμα αντί γιαθετικές, επαναστατικές, σοσιαλιστικές θέσεις.

Αναμφίβολα, ο πρωταγωνιστής ήταν το BE, το οποίο ξεπέρασε κάθε προσδοκία αποσπώντας το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό στην ιστορία του, αυξάνοντας τις έδρες του από 8 σε 19. Το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο εκπληκτικό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το κόμμα είχε σχεδόν καταστραφεί, μετά από μια περίοδο εσωτερικής αστάθειας, κακών αποτελεσμάτων στις εκλογές του ’11 και τις ευρωεκλογές του ’14 και μετά από αρκετές διασπάσεις. Ωστόσο, υπό την ηγεσία της Καταρίνα Μάρτινς και αφουγκραζόμενο τη διάθεση ριζοσπαστικοποίησης και λαϊκής αντίθεσης στη λιτότητα κατάφερε να υπερβεί τις δυσκολίες και να ξεκινήσει μια δυνατή προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία το δημοσκοπικό ποσοστό του ανέβαινε καθημερινά (ενώ το τελικό του αποτέλεσμα ξεπέρασε ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις). Η Μάρτινς, επισκίασε τους αντιπάλους της, ιδιαίτερα τους δεξιούς ηγέτες, στα τηλεοπτικά ντιμπέιτ και αναβάθμισε τη δημόσια εικόνα της. Παρομοίως, η Μαριάνα Μορτάγκουα, η επικεφαλής της λίστας στη Λισαβόνα, είχε προβληθεί τους τελευταίους μήνες για τη σθεναρή και άμεση αμφισβήτησή της στη βουλευτική έρευνα για το ζήτημα της κατάρρευσης της τράπεζας Espirito Santo και του εταιρικού της ομίλου, η οποία «κατάφερε να εκφράσει τη λαϊκή οργή ενάντια στη μικρή ελίτ, η οποία ήλεγχε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας για δεκαετίες».

Στους δρόμους, η εκστρατεία και οι ακτιβιστές τους δέχτηκαν θερμή υποδοχή. Η επιτυχία τους είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων στην Ελλάδα, δεδομένου ότι μάχονταν ενάντια στο φόβο καπήλευσης από το PS και τη Δεξιά και στη σύνδεσή τους με το ΣΥΡΙΖΑ και τη συνθηκολόγηση του από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΒΕ κατάφερε να προσεγγίσει την κατάσταση καλύτερα απ’ το ισπανικό Podemos, που αντέδρασε στα γεγονότα λέγοντας ότι δε θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Χωρίς να αποκηρύξει το ΣΥΡΙΖΑ, το ΒΕ άσκησε κριτική στο νέο μνημόνιο και υπερασπίστηκε την ανάγκη για την εκπόνηση ενός σχεδίου Β – ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό θα ήταν κάτι περισσότερο από μια επιστροφή στο εσκούδο σε καπιταλιστική βάση.

Σε αντίθεση με την Αριστερά, η καμπάνια του δεξιού συνασπισμού, PàF, είχε την ελάχιστη δυνατή αυθόρμητη επαφή με το κοινό μετά από μερικά περιστατικά στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, όπου διάφορες ομάδες τους διέκοψαν και τους επιτέθηκαν φραστικά. Ένα απόσπασμα στην αστική εφημερίδα Expresso περιέγραψε την καμπάνια ως εξής: «Πάσος (PSD) και Πόρτας (PSD) σε ασφαλή μονοπάτια, κάνοντας μεγάλες και ευχάριστες συζητήσεις με τα αφεντικά και βιαστικές και επιφανειακές με τους εργαζόμενους». Αυτό ήταν μέρος μιας ιδιαίτερα αποτελεσματικής στρατηγικής της καμπάνιας, η οποία μπορεί σε κάποιο βαθμό να μετρίασε την ήττα τους. Απέφυγαν επίσης να απεικονίσουν στο υλικό της καμπάνιας τα πρόσωπα των ηγετών, οι οποίοι έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά αποδοχής και θεωρούνται ευρέως «αλαζόνες» και «ψεύτες». Στις ομιλίες τους αναφέρθηκαν ελάχιστα στις δικές τους προτάσεις, καθώς η ρητορική τους βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ενστάλαξη φόβου και σε μια υπεραπλουστευμένη αφήγηση του πώς «έσωσαν τη χώρα» από τα συντρίμμια που είχε αφήσει πίσω της η προηγούμενη κυβέρνηση του PS. Με το χαμηλών τόνων προφίλ και την αποφυγή της πολεμικής στόχευαν επίσης να μην προκαλέσουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία, έτσι ώστε να αυξηθεί η αποχή, κάτι που θα έβλαπτε την Αριστερά.

Πράγματι, το ποσοστό αποχής ήταν πολύ υψηλό, φθάνοντας σχεδόν το 45%. Η χαμηλών τόνων εκστρατεία της Δεξιάς, η μετριοπάθεια και η ουδετερότητα του PS, η οποία θεωρήθηκε ως η μόνη βιώσιμη επιλογή για να πέσει η Δεξιά, η διαίρεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς μεταξύ του PCP και του BE και η γενική εξάντληση που προκλήθηκε απ την κρίση, τη μετανάστευση και τα χρόνια των διαδηλώσεων, χωρίς κάτι ουσιαστικά να έχει αλλάξει, συνέβαλαν στη χαμηλή προσέλευση. Παρά το γεγονός αυτό, η νίκη της Αριστεράς εκφράζει τα πρώτα βήματα της πολιτικής αφύπνισης των πορτογαλικών μαζών και την στροφή τους προς τα αριστερά.

Οι διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού

Τα αποτελέσματα των εκλογών οδήγησαν σε ένα αδιέξοδο που ώθησε όλα τα κόμματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο ξεκάθαρος νικητής που κινεί τα νήματα ήταν το PS, που κρατούσε το κλειδί είτε για το σχηματισμό μιας δεξιάς κυβέρνησης με το PàF είτε μια αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού με το BE και το PCP. Οι εβδομάδες, που ακολούθησαν τις εκλογές, έφεραν το PS σε πολύ δύσκολη θέση. Από τη μια πλευρά, βρίσκονταν εκατομμύρια άνθρωποι του λαού που ψήφισαν το PS με την ελπίδα να εκθρονίσουν τη μισητή Δεξιά πιέζοντας για μια συμφωνία με το BE και το PCP. Από την άλλη, το ιστορικό της ταξικής συνεργασίας του PS και η πίεση από όλο το πορτογαλικό και ευρωπαϊκό κατεστημένο, που τρομοκρατείται από την ιδέα ενός συνασπισμού των σοσιαλιστών με τη ριζοσπαστική Αριστερά και πιέζουν το PS να υποστηρίξει το PàF.

Ακόμα και πριν βγουν στη δημοσιότητα τα πρώτα exit poll, τηλεοπτικοί πολιτικοί αναλυτές, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων που προέρχονται από το στρατόπεδο του PS, ήδη πρότειναν και επιδοκίμαζαν το σενάριο να σχηματιστεί κυβέρνηση του «κεντρώου χώρου». Τη βραδιά των εκλογών ο αρχηγός του PS, Αντόνιο Κόστα, έβγαλε ένα διφορούμενο λόγο, προσπαθώντας να κρατήσει ανοικτές πόρτες και προς τις δύο πλευρές, αλλά ανακοινώνοντας ότι η ευθύνησχηματισμού κυβέρνησης βρίσκεται στη Δεξιά. Φάνηκε σαν να αμφιταλαντεύεται για την προεκλογική του δέσμευση να ανατρέψει την κυβέρνηση. Όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους, αν θα κρατούσε τις προεκλογικές του δεσμεύσεις καταψηφίζοντας κάθε προϋπολογισμό του PàF, απάντησε ότι απέχει πολύς καιρός για τη λήψη απόφασης σε αυτό το ζήτημα.

Οι εσωκομματικές διαιρέσεις άρχισαν να γίνονται δημόσια ορατές ακόμα και πριν από αυτήν την ομιλία, αφού κάποιοι από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, πιστοί στον προηγούμενο αρχηγό, καλούσαν τον Κόστα να παραιτηθεί. Κάποια στελέχη του κόμματος είχαν υποστηρίξει ανοιχτά την ιδέα στήριξης μιας δεξιάς κυβέρνησης στο κοινοβούλιο (μέσω της αποχής από τις ψηφοφορίες βαρύνουσας σημασίας), χωρίς να συμμετάσχουν σε συνασπισμό και εναντιώνονταν σε μια συμφωνία με την Αριστερά. Ο σοσιαλιστής ευρωβουλευτής, Φρανσίσκο Ασίς, μιλούσε για «αριστερίστικες φαντασιώσεις» μέσα στο κόμμα, περιγράφοντας κάθε προσπάθεια για συμφωνία μεταξύ των σοσιαλιστών και της Αριστεράς σαν «απολύτως αδιανόητη» και «παράλογη». Ο αρχηγός του UGT, της δεύτερης μεγαλύτερης συνδικαλιστικής οργάνωσης της χώρας, που συνδέεται με το PS, επίσης υποστήριξε πως θα προτιμούσε ένα συνασπισμό με τη δεξιά και προκάλεσε την αρνητική αντίδραση ενός μεγάλου τμήματος της βάσης της UGT. Οι Financial Times έγραψαν για το θέμα: «Μια ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ του PS και της ριζοσπαστικής αριστεράς θα σήμαινε την πολιτική «αυτοκτονία» τόσο για τον πρόεδρο Κόστα όσο και για το κόμμα του, υποστήριξε ο Λουίς Μάρκες Μέντες, ο πρώην ηγέτης των Σοσιαλιστών Δημοκρατών (PSD), του κυρίαρχου κόμματος στον κεντροδεξιού συνασπισμού του πρωθυπουργού».

Ωστόσο, ο Κόστα στοιχειώνεται από το φάντασμα του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, το οποίο έχει περιέλθει σε ανυποληψία μετά τη συμμετοχή του σε συνασπισμό με δεξιά κόμματα. Στην πραγματικότητα, το PS αντιμετωπίζει την προοπτική της «πολιτικής αυτοκτονίας» ανεξάρτητα από το τι θα κάνει. Αν υποστηρίξει τη Δεξιά, θα απομονωθεί τελείως από τα όποια εναπομείναντα προοδευτικά στοιχεία και θα τιμωρηθεί από την πλειονότητα των ψηφοφόρων που επιζητούσαν μια εναλλακτική, διαφορετική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, αν επισυνάψει συμφωνία με τη ριζοσπαστική Αριστερά, θα πιεστεί να συνεχίσει τη λιτότητα και τις επιθέσεις στην εργατική τάξη, κάτι που θα το σπρώξει ενάντια στους κυβερνητικούς του συμμάχους και θα φανεί ότι το κόμμα προδίδει τις υποσχέσεις του. Σε κάθε περίπτωση, έχει προετοιμαστεί το έδαφος για μια σοβαρή πολιτική κρίση. Όπως το έθεσε ο αριστερός σχολιαστής, Νταβίντ Φερέιρα, «η Πορτογαλία είναι ένα βαρέλι γεμάτο με πυρίτιδα και το PS είναι το φιτίλι».

Το PCP και το ΒΕ είναι επίσης σε δύσκολη θέση και θα πρέπει να κάνουν προσεκτικούς ελιγμούς τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Τόσο το PCP όσο και το ΒΕ έχουν δηλώσει σωστά ότι προτεραιότητά τους είναι να ρίξουν τη Δεξιά από την εξουσία, ορίζοντας δημόσια μερικά ελάχιστα αιτήματα που αφορούν το τέλος της πολιτικής λιτότητας. Το ΒΕ, για παράδειγμα, έχει δηλώσει: «Στις συνεχείς κραυγές σχετικά με την ανάγκη για μια «συμφωνία σταθερότητας», το BE απαντά με τη σαφήνεια του προγράμματος του: στις συζητήσεις για ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, καθώς και στην ψηφοφορία για κάθε προϋπολογισμό, το BE είναι εναντίον σε τυχόν επιθέσεις στους μισθούς, στις τρέχουσες και μελλοντικές συντάξεις και στις θέσεις εργασίας. Υπερασπιζόμαστε τη σταθερότητα της ζωής των ανθρώπων και την ανάκαμψη των συνθηκών εργασίας και των δημόσιων υπηρεσιών που έχουν προσβληθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Δε θα είναι λόγω του BE το ότι δε θα υπάρχει μια πλειοψηφία να εφαρμόσει αυτούς τους στόχους».

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών αριστερών κομμάτων φαίνεται να προχωρούν ικανοποιητικά και έχουν ήδη φθάσει σε προχωρημένο στάδιο, με όλα τα κόμματα να έχουν δηλώσει ότι μια συμφωνία για το σχηματισμό μιας υποστηριζόμενης από την Αριστερά κυβέρνησης είναι πιθανή. Μέχρι τώρα, μπορούμε να πούμε ότι η μορφή μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι απίθανο να είναι ενός συνασπισμού, που το PCP και το ΒΕ θα είναι κυβερνητικοίεταίροι του PS. Αντ’ αυτού, τα αριστερά κόμματα θα στήριζαν το PS εκτός κυβέρνησης, στο κοινοβούλιο. Από ό,τι είναι δημόσια γνωστό, φαίνεται ότι τα αριστερά κόμματα απαίτησαν την εγκατάλειψη των πολιτικών λιτότητας, την υπόσχεση του PS να αναστρέψει τις περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις και τις δημόσιες υπηρεσίες. Από την άλλη πλευρά, το PS δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει τη δέσμευση για την Ευρώπη και τις υπαγορεύσεις της. Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια αντίφαση, διότι η Ευρώπη θα απαιτήσει περισσότερη λιτότητα, προκειμένου οι στόχοι για το έλλειμμα να καλυφθούν σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωζώνης.

Ως εκ τούτου, εάν τα αριστερά κόμματα μπουν σε μια κυβέρνηση (ή μια κοινοβουλευτική συμφωνία) με το PS, θα πρέπει να το κάνουν με τη γνώση ότι οι σοσιαλδημοκράτες θα προσπαθήσουν να τους προδώσουν σε κάθε ευκαιρία και ότι κατά πάσα πιθανότητα δε θα είναι σε θέση να αντέξει πολύ. Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ευρώπη είναι πλούσια σε παραδείγματα: από τη μια πλευρά υπάρχει η εμπειρία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία, η οποία κατέρρευσε μετά την είσοδό της σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, όπου είχαν αναγκαστεί να καταπατήσουν το πρόγραμμά τους. Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, το ΚΚΕ παρουσιάζει μια στασιμότητα στις δημοσκοπήσεις μετά την επίμονη άρνησή του σε οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με άλλες αριστερές δυνάμεις ανεξάρτητα από τη διάθεση των ελληνικών μαζών.

Το ΒΕ και το PCP πρέπει να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα τους, ώστε να αποδείξουν στην πράξη μπροστά στα μάτια της πορτογαλικής εργατικής τάξης την ανικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας να φέρει την αλλαγή και την ανάγκη για ένα ριζοσπαστικό, αριστερό πρόγραμμα – και να είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν, όταν αυτό καταστεί σαφές. Πολλοί από εκείνους που ψήφισαν το PS, το έκαναν με ελάχιστο ενθουσιασμό ως το «μικρότερο κακό», υποκύπτοντας στη ρητορική της «χρήσιμης ψήφου» και ίσως ταυτίζονται περισσότερο με το ΒΕ ή το PCP. Το καθήκον της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να αποδείξει σε αυτούς και σε άλλους ότι ο μόνος δρόμος, για να ακυρωθούν τις αντι-μεταρρυθμίσεις της Δεξιάς και να επιλυθούν τα θεμελιώδη προβλήματα της χώρας, δεν είναι μέσω του PS που υποστηρίζει μια ήπια λιτότητα, αλλά μέσα από ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα που μόνο το ΒΕ και το PCP μπορούν να προσφέρουν. Η αστική ισπανική εφημερίδα, El País, το έθεσε πολύ λακωνικά: «Σε αυτό το σενάριο (ενός αριστερού συνασπισμού) η καυτή πατάτα θα μετακυλήσει στις αριστερές οργανώσεις. Αν προκύψει κυβερνητική διάσπαση με το PS πάρα πολύ σύντομα, το εκλογικό σώμα θα τους τιμωρήσει στις μελλοντικές εκλογές, αλλά αυτό θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και αν διασπαστούν καθυστερημένα. Επειδή η πλειοψηφία του πορτογαλικού λαού και οι περισσότεροι πολιτικοί πιστεύουν ότι η κυβέρνηση, που θα σχηματιστεί, δε θα αντέξει τέσσερα χρόνια».

Τα κομματικά μέλη της βάσης πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της στρατηγικής του PCP και του ΒΕ και θα πρέπει να ελέγχουν προσεκτικά τι κάνειη ηγεσία του κόμματός τους, απαιτώντας εξηγήσεις και διαφάνεια. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις, οι χειρότεροι καριερίστες τείνουν να έρχονται στο προσκήνιο, υποτάσσοντας τη γραμμή του κόμματος στα προσωπικά τους συμφέροντα. Είναι ευθύνη των αγωνιστών, ιδιαίτερα των πιο αποφασισμένων επαναστατικών στοιχείων, να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί.

Η υστερία της άρχουσας τάξης

To PS, όπως ήταν αναμενόμενο, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη μία ή στην άλλη επιλογή, αντανακλώντας τις πιέσεις που προέρχονται από την άρχουσα τάξη και από την εργατική τάξη. Στο σκηνικό των διαπραγματεύσεων, η άρχουσα τάξη ξεκίνησε μια ύπουλη εκστρατεία κατά της προοπτικής μιας αριστερής κυβέρνησης, επαναλαμβάνοντας παρόμοια ξεσπάσματα υστερίας όπως στην Ισπανία, τη Βρετανία και την Ελλάδα. Τους τελευταίους μήνες, η ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη έχει πετάξει τη δημοκρατική μάσκα της, αποκαλύπτοντας ότι στην αστική δημοκρατία είναι όλα ωραία και καλά, αλλά μόνο για όσο διάστημα οι άνθρωποι ψηφίζουν «σωστά» – όταν δεν το κάνουν, ολόκληρος ο μηχανισμός του αστικού κράτους και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αυτοκρατορίες των μέσων ενημέρωσης και οι μεγάλες επιχειρήσεις κινητοποιούνται ενάντια στις δημοκρατικές αποφάσεις των λαών.

Με τον Κόστα να παρουσιάζει ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι τείνει προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας με την Αριστερά, το πορτογαλικό κατεστημένο ξεκίνησε να κατηγορεί το PS ότι ετοιμάζεται να στήσει ένα «πραξικόπημα», δεδομένου ότι στο πρόγραμμά του δεν αναφέρεται η πιθανότητα να εισέλθουν σε ένα συνασπισμό με άλλες αριστερές δυνάμεις. Φυσικά, η υπόσχεση της εκλογικής εκστρατείας του Κόστα να ψηφίσει κατά του προϋπολογισμού της κεντροδεξιάς συμμαχίας PàF, η οποία είχε συζητηθεί επανειλημμένα πριν τις εκλογές, αμέσως ξεχάστηκε σχεδόν από όλους.

Τα προκατειλημμένα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ ήταν αναπόσπαστο μέρος αυτής της επίθεσης. Η παραίτηση ενός σχετικά άγνωστου βουλευτή από την Εθνική Γραμματεία του PS λόγω της διαφωνίας του με την στρατηγική του Κόστα έλαβε πρωτοσέλιδη κάλυψη και την προσοχήτων σχολιαστών, ενώ δηλώσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, που έγιναν από σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες του κόμματος, πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Μια πτωτική διακύμανση στο χρηματιστήριο της Λισαβόνας διογκώθηκε σε υπερβολικό βαθμό, με κάθε λογής «ειδικούς» να τη συνδέουν με μια συνάντηση μεταξύ του PS και του BE, αγνοώντας επιμελώς το γεγονός ότι η ίδια τάση επαναλήφθηκε σε όλη την Ευρώπη, τονίζοντας παράλληλα τη σημασία του κατευνασμού της «νευρικότητας των αγορών» με την πιθανότητα μιας αριστερής κυβέρνησης. Ακόμη και η RTP, η κρατική δημόσια ραδιοτηλεόραση, μετέδωσε μια συζήτηση σχετικά με τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με ένα πάνελ αποτελούμενο αποκλειστικά από δεξιούς (συμπεριλαμβανομένου του συντονιστή).

Οι περισσότεροι σχολιαστές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης στα κυρίαρχα μέσα επιτέθηκαν στην Αριστερά, κατηγορώντας την ότι τα τρία κόμματά της ενεργούν με αντιδημοκρατικό τρόπο και χαρακτηρίζοντας τον Κόστα ως «σφετεριστή». Αυτή η πλήρης φρενίτιδα πήρε σχεδόν κωμικές διαστάσεις: ο Φρανσίσκο Ασίς, σοσιαλιστής ευρωβουλευτής, προειδοποίησε ότι «τα κόμματα της άκρας Αριστεράς υπερασπίζονται λύσεις που έχουν ως αναπόφευκτη συνέπεια την «αλβανοποίηση» της Πορτογαλίας», ενώ άφθονες ήταν οι αναφορές στον Τύπο στη Βόρεια Κορέα και στον Κιμ Γιονγκ-Ουν. Η υποκρισία των ισχυρισμών αυτών θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες στον καθένα. Όπως το θέτει ο αναλυτής, ΝταβίντΦερέιρα: «Με τις συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ του PS, του BE και του PCP σε εξέλιξη, η πορτογαλική Δεξιά και τα μέσα ενημέρωσης προσπαθούσαν να δημιουργήσουν σκηνικό κόκκινου τρόμου, χαρακτηρίζοντας την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος ως απειλή για τη δημοκρατία. Αυτό σε μια χώρα που η Δεξιά εγκαθίδρυσε μια δικτατορία για πέντε δεκαετίες, κατά την οποία οι κομμουνιστές βασανίζονταν και φυλακίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να βρουν αργό θάνατο. Οι κομμουνιστές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πάλη κατά της δικτατορίας και είχαν δεσμευτεί σε ένα πολυκομματικό σύστημα μετά την επανάσταση που ανέτρεψε το φασιστικό καθεστώς. Αυτό αποτελεί από τις πιο απεχθείς περιπτώσεις δεξιού ιστορικού ρεβιζιονισμού».

Η Μανουέλα Φερέιρα Λέιτε, πρώην πρόεδρος του συντηρητικού PSD, δήλωσε ότι «ένα μεγάλο μέρος της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση πανικού» μπροστά στην πιθανότητα μιας συμμαχίας PS-BE-PCP. Ποιο μέρος της χώρας είναι αυτό, άραγε; Σίγουρα όχι η πλειοψηφία που ψήφισε την Αριστερά ούτε τα εκατομμύρια εκμεταλλευομένων εργατών, οι άνεργοι ή η νεολαία που έχει εξαναγκαστεί να μεταναστεύσει ούτε όλοι αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, ενώ οι πλούσιοι συνεχίζουν να γεμίζουν τις τσέπες τους από τις ιδιωτικοποιήσεις και την απορρύθμιση. Όχι, όπως το ολομέτωπο μπαράζ ύβρεων από τα μέσα ενημέρωσης αποδεικνύει, το τμήμα της χώρας, που είναι πραγματικά σε «κατάσταση πανικού» μπροστά στην προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης, είναι η άρχουσα τάξη και τα κόμματα που την εκπροσωπούν.

Ο Πρόεδρος μπαίνει στο προσκήνιο

Σύμφωνα με το πορτογαλικό Σύνταγμα, «ο Πρωθυπουργός διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού ακούσει τα κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και λαμβάνοντας υπόψιν τα εκλογικά αποτελέσματα». Δύο ημέρες μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος Ανίμπαλ Καβάβο Σίλβα (PSD) δήλωσε ότι είχε δώσει εντολή στον Πάσος Κοέλιο να λάβει τα αναγκαία μέτρα, για να «αξιολογήσει τις δυνατότητες σχηματισμού μιας κυβερνητικής λύσης που να διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα και διακυβέρνηση», υπονοώντας ότι η προτιμότερη λύση γι’ αυτόν θα ήταν μια συμφωνία μεταξύ της Δεξιάς και του PS.

Ωστόσο, μετά από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ο Πρόεδρος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μάλλον διαφορετικό σενάριο στα ακροατήρια των κομμάτων. Ενώ το PSD και το CDS διεκδίκησαν το δικαίωμα να σχηματίσουν κυβέρνηση, δε θα μπορούσαν να προσφέρουν καμία σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Κόστα διαβεβαίωσε τον Πρόεδρο ότι έχει τις «προϋποθέσεις για να σχηματίσει μια σταθερή κυβέρνηση με την στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας». Η φύση μιας τέτοιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι ακόμα ασαφής, αλλά τόσο το ΒΕ όσο και το PCP διαβεβαιώνουν ότι ο Κόστα θα έχει την υποστήριξή τους, για να γίνει πρωθυπουργός. Επιπλέον, και τα τρία κόμματα επεσήμαναν ότι ο διορισμός του Πάσος Κοέλιο (ως πρωθυπουργού) θα ισοδυναμούσε με χάσιμο χρόνου.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πρόεδρος προχώρησε στην ανάθεση στον αρχηγό τουPàF το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ως εδώ, αυτή είναι μια απόλυτα φυσιολογική διαδικασία δεδομένου ότι το PàF ήταν το κόμμα ή ο συνασπισμός με το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Η προσδοκία ήταν ότι η Αριστερά δε θα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης, ώστε να ρίξει την κυβέρνηση και στη συνέχεια θα πετούσε το μπαλάκι στον Κόστα, ώστε να επισημοποιήσει μια συμμαχία με το BE και το PCP – εκτός αν το PS έκανε μια στροφή 180 μοιρών ή κάποιοι από τους βουλευτές του παραβίαζαν την κομματική πειθαρχία, μια ενέργεια που πιθανότατα θα τους έθετε εκτός κόμματος και θα προκαλούσε μια διάσπαση. Αν και είναι λίγο χρονοβόρα, αυτή η πορεία των γεγονότων θα κάνει την κατάσταση απόλυτα ξεκάθαρη.

Ωστόσο, ο Πρόεδρος δεν σταμάτησε εκεί. Ο Καβάβο Σίλβα αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του κριτικάροντας το PS για την επιλογή του να συμμετάσχει σε συνομιλίες με την Αριστερά, αντί να επιδιώξει μια συμφωνία με τα κόμματα που «υποστηρίζουν το εγχείρημα της ΕΕ και της Ευρωζώνης». Συνέχισε με το να προβάλει αντιρρήσεις ως προς την ένταξη του BE και του PCP σε οποιαδήποτε κυβερνητικό σχήμα λόγω της αντίθεσής τους στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, στην Ευρωζώνη, στο ΝΑΤΟ κλπ, πρακτικά εξαίροντας εκατομμύρια ανθρώπων που ψήφισαν αυτά τα κόμματα από τη δημοκρατική διαδικασία. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει εκ μέρους ποιών συμφερόντων ενεργεί, όπως αποκαλύπτεται στο παρακάτω απόσπασμα: «Αυτή είναι η χειρότερη στιγμή να μεταβάλουμε ριζικά τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματός μας. […] Αφού εφαρμόσαμε ένα δύσκολο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, το οποίο συνοδεύεται από μεγάλες θυσίες, είναι καθήκον μου, εντός των συνταγματικών εξουσιών μου, να κάνω τα πάντα, ώστε να μην αποσταλούν εσφαλμένα σήματα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους επενδυτές και τις αγορές, θέτοντας σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη και την εξωτερική αξιοπιστία της χώρας που έχουμε κερδίσει μετά από μεγάλη προσπάθεια».

Αυτό αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα που αποκαλύπτει την υποκρισία και τα όρια της αστικής δημοκρατίας: όπως και οπουδήποτε στην Ευρώπη, οι θεσμικοί ρόλοι, που υποτίθεται ότι δρουν ως ουδέτεροι διαιτητές, εμπλέκονται σε υπερβολικό βαθμό στην πολιτική και κινούνται ενάντια στην Αριστερά, σε αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνοντας – με θεσμοθετημένη μορφή – την προπαγάνδα της κόκκινης απειλής των μέσων ενημέρωσης.

Η ομιλία του Καβάβο Σίλβα τελείωσε με μια έκκληση προς την ατομική συνείδηση των βουλευτών. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως μια ανοιχτή πρόσκληση σε αποστασία των πιο δεξιών τμημάτων του PS, ώστε να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση του συνασπισμού PàF. Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτό έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, συσπειρώνοντας όλο το κόμμα (προς το παρόν) γύρω από τον ηγέτη του. Την ίδια νύχτα, το κόμμα ενέκρινε ένα ψήφισμα, με το οποίο δεσμεύεται να καταθέσει τη δική του πρόταση μομφής στη δεξιά κυβέρνηση και να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τα κόμματα στα αριστερά του. Την πρώτη ημέρα του νέου κοινοβουλίου και στον απόηχο της ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, η αριστερή πλειοψηφία δέχτηκε την πρώτη της δοκιμασία αντοχής. Παραδόξως, και ως αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης, τόσο το PS όσο και το PSD πρότειναν το δικό τους υποψήφιο για Πρόεδρο της Γενικής Συνέλευσης (ομιλητή). Η εκλογή γίνεται με μυστική ψηφοφορία, διευκολύνοντας έτσι μια αποστασία. Υπήρξαν δημοσιεύματα ότι μια ομάδα από βουλευτές του PS έπαιζε με την ιδέα της αποχής από την ψηφοφορία αυτή, αλλά η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας τους έκανε να αλλάξουν γνώμη. Ο σοσιαλιστής υποψήφιος εξελέγη με 120 ψήφους υπέρ έναντι 108 κατά (2 λευκά), περιορίζοντας την αποστασία στη καλύτερη περίπτωση σε τρεις (πιθανόν δύο) βουλευτές του PS.

Η παρέμβαση του Προέδρου αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Πάσος Κοέλιο θα αποτύχει να κερδίσει την κοινοβουλευτική υποστήριξη για την κυβέρνησή του. Εάν ο Καβάβο Σίλβα επιμείνει στην απόρριψη κάθε λύσης που περιλαμβάνει το ΒΕ και το PCP, η χώρα πιθανόν να αντιμετωπίσει μήνες πολιτικής σύγκρουσης με την προοπτική μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης χωρίς πραγματική εξουσία και με μια αριστερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που θα είναι σε θέση να πάρει πίσω τα μέτρα λιτότητας. Αυτό επίσης είναι πιθανό να προκαλέσει την κινητοποίηση του λαού και ο Πρόεδρος να έρθει αντιμέτωπος με μια αρνητική γι’ αυτόν εξέλιξη. Το Σύνταγμα απαγορεύει στον Πρόεδρο να ζητήσει νέες εκλογές κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου της θητείας του. Έτσι, αν η αναποφασιστικότητα είναι παρατεταμένη, οι προεδρικές εκλογές τον ερχόμενο Ιανουάριο μπορούν να αποκτήσουν μια νέα άμεση σπουδαιότητα.

Και τώρα τι;

Αυτός ο γύρος πολιτικής αστάθειας στην Πορτογαλία, σε τελική ανάλυση, αποκαλύπτει μια διαδικασία ταξικής πόλωσης που καλλιεργείται από την αρχή της κρίσης, η οποία ξεκίνησε να αποκρυσταλλώνεται στις μαζικές κινητοποιήσεις του 2012-2013. Η ανάπτυξη του PCP και ειδικά του BE αντανακλά ότι ένα σημαντικό στρώμα της πορτογαλικής κοινωνίας οδηγείται σε επαναστατικά συμπεράσματα από τα γεγονότα των τελευταίων ετών στην Πορτογαλία και στην Ευρώπη. Οι Financial Times περιγράφουν την κατάσταση κάπως πετυχημένα, αν και από τη σκοπιά της αστικής τάξης: «Κατακερματισμένα κοινοβούλια, κυβερνήσεις μειοψηφίας, συνεργασίες μεταξύ κομμάτων, τα οποία κάποτε ήταν ορκισμένοι αντίπαλοι, να επεξεργάζονται συμφωνίες που έχουν ως στόχο να κρατήσουν τα κινήματα που στρέφονται ενάντια στον κατεστημένο μακριά από την κυβέρνηση. Καλωσορίσατε στο μεταβαλλόμενο τοπίο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Τόσο μεγάλη αβεβαιότητα διαπερνά το πολιτικό σκηνικό που δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι οι ηγέτες της Ευρώπης πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα με τις διάφορες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στον τομέα της οικονομικής πολιτικής και στα θέματα ασφαλείας.

Όπως φανερώνουν τα γεγονότα στη Σουηδία και στην Πορτογαλία, κατακερματισμένα κοινοβούλια συχνά δημιουργούν αβεβαιότητα για το πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση μετά από ένα ασαφές εκλογικό αποτέλεσμα. Επίσης, θέτουν το ζήτημα για το πώς μια κυβέρνηση συνεργασίας ή μειοψηφίας μπορεί να παραμείνει σταθερή, ώστε να ολοκληρώσει μια πλήρη θητεία».

Εάν ανέβει στην εξουσία, η πορτογαλική Αριστερά θα έχει μια ανώμαλη διαδρομή μπροστά της. Το PS θα δρα ως ο εκφραστής της αστικής τάξης μέσα σε μια κυβέρνηση στηριζόμενη από την Αριστερά και θα προσπαθήσει να σταματήσει κάθε κίνηση τερματισμού της λιτότητας και την πραγματοποίηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Όταν αυτό συμβεί, το BE και το PCP θα πρέπει να δείξουν ότι το PS αποτελεί κομμάτι του προβλήματος και όχι της λύσης του και θα πρέπει να είναι έτοιμοι να διαλύσουν τη συμμαχία, όποτε αυτό γίνει απαραίτητο. Η αστάθεια της επόμενης περιόδου μπορεί να οδηγήσει σε μια απότομη επιτάχυνση της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης των πορτογαλικών μαζών. Για το λόγο αυτό, οι ηγεσίες του BE και του PCP πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να εξηγήσουν ότι η μόνη διέξοδος για τη χώρα αποτελούν οι σοσιαλιστικές πολιτικές και μια ριζοσπαστική ρήξη με την τρόικα και την άρχουσα τάξη.

Ρούι Μπαρμπόσα και Αρτούρο Ροντρίγκεζ

Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com
Νίνα Χρήστου, Φοίβος Σκαρπέλος, Ιωσήφ Σπάρταλης, Γιάννης Νικολάκης, Κατερίνα Καλαμπόγια, Γιώργος Διακογεωργίου

Επιμέλεια: Νίκος Σέντης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα