Συνδικάτα, κομμουνισμός και γραφειοκρατία
Τα συνδικάτα, ειδικά σε συνθήκες μη επαναστατικής ή προεπαναστατικής κατάστασης στην κοινωνία όπως οι παρούσες, έχουν σπουδαία σημασία για το εργατικό κίνημα. Έχουν δημιουργηθεί από την εργατική τάξη ως τα στοιχειώδη εργαλεία έκφρασης του συλλογικού της αγώνα για οικονομικές διεκδικήσεις και δικαιώματα στους χώρους δουλειάς, αλλά επίσης ταυτόχρονα, αντικειμενικά αποτελούν όργανα συλλογικής εκπαίδευσης των εργατών για τα ιστορικά τους καθήκοντα, κύτταρα μιας νέας κοινωνίας μέσα στην παλιά.
Το κεντρικό ιστορικό καθήκον των κομμουνιστών, ως το πιο πρωτοπόρο πολιτικά, επαναστατικό τμήμα του προλεταριάτου, είναι, μέσα από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή τους στα συνδικάτα, να τα κερδίσουν στην επαναστατική πάλη για τον σοσιαλισμό. Να τα κάνουν ισχυρά οχυρά της προλεταριακής επανάστασης και να τα προετοιμάσουν για το μελλοντικό καθήκον να αποτελέσουν το κύριο στήριγμα της νέας οργάνωσης της οικονομικής ζωής στον σοσιαλισμό, ως ενώσεις παραγωγής, οι οποίες θα πληροφορούν τις εργαζόμενες μάζες για τις εκάστοτε παραγωγικές ανάγκες, θα προτείνουν τους πιο έμπειρους και καταρτισμένους εργάτες για τις ηγετικές θέσεις στη διοίκηση της παραγωγής, θα ελέγχουν τη δουλειά των ειδικευμένων τεχνικών, και μαζί με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους της εργατικής εξουσίας, θα καταρτίζουν δημοκρατικά, αλλά και θα εκτελούν, το συνολικό, κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης.
Τα συνδικάτα, ως κύτταρα της νέας κοινωνίας μέσα στην παλιά, υπόκεινται σε όλων των ειδών τις πιέσεις από την αστική κοινωνία, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους οικονομικής άνθισης του καπιταλισμού, καθώς και στις φάσεις που μεσολαβούν από μεγάλες ήττες του εργατικού κινήματος. Το κοινό αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων είναι η γραφειοκρατικοποίηση, το πέρασμα του ελέγχου των συνδικάτων από τη βάση, στα χέρια μιας καριερίστικης εργατικής γραφειοκρατίας-αριστοκρατίας, η οποία συγκεντρώνει μικρότερα ή μεγαλύτερα υλικά προνόμια στα χέρια της και διαβιεί αποξενωμένη από τη ζωή και τα καθημερινά προβλήματα των εργατών.
Σε χώρες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής Δύσης όπως η Ελλάδα, σε ειρηνικές κοινωνικά περιόδους, τα συνδικάτα στελεχώνονται κυρίως από τους ειδικευμένους και καλύτερα αμειβόμενους εργάτες. Η πολιτική αντίληψη αυτής της κατηγορίας εργατών είναι περιορισμένη, λόγω της συντεχνιακής στενότητας που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία της. Σε τέτοιες περιόδους και με αυτή τη σύνθεση, τα συνδικάτα είναι ευκολότερο να ελεγχθούν από τη γραφειοκρατία, και υπό την καθοδήγησή της έχουν την τάση να εγκαταλείπουν τον αγώνα ενάντια στα αφεντικά, επιδιώκοντας τη διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης», με συμφωνίες με τους καπιταλιστές, με οποιοδήποτε κόστος.
Στο κείμενό του με τίτλο «Τα συνδικάτα στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής» (1940), ο Τρότσκι εξήγησε ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα τα συνδικάτα έχουν μια κοινή τάση εκφυλιστικής εξέλιξης σε όλον τον κόσμο. Αυτή είναι η προσέγγιση και συγχώνευσή τους με την κρατική εξουσία. Η εξελικτική αυτή διαδικασία, όπως τόνιζε ο Τρότσκι, ισχύει για όλα τα συνδικάτα, για τα «ουδέτερα», τα σοσιαλδημοκρατικά, τα σταλινικά και τα «αναρχικά». Τόνισε ότι αυτή η τάση για «συγχώνευση» με το αστικό κράτος, δεν είναι συνυφασμένη με τούτη ή την άλλη θεωρία, αλλά πηγάζει από τις κοινωνικές συνθήκες του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλισμού, οι οποίες είναι κοινές για όλα τα συνδικάτα. Γεννιέται από την απόσταση που χωρίζει την εργατική αριστοκρατία από τις πλατιές εργατικές μάζες, και από την ανάγκη της να εξασφαλίζει μικροπαραχωρήσεις για να εδραιώνεται σαν εργατική αριστοκρατία, ανάγκη που την ωθεί να βρει προστασία στην αγκαλιά του αστικού κράτους. Αλλά μέσω αυτού, πρακτικά συνδέεται με τις κλίκες που διοικούν τα μεγάλα καπιταλιστικά μονοπώλια και ελέγχουν το κράτος.
Όμως στις περιόδους που εκδηλώνεται η καπιταλιστική κρίση, η κατάσταση στα συνδικάτα τείνει να αλλάζει. Πάνω στη βάση της εξάπλωσης των συμπτωμάτων της κρίσης με το χτύπημα του εργατικού εισοδήματος και τη γενική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, οι πλατιές μάζες του προλεταριάτου τείνουν να στρέφονται στα συνδικάτα προσδοκώντας να τα χρησιμοποιήσουν σαν όπλο για να αλλάξουν τη ζωή τους.
Στο έδαφος της εκδήλωσης της κρίσης, οι παλιές αυξήσεις μισθών και κάθε άλλη παραχώρηση που κατακτήθηκε με τον οικονομικό αγώνα του ενός ή του άλλου τμήματος της εργατικής τάξης, εξανεμίζονται και η πάλη των εργατών μέσα από τα συνδικάτα τείνει να παίρνει το χαρακτήρα επαναστατικής πάλης, πάλης για την ανατροπή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Οι πλατιές εργατικές μάζες αναγκάζουν τα συνδικάτα να οργανώσουν μαζικές απεργίες που διακόπτουν διαρκώς τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και υπονομεύουν την καπιταλιστική οικονομία. Έτσι, τα συνδικάτα, που σε ειρηνικές περιόδους επηρέαζαν τις εργατικές μάζες προς την κατεύθυνση της υπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, πλέον γίνονται όργανα για την ανατροπή της.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στο αντιμνημονιακό κίνημα
Κατά την περίοδο 2009-2016 παρακολουθήσαμε στην Ελλάδα της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης στοιχεία αυτής της γενικής διαδικασίας. Τα γραφειοκρατικοποιημένα μαζικά εργατικά συνδικάτα, από την πρώτη στιγμή της επίθεσης του κεφαλαίου έγιναν βασικό σημείο αναφοράς στον αγώνα των εργατικών μαζών ενάντια στα Μνημόνια. Μπορεί να μην είχαμε μια αύξηση των οργανωμένων μελών στα συνδικάτα, όμως είδαμε την ενεργοποίηση δεκάδων χιλιάδων ανενεργών μελών. Ως αποτέλεσμα του αναβρασμού και της μαχητικής διάθεσης που κυριάρχησε στις εργατικές μάζες, η επανενεργοποιημένη βάση των συνδικάτων πίεσε τις ηγεσίες να αναλάβουν δράση και τα καλέσματα δράσης των συνδικάτων είχαν μαζική απήχηση.
Ως (διαστρεβλωμένο) αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, στα συνδικάτα συντελέστηκε μια μικρή στροφή στ’ αριστερά, στο πλαίσιο της οποίας οι αριστερές και επικαλούμενες τον κομμουνισμό συνδικαλιστικές δυνάμεις ανέπτυξαν λίγο την επιρροή τους, ιδιαίτερα σε 2 συνδικαλιστικά κέντρα – κλειδιά για το ελληνικό εργατικό κίνημα, στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας (Ε.Κ.Α) και τη συνομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων, την ΑΔΕΔΥ.
Όμως, όπως έχουμε εξηγήσει, η κινητοποίηση των εργατικών μαζών που εκφράστηκε με πάνω από 40 γενικές απεργίες, ορισμένες από τις οποίες ήταν πολύ μαχητικές και πραγματικά μαζικές, καθώς και η ριζοσπαστικοποίηση της βάσης των συνδικάτων, κατασπαταλήθηκε από τις γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Οι σοσιαλδημοκράτες γραφειοκράτες σε μπλοκ με τις δυνάμεις του αστικού πολιτικού στρατοπέδου στα συνδικάτα, με επίκεντρο την πλειοψηφία του Δ.Σ της ΓΣΕΕ, αφού συνειδητά εκτόνωσαν το κίνημα με επαναλαμβανόμενες αποσπασματικές, απροετοίμαστες και χωρίς κλιμάκωση 24ωρες απεργίες, έφτασαν στις ημέρες του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού 2015 να επιχειρήσουν ανοικτά να συμφιλιώσουν τα συνδικάτα με την αστική τάξη, παίρνοντας επίσημα θέση στο αντιδραστικό μπλοκ του «Ναι».
Οι σταλινικοί γραφειοκράτες του ΠΑΜΕ, από τη δική τους πλευρά, παρά την υπερεπαναστατική, «ταξική» τους φλυαρία, στην πράξη έγιναν «ουρά» της πλειοψηφίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και αποδείχθηκαν απρόθυμοι και ανίκανοι να δείξουν έναν διαφορετικό, επαναστατικό δρόμο στις μάζες. Έτσι, οδηγηθήκαμε φυσιολογικά στην πλήρη παράλυση των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος από τον Φεβρουάριο του 2016 και μετά.
Όπως εξηγήσαμε στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου του 2018, η συνδικαλιστική Αριστερά αμέσως μετά την ήττα του 2015 θα έπρεπε να διεξάγει μια καμπάνια υπομονετικής εξήγησης των αιτιών της ήττας μέσα στο εργατικό κίνημα, επιδιώκοντας για το σκοπό αυτό τη διεξαγωγή μιας πλατιάς συζήτησης στα συνδικάτα με κατάληξη ένα δημοκρατικό συνέδριο ίδρυσης μιας ενιαίας Γενικής Συνομοσπονδίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα για την εκλογή μιας νέας, μαχητικής μη γραφειοκρατικής ηγεσίας. Με μια τέτοια καμπάνια η συνδικαλιστική Αριστερά θα μπορούσε να κρατήσει ένα στρώμα των αγωνιστών του κινήματος μακριά από τον κυνισμό και την απογοήτευση και να προετοιμάσει τη γρηγορότερη δυνατή επιστροφή των εργατικών μαζών στον αγώνα.
Η απουσία από την πλευρά της συνδικαλιστικής Αριστεράς αυτής της αναγκαίας τακτικής – που μόνο εμείς από όλες τις τάσεις και τις συλλογικότητες που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού υποστηρίξαμε στο εργατικό κίνημα – εδραίωσε την παράλυση του κινήματος, αλλά και τον ρόλο της γραφειοκρατίας μέσα στα συνδικάτα.
Η πραγματική βάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας
Η κυριαρχία της γραφειοκρατίας στα συνδικάτα έχει μια ισχυρή πραγματική βάση. Αυτή καθορίζεται από την ύπαρξη μιας σειράς προνομίων εξαγοράς συνείδησης για τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές και άλλων υλικών παραγόντων που τους ευνοούν, αλλά και από το γεγονός της παρατεταμένης μη ενεργής συμμετοχής των απλών εργατών στα συνδικάτα, η οποία είναι με τη σειρά της το αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τον προχωρημένο εκφυλισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και από τις απανωτές ήττες στις οποίες οδήγησε το εργατικό κίνημα τα τελευταία 23 χρόνια (τελευταίο νικηφόρο ορόσημο ήταν η απόσυρση μετά από μεγάλες γενικές απεργίες του αντεργατικού «Νόμου Γιαννίτση» για το ασφαλιστικό από την κυβέρνηση Σημίτη την άνοιξη του 2001).
Έτσι, στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι που ήταν εγγεγραμμένοι στα συνδικάτα (σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλίο «Το εργατικό ζήτημα – Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και η συνδικαλιστική της εκπροσώπηση». Δ. Κατσορίδας 2020) το 2013, δηλαδή στο ανώτερο σημείο της κίνησης των εργατικών μαζών προς τα συνδικάτα αποτελούσαν μόνο το 21,3% του συνόλου των μισθωτών εργατών του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο αυτό είναι μόνο το ποσοστό των ψηφισάντων για το συνέδριο της ΓΣΕΕ και όχι εκείνο των πραγματικών, ενεργών μελών στα συνδικάτα που είναι πολύ χαμηλότερο.
Σήμερα, μετά από τις σοβαρές περαιτέρω ήττες που ακολούθησαν από εκείνο το χρονικό σημείο μέτρησης, αυτό το ποσοστό (το οποίο από τους ερευνητές ονομάζεται «συνδικαλιστική πυκνότητα») βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι έχει μειωθεί περισσότερο. Αυτό αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα που εξηγεί την παρατεταμένη εδραίωση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και το γιατί, ενώ στις πλατιές εργατικές μάζες το ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα σχεδόν ανυπόληπτο, στα συνδικάτα μέσω της συνδικαλιστικής του παράταξης έχει μια ισχυρή θέση, στο κέντρο της γραφειοκρατικής συνδικαλιστικής ηγεσίας.
Επιπλέον, η πλειονότητα των έτσι κι αλλιώς λίγων ενεργών μελών των συνδικάτων στον ιδιωτικό τομέα, εργάζεται στις πρώην κρατικές ΔΕΚΟ και τις τράπεζες. Εκεί, λόγω της ριζωμένης διαπλοκής με την αστική πολιτική εξουσία και με όπλο τις ρουσφετολογικές τους τακτικές, κυριαρχούν ακόμα οι παρατάξεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα οι μεγαλύτεροι κλάδοι, στους οποίους απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων, δηλαδή αυτός του εμπορίου και παροχής υπηρεσιών και των τροφίμων-επισιτισμού, εμφανίζουν τη χαμηλότερη «συνδικαλιστική πυκνότητα». Ειδικά για τους εργαζόμενους που εργάζονται με «ελαστικές» σχέσεις εργασίας ουσιαστικά, δεν υπάρχουν συνδικάτα, με εξαίρεση ορισμένα επιχειρησιακά ή κλαδικά σωματεία. Αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την κατάσταση έχει παίξει και η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που επιβλήθηκε με τα Μνημόνια.
Ασφαλώς, έναν ορισμένο ρόλο στη «χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα» στον ιδιωτικό τομέα διαδραματίζει το αντικειμενικό γεγονός της επιβίωσης στην ελληνική οικονομία μια μεγάλης ποσότητας μικρών επιχειρήσεων, το οποίο άλλωστε συνιστά και στοιχείο της σχετικής καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού σε σύγκριση με την υπόλοιπη αναπτυγμένη καπιταλιστική Δύση. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των μισθωτών εργάζεται στις λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου συχνά υπάρχει προσωπική σχέση επαφής με τον εργοδότη ο οποίος συχνά επίσης εργάζεται στην επιχείρηση, δημιουργεί έναν μεγάλο κατακερματισμό και μειωμένη διάθεση συμμετοχής στα συνδικάτα (μέρος του προβλήματος είναι και η κρατική νομοθεσία η οποία απαγορεύει τη σύσταση σωματείου σε επιχειρήσεις μικρού μεγέθους).
Ωστόσο, ο αυξημένος κατακερματισμός σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι μόνο ένα σχετικό και όχι απόλυτο αντικειμενικό εμπόδιο για τη συμμετοχή στα συνδικάτα. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα της χαμηλής «συνδικαλιστικής πυκνότητας» είναι βασικά πρόβλημα για το οποίο ευθύνεται ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, και όχι αυτό το αντικειμενικό εμπόδιο, το οποίο μέσα από ειδικές, δραστήριες συνδικαλιστικές εκστρατείες θα μπορούσε να έχει μετριαστεί αποφασιστικά.
Ένα ισχυρό νήμα προνομίων συνέδεσε και συνδέει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία με το αστικό κράτος και τον καπιταλισμό. Ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες 1980, 1990 και 2000 είχαμε τη συμμετοχή πολλών συνδικαλιστικών στελεχών σε εκατοντάδες επιτροπές και σε δεκάδες διοικητικά συμβούλια τραπεζών, θυγατρικών, ΔΕΚΟ και άλλων οργανισμών. Αυτό συνέβαλε καθοριστικά στον σχηματισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ως ιδιαίτερης ομάδας, αποσπασμένης από τις ανάγκες της εργατικής τάξης και ενσωματωμένης στους κρατικούς μηχανισμούς διαχείρισης, με τα ιδιαίτερα δικά της συμφέροντα.
Για να κατανοήσουμε γιατί ακριβώς μιλάμε είναι ανάγκη να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα. Η κρατικά εγγυημένη χρηματοδότηση της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ από τις εισφορές των εργαζομένων για την «Εργατική Εστία», σε συνδυασμό με ποικίλες κρατικές χρηματοδοτήσεις από κονδύλια της Ε.Ε με πρόσχημα διάφορους σκοπούς, είναι δείγματα τέτοιων προνομίων.
Επίσης, στη ΔΕΗ οι εκπρόσωποι των συνδικάτων αμείβονταν με 5 ευρώ για την εξέταση κάθε αίτησης υποψηφίου προς πρόσληψη στην επιχείρηση (βλ. Χριστίνας Κοψίνη-Γ. Κιμπουρόπουλου, «Όταν ο συνδικαλισμός γίνεται εξουσία», Καθημερινή, 2/2/ 2003). Παλιότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΜΕ-ΟΤΕ εισέπρατταν ως αποζημίωση 150.000 δραχμές το μήνα, ενώ ο πρόεδρος και ο γραμματέας 200.000 δρχ. Επίσης, συνδικαλιστές της ΠΟΣΠ-ΕΡΤ πληρώνονταν με μισθό διευθυντή (βλ. Πριν, 28/4/2002, σελ. 7). Οι συνδικαλιστές που αποτελούσαν το Δ.Σ. του Πανελλήνιου Συλλόγου Υπαλλήλων Προσωπικού ΟΤΕ αποφάσισαν ότι ο πρόεδρος του Δ.Σ. θα παίρνει μισθό και από το σωματείο, όσο και το επίδομα ευθύνης διευθυντή του ΟΤΕ και ο γενικός γραμματέας μισθό όσο το επίδομα ευθύνης του υποδιευθυντή κ.ο.κ., ενώ τα μέλη του Δ.Σ. για κάθε συνεδρίαση λάμβαναν 50.000 δρχ, ενώ επίσης πρόσθετες αμοιβές λάμβαναν για τη συμμετοχή σε περιφερειακές συσκέψεις, συμβούλια, ημερίδες του ΟΤΕ, και όλα αυτά πρόσθετα στον μισθό τους! Τέλος, το 1997 είχε υπογραφεί μια σύμβαση ανάμεσα στην ΟΤΟΕ και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, η οποία περιλάμβανε προαγωγές συνδικαλιστών κατ’ επιλογήν, δημιουργία ειδικών θέσεων που να τις καλύπτουν οι συνδικαλιστές μέχρι ακόμη και του βαθμού του διευθυντή, «επιδόματα ευθύνης», και συντάξεις σε βαθμό διευθυντή, υποδιευθυντή κ.λπ. (βλ. «Οδός Ευπόλιδος», Φλεβάρης-Απρίλης 2002, σελ. 4-5).
Οι γραφειοκράτες των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ έχουν αναδειχθεί ιστορικά σε πρωταγωνιστές της γραφειοκρατικοποίησης των συνδικάτων στη Μεταπολίτευση. Μέρος της δράσης τους είναι οι μέθοδοι νόθευσης και παραβίασης της εσωτερικής δημοκρατίας στα συνδικάτα, μέσα από την δημιουργία σωματείων-σφραγίδες, με μέλη-φαντάσματα που εμφανίζονται μόνο και μόνο για να ψηφίσουν και να στείλουν δεξιούς και ρεφορμιστές γραφειοκράτες στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα ή έστω με υπαρκτά σωματεία που όμως έχουν χιλιάδες ανενεργά μέλη, τα οποία μόνο ψηφίζουν. Επίσης, στηρίγματα αυτών των γραφειοκρατών είναι ορισμένα συνδικάτα που ελέγχονται απευθείας από τους εργοδότες. Τέλος, στον θλιβερό κατάλογο πρέπει να προστεθούν και οι «εν ψυχρώ» νοθείες εκλογικών αποτελεσμάτων με περιφερόμενες κάλπες ή άλλες λαθροχειρίες για αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Ωστόσο, τα σταλινικά ηγετικά στελέχη του ΠΑΜΕ, ενώ επιχειρούν να αυτοπροβληθούν ως οι «ταξικές δυνάμεις» που αγωνίζονται ενάντια σε αυτές τις μεθόδους, στην πράξη τις μιμούνται, εν μέρει, αλλά συστηματικά. Την ώρα που επαναλαμβανόμενα για πάνω από 20 χρόνια διασπούν το εργατικό κίνημα με απαράδεκτες χωριστές απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες, ακόμα και με χωριστές «γενικές απεργίες», οι οποίες είναι απλώς παρελάσεις μελών και υποστηρικτών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, συντηρούν τα δικά τους διασπαστικά σωματεία ή «σωματεία-φαντάσματα», και προσπαθούν να ανεβάσουν τα ποσοστά τους χρησιμοποιώντας τα επιπλέον εγγεγραμμένα ψεύτικα μέλη στα συνδικάτα που ελέγχουν, και κάποιες φορές εγγράφουν ακόμα και φοιτητές, αγρότες και συνταξιούχους. Στα σωματεία που ελέγχουν, επίσης σαν γνήσιοι σταλινικοί, ορισμένες φορές προπηλακίζουν, τραμπουκίζουν και αποκλείουν μέλη άλλων αριστερών και κομμουνιστικών οργανώσεων.
Αυτές οι σταλινικές μέθοδοι δυσφημούν τον κομμουνισμό στο εργατικό κίνημα και αποτελούν μέρος της εξήγησης για τη διαρκή αδυναμία των σταλινικών να αλλάξουν αποφασιστικά τους συσχετισμούς στα συνδικάτα. Αρκούν όμως για να κατατάξουν αντικειμενικά τους σταλινικούς ηγέτες στις τάξεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ως ένα ιδιαίτερο τμήμα της, ελάχιστα συνδεδεμένο με το αστικό κράτος σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα της, αλλά πολύ υπονομευτικό για την εσωτερική δημοκρατία, την ενότητα και την προοπτική των συνδικάτων.
Το βασικό πρόβλημα τον συνδικάτων σήμερα είναι η γραφειοκρατία, και ο ρόλος και οι τακτικές των ηγεσιών που προέρχονται από τους κόλπους της. Είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε αυτό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι διάφορες οπορτουνιστικές και αριστερίστικες δυνάμεις που δρουν στα συνδικάτα, έχουν ως κοινό τους γνώρισμα, άμεσα ή έμμεσα, να ενοχοποιούν τους ίδιους τους εργάτες για τα προβλήματα των συνδικάτων και να υποστηρίζουν ότι τα πρόβλημα των συνδικάτων, και συνεπώς και η γραφειοκρατικοποίησή τους, είναι «οργανωτικό», είναι πρόβλημα οργανωτικής πολυδιάσπασης (επικάλυψη επιχειρησιακών σωματείων και κλαδικών, διαφορετικά κλαδικά σωματεία στον ίδιο κλάδο κ.λπ), κρύβοντας όμως ότι πίσω από αυτήν είναι τις περισσότερες φορές η απόπειρα των διαφόρων μερίδων της γραφειοκρατίας να ελέγξουν τεχνητά τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα. Άλλωστε, και στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών συνδικάτων, όπου υπάρχει μια πολύ απλή δομή, στη βάση συνδικάτων κλαδικού χαρακτήρα, με αντίστοιχες επιτροπές ανά επιχείρηση, οι οποίες συγκροτούν τις εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι εξίσου (και μάλλον περισσότερο) ισχυρή και εδραιωμένη.
Ο σημερινός συσχετισμός στα συνδικάτα
Αναλυτικά, ο σημερινός συσχετισμός δύναμης στα πιο μεγάλα και κρίσιμα για την πορεία του εργατικού κινήματος συνδικάτα, στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), στην Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) και στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας (ΕΚΑ), είναι ο ακόλουθος.
Στη ΓΣΕΕ τα αποτελέσματα του 38ου Συνεδρίου που έγινε τον Μάρτιο του 2023 (το 37ο είχε γίνει το 2020) η ΠΑΣΚΕ ήρθε πρώτη, αφού ανέβηκε από 38,57% στο 40,73% και ανέβασε τις θέσεις της στο ΔΣ από 17 σε 19. Η ΔΑΣ (ΠΑΜΕ) ήρθε δεύτερη, ανέβηκε στο 22,98% από 19,58% και ανέβασε τις θέσεις σε 11 από 9. Η ΔΑΚΕ (ΝΔ) έπεσε από το 23,14% στο 19,06% και από τις 11 θέσεις έπεσε στις 9. Επίσης, η παλιά αριστερή διάσπαση της ΠΑΣΚΕ και νυν φιλο-ΣΥΡΙΖΑ, ΕΜΕΙΣ-ΑΡΚΙ (Φωτόπουλος) διατήρησε τις δυνάμεις της με 6,53% και 3 έδρες, η διάσπαση της ΔΑΚΕ Ενότητα έπεσε από το 4,15% στο 3,66% και στη 1 έδρα, η ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ, Βασιλόπουλος) έλαβε 6,01% από 5,04% και 2 έδρες, και οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, Αγωνιστική Ταξική Ενότητα (ΝΑΡ) και Μάχη (ΛΑΕ-ΜεΡΑ25) έλαβαν από 0,78% και 0,26% αντίστοιχα χωρίς να λάβουν έδρα.
Στην ΑΔΕΔΥ, στο 38ο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2022 (το 37ο είχε γίνει το 2019) η ΔΑΚΕ (ΝΔ) ήρθε πρώτη με 23,4% (από 25,3%) και 20 έδρες (από 22 έδρες). Δεύτερη ήρθε η ΔΑΣ (ΠΑΜΕ) με 21,3% (από 18,6%) και κατέλαβε 18 έδρες (από 16 έδρες). Η ΠΑΣΚΕ έλαβε 18,6% (από 19%) και 16 έδρες (από 16 έδρες). Η ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ, Βασιλόπουλος) έλαβε 15,4%(από 14,2%) και 13 έδρες (από 12 έδρες). Η «Συνδικαλιστική Ανατροπή» (αριστερή διάσπαση ΠΑΣΚΕ και φιλοΣΥΡΙΖΑ) έλαβε 10,8% (από 8,9%) και 9 έδρες (από 8 έδρες). Οι «Παρεμβάσεις» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) έλαβαν 7,5% (από 8,9%) και 6 έδρες και (7 έδρες). Το ΜΕΤΑ (ΛΑΕ-ΜέΡΑ25) 3% (από 4,8%) και 3 έδρες (από 4 έδρες).
Τέλος, στο 32ο Συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας τον Φλεβάρη του 2023 (το 31ο πραγματοποιήθηκε το 2020) είχαμε τα εξής αποτελέσματα: 1η ΔΑΣ (ΠΑΜΕ) 31,39% (από 28,70%) έλαβε 9 έδρες στο ΔΣ (από 9 έδρες). 2η ΠΑΣΚΕ 19,46% (από 19,47%) 6 έδρες (από 6). 3η ΔΑΚΕ 12,27% (από 13,48%) και 4 έδρες και (4 έδρες). Η ΕΝΟΤΗΤΑ (διάσπαση ΔΑΚΕ) πήρε 12,35% (από 12,73%) και 4 έδρες (από 4 έδρες). Στο προηγούμενο συνέδριο η ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ, Βασιλόπουλος) και το ΕΜΕΙΣ-ΑΡΚΙ (αριστερή διάσπαση της ΠΑΣΚΕ, φιλοΣΥΡΙΖΑ) είχαν κοινό ψηφοδέλτιο και είχαν πάρει 238 ψήφους, 6 έδρες και ποσοστό 19,8%. Στο 32ο συνέδριο η ΕΑΚ 9,22% και 3 έδρες, ενώ η παράταξη ΕΜΕΙΣ-ΑΡΚΙ συγκέντρωσε 9,31% και 3 έδρες. Οι παρατάξεις ΑΤΕ (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και «ΜΑΧΗ» (ΛΑΕ) κατέβασαν κοινό ψηφοδέλτιο και πήραν 5,75% και 2 έδρες. Στο προηγούμενο συνέδριο η ΑΤΕ είχε 4,24%, και 2 έδρες, ενώ η τότε προσκείμενη παράταξη στη ΛΑΕ (λεγόταν «Ρεσάλτο») 1,25% και δεν είχε έδρα.
Με μια προσεκτική ματιά στους παραπάνω συσχετισμούς, και συγκρίνοντάς τους με τα ποσοστά που είχαν λάβει οι βασικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, όχι μόνο στο προηγούμενο συνέδριο, αλλά πριν από 10 χρόνια, διαπιστώνουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του συσχετισμού είναι η διατήρηση της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ (μαζί με τη διάσπασή της) στη θέση της πλειοψηφίας ή γενικότερα σε μια πολύ ισχυρή θέση στην ηγεσία αυτών των μεγάλων συνδικάτων. Μάλιστα σε σύγκριση με πριν από 10 χρόνια, η ΠΑΣΚΕ έχει ανέβει σχεδόν κατά 4 μονάδες και στη ΓΣΕΕ και στο ΕΚΑ, ενώ η ΔΑΚΕ μαζί με τη διάσπασή της, έχει ακριβώς τις ίδιες δυνάμεις στη ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ, και σχεδόν τις ίδιες στην ΑΔΕΔΥ.
Το ΠΑΜΕ, σε αντίθεση με τις μονότονα πανηγυρικές ανακοινώσεις που εκδίδει η ηγεσία του μετά από κάθε συνέδριο, αν λάβουμε υπόψη τα ποσοστά που είχε 10 χρόνια πριν, διαπιστώνουμε ότι έχει μια πολύ αργή ανάπτυξη της επιρροής του στο ΕΚΑ, στο οποίο είναι πρώτη δύναμη εδώ και 10 χρόνια, καθώς σε σύγκριση με το 2013 ανέβηκε μόλις κατά 3,34 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, είχε μια μέτρια αύξηση (αν λάβει κανείς υπόψη τις τεράστιες μειώσεις που υπέστησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι από τα μνημόνια) κατά 8,1 μονάδες στην ΑΔΕΔΥ. Όμως στη ΓΣΕΕ, όπου συγκεντρώνεται η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης, είχε μέσα σε μια δεκαετία άνοδο μόλις κατά 0,76%.
Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες είναι παντού διασπασμένες, έχουν τα ίδια σχετικά χαμηλά ποσοστά εδώ και μία δεκαετία, ενώ οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στη ΓΣΕΕ συνεχίζουν να είναι ανύπαρκτες, στην ΑΔΕΔΥ παρά το αξιοσημείωτο ποσοστό τους έχουν χάσει 4 μονάδες σε σχέση με 10 χρόνια πριν, ενώ στο ΕΚΑ μέσα σε 10 χρόνια κέρδισαν μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα.
Συμπερασματικά, οφείλουμε να πούμε ότι αυτός ο συσχετισμός δύναμης δεν αντανακλά τις σημερινές διαθέσεις της εργατικής τάξης. Αντανακλά πάνω απ’ όλα τις επιπτώσεις των ηττών, τη χρόνια γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων, καθώς και την απουσία της ενεργής συμμετοχής των εργατικών μαζών στο εσωτερικό τους και κυρίως της μεγάλης μάζας της εργαζόμενης νεολαίας, αυτού του ασυμφιλίωτου εχθρού της γραφειοκρατικής ρουτίνας, από τα συνδικάτα. Ωστόσο, αποτυπώνουν σε έναν σημαντικό βαθμό και την πλήρη ανικανότητα των ηγεσιών των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς, και ιδιαίτερα της ισχυρότερης, του ΠΑΜΕ, η οποία, παρά τα τόσα μεγάλα κινήματα της εργατικής τάξης τα τελευταία 15 χρόνια, απέτυχε να αλλάξει αποφασιστικά τους συσχετισμούς σε βάρος των συνδικαλιστικών δυνάμεων που δηλώνουν πίστη στον καπιταλισμό και το αστικό καθεστώς.
Οι προοπτικές του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων
Το τεράστιο εμπόδιο της γραφειοκρατίας στα συνδικάτα, θα τείνει να γίνει «θρύψαλα» όταν οι εργατικές μάζες κινητοποιηθούν και εισέλθουν αποφασιστικά στο προσκήνιο, όπως υποχωρεί το κάθε τι μπροστά στο πέρασμα της λάβας που ρέει μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη. Και δεν εννοούμε φυσικά τις αποσπασματικές, εκτονωτικές 24ωρες γενικές απεργίες (κατά μία έννοια και «απεργοσπαστικές», αφού υπονομεύουν αυτή τη μέθοδο πάλης στα μάτια των εργατικών μαζών), οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις γενικές, αφού σε αυτές στην καλύτερη περίπτωση κινητοποιούνται σχετικά μαζικά μόνο τα τμήματα εργαζόμενων του στενού και ευρύτερου κρατικού τομέα.
Εννοούμε τις μαζικές ταξικές μάχες που θα έρθουν αναπόφευκτα τα επόμενα χρόνια, σε τελική ανάλυση ως αποτέλεσμα της βαθιάς ιστορικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, και εντός του πλαισίου αυτής, και ως αποτέλεσμα της πλήρους αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού να αποφύγει μια επερχόμενη βαθιά ύφεση.
Αυτές οι μεγάλες μάχες του εργατικού κινήματος, εκκινώντας από τα καυτά προβλήματα της εργατικής τάξης, τους χαμηλούς μισθούς, την ακρίβεια και την ανεργία, θα τείνουν αναπόφευκτα να λάβουν πολιτικό χαρακτήρα, θέτοντας σε κάποιο στάδιο το ζήτημα της εξουσίας. Και αναπόφευκτα, θα οδηγήσουν σε σοβαρές αλλαγές στους συσχετισμούς προς τ’ αριστερά, σε βάρος των γραφειοκρατικών και καθεστωτικών δυνάμεων.
Τα συνδικάτα, παρά τον ιστορικό κλονισμό της σχέσης τους με τις εργατικές μάζες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, εξαιτίας του προχωρημένου γραφειοκρατικού τους εκφυλισμού και των απανωτών ηττών των προηγούμενων δεκαετιών, και επίσης παρά και ενάντια στους αντισυνδικαλιστικούς νόμους της τελευταίας 7ετίας, αποτελώντας τη στοιχειώδη μορφή οργάνωσης για το ξεπέρασμα του κατακερματισμού των εργατών, αναπόφευκτα θα τείνουν να ξαναμπούν στο επίκεντρο της προσοχής των εργατικών μαζών και να αναγεννηθούν.
Η εργατική τάξη συνεχίζει να διαθέτει 2 μαζικές συνομοσπονδίες σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ με πάνω από 700.000 συνολικά εγγεγραμμένα μέλη (σχεδόν 400 χιλιάδες στη ΓΣΕΕ και σχεδόν 300.000 στην ΑΔΕΔΥ), 80 Εργατικά Κέντρα με 69 κλαδικές ομοσπονδίες στον ιδιωτικό τομέα, 50 Ομοσπονδίες εργαζόμενων στο κράτος και εκατοντάδες πρωτοβάθμια σωματεία. Καθώς λοιπόν, οι εργατικές μάζες αφυπνίζονται και ξαναμπαίνουν στο προσκήνιο, με κύριο μοχλό τη νέα γενιά εργατών, αυτή η πανίσχυρη οργανωμένη δύναμη θα ξανατεθεί σε κίνηση, δημιουργώντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να παραμεριστεί η γραφειοκρατία.
Το «εργαλείο» της Ιστορίας γι’ αυτές τις αλλαγές θα είναι αναμφίβολα η νέα γενιά εργατών. Ήδη σε όλες τις κινητοποιήσεις της νέας φάσης του εργατικού κινήματος τα τελευταία 3,5 χρόνια, την πιο δραστήρια και μαχητική συμμετοχή την είχε η νεότερη γενιά της εργατικής τάξης. Παντού ήταν αυτή που έδινε τον τόνο, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τις μάχες των νέων λιμενεργατών στην COSCO για την εδραίωση του σωματείου τους και τις πρώτες συλλογικές τους κατακτήσεις, καθώς και τις σχετικά αραιές, αλλά πολύ μαζικές και δυναμικές απεργίες των εργαζόμενων δικυκλιστών («ντελιβεράδων»), με κορυφαία τη νικηφόρα απεργία στην e-food πριν από 3 χρόνια.
Πρόκειται για νέους εργαζόμενους που δεν πρόλαβαν να συμμετάσχουν ενεργά στους μαζικούς ταξικούς και πολιτικούς αγώνες της περιόδου 2009-2015 και δεν βίωσαν την κούραση και την απογοήτευση από την μεγάλη ήττα. Μπήκαν στους χώρους εργασίας με το υπερεκμεταλλευτικό καθεστώς που καθιερώθηκε από τα Μνημόνια και κάθε μέρα συνειδητοποιούν όλο και πιο πολύ, ότι αν δεν αγωνιστούν συλλογικά δεν πρόκειται να επιβιώσουν.
Με αυτή την ψυχολογία, η γενιά αυτή προσεγγίζει ξανά τα συνδικάτα και αντικειμενικά γίνεται ο φυσικός αντίπαλος της ρουτίνας και του συμβιβαστικού πνεύματος με το κεφάλαιο και το κράτος που εκφράζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή η νέα γενιά εργατών είναι το φυσικό μας ακροατήριο, το ακροατήριο του γνήσιου, δηλαδή επαναστατικού, αντισταλινικού και διεθνιστικού κομμουνισμού και οφείλουμε να την κερδίσουμε στις ιδέες μας! Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να λυθεί το κεντρικό πρόβλημα, το ζήτημα της ηγεσίας του εργατικού κινήματος, το οποίο ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε το πιο καθοριστικό ζήτημα στον αγώνα της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία, ανεξάρτητα από την εκάστοτε φάση του εργατικού κινήματος.
Οι διεργασίες στο φοιτητικό και το μαθητικό κίνημα
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε τις πολιτικές διεργασίες που συμβαίνουν στους νέους της Δημόσιας Εκπαίδευσης, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονται από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, για αρκετούς λόγους. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι: α) Τα κινήματά τους, το φοιτητικό και το μαθητικό κίνημα, στις κατάλληλες συνθήκες μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην ίδια την ταξική πάλη και τις πολιτικές εξελίξεις. β) Έχουν αποδειχθεί ιστορικά ένα εξαιρετικά ευαίσθητο βαρόμετρο για την κατεύθυνση της ταξικής πάλης. γ) Τα πιο πρωτοπόρα τους στοιχεία, είναι για τον κομμουνισμό μια αστείρευτη και διαχρονική πηγή στρατολόγησης αφοσιωμένων επαναστατικών στελεχών.
Τα δύο τελευταία χρόνια, χαρακτηρίστηκαν από έντονες ριζοσπαστικές διεργασίες στους κόλπους της μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας. Πρόκειται για νέους οι οποίοι διαμορφώνουν τη συνείδησή τους κάτω από τη βαριά σκιά της εκδήλωσης της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και την επίδραση των ελληνικών προϊόντων της, των βάρβαρων Μνημονίων και της διαρκούς υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας, καθώς και των πολέμων και της κλιματικής καταστροφής.
Καταρχάς, είχαμε τη συμμετοχή αυτών των νέων στο σύντομης διάρκειας, αλλά πολύ μαζικό, κίνημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023. Οι πιο ενθουσιώδεις και μαχητικές δυνάμεις αυτού του κινήματος προήλθαν από τους νέους της εκπαίδευσης, και κυρίως τους μαθητές. Αυτοί οι νέοι και οι νέες, είδαν στον άδικο χαμό δεκάδων συνομηλίκων τους, μια δολοφονική απόπειρα του κράτους και του συστήματος ενάντια στη γενιά τους. Αυτό τους έσπρωξε στον δρόμο κατά χιλιάδες και τους ριζοσπαστικοποίησε πολιτικά. Εκεί πήραν ένα πρώτο πολιτικό μάθημα για τον βρώμικο ρόλο των ηγεσιών των συνδικάτων και της Αριστεράς, οι οποίοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ξεφουσκώσει αυτό το ενοχλητικό κίνημα, ώστε να επικεντρωθούν ανενόχλητοι, οι μεν συνδικαλιστές ηγέτες στη γραφειοκρατική τους ρουτίνα, οι δε πολιτικοί στην εκλογική τους καμπάνια για τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2023.
Ενάμιση μήνα μετά, στις φοιτητικές εκλογές είδαμε να αντανακλάται η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας από το μαζικό κίνημα των Τεμπών με τη συνέχιση της στροφής στ’ αριστερά, τη νέα επικράτηση της ΠΚΣ και μια μεγάλη αύξηση των συνολικών ψήφων της φοιτητικής Αριστεράς, η οποία αθροιστικά συγκέντρωσε σχεδόν 55% σε συνθήκες μεγάλης αύξησης της συμμετοχής.
Στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν, οι νέοι 17-24 ετών, στην πλειονότητά τους μαθητές που είχαν δικαίωμα ψήφου και φοιτητές, έδωσαν συνολικά στα κόμματα που βρίσκονται στ’ αριστερά του ΠΑΣΟΚ (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, «Πλεύση Ελευθερίας», ΜέΡΑ25) πάνω από 6 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω, σε σύγκριση με τα εθνικά αποτελέσματα. Στους δε φοιτητές συγκεκριμένα, το ποσοστό αυτό ήταν μεγαλύτερο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Έτσι αποδείχθηκε ότι η κύρια κατεύθυνση της πολιτικοποίησής τους είναι προς τ’ αριστερά.
Αυτή η τάση ριζοσπαστικοποίησης, εκφράστηκε κυρίως στα πανεπιστήμια, από τις αρχές του 2024 μέχρι και τις αρχές Μάρτη, με τις σημαντικότερες φοιτητικές κινητοποιήσεις από το 2007, ενάντια στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτός ο αγώνας ήταν η απάντηση των φοιτητών, όχι μόνο στην απόπειρα ιδιωτικοποίησης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αλλά και στη χρόνια εγκατάλειψη των πανεπιστημίων, στο πλαίσιο της οποίας, για παράδειγμα, οι ετήσιες δαπάνες για ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, το Πάντειο, σε σύγκριση με την πρώτη χρονιά της μεγάλης ύφεσης, το 2008, έχουν υποτριπλασιαστεί. Γενικότερα, αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν ένα ξέσπασμα των φοιτητών ενάντια στη συσσωρευμένη πίεση που βιώνουν από την παιδική τους ηλικία εξαιτίας της πρωτοφανούς όξυνσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.
Οι κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος χαρακτηρίστηκαν από μια σχετικά μακρά διάρκεια, αλλά κατά τις ημέρες κεντρικής δράσης είχαμε μια μέτρια μαζικότητα στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις σε σύγκριση με τις προηγούμενες μεγάλες και νικηφόρες φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-7. Αλλά σε σύγκριση με τότε υπήρχαν σοβαρές διαφορές, με σοβαρότερες το ότι τότε δεν υπήρχαν στις πλάτες της εργατικής τάξης και της νεολαίας οι ήττες που ακολούθησαν και οι επιπτώσεις τους, και επίσης το γεγονός ότι το φοιτητικό κίνημα εκείνης της περιόδου, παρά την εκλογική παντοδυναμία της ΔΑΠ, βρισκόταν χρονικά πιο κοντά σε μια παράδοση μεγάλων και μαζικών αγώνων. Αντίθετα, το σημερινό φοιτητικό κίνημα μέχρι τις κινητοποιήσεις του 2024, βρισκόταν για πάνω από12 χρόνια μακριά από σοβαρές και μαζικές κινητοποιήσεις, ένα πολύ μεγάλο διάστημα για τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης.
Η μαχητικότητα και η επιμονή του φοιτητικού κινήματος δεν στάθηκαν αρκετά για να οδηγήσουν τις κινητοποιήσεις στη νίκη. Η απουσία συντονισμού με το εργατικό κίνημα (ακόμα και με το μαθητικό κίνημα), η οποία σ’ έναν βαθμό οφειλόταν στα λάθη των ηγεσιών των μεγάλων αριστερών παρατάξεων, και γενικότερα η λαθεμένη τακτική αυτών των ηγεσιών, σε συνδυασμό με την απροθυμία των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών του εργατικού κινήματος να δημιουργήσουν εκείνη την περίοδο ένα κοινό μέτωπο αγώνα εργατών, φοιτητών και αγροτών ενώ υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες γι’ αυτό, ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν το φοιτητικό κίνημα στην ήττα.
Η γενικότερη τακτική των αριστερών φοιτητικών ηγεσιών αποτέλεσε σοβαρό παράγοντα υπονόμευσης του κινήματος. Οι αντιδημοκρατικές μέθοδοι συντονισμού, σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες βιαιοπραγίες μεταξύ των σταλινικών της ΚΝΕ και της ΑΡΑΣ, απογοήτευσαν και απομάκρυναν από το κίνημα πολλούς φοιτητές, συντελώντας στη μείωση της μαζικότητας των γενικών συνελεύσεων και στο τελικό «ξεφούσκωμα» των κινητοποιήσεων.
Στις φοιτητικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν δυόμιση μήνες μετά το τέλος των κινητοποιήσεων είχαμε την αντανάκλαση της απογοήτευσης με τη μικρή αύξηση της αποχής, τη μείωση των ποσοστών της ΠΚΣ, με μια ταυτόχρονη όμως αύξηση των ψήφων για τα πολυδιασπασμένα, πρώην ενιαία ΕΑΑΚ. Ωστόσο, το αθροιστικό ποσοστό του σχεδόν 53% που συγκέντρωσε το σύνολο της φοιτητικής Αριστεράς και η πτώση της ΔΑΠ σε ψήφους για τρίτη συνεχόμενη φορά, υπογράμμισαν τη σταθερή αλλαγή συσχετισμών που έχει συντελεστεί προς τ’ αριστερά μέσα στο φοιτητικό κίνημα τα τελευταία χρόνια και την ύπαρξη μιας διακριτής τάσης ριζοσπαστικοποίησης των φοιτητών.
Όπως ακριβώς η εμφάνιση της εκλογικής πρωτιάς της ΔΑΠ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποδείχθηκε μια σαφής ένδειξη για την κίνηση της νεολαίας εκείνη την περίοδο, και συνολικά της κοινωνίας προς τα δεξιά, έτσι και η παρούσα, επίμονη επικράτηση της Αριστεράς στις φοιτητικές εκλογές τα τελευταία τρία χρόνια φαίνεται πως είναι η ένδειξη μιας γενικότερης διαδικασίας στροφής προς τ’ αριστερά μέσα στη σπουδάζουσα νεολαία, η οποία, ως έναν βαθμό, προαναγγέλλει τις μελλοντικές τάσεις και μέσα στους εργαζόμενους.
Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια το πότε θα επανέλθει με κινητοποιήσεις στο προσκήνιο το φοιτητικό κίνημα. Σίγουρα, ως αποτέλεσμα της περσινής ήττας, βρισκόμαστε σε μια φάση εύλογης σχετικής απογοήτευσης για την κατάσταση και τις δυνατότητες του φοιτητικού κινήματος από την πλευρά των φοιτητών. Οι φοιτητές επεξεργάζονται ακόμα στη συνείδησή τους τα ερωτήματα που δημιούργησε η ήττα και προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις.
Αυτές οι περίοδοι για μια μικρή επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση, η οποία επιδιώκει να στρατολογήσει τους πιο μαχητικούς και πολιτικά προχωρημένους φοιτητές είναι ίσως οι πιο ευνοϊκές. Γιατί μόνο ο αληθινός, επαναστατικός κομμουνισμός μπορεί να παράσχει μια κρυστάλλινη εξήγηση, ικανή να απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα της φοιτητικής πρωτοπορίας στις σχολές, την ώρα που οι σταλινικοί και οι κάθε είδους αριστεριστές και ρεφορμιστές, με τις ιδέες και τις εκτιμήσεις τους μπορούν μόνο να τη συγχύσουν και να της δημιουργήσουν περισσότερα αναπάντητα ερωτήματα.
Ωστόσο, είναι πολύ σοβαρό λάθος, να θεωρηθεί ότι στο επίκεντρο της δράσης των επαναστατών κομμουνιστών στις σχολές θα πρέπει να βρίσκονται κυρίως τα «άμεσα» φοιτητικά ζητήματα. Οι ριζοσπαστικές τάσεις των φοιτητών έχουν ως βασική πηγή τα μεγάλα ζητήματα της γενικότερης διεθνούς και ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης. Η φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία, η γενοκτονία στη Γάζα, και πάνω απ’ όλα η πραγματική πλέον απειλή ενός πιο γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή των πολιτικών ενδιαφερόντων των φοιτητών.
Τα προηγούμενα 2 χρόνια δεν είχαμε κάποια αξιόλογη ανεξάρτητη κινητοποίηση από την πλευρά του μαθητικού κινήματος. Σε αντίθεση με τους φοιτητές που διαθέτοντας ριζωμένες και παραδοσιακές φοιτητικές παρατάξεις στις εκλογές μπορούν να μας παρέχουν τακτικά μια ασφαλή εικόνα για την πολιτική κατεύθυνση της συνείδησής τους, στους μαθητές τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα. Όμως η μεγάλη και δραστήρια συμμετοχή των μαθητών στο μαζικό κίνημα των Τεμπών τον Μάρτιο του 2023, έδειξε ότι δεκάδες χιλιάδες μαθητές ριζοσπαστικοποιούνται.
Ωστόσο, όπως έχει δείξει η πρακτική εμπειρία των επαναστατών κομμουνιστών τα τελευταία 2 χρόνια από δεκάδες παρεμβάσεις για διανομή πολιτικού υλικού στα σχολεία της Αθήνας, στους σημερινούς μαθητές του Λυκείου υπάρχει ως προς την πολιτική μια αντιφατική διάθεση. Από τη μία πλευρά, όπως φάνηκε στο κίνημα των Τεμπών και τις τελευταίες εθνικές εκλογές, αυτή η ομάδα μαθητών ενδιαφέρεται για τα μεγάλα γεγονότα και σε ένα σημαντικό μέρος ψάχνει πολιτικές απαντήσεις προς τ’ αριστερά. Από την άλλη παρουσιάζει ακόμη μια πολύ μικρή ανταπόκριση στην έκκληση για οργάνωση με τις επαναστατικές κομμουνιστικές ιδέες.
Η εξήγηση γι’ αυτό το προσωρινό φαινόμενο, είναι από τη μία πλευρά η ειδική ψυχολογία που δημιούργησαν σ’ αυτή τη γενιά μαθητών Λυκείου οι διετείς και πλέον περιορισμοί της πανδημίας (κλειστά σχολεία για πολλούς μήνες και αναγκαστικός περιορισμός σε επαφές μόνο με τον οικογενειακό και πολύ κοντινό φιλικό περίγυρο), και από την άλλη, και κυρίως, η ίδια η πολιτική απογοήτευση που κυριαρχεί σήμερα στις εργατικές οικογένειες μετά τις ήττες της τελευταίας δεκαετίας. Αυτά τα στοιχεία έχουν δημιουργήσει μια ορισμένη τάση εσωστρέφειας και προσωρινής επιφυλακτικότητας απέναντι σε ιδέες που έρχονται «έξω από το σχολείο» όπως ο κομμουνισμός. Αυτή η ψυχολογία προσδίδει στις ριζοσπαστικές διεργασίες – οι οποίες (ας το επαναλάβουμε) όπως αποδείχθηκε στο κίνημα των Τεμπών, αναμφίβολα, διεξάγονται σήμερα στη συνείδηση αυτής της συγκεκριμένης γενιάς μαθητών Λυκείου – την τάση για μια σχετικά αργή εξέλιξη.
Ασφαλώς, αυτές οι εκτιμήσεις, ειδικά όταν μιλάμε για την πιο ευμετάβλητη σε διαθέσεις κατηγορία νέων, τους μαθητές, έχουν έναν σχετικό και όχι απόλυτο χαρακτήρα. Έτσι, στη βάση των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων, η διάθεση αυτής της μαθητικής γενιάς μπορεί να αλλάξει, στην κυριολεξία, μέσα σε 24 ώρες. Από αυτή τη σκοπιά, δεν πρέπει να υποτιμάται η επίδραση που έχει στη συνείδησή της η διεθνής πολεμική ένταση και τα δραματικά γεγονότα σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή. Αντίθετα, οι επαναστάτες κομμουνιστές χρειάζεται υπομονετικά και συστηματικά να παρεμβαίνουν στα σχολεία, για να πιάνουν διαρκώς τον πολιτικό σφυγμό των μαθητών, και να επεξεργάζονται τις αναγκαίες τακτικές για να «ξεκλειδώσουν» το πολιτικό τους ενδιαφέρον, ώστε να κερδίσουν στις ιδέες του γνήσιου κομουνισμού τους πιο πρωτοπόρους και μαχητικούς από αυτούς. Και από τη σκοπιά των δυνατοτήτων για τη διάδοση των επαναστατικών κομμουνιστικών ιδεών στα σχολεία, η ανυπαρξία οργανωμένων δυνάμεων της σταλινορεφορμιστικής ή σεχταριστικής Αριστεράς στη μεγάλη πλειονότητα των σχολείων, δημιουργεί ένα σχετικά παρθένο έδαφος για τη διάδοση του γνήσιου κομμουνισμού στους μαθητές.
Η ιστορία της Μεταπολίτευσης, δείχνει ότι πριν από τις πιο μεγάλες μάχες του εργατικού κινήματος ξεσπούν μαζικές μαθητικές κινητοποιήσεις διαρκείας στα σχολεία. Έτσι, πριν από το ιστορικό απεργιακό καλοκαίρι της ΕΑΣ (Αστικά λεωφορεία της Αθήνας) το 1992, με την μακρά μαζική μάχη του εργατικού κινήματος ενάντια στην απόπειρα ιδιωτικοποίησης των λεωφορείων από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και γενικότερα ενάντια στην πολιτική της άγριας λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, είχε προηγηθεί το τρίμηνο μαζικό κίνημα καταλήψεων στα σχολεία που σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα. Πριν από το μεγάλο απεργιακό κίνημα ενάντια στον νόμο Γιαννίτση της κυβέρνησης Σημίτη το 2001, είχε προηγηθεί το μαζικό κίνημα καταλήψεων διαρκείας στα σχολεία ενάντια στον Νόμο Αρσένη το 1999. Πριν από την έναρξη της περιόδου μεγάλων απεργιακών και πολιτικών μαχών του εργατικού κινήματος 2010-2015 είχε προηγηθεί η μαζική μαθητική εξέγερση του 2008 μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Έτσι, στο γενικό πλαίσιο της εκτίμησής τους για την προοπτική μιας νέας ισχυρής αγωνιστικής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος, οι επαναστάτες κομμουνιστές, μέσα από την πραγματοποίηση μιας αποτελεσματικής δουλειάς στους μαθητές, θα πρέπει να είναι πολιτικά έτοιμοι για να παρέμβουν σε επικείμενες μαζικές κινητοποιήσεις τους στα σχολεία.