Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για να ανταποκριθεί σε όσα υπέγραψε στο 3o Μνημόνιο, αλλά και σε όσα πρόσθετα ζητούν οι δανειστές, θα πρέπει να περάσει και νέα μέτρα-σοκ για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα: νέα μείωση στον κατώτατο μισθό, απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου και παραχώρηση του δικαιώματος του «λοκ-άουτ» στα αφεντικά.
Μπροστά σε αυτή την επίθεση, το εργατικό κίνημα βρίσκεται παραλυμένο και αποδυναμωμένο. Η γενική απεργία που κάλεσε η ΑΔΕΔΥ την 24η Νοέμβρη ήταν τραγικά αδύναμη, με χαμηλή συμμετοχή και συγκεντρώσεις μόνο μερικών εκατοντάδων στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, όπως και η γενική απεργία της ΓΣΕΕ της 8η Δεκέμβρη, η οποία επίσης είχε χαμηλή συμμετοχή, με εξαίρεση λιγοστούς εργασιακούς χώρους και τη λίγο μεγαλύτερη συμμετοχή στις συγκεντρώσεις.
Φυσικά, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μαζί με κάποιους επαγγελματίες κυνικούς στην Αριστερά θα ρίξουν, για άλλη μία φορά, το φταίξιμο στους εργαζόμενους. Αυτή η κατηγορία, όμως, μπορεί να διατυπωθεί μόνο από πολιτικά «τυφλούς» ή συνειδητούς εχθρούς του εργατικού κινήματος. Η εργατική τάξη στην Ελλάδα έχει κάνει ό,τι μπορούσε στις δεδομένες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, για να αντιπαλέψει τις απανωτές επιθέσεις που δέχτηκε τα τελευταία χρόνια, συμμετέχοντας σε πάνω από 40 γενικές απεργίες, ορισμένες από τις οποίες ήταν εξαιρετικά μαζικές, φέρνοντας στην εξουσία ένα αριστερό κόμμα που διακήρυττε την κατάργηση των Μνημονίων, αλλά και ψηφίζοντας μαζικά «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Η εργατική τάξη όμως δε νίκησε, γιατί βρήκε μπροστά της ένα αδιαπέραστο εμπόδιο: τις ρεφορμιστικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες, που πρόδωσαν σε κάθε κρίσιμη αναμέτρηση, με κορυφαία φυσικά, την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Γραφειοκρατία και «γενικές» απεργίες
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με την τακτική των ξεκομμένων μεταξύ τους 24ωρων «γενικών» απεργιών χωρίς σχέδιο για κλιμάκωση, κατάφερε να μετατρέψει ένα από τα πιο σημαντικά όπλα στα χέρια της εργατικής τάξης σε ένα μέσο εκτόνωσης της αγανάκτησης. Το συμπέρασμα που έχουν βγάλει οι εργαζόμενοι – και πολύ σωστά – είναι ότι αυτή η «μέθοδος πάλης» δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή – πολύ σωστά πάλι – δε δείχνουν καμία εμπιστοσύνη στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την οποία απεχθάνονται. Δεν είναι τυχαίοτο ότι η ηγεσία της ΓΣΕΕ αρνείται να εμφανιστεί δημόσια στις συγκεντρώσεις που καλεί, ιδιαίτερα όταν αυτές είναι μαζικές.
Η τελευταία απόπειρα «οργάνωσης» του αγώνα από τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ ήταν χαρακτηριστική της διαρκούς της προσπάθειας να παραλύσει το εργατικό κίνημα. Αποφάσισαν να κάνουν ξεχωριστές γενικές απεργίες για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η ΑΔΕΔΥ κάλεσε γενική απεργία στις 24 Νοέμβρη, ενώ η ΓΣΕΕ σκανδαλωδώς κάλεσε στις 8 Δεκέμβρη, την στιγμή που υπήρχε η πιθανότητα τα μέτρα να ψηφιστούν πριν από το Eurogroup της 5ης Δεκέμβρη.
Φυσικά, αυτή η στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δε μας εκπλήσσει. Δυστυχώς όμως, οι ηγεσίες των δυνάμεων της Αριστεράς, παρά τις αγωνιστικές καταγγελίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, καταλήγουν τελικά να αποτελούν, με διαφορετικούς τρόπους, «ουρά της τελευταίας. Επτά χρόνια μετά την έναρξη της μνημονιακής επίθεσης, δεν έχουν ακόμα καταφέρει να προβάλουν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα κλιμάκωσης του αγώνα, με βάση το οποίο να κερδίσουν την πλειοψηφία μέσα στο εργατικό κίνημα και περιορίζονται στην προπαγάνδιση της ανάγκης για μαζική συμμετοχή στις απεργίες. Έτσι, σε όλες τις μεγάλες 24ωρες γενικές απεργίες δεν απαντήθηκε ποτέ το ερώτημα: αν η κινητοποίηση αυτή δεν αποτρέψει την ψήφιση των μέτρων, μετά τι;
Φυσικά, η οργάνωση των κινητοποιήσεων της 24ης Νοέμβρη και της 8ης Δεκέμβρη δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Στην πρόταση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για γενική απεργία στις 8 Δεκέμβρη, η ηγεσία του ΠΑΜΕ αντιπρότεινε γενική απεργία μαζί με την ΑΔΕΔΥ στις 24 Νοέμβρη. Αλλά όταν αυτή η πρόταση μειοψήφησε, κατήγγειλε την απόπειρα «διάσπασης» του εργατικού κινήματος και στήριξε την πρόταση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για γενική απεργία στις 8 Δεκέμβρη, ακυρώνοντας με αυτό τον τρόπο τις αποφάσεις 8 μεγάλων ομοσπονδιών του ιδιωτικού τομέα και πολλών σωματείων, τα οποία είχαν πάρει απόφαση για συμμετοχή στη συγκέντρωση της 24ης Νοέμβρη. Αντίστοιχα, οι δυνάμεις της ΛΑΕ στην ΑΔΕΔΥ, ψήφισαν για απεργία στις 24 Νοέμβρη και στη ΓΣΕΕ για απεργία στις 8 Δεκέμβρη, χωρίς να καταγγείλουν τις άθλιες μεθοδεύσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Η πρόταση των εκπροσώπων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινoύταν σε μία πιο σωστή κατεύθυνση, τονίζοντας την ανάγκη για κλιμάκωση με 48ωρη γενική απεργία που θα ακολουθηθούν με πολύμορφες δράσεις και σοβαρή προετοιμασία, όταν κατατεθεί το νομοσχέδιο για γενικό πανεργατικό «μπλακ άουτ».
Η συνδικαλιστική Αριστερά
Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνο η ημερομηνία της Γενικής Απεργίας, αλλά το γεγονός ότι λείπει από την Αριστερά κάθε πρόταση για συνέχιση του αγώνα. Η επίθεση θα μπορούσε να ανατραπεί μόνο από μια γενική απεργία διαρκείας, ωστόσο, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει παραλύσει το κίνημα σε τέτοιο βαθμό, με ευθύνη και της Αριστεράς, που κάτι τέτοιο σήμερα φαντάζει αδύνατο.
Οι εργαζόμενοι θα απαντήσουν μαζικά στα καλέσματα για αγώνα, μόνο όταν δουν μία ηγεσία αποφασισμένη να παλέψει μέχρι τέλους, όταν δουν ένα σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα που θα έχει σκοπό τη νίκη. Μία τέτοια διέξοδος μπορεί να προσφερθεί από τις δυνάμεις της αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ-ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ), που κερδίζουν σταθερά έδαφος στους εργασιακούς χώρους έναντι των δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΝΔ.
Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, πρέπει οι δυνάμεις της Αριστεράς να εγκαταλείψουν την τακτική των ανέξοδων καταγγελιών που στην πράξη καταλήγουν σε πολιτική ουράς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και να αναλάβουν σοβαρά την πρωτοβουλία για την αλλαγή των συσχετισμών και την πάλη για την ηγεσία στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Οι σημερινές κεντρικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, έχουν αποδείξει πολλές φορές στην πράξη ότι αποτελούν εμπόδιο για την οργάνωση οποιουδήποτε αποτελεσματικού αγώνα. Οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς όμως, πρέπει να αναλάβουν τολμηρές πρωτοβουλίες για να περιθωριοποιηθούν οριστικά αυτές οι ηγεσίες τώρα και όχι σε ένα αόριστο μέλλον. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο στη βάση μιας συγκεκριμένης πρότασης για ένα σχέδιο αγώνα διαρκείας και ανασύνταξης του συνδικαλιστικού κινήματος, που θα δώσει λόγο στους απλούς εργαζόμενους να συμμετέχουν και να δράσουν και θα αποτελέσει την αφετηρία για την είσοδο στα συνδικάτα νέων μαχητικών στρωμάτων, νέων εργαζομένων που δικαιολογημένα απωθούνται από τη σημερινή ηγεσία.
Στη βάση έκτακτων γενικών συνελεύσεων σε κάθε πρωτοβάθμιο σωματείο και κάθε ομοσπονδία, που θα συζητήσουν ένα τέτοιο σχέδιο αγώνα, μπορεί να γίνει πράξη μια πραγματική ανασύνταξη του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Η πρόσφατη διασπαστική πρακτική της ηγεσίας της ΓΣΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνει πράξη η ειλημμένη, αλλά ξεχασμένη, απόφαση για κατάργηση του αναχρονιστικού διαχωρισμού και ενοποίηση των δύο συνομοσπονδιών (ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) σε μία ενιαία τριτοβάθμια οργάνωση για όλους τους μισθωτούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Αυτή η απόφαση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τις υπάρχουσες ηγεσίες και τους σημερινούς συσχετισμούς. Πρέπει να κληθεί έκτακτο κοινό συνέδριο των δύο οργανώσεων, όχι όμως με τους αντιπροσώπους που έχουν εκλεγεί πριν από δύο και τρία χρόνια, αλλά με εκείνους που θα εκλεγούν από ειδικές, έκτακτες γενικές συνελεύσεις σε κάθε σωματείο. Από αυτές πρέπει να εκλεγούν οι αντιπρόσωποι για ένα συνέδριο που θα ενοποιήσει τις δύο συνομοσπονδίες και θα συζητήσει ένα σχέδιο αγώνα διαρκείας, για να ανατραπούν οι αντεργατικοί νόμοι των τελευταίων ετών και η νέα επίθεση του κεφαλαίου.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να προετοιμάζει το εργατικό κίνημα για μία κλιμάκωση με την προοπτική μιας γενικής απεργίας διαρκείας. Η προετοιμασία για μια τέτοια μορφή αγώνα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία απεργιακών επιτροπών, απεργιακών ταμείων, δικτύων υποστήριξης των απεργών και το συντονισμό και κοινή δράση με τα φτωχά μικροαστικά στρώματα, τους αγρότες και τους μικρομαγαζάτορες. Μία τέτοια προετοιμασία είναι ικανή από μόνη της να τρομοκρατήσει την αστική τάξη.
Φυσικά, μια τέτοια μελλοντική γενική απεργία διαρκείας, δεν μπορεί να περιοριστεί σε αμυντικά αιτήματα, καθώς από την ίδια της τη φύση, θέτει αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας. Εύλογα μπαίνει το ερώτημα: αν πέσει η κυβέρνηση μέσα από μια απεργία διαρκείας, τι θα ακολουθήσει; Υπάρχει συνεπώς η ανάγκη για μια πρόταση εξουσίας που θα απαντήσει θετικά στο ερώτημα. Αυτή την απάντηση, με δεδομένη την κατάσταση που υπάρχει σήμερα στην αντιμνημονιακή και αντικαπιταλιστική Αριστερά, μπορεί να δώσει μόνο το ΚΚΕ, καλώντας σε συμπόρευση και ενότητα όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις του χώρου. Μόνο η άνοδος της εργατικής τάξης στην εξουσία μπορεί να δώσει ένα τέλος στον εφιάλτη του καπιταλισμού που σαπίζει. Μία γενική απεργία διαρκείας πρέπει να περάσει από την άμυνα ενάντια στα νέα μέτρα στην επίθεση, με τη διεκδίκηση της ανατροπής της κυβέρνησης και της ανόδου μιας εργατικής κυβέρνησης, βασισμένης στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης με ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Ηλίας Κυρούσης – Παναγιώτης Κολοβός