Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να προτείνει για υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας το Δημήτρη Αβραμόπουλο, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί σύγκληση Κεντρικής Επιτροπής ώστε το κόμμα να αποφανθεί συλλογικά επί του θέματος, κάτι που συνέβαινε ακόμη και επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου σε ανάλογες περιπτώσεις (π.χ. ιστορική είχε μείνει η συγκέντρωση πλήθους λαού και αριστερών αγωνιστών του τότε ΠΑΣΟΚ έξω από το ξενοδοχείο όπου συνεδρίαζε η ΚΕ, με σύνθημα Όχι στον Καραμανλή) αποτελεί μια σαφέστατη απόπειρα οικοδόμησης γέφυρας με το πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Ο άχρωμος και άλλοτε αποτυχημένος αρχηγός κόμματος Δ. Αβραμόπουλος, που βασικό του μέλημα ήταν ανέκαθεν το να τα έχει καλά με όλους και να μη δυσαρεστεί κανέναν, δεν μπορεί να συμβολίσει σε καμία περίπτωση το ριζοσπαστικό προσανατολισμό του προγράμματος της νέας κυβέρνησης και σίγουρα δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τους πόθους και τις προσδοκίες της εργατοϋπαλληλικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων που στήριξαν στις εκλογές το ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι δυνατόν, χάριν μιας επικοινωνιακής προσπάθειας για δημιουργία πρόσκαιρων εσωκομματικών προβλημάτων στην ούτως ή άλλως παραλυμένη και εξασθενημένη Ν.Δ., να απεμπολεί η Αριστερά την ιστορική ευκαιρία να εκλέξει για πρώτη φορά Πρόεδρο Δημοκρατίας που να προέρχεται από τους κόλπους της , κάτι που θα έδινε το στίγμα μιας εφ όλης της ύλης δομικής αλλαγής και ανατροπής. Η λαχτάρα για αναζήτηση συναίνεσης και παρουσίασης προφίλ εθνικής ενότητας, τη στιγμή που ακόμη και το αποτέλεσμα των εκλογών αποτύπωσε ξεκάθαρα την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη μιας έντονης ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, δεν αποτελεί καλό σύμβουλο για μελλοντικές επιλογές ρήξης και σύγκρουσης, που είναι αναγκαίες διότι χωρίς αυτές η νέα προοδευτική κυβέρνηση θα κινδυνεύει να διολισθήσει σε πρακτικές διαχείρισης, ενώ παράλληλα περνάει προς το εξωτερικό ένα μήνυμα διάθεσης για συμβιβασμούς που απέρριψε με αποφασιστικότητα και σθένος το εκλογικό σώμα όταν γκρεμοτσάκισε εκλογικά τη Νέα Δημοκρατία.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Δ. Αβραμόπουλος ψήφισε όλα τα μνημόνια, χωρίς ποτέ να εκφράσει την παραμικρή διαφωνία, όπως τουλάχιστον είχαν κάνει έστω σε φραστικό επίπεδο άλλοι βουλευτές της συντηρητικής παράταξης. Ούτε βεβαίως, όταν ασκούσε εξωτερική ή αμυντική πολιτική, διαφοροποιήθηκε ποτέ από τις επιταγές της Δύσης, και ουδέποτε έλαβε γενναίες και τολμηρές αποφάσεις προς την κατεύθυνση μιας πολυδιάσταττης εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή που ήδη άρχισε ορθά να ασκεί η νέα κυβέρνηση μας παίρνοντας αποστάσεις από τη στάση της Ε.Ε. στο θέμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Όσο για τις φήμες ότι υπήρχαν σκέψεις για ανάλογη πρόταση προς τον Κ. Καραμανλή, θέλουμε να πιστεύουμε ότι αποτελούν σενάρια επιστημονικής φαντασίας καθώς θα ήταν αδιανόητο για μια ριζοσπαστική Αριστερά να προτείνει για Πρόεδρο έναν δεξιό ηγέτη που συμπυκνώνει στο όνομα του μια έντονη φόρτιση καθώς αποτελεί, τόσο κατά τον ίδιον όσο και κατά την κοινή γνώμη, τον ιδεολογικό και πολιτικό κληρονόμο του ιδρυτή της παράταξης που όλη η Αριστερά αλλά ακόμη και το δημοκρατικό Κέντρο θεωρούσαν δικαίως, και επί σειρά δεκαετιών, ως βασικό τους αντίπαλο. Εξάλλου, ακόμη και η επιλογή Σαρτζετάκη από τον Α. Παπανδρέου το 1985, ύστερα από την έντονη πίεση του λαϊκού παράγοντα και του δικαιολογημένου αντικαραμανλισμού της κοινωνικής βάσης, παρά την εκ των υστέρων έκβαση της που σχετιζόταν κυρίως με τις ιδιορρυθμίες του εν λόγω προσώπου, εμπεριείχε στη σύλληψή της το στοιχείο της ρήξης με το κατεστημένο, καθώς αφενός συμβόλιζε την υπόθεση Λαμπράκη και αφετέρου συνοδευότανε από την κατάργηση αντιδημοκρατικών εξουσιών που είχε έως τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Συνεπώς, σήμερα η Αριστερά θα όφειλε να προτάξει ένα νέο ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, που θα ξέφευγε από την πεπατημένη οδό της επιλογής μετριοπαθών προσώπων της εκάστοτε αντίπαλης παράταξης, όπως συνέβαινε επί είκοσι χρόνια με τις πρωτοβουλίες των ηγετών του παλαιού δικομματισμού. Η Αριστερά θα έπρεπε να ταράξει τα νερά υπενθυμίζοντας ποια είναι η πηγή μιας πραγματικής δημοκρατίας, δηλαδή η απόλυτη ισονομία και ισοπολιτεία, πράγμα που σημαίνει ότι προβάδισμα θα έπρεπε να είχε μια υποψηφιότητα ενός εργάτη ή μιας εργάτριας, ενός αγρότη ή μιας αγρότισσας, ενός υπαλλήλου ή μιας υπαλλήλου με μόρφωση μεν αλλά με χαμηλό ή μεσαίο οικονομικό εισόδημα, ενός αγωνιστή ή μιας αγωνίστριας για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων, και γενικά πολιτών με έντονη δράση είτε στον εργασιακό χώρο είτε σε γενικότερους τομείς της κοινωνίας.