Η χρήση ουσιών ως μέσο χειραγώγησης και η διαιώνιση του φαινομένου από το Κράτος
Η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών αποκτά άλλη διάσταση, νόημα και έννοια με τη βιομηχανική επανάσταση, από τα πρώτα κιόλας στάδια ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών γίνεται για την εργατική τάξη που απασχολούταν στην βαριά βιομηχανία και στα ορυχεία της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, ο συνήθης κανόνας και μέρος του τρόπου ζωής της.
Οι σκληρές συνθήκες ζωής και εργασίας, τους οδηγούσαν συχνά στην κατάχρηση κυρίως αμφίβολης ποιότητας αλκοόλ στον περιορισμένο χρόνο που τους απέμενε για να ξεκουραστούν κι αποτέλεσαν τρόπο «ψυχαγωγίας» και διαφυγής από την εξαθλίωση που βίωναν.
Μέχρι την βιομηχανική επανάσταση, η χρήση κάποιων ουσιών αποτελούσε μέρος των τελετουργικών που λάμβαναν χώρα στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών ή ήταν αναπόσπαστο μέρος της πολιτισμικής κουλτούρας κάποιων λαών. Η χρήση όμως σταματούσε με το πέρας της τελετουργίας.
Η αλλοτρίωση που επέφερε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η αίσθηση του διηρημένου εαυτού, με το πούλημα της εργατικής δύναμης, συμβόλιζε ουσιαστικά και μεταφορικά την αρχή της ναρκοκουλτούρας και της αναζήτησης του τρόπου ολοκλήρωσης του εαυτού μέσα από κάτι τεχνητό και έξω από αυτόν.
Οι επίσημες κρατικές πολιτικές μοιάζουν να είναι προσηλωμένες στην διατήρηση του φαινομένου, αποκομίζοντας τόσο οικονομικά, όσο και πολιτικά οφέλη, διατηρώντας τον έλεγχο πάνω σε ομάδες του πληθυσμού και συσφίγγοντας τα δεσμά των μικροαστικών και αστικών στρωμάτων που συσπειρώνονται πίσω από το κράτος.
Η θεώρηση που κυριάρχησε και μεταθέτει την ευθύνη στον χρήστη, χαρακτηριστικό του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, αποσιωπά τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου, αθωώνει τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό αναπτύσσεται, που δεν είναι άλλες, από την αλλοτρίωση, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την φτώχεια, την ανεργία και τον ευρύτερο αποκλεισμό συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων (αυτών της εργατικής τάξης) από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία.
Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η ιατρικοποίηση του φαινομένου. Ο επίσημος φορέας άσκησης πολιτικής για τα ναρκωτικά, ο ΟΚΑΝΑ, αυξάνει ολοένα τα προγράμματα υποκατάστατων. Ουσίες που αντικαθιστούν άλλες ουσίες, τις «παράνομες» με νόμιμες, κρατούν μακριά από τους «υγιείς», άλλα πάντα στην εξάρτηση, τους χρόνιους χρήστες, οι οποίοι περιμένουν να πάρουν το «χάπι» από τον αρμόδιο γιατρό, γεγονός που εξυπηρετεί και τους νοικοκυραίους, καθώς στοιβάζει τους χρήστες σε οριοθετημένες περιοχές και μειώνει (;) τις «μικροκλοπές».
Ας μην ξεχνάμε ότι η συνταγογράφηση των ουσιών αυτών αποτελεί μια τεράστια και επικερδή επιχείρηση στο χώρο της φαρμακοβιομηχανίας.
Η τάση αυτή μειώνει την ισχύ και την χρηματοδότηση τόσο για τις πολιτικές πρόληψης όσο και θεραπείας μέσα από «στεγνά» προγράμματα, όπως αυτά υλοποιούνται κυρίως από το 18 Άνω και το ΚΕΘΕΑ.
Αναμφίβολα, το «18 Άνω» αποτελεί ένα χώρο που τονίζεται η κοινωνική διάσταση της ουσιοεξάρτησης και ενισχύεται η αξία της αντίστασης του ανθρώπου (πρώην χρήστη), μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον όπου ζει.
Σε μια κοινωνία όπου ο άνθρωπος θα είναι κύριος του εαυτού, απαλλαγμένος από την καταπιεστική δομή του συστήματος, ολόκληρος και ολοκληρωμένος, σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση, σοσιαλιστική, οι λόγοι και οι αιτίες της ουσιοεξάρτησης θα αποτελούν μακρινό κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας.
Στογιάννης Σπύρος