Με αφορμή τις καταστροφές που έγιναν στο περιθώριο της ίσως μαζικότερης διαδήλωσης στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία – αυτήν της Κυριακής 12/2/2012 – αναθερμάνθηκε στα κυβερνητικά επιτελεία η συζήτηση για την περιστολή του δικαιώματος της διαδήλωσης. Η σχετική διυπουργική συνάντηση παρ’ ότι δεν κατέληξε σε συγκεκριμένες προτάσεις, έθεσε κάποιους βασικούς άξονες. Φυσικά οι άξονες αυτοί δεν έχουν ως γνώμονα την προστασία των Αθηναίων καταστηματαρχών, για την καταστροφή των οποίων τόσα κροκοδείλια δάκρυα χύνουν οι αστοί πολιτικοί. Άλλωστε, είναι η ίδια η πολιτική τους εκείνη που έχει ρίξει στην εξαθλίωση την μεγάλη πλειοψηφία των μικροεπιχειρηματιών. Αντίθετα, οι άξονες αποτελούσαν την πρόταση του γνωστού εκφραστή των συμφερόντων των μεγαλοεπιχειρηματιών της Αθήνας προέδρου του ΕΒΕΑ Μίχαλου:
- Οι διαδηλώσεις θα γίνονται μόνο με την άδεια της αστυνομίας και της δημοτικής αρχής.
- Οι διοργανωτές θα πρέπει να ζητούν από την αστυνομία να περιφρουρήσει τις διαδηλώσεις, αλλιώς θα φέρουν στο ακέραιο την ευθύνη αποζημίωσης για κάθε ζημιά δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας.
- Εκτός από τις διαδηλώσεις των πανελλαδικών απεργιών, του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς, όλες οι κινητοποιήσεις θα πρέπει να γίνονται σε μια λωρίδα κυκλοφορίας αλλιώς να μην επιτρέπονται.
Σύμφωνα με αυτά τα σχέδια, πρακτικά η αστυνομία θα διαλέγει ποιες κινητοποιήσεις θα μπορούν να πραγματοποιούνται και ποιες θα απαγορεύονται. Επίσης, θα μπορεί να φέρνει τους διοργανωτές μπροστά στο εξής δίλημμα: είτε θα αναθέτουν στις δυνάμεις της την «περιφρούρηση» – αναγνωρίζοντάς τους τη δυνατότητα διάλυσης ακόμα και με τη βία – της εκάστοτε κινητοποίησης, είτε θα πληρώνουν οι ίδιοι το κόστος των καταστροφών που προκαλούν προβοκάτορες αστυνομικής προέλευσης! Γίνεται έτσι εύκολα αντιληπτό, ότι πολλές από τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών – συμπεριλαμβανομένων των μαζικότατων συγκεντρώσεων στο Σύνταγμα – με βάση τον κανονισμό αυτό θα ήταν παράνομες, αφού θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν σε μια λωρίδα κυκλοφορίας, εξαιτίας της μαζικότητας τους. Είναι προφανές πως ένα τέτοιο πλαίσιο, ουσιαστικά συνιστά απαγόρευση των διαδηλώσεων.
Στην ίδια συνάντηση ο Υπουργός προστασίας του πολίτη Χ. Παπουτσής δήλωσε ότι «πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μην επιτρέψουμε σε κανένα διπλανό μας, φίλο μας, συγγενή μας, μέλος της οικογένειάς μας, να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους βανδαλισμούς», υπονοώντας – ποινική; – ευθύνη του οικογενειακού και φιλικού περιγύρου κατηγορούμενων. Λίγες μέρες αργότερα, ο ίδιος κατέθεσε νομοσχέδιο που καταργεί το αυτόφωρο για πλημμελήματα και πταίσματα αστυνομικών «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», δίνοντας έτσι τη δυνατότητα μετά από αναβολές τα αδικήματα ακόμα και να παραγράφονται. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται το «πράσινο φως» στις δυνάμεις καταστολής για να ασκούν οσηδήποτε και οποιουδήποτε είδους βία απέναντι σε διαδηλωτές!
Φυσικά, απέναντι σε όλες αυτές τις προσπάθειες αντιτίθενται οι ηγεσίες της Αριστεράς, αλλά και πλήθος συνδικαλιστικών φορέων. Είναι όμως «εκκωφαντική» η σιωπή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ στο θέμα, ενώ θλιβερή είναι και η τοποθέτηση της ηγεσίας της «Δημοκρατικής Αριστεράς» που μέσω του Γραμματέα της δήλωσε: «..Η έννοια της διαδήλωσης έχει διασυρθεί, έχει γελοιοποιηθεί στη σημερινή Αθήνα πάμπολλες φορές, όταν 100-200 άτομα ασκώντας το «επαναστατικό» τους δικαίωμα, καταλαμβάνουν το κέντρο της πόλης και βασανίζουν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες και εργαζομένους. Αν ένα νομοσχέδιο τακτοποιήσει τέτοιες ακρότητες, ουδείς σώφρων άνθρωπος μπορεί να έχει αντίρρηση». Με βάση τη μέχρι τώρα στάση της συγκεκριμένης ηγεσίας, ας επιτραπεί η εκτίμηση πως, για άλλη μια φορά, η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ δεν εκφράζει «την αγωνία των συμπολιτών μας», αλλά τις ανησυχίες της αστικής τάξης για τις επαναλαμβανόμενες μαζικές διαδηλώσεις.
Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και των συνδικάτων έχουν καθήκον να συγκροτήσουν άμεσα ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα ενάντια στην απόπειρα κατάργησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Το μέτωπο αυτό θα πρέπει να διεκδικήσει την άμεση ματαίωση των σχεδίων που περιγράφηκαν προηγουμένως, την κατάργηση όλων των νόμων που περιορίζουν την πολιτική και την συνδικαλιστική δράση και κάθε νόμου που ποινικοποιεί την αυτοάμυνα των διαδηλωτών απέναντι στην αστυνομία. Τέλος, θα πρέπει να αναλάβει την προετοιμασία της ενωτικής, οργανωμένης και αποτελεσματικής περιφρούρησης των κινητοποιήσεων από τη βία της αστυνομίας και τη δράση των προβοκατόρων.
Ταυτόχρονα, κάθε αριστερός αγωνιστής πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι στη σημερινή περίοδο όπου ο καπιταλισμός είναι έτοιμος «να πάρει πίσω» ακόμα και θεμελιώδη στοιχεία της αστικής δημοκρατίας, η πάλη για δημοκρατικά δικαιώματα δεν μπορεί να δώσει ουσιαστικά αποτελέσματα παρά μόνο αν ξεπεράσει τα όρια του καπιταλισμού. Ο αγώνας για δημοκρατία δεν μπορεί να εννοείται ως αυτοτελής, αλλά αντίθετα, είναι οργανικό τμήμα του αγώνα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Πάτροκλος Ψάλτης