Αίτια και προοπτικές του εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιά πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς απέναντί του.
Την στιγμή που η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προετοιμάζει κατ’ απαίτηση των δανειστών μια σκληρή επίθεση που θα τσακίσει εκ νέου το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, είναι απαραίτητο να αναζητηθούν οι αιτίες που επέτρεψαν στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε μια τέτοιου είδους προδοσία, αλλά και το πώς αυτή θα αντιμετωπιστεί.
Τα καθοριστικά λάθη της Αριστερής Πλατφόρμας
Το «μυστικό» της επιτυχίας της ηγετικής κλίκας, σε καμιά περίπτωση, δεν έγκειται σε κάποιο εκ των προτέρων επεξεργασμένο σχέδιό της να προχωρήσει «αθόρυβα» προς την αποδοχή της λιτότητας χωρίς να αμφισβητηθεί από την βάση του κόμματος ή σε κάποιες υποτιθέμενες αδιαμφισβήτητες ηγετικές ικανότητες του Τσίπρα. Η ίδια η πραγματικότητα απέδειξε ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Από το Γενάρη μέχρι και τον Ιούλιο, η ηγετική ομάδα προχώρησε χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο, με συνεχείς αυτοσχεδιασμούς της στιγμής και «πλάνα εβδομάδας», προσπαθώντας να διαχειριστεί τα αδιέξοδα στα οποία την οδηγούσαν οι σοσιαλδημοκρατικές, ρεφορμιστικές αντιλήψεις της. Οι δε «ηγετικές ικανότητες» του Τσίπρα, ακόμα κι αν υπήρχαν, δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν το γεγονός πως βαδίζοντας προς την υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου η ηγετική του ομάδα βρισκόταν ολοένα και πιο απομονωμένη εσωκομματικά και με διαρκώς πτωτική απήχηση στην κοινωνική βάση του κόμματος.
Η αιτία, λοιπόν, του σχεδόν ανενόχλητου σφετερισμού του ΣΥΡΙΖΑ από την ηγετική ομάδα Τσίπρα πρέπει να αναζητηθεί στα εγκληματικά λάθη της ηγεσίας της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και της πιο μαζικής και οργανωμένης δύναμής της, της Αριστερής Πλατφόρμας. Από το Γενάρη μέχρι και τον Ιούλιο, η ηγεσία της αριστερής πτέρυγας χαρακτηρίστηκε από την ανεπίτρεπτα συγκαταβατική στάση της απέναντι σε όλες τις υποχωρήσεις της ηγετικής ομάδας, για τις συνέπειες της οποίας η Κομμουνιστική Τάση προειδοποίησε έγκαιρα τους αριστερούς αγωνιστές της βάσης. Ακόμα, κι όταν η προδοσία έλαβε ανοιχτό χαρακτήρα μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και οι απόψεις της ηγετικής κλίκας βρέθηκαν να είναι μειοψηφικές από την Πολιτική Γραμματεία μέχρι την «τελευταία» Οργάνωση Μελών, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας επέλεξε να αποχωρήσει «αθόρυβα» από το κόμμα, χωρίς να οργανώσει μια πραγματική μάχη κερδίσματος της βάσης και καθαίρεσης της ηγετικής-κυβερνητικής κλίκας.
Δεν θα μπούμε εδώ σε μια αναλυτική περιγραφή αυτής της στάσης, καθώς έχει αναλυθεί σε προηγούμενα άρθρα μας (βλ. ενδεικτικά «Λαϊκή Ενότητα: συμπεράσματα από τα λάθη, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μαρξιστικός προσανατολισμός ο μόνος δρόμος»). Το συμπέρασμα, που οφείλουμε όμως να εξάγουμε, είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απόπειρας σοσιαλδημοκρατικοποίησης τόσο πριν τις εκλογές του Γενάρη όσο και ιδιαίτερα από τον Γενάρη μέχρι και την προδοσία του Ιούλη, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας κράτησε μια στάση που αντικειμενικά ευνόησε, όχι την επιτάχυνση της αποκάλυψης του προδοτικού ρόλου της ηγετικής ομάδας, αλλά την απόκρυψη του ρόλου αυτού. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ένα μήνα πριν την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, όταν είχε γίνει εμφανές πλέον ότι αυτό που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν με την τρόικα ήταν το περιεχόμενο αυτού του μνημονίου, ηγετικά στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας δήλωναν σε συνέντευξή τους ότι «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψει μνημονιακή συμφωνία»…
Μπορούμε να πούμε, χωρίς κίνδυνο υπερβολής, ότι όπως η ελληνική άρχουσα τάξη διασώθηκε χάρη στην υποχωρητικότητα και την υποταγή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και αυτή η τελευταία κρατήθηκε στην θέση της χάρη στην υποχωρητικότητα και την συγκαταβατικότητα της ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας. Με αυτόν τον τρόπο οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι νέοι, οι συνταξιούχοι απέκτησαν μια πικρή αλλά ανεκτίμητης αξίας ζωντανή εμπειρία της χρεωκοπίας τόσο του δεξιού, όσο και του αριστερού ρεφορμισμού.
Σε τροχιά εκφυλισμού
Μετά την προδοσία της μεγαλειώδους νίκης του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα και την αποχώρηση της αριστερής πτέρυγάς του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα χωρίς καμιά φωνή ουσιαστικής αμφισβήτησης αυτής της πορείας στο εσωτερικό του. Όμως, στις σημερινές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ένα τέτοιο κόμμα στη θέση της κυβέρνησης, είναι καταδικασμένο να συρρικνώσει την απήχησή του στους εργαζόμενους και τη νεολαία και να κατρακυλήσει κι άλλο, με τον αστικό εκφυλισμό του να κλιμακώνεται.
Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καταδικασμένος να ακολουθήσει τον ίδιο κατήφορο με το προηγούμενο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ερχόμενο στην εξουσία εφάρμοσε τη λιτότητα κατ’ απαίτηση των Ελλήνων και των Ευρωπαίων καπιταλιστών, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Στην πορεία προς αυτή τη θλιβερή κατάληξη είναι πιθανό να δούμε νέες διασπάσεις και αποχωρήσεις διαφωνούντων με την σκληρή πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει και θα εφαρμόσει η ηγετική ομάδα, αλλά ακόμα και μια «επανίδρυση» του ΣΥΡΙΖΑ με νέο όνομα, νέα διακήρυξη και περισσότερους αστούς πολιτικούς καριέρας στις γραμμές του, ως ένα καθαρά αστικό κόμμα.
Παρά την αναπόφευκτη αυτή πορεία του κόμματος, τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτέμβρη έδειξαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα «εργατικό κόμμα», από τη σκοπιά της απήχησής τους στις εργατικές μάζες. Παρά τις μεγάλες συνολικές απώλειες ψήφων (έχασε περισσότερες από 650.000 σύμφωνα με τα ποσοστά της «συσπείρωσης» των ψηφοφόρων του), την ιδιαίτερα σημαντική πτώση του στις εργατικές περιοχές και την ενίσχυσή του στην επαρχία και τις περιοχές με μικροαστική σύνθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε την αδιαμφισβήτητα πλειοψηφική επιρροή του στην εργατική τάξη – σε σημαντικό βαθμό και εξαιτίας της λαθεμένης πολιτικής και τακτικής των ηγεσιών της Λαϊκής Ενότητας και του ΚΚΕ. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πιο προχωρημένων στοιχείων της εργατικής τάξης, ενώ κερδίζει υποστήριξη ανάμεσα σε πιο καθυστερημένα πολιτικά, μικροαστικά στρώματα.
Η στάση των ηγεσιών ΚΚΕ και ΛΑΕ
Το ΚΚΕ και η ΛΑΕ απέναντι σε πιθανές φωνές ομάδων ή ακόμα και τάσεων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που θα αντιταχθούν στην πολιτική της κυβέρνησης, θα πρέπει να τηρήσουν μια προσεγγιστική στάση με σκοπό να χτιστεί σχέση εμπιστοσύνης και κοινού αγώνα με απλούς, αριστερούς αγωνιστές, όπου αυτοί υποστηρίζουν αυτές τις συλλογικότητες, καλώντας τες σε κοινό αγώνα ενάντια στη λιτότητα και την πολιτική της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει ξεκάθαρα να επισημαίνεται και να αναδεικνύεται η πολιτική ανεπάρκεια, οι ταλαντεύσεις και η όχι σπάνια ιδιοτέλεια και ο καριερισμός των διαφωνούντων ή «διαφωνούντων» στελεχών .
Στα συνδικάτα, τους φοιτητικούς συλλόγους, τις επαγγελματικές ενώσεις κλπ, και ιδιαίτερα στους κλάδους που μπαίνουν σε κινητοποίηση, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΛΑΕ θα πρέπει να καλούν τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στην από κοινού προετοιμασία και οργάνωση απεργιακών αγώνων, κινητοποιήσεων και δράσεων, στο βαθμό φυσικά που διακηρύσσουν ότι θέλουν να αγωνιστούν. Έτσι, είτε η απάντηση από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετική είτε όχι, θα μπορεί να επιτευχθεί το ζωτικής σημασίας καθήκον της απόσπασης του πιο οργανωμένου και μαχητικού τμήματος της εργατικής τάξης από την επιρροή της δεξιάς ηγετικής-κυβερνητικής κλίκας του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτού του είδους η ενιαιομετωπική τακτική από τις ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΛΑΕ είναι η μόνη που μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία συρρίκνωσης της απήχησης του σοσιαλδημοκρατικού, μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους και τη νεολαία και του κερδίσματος τους από την αντι-μνημονιακή και αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για αυτήν την υπόθεση, όμως, είναι η ανάγκη για μια εναλλακτική πολιτική λύση εξουσίας. Η ζωή απέδειξε ότι αυτή δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο σε σύγκρουση με τους δανειστές και την ελληνική άρχουσα τάξη, σε σύγκρουση με τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Για την εμφάνιση μια τέτοιας εναλλακτικής πολιτικής λύσης, είναι αναγκαία από την πλευρά της ηγεσίας της Λαϊκής Ενότητας η εγκατάλειψη της υπεράσπισης ενός ουτοπικού «προοδευτικού» σταδίου του καπιταλισμού με εθνικό νόμισμα στη θέση του ευρώ και η υιοθέτηση στη θέση του ενός επαναστατικού προγράμματος σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όπως αυτό που προτείνει η Κομμουνιστική Τάση.
Από την πλευρά της η ηγεσία του ΚΚΕ, που υιοθέτησε μια τέτοια προγραμματική πρόταση με τον πλέον επίσημο τρόπο στο τελευταίο Συνέδριο του κόμματος, είναι αναγκαίο να την συμπληρώσει με την κατάλληλη λενινιστική πολιτική και τακτική και να την συνδέσει με τους σημερινούς αγώνες του εργατικού κινήματος, εγκαταλείποντας τον αυτό-υπονομευτικό σεχταρισμό που επιδεικνύει όλο το τελευταίο διάστημα. Για να πάψει το αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα του ΚΚΕ να είναι ένα ευχολόγιο και να μπορέσει να γίνει επαναστατικό όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης και της νεολαίας, η ηγεσία του κόμματος πρέπει να το συνδέσει με του αγώνες που αναπτύσσονται (για παράδειγμα συνδέοντας τον αγώνα ενάντια στους πλειστηριασμούς με την ανάγκη της κοινωνικοποίησης των τραπεζών, την πάλη ενάντια στην ανεργία με την ανάγκη δημοκρατικού σχεδιασμού της οικονομίας από της εξουσία των εργαζομένων κοκ), καλώντας ταυτόχρονα με τον τρόπο που εξηγήθηκε παραπάνω, τις υπόλοιπες μαζικές εργατικές οργανώσεις – κόμματα και συνδικάτα – σε κοινούς αγώνες. Έτσι, θα αποδείξει στα μάτια των εργαζομένων και της νεολαίας μέσα στην ίδια τη ζωντανή εμπειρία του κοινού αγώνα την ανωτερότητα ενός τέτοιου προγράμματος έναντι των ρεφορμιστικών ιδεών που αναπόφευκτα θα τείνουν να οδηγήσουν στην ήττα, την αναγκαιότητα του αντικαπιταλιστικού δρόμου ως μόνης λύσης για τα ζωτικά προβλήματα της πλειοψηφίας της κοινωνίας, καθώς και τη συνέπεια των κομμουνιστών που υποστηρίζουν έναν τέτοιο δρόμο σε αντίθεση με τις παλινωδίες και την οργανική ροπή των ρεφορμιστών προς τη συνθηκολόγηση και την προδοσία.