Ο “νόμος Παππά”, το ξαναμοίρασμα της τράπουλας της διαπλοκής και η αληθινή λύση διασφάλισης του κοινωνικού αγαθού της ενημέρωσης.
Έχουν περάσει 27 χρόνια από την ίδρυση των πρώτων ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, όμως το ζήτημα των αδειών τους εξακολουθεί έως και σήμερα να είναι μετέωρο.
Βάσει του διαγωνισμού που είχε προκηρυχθεί το 1997, οι άδειες εθνικής εμβέλειας ήταν έξι. Το 2001 ξεκίνησε ο έλεγχος των φακέλων του «ξεχασμένου διαγωνισμού», ωστόσο όλοι ήταν ελλιπείς. Παρά τις διευκολύνσεις που δόθηκαν στους καναλάρχες, αυτοί δεν προσκόμισαν ποτέ περαιτέρω στοιχεία αναφορικά με την προέλευση των κεφαλαίων τους («πόθεν έσχες» – οικονομική αυτοτέλεια), καθώς επίσης και στοιχεία σχετιζόμενα με την οικονομική αυτοτέλεια των μετόχων τους. Ύστερα από τη διαπίστωση αυτή, το ΕΣΡ, που ήταν υπεύθυνο για τον έλεγχο της νομιμότητας και των δικαιολογητικών των καναλιών, μετέθετε συνεχώς την τελική αδειοδότηση στο αόριστο μέλλον. Κατά τα λοιπά, δέκα τουλάχιστον τηλεοπτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να λειτουργούν «ημι-νόμιμα», µε άδειες προσωρινής ισχύος. Η διαχρονική ανοχή των κυβερνήσεων στην παράνομη λειτουργία των καναλιών, εξηγείται μόνο λόγω της διαπλοκής, της διαφθοράς και των ρουσφετιών μεταξύ πολιτικής και «μιντιακής» εξουσίας.
Η κυβέρνηση με το νέο νόμο που ψήφισε δεν μεταβάλει στο ελάχιστο αυτή την κατάσταση, απλά «ανακατεύει την τράπουλα» υπέρ μιας μερίδας καπιταλιστών. Ο ΣΥΡΙΖΑ στον προεκλογικό του αγώνα διακήρυττε το χτύπημα της διαπλοκής και το ξεκαθάρισμα του τηλεοπτικού τοπίου. Ο πραγματικός ταξικός ρόλος του συνόλου των ιδιωτικών καναλιών φάνηκε στην περίοδο της άγριας προπαγάνδας, τρομοκρατίας και παραπληροφόρησης ενόψει του δημοψηφίσματος του Ιουλίου.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα μπορούσε – αν πραγματικά είχε τέτοια πρόθεση – όλο το προηγούμενο διάστημα που βρίσκεται στην εξουσία να χτυπήσει αποτελεσματικά την παράνομη και πραξικοπηματική λειτουργία των καναλιών. Αντιθέτως, επιλέγει σε μια περίοδο που οι αγρότες έχουν εξεγερθεί και μαζί τους στέκονται αλληλέγγυα ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας, όπως οι δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί και ελεύθεροι επαγγελματίες που αντιμετωπίζουν τον άμεσο κίνδυνο οξείας φτωχοποίησης, να στρέψει επικοινωνιακά το ενδιαφέρον της «κοινής γνώμης» στο θέμα των αδειών των καναλιών, με σκοπό να πείσει για τις αγνές τάχα, προθέσεις καταπολέμησης της διαπλοκής και να φανεί ότι δέχεται «έναν πόλεμο από τα ΜΜΕ σε όλα τα επίπεδα». Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση προσπαθεί να αποπροσανατολίσει από το ολοένα αυξανόμενο αντικυβερνητικό κοινωνικό μέτωπο που σχηματίζεται με αιχμή του δόρατος τους αγρότες, καθώς και από τα άμεσα και πιεστικά προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία λόγω της μνημονιακής προδοσίας και υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ στα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Με το «νόμο Παππά» που ψηφίστηκε τελικά στις 12/2 δεν διαφαίνεται καμία πραγματική πρόθεση να αλλάξει ριζικά το διεφθαρμένο – «διαπλεκόμενο» τηλεοπτικό καθεστώς. Κύριος άξονας του νόμου είναι η εισαγωγή ορισμένων οικονομοτεχνικών κριτηρίων για τη λειτουργία των καναλιών, με τα οποία ουσιαστικά σκιαγραφείται το προφίλ των «υγιών – εύρωστων» επιχειρηματιών που θα «επενδύσουν» στην ελληνική τηλεοπτική αγορά. Μάλιστα με τον νέο νόμο, ο λεγόμενος δημόσιος χαρακτήρας της ενημέρωσης γίνεται μια κυβερνητική υπόθεση, αφού πλέον ο υπουργός Επικρατείας από κοινού με τον υπουργό Οικονομικών, θα καθορίζουν τον εκάστοτε προς πώληση αριθμό αδειών, καθώς και το τίμημα που θα πρέπει να καταβληθεί. Ο υπουργός δήλωσε ότι είναι «ικανοποιητικό» ένα τίμημα στα 8 εκατομμύρια ανά άδεια, δηλαδή συνολικά, μόλις 32 εκατομμύρια, την ώρα που ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης δήλωνε ότι τα κανάλια χρωστούν 34 εκατομμύρια μόνο σε πρόστιμα και φόρους, ενώ επίσης μόνο η φορολογία επί των διαφημίσεων στην τηλεόραση μπορεί να αποφέρει 50 εκατομμύρια ευρώ.
Σε τελική ανάλυση, το μέγεθος του προσωπικού των καναλιών, η οικονομική βιωσιμότητα των καναλαρχών, ο αριθμός των αδειών που θα δωθούν, ο ενημερωτικός ή ψυχαγωγικός χαρακτήρας τους δεν καθορίζουν από μόνα τους τον «διαφανή χαρακτήρα» του τηλεοπτικού τοπίου. Πρακτικά, ίσως εξυπηρετούνται περισσότερο τα συμφέροντα των μιντιακών βαρόνων που προσπαθούν λόγω της οικονομικής κρίσης να ξεφορτωθούν τα υπερχρεωμένα κανάλια τους (Mega, Alpha κλπ.) απολύοντας εκατοντάδες εργαζόμενους, με στόχο την περαιτέρω συγκέντρωση των τηλεοπτικών συχνοτήτων στα χέρια μερικών καπιταλιστών και το ξεκαθάρισμα της εν λόγω αγοράς. Συνολικά οι οφειλές των καναλιών μόνο προς το κράτος για το τέλος χρήσης των τηλεοπτικών συχνοτήτων φθάνει στο ποσό των 24.150.633,93 ευρώ. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες την τελευταία εξαετία της κρίσης χορήγησαν δάνεια ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ, με ελάχιστες εγγυήσεις, στους 4 εισηγμένους ομίλους ΜΜΕ, την ώρα που αυτοί κατέγραφαν ζημίες και απέλυαν 2.000 εργαζόμενους (Στοιχεία από την «ΕΦ.ΣΥΝ»).
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου παραμένει ανέγγιχτη η εξουσία μιας χούφτας καπιταλιστών πάνω στο κοινωνικό αγαθό της ενημέρωσης. Στον καπιταλισμό η ενημέρωση αποτελεί ιδιοκτησία λιγοστών εκατομμυριούχων που τη χρησιμοποιούν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Η προϋπόθεση για να διασφαλιστεί το κοινωνικό αγαθό της ενημέρωσης είναι να αποκλειστούν από αυτό τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Η μόνη εναλλακτική λύση στο σημερινό τοπίο της διαφθοράς και της διαπλοκής είναι η κοινωνικοποίηση των συχνοτήτων και η απόδοσή τους για ελεύθερη χρήση στις κάθε είδους ενώσεις των δημοσιογράφων και γενικότερα των εργαζόμενων πολιτών και της νεολαίας.
Σοφία Παπακωνσταντίνου