Στις αρχές του περασμένου Αυγούστου, ανακοινώθηκαν από τον υπ. Εργασίας Άδωνι Γεωργιάδη οι βασικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα εργασιακά και ασφαλιστικά ζητήματα, οι οποίες συνιστούν πραγματικό «ξήλωμα» πολλών από τις πιο θεμελιώδεις εναπομείνασες προστατευτικές διατάξεις για τους εργαζόμενους απέναντι στην εργοδοσία. Με τα λόγια του ίδιου του υπουργού, «στόχος μας είναι να γίνουν οι εργασιακές μας σχέσεις πιο ειλικρινείς μεταξύ μας», εξηγώντας πως πολλά απ’ όσα προβλέπει το νομοσχέδιο ήδη γίνονται, άτυπα. Έτσι, από τα πλέον επίσημα χείλη δηλώνεται ρητά ότι η ουσία αυτού του αντεργατικού εκτρώματος είναι ακριβώς να νομιμοποιήσει ότι ως τώρα ήταν «μαύρο» και παράνομο.
Κατάργηση του 8ώρου
Το νέο νομοσχέδιο, με το οποίο θα ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2019/1152, εκτός από την ενσωμάτωση αυτή που θα έπρεπε να είχε λάβει χώρα μέχρι την 1η Αυγούστου του 2022, θα περιέχει διατάξεις που υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο την θέση των εργαζομένων – σε συνέχεια και του αντεργατικού «νόμου Χατζηδάκη» του 2021.
Μια από τις πιο επιθετικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι η «δυνατότητα» που δίνεται σε εργαζόμενους να δουλεύουν πάνω από 8 ώρες μέσα σε μια μέρα, θίγοντας ευθέως το ιστορικό κεκτημένο της 8ωρης εργάσιμης ημέρας. Συγκεκριμένα, γίνεται νόμιμο να απασχολείται ο ίδιος εργαζόμενος έως και 13 ώρες τη μέρα, μέσω σύναψης σύμβασης σε δύο (ή περισσότερους) εργοδότες, με το 8ωρο να αποτελεί ανώτατο όριο μόνο για τη βάρδια της κάθε μεμονωμένης σύμβασης και όχι για το συνολικό άθροισμά τους εντός μιας εργάσιμης ημέρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός παρουσίασε ως «παραχώρηση» τη διατήρηση της ισχύουσας διάταξης για ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση 11 συνεχόμενων ωρών, αφού πρώτα είχε «αμολήσει» και άρον άρον ξαναμαζέψει το «λαγό» περί εργάσιμου 16ώρου (με τη μορφή π.χ. δύο 8ώρων σε διαφορετικούς εργοδότες), όταν ίσως κατάλαβε ότι αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ελάχιστη ανάπαυση των εργαζόμενων. Έτσι, προσπαθεί να μετατρέψει την προβλεπόμενη ελάχιστη ανάπαυση 11 συνεχών ωρών ως κάποιου είδους όριο για την εργάσιμη ημέρα (εξού και η «δυνατότητα» για εργασία τις υπόλοιπες 13), παριστάνοντας ότι δεν ξέρει πως η πρόβλεψη αυτή δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με τη μέγιστη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας αλλά αποκλειστικά και μόνο με την ελάχιστη απόσταση δύο διαδοχικών βαρδιών (για παράδειγμα μεταξύ μιας απογευματινής βάρδιας και μιας πρωινής της επόμενη μέρα).
Ο Γεωργιάδης μάλιστα εμφάνισε προκλητικά την κατάργηση του 8ώρου ως δημιουργία μιας νέας «επιλογής» για τους εργαζόμενους, η οποία θα επιφέρει «προνόμια» όπως υψηλότερες συνολικές αμοιβές και μεγαλύτερη σύνταξη. Λες και δεν είναι αυτονόητο ότι δουλεύοντας περισσότερες ώρες ένας εργαζόμενος θα λάμβανε μεγαλύτερο μισθό. Λες και αυτό συνιστά επιχείρημα ενάντια στην προστασία από την υπερεργασία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα όμως, είναι προφανές ότι η καθιέρωση και γενίκευση ενός τέτοιου καθεστώτος, σε συνδυασμό με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, θα συμπιέσει προς τα κάτω τους πραγματικούς μισθούς, τείνοντας να μετατρέψει σε μισθό στοιχειώδους επιβίωσης την αμοιβή της 13ωρης, και όχι της 8ωρης, καθημερινής εργασίας.
Τα πραγματικά κίνητρα γι’ αυτή τη σκληρή αντεργατική ρύθμιση γίνονται προφανή από την απάντηση του Γεωργιάδη στο ερώτημα αν θα επιτρέπεται να συνάπτονται δύο συμβάσεις (π.χ. 8 + 5 ωρών εργασίας τη μέρα) στον ίδιο εργοδότη. Απαντώντας πως αυτό δεν θα επιτρέπεται καθώς σε αυτήν την περίπτωση οι εργάσιμες ώρες πέραν των 8 συνιστούν υπερωρία, ο υπουργός ομολόγησε έμμεσα ότι ο σκοπός είναι να γίνουν αυτές οι επιπλέον ώρες των εργαζομένων διαθέσιμες προς εκμετάλλευση από κάποιον άλλο εργοδότη, χωρίς τα επιπλέον κόστη που θα επέφερε το σημερινό καθεστώς.
Με την ισχύουσα μέγιστη εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, για έναν εργαζόμενο – είτε απασχολείται από τον ίδιο εργοδότη και για τις 8 ώρες, είτε από δύο διαφορετικούς για 4 συν 4 ώρες, ή για 6 συν 2, κ.ο.κ. – κάθε ώρα εργασίας πέραν των 8 θα αποτελούσε υπερωρία για έναν από τους εργοδότες του, αφού θα ξεπερνούσε την προβλεπόμενη διάρκεια βάρδιας μιας από τις συμβάσεις, που υποχρεωτικά δεν μπορούν να αθροίζουν πάνω από 8 ώρες ημερήσιας εργασίας. Τώρα, με την πρόβλεψη για έως και 13 ώρες εργασίας τη μέρα, η τάξη των καπιταλιστών θα μπορεί να παίρνει χωρίς το κόστος της αμοιβής υπερωριών έως και 5 εργάσιμες ώρες από κάθε εργαζόμενο που ήδη δουλεύει 8 ώρες τη μέρα – επιβαρύνοντας τον μάλιστα με το κόστος και τον χρόνο για τις μετακινήσεις από τη μια δουλειά στην άλλη.
Επιπλέον, κάποιοι εργοδότες έχουν δημιουργήσει, ή θα μπορούν να δημιουργήσουν, δύο ή περισσότερες ομοειδείς ή παρεμφερείς επιχειρήσεις και θα μπορούν να «μοιράζουν» τους εργαζόμενους σε αυτές, διευθετώντας τα ωράρια τους με σκοπό να αποφεύγουν την καταβολή υπερωριών και τους ελέγχους της Επιθεώρησης Εργασίας. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε ομίλους επιχειρήσεων, ή διαφορετικές εργολαβικές επιχειρήσεις που έχουν αναλάβει outsourcing για μεγάλες επιχειρήσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος θα δουλεύει μέσα σε μια μέρα 8 ώρες σε μια καπιταλιστική επιχείρηση και άλλες 5 ώρες σε μια εταιρεία που παρέχει «ενοικιαζόμενους» εργαζόμενους στην πρώτη ή αποτελεί μέρους του ίδιου ομίλου, πραγματοποιώντας στην ουσία μια 13ωρη βάρδια, χωρίς όμως να δικαιούται υπερωρίες.
Απόπειρα για «συμβάσεις μηδενικών ωρών», «δόκιμοι εργαζόμενοι» και γενικευμένη επισφάλεια
Ο Γεωργιάδης έσπευσε να παρουσιάσει μια ακόμα σημαντική «καινοτομία» που ήθελε να συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο, τις λεγόμενες «συμβάσεις μηδενικών ωρών» – ένα μοντέλο που εφαρμόζεται κυρίως στη Βρετανία, αλλά απαγορεύεται στην Ελλάδα (αφού οι όροι μιας σύμβασης πρέπει να περιλαμβάνουν τις ελάχιστες ώρες εργασίας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία). Βέβαια, η Οδηγία της ΕΕ, που περιλαμβάνει κάποιες προβλέψεις προστατευτικές για τους εργαζόμενους με τέτοιου είδους συμβάσεις, αναφέρει ρητά ότι δεν επιτρέπεται σε κράτος-μέλος το οποίο δεν προβλέπει τέτοιες συμβάσεις στη νομοθεσία του, να τις εισάγει με αφορμή την ενσωμάτωση της Οδηγίας. Έτσι, όταν συνειδητοποίησε ότι υπάρχει ενδεχόμενο επιβολής προστίμου από την ΕΕ, η κυβέρνηση απέφυγε να εισάγει αυτήν τη διάταξη στο νομοσχέδιο που ανάρτησε προς διαβούλευση. Ωστόσο, είναι εμφανές από τις δηλώσεις του Υπουργού ότι είναι μια ρύθμιση που θέλουν να εισάγουν με την πρώτη ευκαιρία.
Με τις «συμβάσεις μηδενικών ωρών» θα νομιμοποιούταν η πρόσληψη εργαζομένων από εργοδότες, χωρίς καμία δέσμευση για συγκεκριμένες ημέρες και ώρες εργασίας. Σε αυτό το καθεστώς, οι εργοδότες θα μπορούν να απασχολούν εργαζόμενους, όποτε, όπου και όσο θέλουν, με απλή ειδοποίησή τους 24 ώρες πριν. Οι εργαζόμενοι αυτοί θα αμείβονται με μόνο κριτήριο τον αριθμό ωρών που εργάστηκαν, χωρίς να δικαιούνται πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, νυχτερινή εργασία, δουλειά τις Κυριακές και τις αργίες.
Με αυτά τα δεδομένα μάλιστα, δεν αποκλείεται οι εργοδότες, ακόμα και όταν γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι σκοπεύουν να απασχολήσουν κάποιον εργαζόμενο συστηματικά, να επιλέγουν να τον προσλάβουν με σύμβαση «μηδενικών ωρών» προκειμένου να επωφεληθούν από τις αδιανόητα ευνοϊκές γι’ αυτούς προβλέψεις της. Αυτή η κυνικά αποκαλούμενη από τους αστούς «ευελιξία», αποτελεί ένα καθεστώς απόλυτης επισφάλειας για τους εργαζόμενους αυτής της κατηγορίας, τόσο ως προς την εκάστοτε μηνιαία αμοιβή τους, όσο και ως προς τα αντίστοιχα ένσημα, τον τόπο της εργασίας, τις πληρωμένες ημέρες άδειας που θα δικαιούνται σε κάθε έτος, κ.ο.κ.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η πρόβλεψη για τη «δοκιμαστική περίοδο» 6 μηνών μετά την πρόσληψη ενός εργαζομένου. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης ομολογεί ότι η ρύθμιση αυτή δεν «αγγίζει» τη μη υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης σε νεοπροσληφθέντα εργαζόμενο αν απολυθεί πριν τη συμπλήρωση 12 μηνών. Ωστόσο, επιπρόσθετα, η «επισημοποίηση» αυτών των πρώτων 6 μηνών ως «δοκιμαστικών» δίνει το άλλοθι στους καπιταλιστές να εισάγουν κάθε είδους δυσμενείς όρους εις βάρος των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι μετά τη δοκιμαστική περίοδο ο εργαζόμενος «δύναται να υποβάλει αίτημα για την τροποποίηση της σύμβασής του, προκειμένου να απασχολείται εφεξής με πιο προβλέψιμους και ασφαλείς όρους εργασίας». Έτσι, εργοδότες που εμφανίζονται να παρέχουν αμοιβές και συνθήκες εργασίας που κινούνται στο «μέσο όρο» κάθε κλάδου και ειδικότητας, στην πραγματικότητα θα το κάνουν μόνο όταν ένας εργαζόμενος ολοκληρώσει την περίοδο «μαθητείας», κατά την οποία θα λαμβάνει και «μαθητικό» μισθό. Και όπως συμβαίνει πάντα με κάθε πρόβλεψη για «ειδικά» καθεστώτα δυσμενέστερων όρων για τους εργαζόμενους χωρίς τίμημα για τους εργοδότες, είναι βέβαιο ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις θα επιλέγουν, τουλάχιστον για ένα μέρος του εργατικού τους δυναμικού, να προσλαμβάνουν χαμηλόμισθους «δόκιμους» για 6 μήνες και στη συνέχεια να τους απολύουν χωρίς αποζημίωση για να προσλάβουν άλλους, κ.ο.κ.
Ακόμα, με το Άρθρο 28 («Δυνατότητα συμφωνίας περί διευθέτησης του χρόνου εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου ») γίνεται ακόμη χειρότερη η αντεργατική ρύθμιση του «νόμου Χατζηδάκη» για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (πρόβλεψη π.χ. για 10ωρο χωρίς πληρωμή υπερωριών για ένα εξάμηνο με «αντάλλαγμα» 6ωρο για το άλλο εξάμηνο). Με το νόμο εκείνο είχε δοθεί η δυνατότητα για ατομική διευθέτηση του ωραρίου με έγγραφη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου (ενώ μέχρι τότε μπορούσε να γίνει μόνο με συλλογική σύμβαση ή συλλογική συμφωνία) μετά από αίτηση του εργαζόμενου. Με τη νέα ρύθμιση, η «αίτηση του εργαζόμενου» καταργείται και γίνεται «μετά από έγγραφη συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο». Έτσι, την πρωτοβουλία μπορεί να έχει και τυπικά πλέον ο εργοδότης (την είχε ήδη ουσιαστικά), υποχρεώνοντας τον εργαζόμενο να αποδεχθεί ένα καθεστώς απλήρωτων υπερωριών.
Με τα άρθρα 25 και 26 το νομοσχέδιο διευρύνει επίσης το σύστημα της 6ήμερης εργάσιμης εβδομάδας σε περισσότερες επιχειρήσεις, ελαχιστοποιώντας τις τυπικές προϋποθέσεις για την απασχόληση εργαζομένου από τον εργοδότη του για έκτη μέρα μέσα στη βδομάδα. Η 5ήμερη εργάσιμη εβδομάδα, επομένως, γίνεται σταδιακά μια πραγματικότητα που αφορά όλο και λιγότερους κλάδους, απαλλάσσοντας τους εργοδότες από την πραγματοποίηση των απαιτούμενων προσλήψεων και με προφανή προοπτική στη συνέχεια να μειωθεί ή και να εξαλειφθεί η προσαύξηση για την εργασία της 6ης ημέρας.
Τέλος, με το άρθρο 27 αυξάνονται οι κλάδοι για τους οποίους οι Κυριακές και οι αργίες θεωρούνται εργάσιμες. Μάλιστα, σχεδόν όλοι οι κλάδοι που προστίθενται (βιομηχανία τροφίμων, εμφιάλωση νερού, παραγωγή αναψυκτικών) δεν συμπεριλαμβάνονταν στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου, αλλά εισήχθησαν μετά τις σχετικές απαιτήσεις των αντίστοιχων καπιταλιστικών Συνδέσμων κατά τη διαβούλευση (βλ. “Σχόλια” εδώ).
Νέα επίθεση στο δικαίωμα στην απεργία
Ο πατενταρισμένος υπηρέτης της ελληνικής άρχουσας τάξης Άδωνις Γεωργιάδης δεν θα μπορούσε, βέβαια, να φέρει ένα νομοσχέδιο για τα εργασιακά που δεν θα περιλαμβάνει νέα χτυπήματα ενάντια στο δικαίωμα στην απεργία. Συγκεκριμένα, αφού διαδοχικοί προηγούμενοι νόμοι έχουν καταστήσει όλο και πιο δύσκολη την ίδια την κήρυξη απεργιών και ενώ αυτές μπορεί στη συνέχεια να κριθούν «παράνομες και καταχρηστικές» από την αστική «δικαιοσύνη», το νέο νομοσχέδιο μετατρέπει και την περιφρούρηση των απεργιών – συμπεριλαμβανομένης της «άσκησης ψυχολογικής βίας» και της κατάληψης εργασιακού χώρου – σε ποινικό αδίκημα, με πολύμηνη φυλάκιση ως ποινή.
Υποστηρίζοντας την υποτιθέμενη ορθότητα αυτής της αντιδραστικής ρύθμισης ο Γεωργιάδης δήλωσε: «Εάν οι εργαζόμενοι θέλουν να απεργήσουν θα απεργούν. Εάν οι εργαζόμενοι όμως θέλουν να δουλέψουν θα δουλέψουν». Όπως κάνουν πάντα οι αστοί, ο υπουργός παριστάνει ότι μια απεργία είναι ατομική υπόθεση, ενώ πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική μέθοδο συλλογικής διεκδίκησης των εργατών. Της πραγματοποίησης της πάντα προηγείται η στοιχειώδης δημοκρατική μέθοδος της συλλογικής συζήτησης και της λήψης απόφασης στη βάση της αρχής της πλειοψηφίας (ή εναλλακτικά η απεργία έχει προκηρυχθεί από τα επίσης δημοκρατικά εκλεγμένα συνδικαλιστικά όργανα των εργατών).
Η επίκληση του «δημοκρατικοφανούς» επιχειρήματος «όποιος θέλει απεργεί, όποιος θέλει δουλεύει», αποκρύπτει ότι ένας εργάτης, ευρισκόμενος σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας και πιθανά αντιμέτωπος με εργοδοτικές πιέσεις, εκφοβισμούς, απειλές ή και τρομοκρατία, μπορεί να εμφανίζεται «να μη θέλει να απεργήσει», χωρίς αυτό να αντανακλά γνήσια τη βούλησή του. Η περιφρούρηση μιας απεργίας αντισταθμίζει ακριβώς αυτό το γεγονός, θέτοντας τους πιο πρωτοπόρους και μαχητικούς εργάτες ή τα μέλη και τις ηγεσίες των συνδικάτων ευθέως αντιμέτωπους με την εργοδοσία, «καλύπτοντας» παράλληλα όλους τους εργάτες της επιχείρησης που δεν θα προσέλθουν στο πόστο τους. Ταυτόχρονα, η απεργιακή περιφρούρηση αποτελεί στοιχειώδες μέσο προστασίας μιας απεργίας από τις κάθε είδους απεργοσπαστικές ενέργειες της εργοδοσίας.
Ενιαίο εργατικό μέτωπο ενάντια στο αντιδραστικό νομοσχέδιο
Όλες οι αντεργατικές διατάξεις του νομοσχεδίου Γεωργιάδη, περισσότερο από το αντιδραστικό ποιόν του αστού πολιτικού εμπνευστή τους και της αντιλαϊκής κυβέρνησης στην οποία αυτός συμμετέχει, μαρτυρούν το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, ως αναπόσπαστο τμήμα της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Βυθιζόμενη στις οξυνόμενες αντιφάσεις του παρακμασμένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματός της, η άρχουσα τάξη ωθείται όλο και περισσότερο να τραφεί από τη σάρκα ολόκληρης της κοινωνίας, επιδιώκοντας να γιγαντώσει τα αμύθητα συσσωρευμένα πλούτη της με την όλο και πιο σκληρή εκμετάλλευση και καταπίεση της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Τόσο η προηγούμενη θητεία των αστών της ΝΔ στην κυβέρνηση, όσο και εκείνη των ρεφορμιστών της ηγετικής κλίκας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βέβαια και οι πολιτικές των κυβερνήσεων που είχαν προηγηθεί και των όμορών τους ανά τον πλανήτη, αποδεικνύουν ότι οι όλο και πιο μανιασμένες αντιλαϊκές επιθέσεις αποτελούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στη σημερινή του φάση προχωρημένης και μη αναστρέψιμης σήψης. Το εργατικό κίνημα και η νεολαία πρέπει να αγωνιστούν ενωτικά και αποφασιστικά ενάντια στο αντιδραστικό νομοσχέδιο Γεωργιάδη και συνολικά την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, προχωρώντας σε καλά οργανωμένες απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, που θα κλιμακωθούν σε μια γενική απεργία διαρκείας αν δεν αποσυρθεί το νομοσχέδιο. Το χτίσιμο ενός τέτοιου ενιαίου μετώπου των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης μπορεί να γίνει η αφετηρία για τη μόνη πραγματική διέξοδο για τον εργαζόμενο λαό: την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης που θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα επαναστατικών σοσιαλιστικών μέτρων – το μόνο πρόγραμμα που μπορεί να βάλει τέλος στον καπιταλιστικό εφιάλτη που απειλεί την ανθρωπότητα.
Πάτροκλος Ψάλτης