Η πολιτική χρεοκοπία της μνημονιακής-συστημικής αποκαλούμενης «Κεντροαριστεράς» συνεχίζεται χωρίς ίχνος «κάμψης», συνοδευόμενη από μια παρατεταμένη δημοσκοπική καθίζηση. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, οι δύο βασικοί πόλοι αυτού του πολιτικού «χώρου» – ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ – εμφανίζονται, ο πρώτος μόλις μετά βίας να ξεπερνά το 10% και ο δεύτερος να έχει καταρρεύσει σε «προ 2012» επίπεδα, της τάξης του 6-7%.
«Απτόητες» από αυτήν την κατάσταση, οι καριερίστικες ηγεσίες των εν λόγω κομμάτων εμμένουν ακόμα περισσότερο στη στάση τους εκείνη που αποτελεί τη βασική αιτία της μαζικής απαξίωσής τους όλα τα τελευταία χρόνια: σε κάθε τους βήμα και με κάθε τους κίνηση φροντίζουν να δίνουν «διαπιστευτήρια» στην ελληνική άρχουσα τάξη και το καθεστώς της.
Η «αντιπολίτευση» που ασκούν στην όλο και πιο λαομίσητη δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ, περιορίζεται σε κοινοβουλευτικές, αναποτελεσματικές πρωτοβουλίες (πρόταση δυσπιστίας τον Μάρτιο, ακολούθως προανακριτική για Τριαντόπουλο κ.ο.κ.) και σε φραστικά «σκληρές» ανακοινώσεις των Γραφείων Τύπου τους. Πάνω απ’ όλα, φυσικά, αρνούνται να αποστασιοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο από τις μνημονιακές-αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσαν στις θητείες τους ως κυβερνώντα κόμματα κατά την προηγούμενη 15ετία.
Δεν προκαλεί λοιπόν καμία έκπληξη ότι, στη μια μετά την άλλη δημοσκόπηση , ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται να θεωρούνται συστημικά κόμματα από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων – υπολειπόμενα σε αντισυστημικότητα όλων των άλλων κομμάτων πλην της ΝΔ.
Στον αντίποδα, η Πλεύση Ελευθερίας, στη βάση της μαχητικής αντικυβερνητικής στάσης της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ιδιαίτερα για το έγκλημα των Τεμπών, σε όλες τις δημοσκοπήσεις αναδεικνύεται ως το πιο αντισυστημικό κόμμα (μαζί με το εκτός Βουλής ΜέΡΑ25) και καταγράφεται στη δεύτερη θέση. Αυτό εντείνει την περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ συμπιέζει στα όρια της ανυπαρξίας και τον υποτιθέμενο πιο «ριζοσπαστικό» πόλο της μνημονιακής «Κεντροαριστεράς», τη Νέα Αριστερά.
Η Νέα Αριστερά, παρότι η ηγεσία της από το πρόσφατο Συνέδριο του κόμματος κι έπειτα επιμένει ότι δεν τίθεται ζήτημα «επιστροφής στον ΣΥΡΙΖΑ», δεν διαφοροποιείται από τον τελευταίο σε κανένα σοβαρό προγραμματικό ζήτημα. Επομένως, δεν έχει λόγο ανεξάρτητης ύπαρξης παρά μόνο ως μηχανισμός για την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση από την πλευρά των καριεριστών που αποτελούν την ηγεσία της, σε μελλοντικές συζητήσεις για μια συνεργασία της «Κεντροαριστεράς».
Λόγω όλων των παραπάνω, όμως, καθίσταται δυσκολότερη η πραγματοποίηση της «πολυθρύλητης» συνένωσης της «ευρύτερης Κεντροαριστεράς», που αποτελεί διακαή πόθο της ελληνικής άρχουσας τάξης, ώστε να αποκτήσει έναν ελεγχόμενο εναλλακτικό κυβερνητικό πόλο πλάι στην ταχύτατα φθειρόμενη ΝΔ του Μητσοτάκη. Σε συνθήκες πολιτικής απαξίωσης όλων των «τάσεων» αυτού του «χώρου», είναι αδύνατο να βρεθεί μια πολιτική προσωπικότητα που θα είναι κοινά αποδεκτή από τις διάφορες ανταγωνιζόμενες φράξιες καριεριστών και κομματικών γραφειοκρατών – δηλαδή που θα μπορεί να εγγυηθεί ρόλο ύπαρξης σε όλες τους μέσω της προοπτικής μιας αξιόλογης εκλογικής δυναμικής. Ακόμα λοιπόν και αν μια τέτοια συνεργασία τελικά επιτευχθεί ενόψει των επόμενων εκλογών, δεν θα είναι μια συνεργασία με αξιώσεις να ανταγωνιστεί τη ΝΔ για την εκλογική πρωτιά, παρά μια απόπειρα από κοινού εκλογικής διάσωσης από την πλήρη περιθωριοποίηση.
Π.Ψ.