Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΜαζικές Απεργίες στη Γαλλία: Καταιγίδα που εντείνεται

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαζικές Απεργίες στη Γαλλία: Καταιγίδα που εντείνεται

 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : ΛΕΝΑ ΠΕΡΡΑΚΗ

Στις 29 Ιανουαρίου και στις 19 Μαρτίου, μαζικές διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι, πραγματοποιήθηκαν στην Γαλλία. Ενάντια στο φόντο της οικονομικής ύφεσης και της απότομα αυξανόμενης ανεργίας, οι οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι για μία ακόμη φορά σε κίνηση σε μαζική κλίμακα. Τα κόμματα των καπιταλιστών είναι στην εξουσία από το 2002. Το 2007 ο Σαρκοζί και η Δεξιά κέρδισαν τις εκλογές ως αποτέλεσμα της απουσίας μίας σοβαρής πολιτικής από μέρους της Αριστεράς. Σε μία σκανδαλωδώς δημαγωγική καμπάνια, με την πλήρη υποστήριξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο Σαρκοζί υποσχέθηκε να εξασφαλίσει οικονομική ανάπτυξη και επιστροφή σε πλήρη απασχόληση. Υποσχέθηκε να προστατεύσει τους φτωχούς και τους ανέργους, να δράσει κατά των «αχρείων εργοδοτών», να μειώσει την κοινωνική ανισότητα και αδικία.

   Αυτοί οι εργαζόμενοι που ξεγελάστηκαν από αυτή την προπαγάνδα θα ανακαλύψουν σύντομα το λάθος τους. Οι πολιτικές του Σαρκοζί και του συνδικάτου των εργοδοτών (MEDEF) ισοδυναμούν με συστηματική υπεράσπιση των πλούσιων και δυνατών. Τα δικαιώματα και οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων έχουν πληγεί από μία σειρά βίαιων επιθέσεων. Από μεταρρύθμιση σε μεταρρύθμιση –στην πραγματικότητα αντι-μεταρρυθμίσεις- οι καπιταλιστές και οι κυβερνητικοί τους αντιπρόσωποι έχουν στραφεί στην καταστροφή όλων των προηγούμενων κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, σε σχέση με τις συντάξεις, τους μισθούς, τα επιδόματα πρόνοιας, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Η κυβέρνηση του Σαρκοζί αντιπροσωπεύει την πιο αντιδραστική κυβέρνηση στην Γαλλία μετά το καθεστώς Vichy κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

   Ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια, οι εργαζόμενοι των διάφορων κλάδων της οικονομίας και των δημόσιων υπηρεσιών μπήκαν σε δράση προσπαθώντας να αντισταθούν στις επιθέσεις αυτές. Παρ’ όλα αυτά, οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών, αντιτέθηκαν στην κοινή συντονισμένη δράση, επιμένοντας πως η πάλη θα διευθυνόταν  «σε κάθε θέμα χωριστά». Ένας από τους πιο δεξιούς συνδικαλιστές ηγέτες, ο François Chérèque (CFDT) θεωρεί ξεκάθαρα τον εαυτό του ως ανεπίσημο σύμβουλο της κυβέρνησης, και προειδοποίησε τον Σαρκοζί σε πολλές περιπτώσεις πως αν «άνοιγε πολλά μέτωπα συγχρόνως», θα ήταν πολύ δύσκολο να αποτρέψει τους ξεχωριστούς αγώνες να συνενωθούν σε ένα γενικευμένο κίνημα. Ο Chérèque, όπως και οι άλλοι ηγέτες των συνδικάτων, περιόρισαν τα αιτήματά τους σε «συμβουλευτικού χαρακτήρα» σε σχέση με την εφαρμογή των αντι-μεταρρυθμίσεων! Για παράδειγμα, όταν ξεκίνησε η απεργία των σιδηροδρομικών εργατών για να υπερασπιστούν τα επίπεδα των συντάξεών τους, η ηγεσία της CGT κάλεσε για επιστροφή στην εργασία  στη βάση ότι η κυβέρνηση συμφώνησε να γίνουν διαβουλεύσεις. Οι διαβουλεύσεις έγιναν και τα επίπεδα των συντάξεων χάθηκαν.

Αυτή η πολιτική συνεργασίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και στα συνδικάτα οδήγησε από ήττα σε ήττα. Αλλά την ίδια στιγμή, οδήγησε σε αυξανόμενη πίεση από τους ενδιαφερόμενους, σε συντονισμένη απεργιακή δράση και διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση. Με το ξέσπασμα της ύφεσης, οι ηγέτες των συνδικάτων δεν είχαν επιλογή παρά να αποδεχτούν την πίεση από την βάση σε αυτές τις συνθήκες. Η συγκέντρωση στις 29 Ιανουαρίου είχε  τεράστια επιτυχία. Τουλάχιστον 300,000 εργαζόμενοι διαδήλωσαν στο Παρίσι εκείνη τη μέρα. Σε όλη τη χώρα, το συνολικό μέγεθος ήταν περίπου 2,5 εκατομμύρια διαδηλωτές.

Τον ίδιο μήνα, η ανεργία αυξήθηκε κατά 90.000 νέους άνεργους,ενώ τον Δεκέμβρη είχε ήδη ανέβει κατά 50.000, ακόμα και σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές που υπολείπονται τρομαχτικά της πραγματικότητας. Ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, 7 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γαλλία ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η βιομηχανική παραγωγή και οι

Οι ηγέτες των συνδικάτων- συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη της CGT, Μπέρναντ Θίμπαλτ- δεν προσφέρουν καμία αξιόπιστη προοπτική στον αγώνα, και δεν παραθέτουν κάποιο σοβαρό πλαίσιο αιτημάτων. Μετά τις 29, ο Θίμπαλτ είπε πως οι εργαζόμενοι πρέπει να περιμένουν να ακούσουν αυτά που θα έλεγε ο Σαρκοζί, και επανέλαβε την απαίτησή του για «διαβουλεύσεις». Ο Σαρκοζί απλά ανήγγειλε περαιτέρω αντι-μεταρρυθμίσεις, καταργώντας συγκεκριμένες μορφές φορολογίας στους εργοδότες και μετά κάλεσε τα συνδικάτα για συζήτηση τις 18 Φεβρουαρίου. Ο Θίμπαλτ και οι άλλοι ηγέτες δέχτηκαν την πρόσκληση, και ανακοίνωσαν άλλη μία «μέρα δράσης» στις 19 Μαρτίου. Οι διαβουλεύσεις δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, και η κυβέρνηση δήλωσε πως δεν θα γίνει καμία παραχώρηση, χωρίς ίχνος σεβασμού στα εκατομμύρια ανθρώπων που διαδήλωναν εκείνη την μέρα.

Η γενική απεργία στην Γουαδελούπη και στη Μαρτινίκα έδειξαν πως πρέπει να οργανώνεται και να αντιμετωπίζεται μια σοβαρή πάλη . Η τοπική οικονομία παρέλυσε με μια μαζική απεργία η οποία κάποιες στιγμές έπαιρνε εξεγερτικό χαρακτήρα. Εδώ δεν τέθηκε θέμα ευγενικών διαπραγματεύσεων σε μεγαλόπρεπο περιβάλλον (αυτό να φύγει) για αντεργατικά μέτρα, αλλά μίας ενεργητικής πάλης για μια σοβαρή αύξηση (200 ευρώ) στους μισθούς των πιο χαμηλόμισθων εργατών. Αυτός ο εκπληκτικός αγώνας κατέληξε σε νίκη, και τα διδάγματα από αυτό είχαν αντίκτυπο στη συνείδηση των εργατών και της νεολαίας της μητροπολιτικής Γαλλίας

Το χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες και την προθυμία για αγώνα των εργατών και της εφησυχασμένης «μετριοπάθειας» των ηγετών των συνδικάτων γίνεται όλο και πιο έκδηλη όσο περνάει ο καιρός. Στην περίοδο που προηγήθηκε της 29ης Μαρτίου, η "La Riposte" – η εφημερίδα της Μαρξιστικής Τάσης του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος – εξέφρασε την διάθεση των πιο ταξικά συνειδητών στρωμάτων του κομμουνιστικού και συνδικαλιστικού κινήματος με τον ακόλουθο τρόπο:

«Για να ασκηθεί πίεση πάνω στις κυβερνητικές «διαβουλεύσεις», μία νέα μέρα δράσης έχει προγραμματιστεί τις 19 Μαρτίου. Και ποια θα είναι η συνέπεια αυτής; Στην καλύτερη περίπτωση, άλλη μία τηλεοπτική εμφάνιση του Προέδρου, που θα πει πως καταλαβαίνει τις ανησυχίες των εργατών, αλλά η πολιτική του δεν θα αλλάξει. Και τι θα κάνουμε μετά από αυτό; Άλλη μία μέρα δράσης; Αυτή η μέθοδος δεν θα οδηγήσει πουθενά, εκτός από την εξάντληση των πιο μαχητικών στρωμάτων του συνδικαλιστικού κινήματος, και το να πείσει πολλούς άλλους εργάτες ότι τα συνδικάτα δεν έχουν σοβαρή στρατηγική για να τους υπερασπιστούν. Από την κυβερνητική οπτική γωνία, είναι ύψιστης σημασίας να διατηρηθεί η πλάνη των «διαβουλεύσεων» με τα συνδικάτα. Η κυβέρνηση βρίσκεται πάνω σε ένα ηφαίστειο. Ξέρει ότι αν διακοπούν οι συζητήσεις μεταξύ των συνδικάτων και αυτής, ένα κίνημα όμοιο με αυτό που ξέσπασε στην Καραϊβική θα έρθει σύντομα στο προσκήνιο στη Γαλλία.

Οι διαδηλωτές, όσο πολυπληθείς κι αν είναι, κινώντας απειλητικά τις γροθιές τους κάτω από τα παράθυρα των καπιταλιστών, δεν θα τους αναγκάσουν να κάνουν υποχωρήσεις. Πρέπει να τους πιάσουν από το λαιμό. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα, την οργάνωση μαζικών απεργιών με χαρακτήρα διαρκείας, ειδικά στους τομείς-κλειδιά της οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, αν οι ηγέτες των συνδικάτων δεν αλλάξουν πορεία, αν επιμείνουν στην «διαβουλευτική» τους στρατηγική, αργά ή γρήγορα, θα ξεσπάσει κίνημα από τα κάτω, στην βάση των μαχητικών απαιτήσεων σε σχέση με τους μισθούς, τις θέσεις εργασίας και των δημόσιων υπηρεσιών. Αυτό που έγινε στην Καραϊβική θα γίνει και στην Γαλλία. Στην φάση αυτής της εξέλιξης, ένα τέτοιο κίνημα θα έθετε το ζήτημα, ως άμεσο και πρακτικό καθήκον, της ιδιοκτησίας των εργοστασίων και της οικονομίας γενικότερα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόγραμμα της La Riposte , για την εθνικοποίηση των τραπεζών, της βιομηχανίας και του εμπορίου, κάτω από δημοκρατικό έλεγχο και διοίκηση από τους εργάτες, θα συνενωθεί με τις ιδέες και τις προσδοκίες ενός σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης.» (Στρατηγική των Συνδικάτων: 29 Γενάρη, 19 Μάρτη… και μετά;  La Riposte- 12 Μαρτίου 2009) επενδύσεις καταρρέουν. Εργοστάσια κλείνουν, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι απολύονται κάθε βδομάδα. Οι εταιρίες μετακινούνται στο εξωτερικό στην αναζήτηση φθηνής εργασίας. Ο πρόεδρος του MEDEF, Laurence Parisot, δήλωσε πως οι καπιταλιστές «δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη» για την τωρινή κρίση, και ισχυρίζεται ότι ο καλύτερος τρόπος να σωθούν οι δουλειές είναι να «διευκολυνθούν οι διαδικασίες απόλυσης». Αυτού του είδους η κυνική και αντιδραστική αλαζονεία είναι μία πρόκληση για τους εργαζόμενους όλης της χώρας.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα