Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι «αυτοδιοικητικές» εκλογές
Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη διεξάγονται σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη. Κάτω από τα σκληρότερα χτυπήματα που έχει δεχτεί η εργατική τάξη από την μεταπολίτευση και μετά, το εργατικό κίνημα έχει ήδη δείξει τα πρώτα δείγματα αφύπνισης και τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της τάξης και της νεολαίας αναζητούν μια αριστερή εναλλακτική λύση, κάτι που αναπόφευκτα θα εκφραστεί και στις εκλογές.
Σε αυτές τις συνθήκες, η εκλογική μάχη αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για την ελληνική Αριστερά. Για το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ όμως, μετατράπηκε σε μια αφορμή για ανοικτή διάσπαση και άλλο ένα οδυνηρό επεισόδιο στην κρίση που μαστίζει το σχήμα εδώ και πάνω από ένα χρόνο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατέβει ενιαία στις εκλογές, στην πιο σημαντική περιφέρεια της χώρας, την Αττική, αφού η ηγεσία του ΣΥΝ ανακοίνωσε την υποστήριξη στον Α. Μητρόπουλο, ενώ ο Α. Αλαβάνος ανακοίνωσε τη δική του υποψηφιότητα στηριζόμενος από κάποιες από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν συγκροτήσει το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής». Οι προσπάθειες που έγιναν για να βρεθεί συναινετική λύση, ναυάγησαν εν τη γενέσει τους.
Η διάσπαση αυτή είναι ένα ακόμη πλήγμα για τους αγωνιστές του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτή την κατάσταση, την ευθύνη φέρουν από κοινού, τόσο η ηγετική πλειοψηφία στον ΣΥΝ, όσο και η ηγεσία του «Μετώπου». Το πιο απογοητευτικό για τον κόσμο της βάσης, είναι ότι η σύγκρουση δεν διεξάγεται πάνω στο έδαφος μιας πολιτικής συζήτησης για το πρόγραμμα ή την πολιτική της Αριστεράς, αλλά πάνω στο δευτερεύον ζήτημα του προσώπου για τη θέση του υποψηφίου. Δυστυχώς πρόκειται ξεκάθαρα για μια σύγκρουση χωρίς αρχές.
Ηγεσία ΣΥΝ και Α. Μητρόπουλος
Η ηγεσία του ΣΥΝ από την αρχή προσέγγισε το ζήτημα των εκλογών και των υποψηφίων με έναν απόλυτα λανθασμένο, καιροσκοπικό τρόπο, δίνοντας όλη της την έμφαση, σε μια αναζήτηση «προσωπικοτήτων» με επικοινωνιακό πλεονέκτημα, δείχνοντας σχεδόν αδιαφορία για το είδος και το βάθος της πολιτικής συμφωνίας με αυτούς.
Το κριτήριο για την υποψηφιότητα του Α. Μητρόπουλου για την ηγεσία του ΣΥΝ, ήταν απλά η προέλευση του από το ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να «διεμβολίσει» την εκλογική βάση του κόμματος που είναι απογοητευμένη και οργισμένη από την κυβερνητική πολιτική.
Ο Α. Μητρόπουλος είναι ένα από τα πιο προβεβλημένα πρόσωπα στα ΜΜΕ, χωρίς όμως μια ουσιαστική αγωνιστική παρουσία στο εργατικό ή το αριστερό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια και χωρίς συγκεκριμένα να έχει αναπτύξει οποιαδήποτε αξιόλογη αντιπολιτευτική δράση μέσα στο ΠΑΣΟΚ, για μια μεγάλη περίοδο κατά την οποία είχε κυριαρχήσει στην ηγεσία του η πιο σκληρή δεξιά πτέρυγα – των εκσυγχρονιστών και μετέπειτα του Παπανδρέου.
Ούτε ο ίδιος, ούτε η νεοπαγής ομαδοποίηση στελεχών γύρω του («Δημοκρατική Συνεννόηση») έχουν να επιδείξουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σαν εναλλακτική λύση απέναντι στην αντεργατική κυβερνητική πολιτική, πέρα από μια αφηρημένη αντίθεση με το μνημόνιο και το ΔΝΤ και κάποιες γενικολογίες για το «κοινωνικό κράτος».
Η υποστήριξη της ηγεσίας του ΣΥΝ στην υποψηφιότητα Μητρόπουλου, δεν είναι λαθεμένη επειδή ο Α. Μητρόπουλος ανήκει στον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι μια λανθασμένη, σεχταριστική τοποθέτηση του ζητήματος. Είναι λανθασμένη γιατί δεν ήταν το αποτέλεσμα πολιτικής συμφωνίας πάνω σε συγκεκριμένες αρχές, αλλά μια επικοινωνιακή τακτική με στόχο την ψήφο διαμαρτυρίας των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Στη βάση μιας τέτοιας τακτικής, παρ’ ότι είναι πιθανό να επιτευχθεί μια εκλογική επιτυχία, δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί μια ουσιαστική πολιτική υποστήριξη για τον ΣΥΝ από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τον καιροσκοπισμό αυτής της τακτικής.
Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να κερδίσουμε την προσοχή και την υποστήριξη της βάσης του ΠΑΣΟΚ, είναι η υπομονετική προσέγγισή της με άξονα την υπεράσπιση των αυθεντικών σοσιαλιστικών ιδεών, συνδυασμένη με εκκλήσεις κοινής δράσης με τους ηγετικούς της εκπροσώπους, όμως στη βάση συγκεκριμένων αρχών και όχι επικοινωνιακών προεκλογικών τακτικών.
Ο Α. Αλαβάνος και η υποψηφιότητά του
Από την άλλη πλευρά, ο Α. Αλαβάνος και οι ηγεσίες των συνιστωσών που συσπειρώνονται γύρω του, προσφέρουν αντικειμενικά τις χειρότερες υπηρεσίες στην Αριστερά και τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Για άλλη μια φορά, αντί να προσπαθήσουν να ανοίξουν μια συζήτηση για το αναγκαίο πολιτικό πρόγραμμα και την κατάλληλη τακτική που θα προωθήσει την πλατύτερη δυνατή ενότητα της Αριστεράς, έσπευσαν να καταθέσουν μια ξεχωριστή υποψηφιότητα και να επιμείνουν αδιάλλακτα σε αυτήν, ανοίγοντας μάχη πάνω στο θέμα του προσώπου και στην ουσία αδιαφορώντας για το πολιτικό περιεχόμενο της εκλογικής καμπάνιας.
Με αυτό τον τρόπο, δίνουν την εικόνα μιας προσωποκεντρικής βεντέτας με την ηγεσία του ΣΥΝ, που δεν έχει καμία σημασία και καμία αξία για τους αγωνιστές της Αριστεράς, αλλά τους απογοητεύει βαθειά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν δέχτηκαν ούτε την εναλλακτική υποψηφιότητα του Θ. Δρίτσα που προτάθηκε σαν συμβιβαστική λύση και που θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος στην ανούσια σύγκρουση, αλλά επέμειναν να υπάρξει ένας υποψήφιος προερχόμενος από το «Μέτωπο» (Αλαβάνος ή Βαλαβάνη). Με αυτό τον τρόπο δείχνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν σαν κύριο ζήτημα το πολιτικό περιεχόμενο της εκλογικής μάχης, γιατί αν ήταν διαφορετικά, θα αποδέχονταν την υποψηφιότητα ενός στελέχους κοινής αποδοχής και θα έβαζαν πάνω στο τραπέζι τις όποιες προτάσεις ή διαφωνίες είχαν στο θέμα του προγράμματος και της τακτικής. Το μόνο που έδειξε να τους ενδιαφέρει είναι να επιβεβαιώσουν την «ηγεσία» τους στη συμμαχία.
Πρέπει να τονίσουμε, ότι η υποψηφιότητα Αλαβάνου, παρ’ ότι αντικειμενικά είναι πιο αριστερή από αυτή του Α. Μητρόπουλου, δεν προωθείται στη βάση ενός προγράμματος ποιοτικά διαφορετικού, που θα δικαιολογούσε αυτή τη διάσπαση. Η πολιτική πλατφόρμα του Α. Αλαβάνου αποτελείται από μια γενικόλογη αντίθεση στο μνημόνιο, μαζί με την αντίθεση στην ΟΝΕ (αυτή είναι και η μόνη ουσιαστική διαφορά), εμπλουτισμένη με αρκετή γενικόλογη αριστερή ρητορική και πατριωτικές κορώνες. Ούτε καν στο ζήτημα του χρέους δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά ο Αλέκος Αλαβάνος από την ηγεσία του ΣΥΝ, καθώς μιλά επίσης για αναδιαπραγμάτευση του χρέους, πόσο μάλλον στην υπεράσπιση ενός πραγματικά σοσιαλιστικού προγράμματος.
Τι θα έπρεπε να έχει γίνει;
Αυτό που θα έπρεπε να κάνει σε αυτές τις συνθήκες μια αριστερή ηγεσία, είναι να αντιμετωπίσει τις εκλογές σαν μια ταξική πολιτική μάχη, ενταγμένη σε μια συνολική στρατηγική για την νίκη της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Πως θα μπορούσε να γίνει αυτό από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Πρώτον απευθύνοντας μια έκκληση στην ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και όλη την Αριστερά – συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούν με την ηγεσία, για να συζητήσουν πάνω σε ένα κοινό πρόγραμμα, για μια κοινή εκλογική δράση και κοινές υποψηφιότητες.
Δεύτερον, προβάλλοντας μια πλατφόρμα πραγματικά σοσιαλιστικών μεταβατικών διεκδικήσεων για την Τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και για την κοινωνία γενικά. Η αντίθεση στο Μνημόνιο και τον Καλλικράτη, είναι αναγκαία, αλλά όχι αρκετή σε αυτές τις συνθήκες συνολικής επίθεσης του κεφαλαίου.
Τρίτον, εάν αυτή η έκκληση απορριπτόταν από την ηγεσία του ΚΚΕ, τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για το ενδεχόμενο πιο πλατειών υποψηφιοτήτων στη βάση ενός τέτοιου προγράμματος, κάνοντας έτσι πραγματικά βήματα για μια πραγματική και όχι ευκαιριακή ενότητα με τις δυνάμεις που διαφωνούν με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία θα είναι προωθητική όχι μόνο για τις εκλογές, αλλά συνολικά για το κίνημα και τις ταξικές μάχες της επόμενης περιόδου.
Τι πρέπει να γίνει τώρα;
Έστω και την έσχατη στιγμή μπορεί να αποφευχθεί η διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κατέβει ενωμένος στις εκλογές με μια ενιαία υποψηφιότητα και με ένα ξεκάθαρα αριστερό και ταξικό στίγμα.
Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η καταλληλότερη υποψηφιότητα που θα μπορούσε να δώσει ένα τέτοιο ξεκάθαρο στίγμα και να εγγυηθεί την ενότητα του χώρου, είναι αυτή του σ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, που έγινε ομόφωνα αποδεκτή στη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρέπει στη βάση αυτής της κοινά αποδεκτής υποψηφιότητας να θέσουμε με έμφαση την ανάγκη της κοινής ταξικής δράσης με το ΚΚΕ και με τα μέλη και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που θέλουν να παλέψουν ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Να ανοίξει ένας διάλογος για το πρόγραμμα και τις διεκδικήσεις που ταιριάζουν στην περίοδο που ζούμε. Να γίνει κάθε προσπάθεια για να αντιστραφεί το κλίμα απογοήτευσης που κυριαρχεί στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά της Αριστεράς.
Αν δεν γίνουν αυτά τα βήματα, τότε δυστυχώς θα έχουμε δύο ψηφοδέλτια που δεν θα συσπειρώνουν με ενθουσιασμό τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και που δεν θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της περιόδου και κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό για το μέλλον της συμμαχίας και πολύ ζημιογόνο για την ζωτική υπόθεση της αγωνιστικής ενότητας και της κοινής δράσης της Αριστεράς συνολικά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ