Η κοινωνικοποίηση των τραπεζών είναι η πιο επείγουσα “μεταρρύθμιση”.
Παρόλο που στην παράγραφο 13.8 της πολιτικής απόφασης του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται ρητά ότι «Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών. Ιδρύουμε δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη», μια τέτοια προτεραιότητα αφαιρέθηκε από τα άμεσα καθήκοντα του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, περιορίζοντας τις διακηρύξεις στην «ίδρυση αναπτυξιακής τράπεζας και τραπεζών ειδικού σκοπού» με περιορισμένα κεφάλαια.
Ασφαλώς, εύλογα θα υποστηρίξει οποιοσδήποτε καλόπιστος σύντροφος, ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν είναι φετίχ για την Αριστερά και ότι, παρόλο που όλοι συμφωνούμε πως το κράτος θα πρέπει να αυξήσει τον ρόλο του σε μια «νεοφιλελεύθερη» οικονομία πλήρως αποδιοργανωμένη και σε διαρκή ύφεση, η πλήρης κρατικοποίηση ή σωστότερα η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν αποτελεί ώριμο αίτημα του κινήματος και άρα μάλλον μια μη επίκαιρη ιδεολογική εμμονή, μη συμβατή εξάλλου με μια βασική μας προεκλογική διακήρυξη, την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Στην πραγματικότητα, ήδη οι πρώτες ημέρες αριστερής κυβέρνησης θεωρούμε πως μας δίνουν την απάντηση, όπως θα μπορούσε εξάλλου να προβλέψει κανείς εκ των προτέρων.
Με τις πρώτες ανακοινώσεις των νέων υπουργών για την υλοποίηση στοιχειωδών προεκλογικών υποσχέσεων της νέας κυβέρνησης, δόθηκε μια πρώτη γεύση ενός σχεδιασμένου σαμποτάζ στο χρηματιστήριο, με μαζική πώληση μετοχών, ιδιαίτερα του τραπεζικού κλάδου που οδήγησε σε καταβαράθρωση των τιμών των μετοχών των τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών από τα ήδη εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα που βρίσκονταν. Για να διακοπεί η κατάρρευση, χρειάστηκε η «πυροσβεστική» παρέμβαση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη, ο οποίος μίλησε για «απειρία» των νέων υπουργών.
Σε κάθε περίπτωση επικρατεί η άποψη ότι η σταθεροποίηση του χρηματιστηρίου και των τραπεζών και η ανάκαμψη της οικονομίας συνολικά επαφίεται στην επίτευξη συμφωνίας με τους διεθνείς δανειστές. Βέβαια η διαπραγμάτευση που θα επέτρεπε την πλήρη υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, μοιάζει ήδη σαν ένα σκληρό παιχνίδι πόκερ όπου ο πιο αδύναμος παίχτης δηλώνει βέβαιος ότι ο ισχυρότερος μπλοφάρει από φόβο για τις συνέπειες όξυνσης της σύγκρουσης. Ακόμα όμως κι αν αυτό ίσχυε, πράγμα για το οποίο έχουμε πολλές αμφιβολίες και παρόλο που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφιλιωτική τακτική της τα τελευταία δύο χρόνια ελπίζει πως έχει καταφέρει να μεταφέρει το πεδίο της σύγκρουσης στο διεθνές πεδίο, οι ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της χώρας όχι μόνο δεν έχουν «παγώσει», αλλά οξύνονται από μέρα σε μέρα.
Αφοπλισμός του ταξικού αντιπάλου
Στην πραγματικότητα το ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί των πιστωτών βρίσκεται στη συμμαχία τους με την εγχώρια αστική τάξη. Το πρόγραμμα που υποστηρίζει η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι το αναγκαίο πρόγραμμα μάχης όχι για την επιτυχία μιας μάλλον χωρίς πιθανότητα επιτυχίας διεθνούς διαπραγμάτευσης, αλλά για τη νικηφόρα έκβαση της ταξικής σύγκρουσης στο εσωτερικό και στο διεθνές πεδίο. Όταν ο εκβιασμός των πιστωτών έχει τον μακρύ βραχίονά του στον πυρήνα της οικονομίας και του κράτους, καθιστώντας τους ικανούς να οργανώσουν κάθε είδους σαμποτάζ (και δεν χωράει αμφιβολία ότι θα το κάνουν), που θα ακυρώσει κάθε φιλεργατικό και προοδευτικό μέτρο της κυβέρνησης και θα αποσκοπεί στο να παρουσιάσει στην κοινωνία κάθε αριστερό πρόταγμα ως μια επικίνδυνη ουτοπία, το όπλο της αριστερής κυβέρνησης μπορεί να είναι μόνο ο αφοπλισμός του αντιπάλου.
Αλλά αφοπλισμός του αντιπάλου δεν νοείται χωρίς πέρασμα του τραπεζικού συστήματος, του «νευραλγικού κόμβου όλου του καπιταλιστικού συστήματος της εθνικής οικονομίας» σύμφωνα με τον Λένιν, στα χέρια του κράτους. Την ίδια στιγμή βέβαια, η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές μέτρο αφοπλισμού του αντιπάλου χωρίς την ανατροπή των ταξικών σχέσεων στο ίδιο το κράτος: η όξυνση της ταξικής σύγκρουσης οδηγεί αναπόφευκτα στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αν λοιπόν η αριστερή κυβέρνηση επιθυμεί να δώσει τη μάχη με όρους νίκης – και δε μπορούμε να φανταστούμε το αντίθετο – πρέπει να κρατικοποιήσει, ή σωστότερα, να κοινωνικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα, πράγμα που δε σημαίνει σε καμία περίπτωση απαλλοτρίωση των καταθέσεων, αντιθέτως πλήρη ασφάλισή τους, αλλά και πραγματική δυνατότητα για διαγραφή χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα συνενωθούν σε μία που θα διαχειρίζονται δημοκρατικά η κυβέρνηση, οι εργαζόμενοι της τράπεζας και εκλεγμένοι εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος.
Σκοπός της συνένωσης δεν είναι άλλος από την τακτοποίηση των λογαριασμών, την εξοικονόμηση πόρων, τον έλεγχο για την αποκάλυψη ατασθαλιών και σκανδάλων των διοικήσεων. Την ίδια στιγμή μόνο έτσι ο τραπεζικό σύστημα θα μπορέσει να μετατραπεί σε αιμοδότη της σχεδιασμένης εκπόνησης ενός εκτεταμένου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας.
Το επιχείρημα που συχνά ακούγεται, ότι με τον τρόπο αυτό εισέρχονται οι παθογένειες του κράτους στον «υγιή ιδιωτικό τομέα», αλλά και ότι καταργείται ο ανταγωνισμός είναι το λιγότερο αστείο, αρκεί να αναλογιστεί κανείς την ασύλληπτη διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια των τραπεζών, τον αμύθητο κρατικό δανεισμό που προκάλεσε η χρεοκοπία τους, αλλά και το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα δομικά μέτρα που εφάρμοσε η τρόικα στη χώρα ήταν η συνένωση των δέκα τραπεζών σε τέσσερις συστημικές τράπεζες με έξοδα του κράτους και οφέλη μόνο για τους ιδιώτες. Ο καπιταλισμός είναι αναγκαστικά μονοπωλιακός, ενώ η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος αποτελεί αναγκαίο δημοκρατικό βήμα προς την αναδιανομή του πλούτου σ’ αυτούς που τον παράγουν, δηλαδή στην εργαζόμενη κοινωνία.
Με την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος θα οδηγηθούμε εκτός ευρώ θα πουν πολλοί. Αυτό είναι αλήθεια, πράγμα αναπόφευκτο όπως θα αποδειχθεί σύντομα, αν η αριστερή κυβέρνηση επιχειρήσει να εφαρμόσει πράγματι έστω το μετριοπαθές πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Είναι κρίσιμο να είμαστε προετοιμασμένοι για μια τέτοια εξέλιξη. Την ίδια στιγμή θα μας δοθεί η δυνατότητα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, να ανασυγκροτήσουμε την οικονομία μας σε σχεδιασμένη και δημοκρατική βάση, ενώ η δυναμική αυτών των γεγονότων θα θέτουν το καθήκον στους εργαζόμενους στην περιφέρεια αλλά και στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ριζική ανατροπή, όχι μόνο της λιτότητας αλλά και του καπιταλισμού. Με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ η διαδικασία αυτή ήδη ξεκίνησε, όμως αν θα ολοκληρωθεί με επιτυχία και με τους καλύτερους δυνατούς όρους χωρίς ήττες και κρίσιμες υποχωρήσεις, εξαρτάται καθοριστικά από την οργάνωση του εργαζόμενου λαού και την εξόπλισή του με το κατάλληλο ολοκληρωμένο σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Άγγελος Ηρακλείδης
{fcomment}