Μόλις έξι εβδομάδες έχουν περάσει από τότε που ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, μίλησε στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο και διεμήνυσε στην Ευρώπη ότι η μακροχρόνια σχέση που είχαν οι ΗΠΑ με τη γηραιά ήπειρο έχει τελειώσει. Έκτοτε, οι Ευρωπαίοι ηγέτες τρέχουν πανικόβλητοι από τη μία σύνοδο στην άλλη – από διαδικτυακές συναντήσεις μέχρι συγκεντρώσεις της «συμμαχίας των προθύμων» – κοιτάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις και καμία ταυτόχρονα, προσπαθώντας να διαχειριστούν αυτή τη μείζονα ανατροπή στις διεθνείς σχέσεις.
ΗΠΑ και Ευρώπη: από σύμμαχοι, αντίπαλοι;
Για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 80 χρόνων, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στήριζε την Ευρώπη, υπό την κυριαρχία του, ως προπύργιο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή ήταν μια εξαιρετικά βολική ρύθμιση για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, καθώς μπορούσε να αναθέτει ένα σημαντικό μέρος του κόστους της στρατιωτικής του άμυνας στον ισχυρό «ξάδερφό» του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Αυτό όμως πλέον έχει τελειώσει. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπό τον Τραμπ έχει αποφασίσει να διαχειριστεί τη σχετική του παρακμή προσπαθώντας να έρθει σε συμφωνία με τη Ρωσία, ώστε να μπορέσει να επικεντρωθεί στον βασικό του αντίπαλο στη διεθνή σκηνή: την Κίνα. Το επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας δεν είναι πια ο Ατλαντικός αλλά ο Ειρηνικός. Αυτή η μετατόπιση προετοιμαζόταν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τώρα έχει έρθει στο προσκήνιο με εκκωφαντικό τρόπο.
Πρόκειται για ένα ισχυρό σοκ στις διεθνείς σχέσεις, το οποίο κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να τα βρουν με τη Ρωσία, σε ποια θέση αφήνει αυτό τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό; Σε μια πολύ αδύναμη θέση. Οι ΗΠΑ δεν είναι πια φίλος και σύμμαχος. Κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να λένε πως η Ουάσινγκτον πλέον θεωρεί την Ευρώπη αντίπαλο ή και εχθρό.
Στην καλύτερη περίπτωση, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον διατεθειμένες να επιδοτούν την άμυνα της Ευρώπης. Η απόσυρση της «προστατευτικής ομπρέλας» των ΗΠΑ, όπως έχει περιγραφεί από ορισμένους, αποκάλυψε ωμά όλες τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, οι οποίες έχουν συσσωρευτεί μέσα από δεκαετίες παρακμής.
Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει ξεπεραστεί από τους ανταγωνιστές της σε ό,τι αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας. Η Ευρώπη δεν είναι μια ενιαία, ενωμένη καπιταλιστική οικονομία με μία ενιαία άρχουσα τάξη, αλλά μια συλλογή δευτεροκλασάτων και τριτοκλασάτων δυνάμεων, καθεμία με τα δικά της συμφέροντα, και σε ανταγωνισμό με τις άλλες.
Όλη η ρητορική περί ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού, όλο το θράσος του τύπου «χρειαζόμαστε έναν νέο ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» (όπως είπε η Ευρωπαία Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων Κάγια Κάλλας), οι δυνατές κραυγές «ξοδέψτε, ξοδέψτε, ξοδέψτε» (της Πρωθυπουργού της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν), και οι φανταχτερές υποσχέσεις της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες έχουν συντριβεί πάνω στα πραγματικά όρια που επιβάλλει η παρακμή της Ευρώπης ως παγκόσμια δύναμη.
Η σημασία της Ευρώπης
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης ήταν η προσπάθεια της Κάλλας να συγκροτήσει ένα πακέτο επείγουσας στρατιωτικής βοήθειας ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ουκρανία. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα. Η Ρωσία έχει κερδίσει τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία ενάντια στο ΝΑΤΟ και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, αλλά οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές ηγέτες αδυνατούν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αποδέχονται την ύπαρξη μιας ισχυρότατης ιμπεριαλιστικής δύναμης στα ανατολικά, την οποία είναι ανίκανοι να νικήσουν.
Πολλοί από αυτούς (ιδιαίτερα η Γερμανία) αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε αυτόν τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία παρά τα συμφέροντά τους. Εξωθήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση από τον Μπάιντεν. Τώρα που η Ουάσινγκτον αποσύρεται, είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον πόλεμο, αλλά όλες τους οι προσπάθειες απλώς αποκαλύπτουν την αδυναμία τους σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το περιβόητο πακέτο των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ της Κάλλας είχε ήδη μειωθεί στα μόλις 5 δισεκατομμύρια μέχρι τη σύνοδο κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών. Υπήρξε συζήτηση για τη χρήση «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ώστε να καλυφθεί η απώλεια της χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακούστηκαν και απειλές για ακόμα περισσότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Τι αποφάσισε τελικά η σύνοδος; Απολύτως τίποτα. Ούτε καν τα δραστικά μειωμένα 5 δισεκατομμύρια σε πυρομαχικά. Καμία χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων. Ούτε νέες κυρώσεις, οι οποίες, στην πραγματικότητα, θα έπλητταν περισσότερο την Ευρώπη παρά οποιονδήποτε άλλο. Α, ναι — υπήρξε μια δήλωση που απειλούσε με «πυρ και θείον»… κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή στο μέλλον. Μάλιστα, η δήλωση αυτή δεν ήταν καν επίσημη απόφαση της συνόδου, καθώς η Ουγγαρία άσκησε βέτο. Αυτό το επεισόδιο φανερώνει ξεκάθαρα τα όρια του τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη.
Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειες του Μακρόν και του Στάρμερ, οι οποίοι φαντάζονται τους εαυτούς τους ως μετενσαρκώσεις του ντε Γκωλ και του Τσώρτσιλ, να συγκροτήσουν κάποιο είδος «ειρηνευτικής δύναμης» που θα αποσταλεί στην Ουκρανία. Η ιδέα ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες, συνόδους, την υπόσχεση για 30.000 στρατιώτες σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, μια «συμμαχία των προθύμων» (αφού δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη στήριξη κάποιου επίσημου θεσμού), και μια υπόσχεση για μετάβαση σε «επιχειρησιακή φάση»… αλλά τελικά δεν προέκυψε τίποτα. Η πιο πρόσφατη ιδέα που κυκλοφορεί είναι η συγκρότηση μιας μικρής δύναμης περίπου 10.000 στρατιωτών, ίσως υπό τη σημαία του ΟΗΕ, η οποία θα σταθμεύει μακριά από την πραγματική γραμμή του μετώπου, παρέχοντας «καθησυχαστική παρουσία» αντί για πραγματική μεσολάβηση.
Τα γεγονότα είναι γεγονότα. Ούτε το Λονδίνο ούτε το Παρίσι (η Γερμανία έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται) μπορούν να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία χωρίς τη στήριξη των ΗΠΑ (γι’ αυτό και οι ταπεινωτικές επισκέψεις στην Ουάσινγκτον, «με το καπέλο στο χέρι») και χωρίς την άδεια της Ρωσίας (η οποία έχει ήδη δηλώσει πως κάτι τέτοιο δεν τίθεται καν ως ενδεχόμενο). Αυτή είναι η πραγματικά αδύναμη θέση των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Έπεται και συνέχεια.
Η ευρωπαϊκή πορεία προς τον επανεξοπλισμό και τα όριά της
Ας δούμε το σχέδιο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το οποίο φέρει τη διπλή ονομασία ReArm Europe Plan / Readiness 2030. Ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι επιφυλακτικές με τη χρήση της λέξης «εξοπλισμός», οπότε προστέθηκε ο όρος «ετοιμότητα» για να γίνει πιο εύπεπτο.
Το ποσό-«κράχτης» που χρησιμοποιείται σε δηλώσεις και συνεντεύξεις Τύπου είναι 800 δισεκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, μιλάμε για μια μεγάλη έκτακτη ανάγκη. Αλλά, όπως πάντα, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Από αυτό το ποσό, τα 150 δισεκατομμύρια προέρχονται από ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο της ΕΕ – την Πράξη Ασφάλειας για την Ευρώπη (Security Action for Europe, SAFE). Μάλιστα, ένα μέρος των χρημάτων που θα χρησιμοποιηθούν δεν είναι καν νέα κονδύλια, αλλά αποτελεί το υπόλοιπο από το ταμείο στήριξης για την Covid.
Τα χρήματα του SAFE δίνονται με τη μορφή δανείων, και όχι επιχορηγήσεων. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ που θα κάνουν χρήση των κονδυλίων θα επιβαρυνθούν με νέο χρέος. Αυτό αποτελεί το πρώτο εμπόδιο. Ήδη μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για την πρόταση. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο επιχορηγήσεις. Κάτι τέτοιο είναι κατανοητό. Οι οικονομίες αυτών των χωρών είναι ήδη βεβαρημένες με τεράστια χρέη (135% και 105% του ΑΕΠ αντίστοιχα). Αυτό που λένε η Μαδρίτη και η Ρώμη είναι: «δώστε μας ένα επίδομα», το οποίο στην πράξη θα πληρωθεί από τις πλουσιότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Η Γερμανία δεν είναι υπέρ σε κάτι τέτοιο.
Τα κράτη έχουν την ελευθερία να κάνουν χρήση των δανείων του SAFE ή όχι, κάτι που σημαίνει ότι πολλά θα αποφασίσουν να μην τα χρησιμοποιήσουν.
Τι γίνεται όμως με το υπόλοιπο των 800 δισεκατομμυρίων της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν; Ε, λοιπόν, ούτε αυτά είναι πραγματικά χρήματα, αλλά αποτελούν μια «συντονισμένη ενεργοποίηση της Εθνικής Ρήτρας Διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να παραβιάσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ». Με απλά λόγια: τα κράτη μπορούν να ξεπερνούν τα όρια του Συμφώνου χωρίς κυρώσεις. Η ΕΕ, γενναιόδωρα, λέει στα κράτη να ξοδέψουν περισσότερα αυξάνοντας το δημοσιονομικό τους έλλειμμα — δηλαδή να χρεωθούν ακόμη περισσότερο.
Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό για πολλές χώρες της ΕΕ. Πάρτε για παράδειγμα τη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ένωσης. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ φτάνει το 112% και το δημοσιονομικό της έλλειμμα το 6,2% του ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, η χώρα πέρασε πρόσφατα μήνες πολιτικής κρίσης προσπαθώντας να βρει μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρόθυμη να εφαρμόσει τις τεράστιες περικοπές και τις αυξήσεις φόρων που απαιτούνται για να τεθεί υπό έλεγχο το έλλειμμα.
Είναι ξεκάθαρο ότι τα 800 δισεκατομμύρια δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθούν πλήρως. Το πρόβλημα είναι ότι η οικονομία της Ευρώπης δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να υποστηρίξει το σχέδιο επανεξοπλισμού που απαιτεί ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός.
Παρενθετικά, τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο Readiness 2030 έχουν επιταχυνθεί μέσω του άρθρου 122 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να λαμβάνει έκτακτα μέτρα σε περιπτώσεις «φυσικών καταστροφών ή εξαιρετικών περιστάσεων», παρακάμπτοντας έτσι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πολύ δημοκρατικό αυτό! Γιατί να ρισκάρεις τη δημιουργία διχασμών μέσω μιας έστω και προσχηματικής δημοκρατικής συζήτησης, όταν οι γραφειοκράτες της ΕΕ «ξέρουν τι είναι καλύτερο για την ήπειρο»;
Το Readiness 2030 εντοπίζει αυτό που θεωρεί «κρίσιμα κενά δυνατοτήτων» της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας. Η λίστα είναι μεγάλη: «αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, συστήματα πυροβολικού, πυρομαχικά και πύραυλοι, drones και αντιdrone συστήματα, τεχνητή νοημοσύνη, κβαντική, κυβερνοχώρος και ηλεκτρονικός πόλεμος, και στρατηγικές υποδομές και προστασία κρίσιμων τομέων, περιλαμβανομένων των στρατηγικών αερομεταφορών, ανεφοδιασμού στον αέρα, επιτήρησης θαλάσσιου χώρου και προστασίας διαστημικών περιουσιακών στοιχείων».
Και μένει κανείς να αναρωτιέται: υπάρχει άραγε κάποιο πεδίο στο οποίο οι αμυντικές δυνατότητες της Ευρώπης να ανταποκρίνονται στα πρότυπα;
Η Ιταλία ξεκίνησε συνομιλίες με τον Έλον Μασκ για τη χρήση των δορυφορικών συστημάτων Starlink, απλώς και μόνο επειδή το ευρωπαϊκό εναλλακτικό σύστημα Iris2 αναμένεται να είναι επιχειρησιακά έτοιμο το 2030! Αντίστοιχη εικόνα επικρατεί σε μια σειρά άλλων τομέων, κάτι που σημαίνει πως το να επιτύχει η Ευρώπη στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ στον τομέα της άμυνας θα είναι εξαιρετικά δαπανηρό και δύσκολο, τουλάχιστον στο προσεχές μέλλον.
Το σχέδιο συναντά κι άλλα εμπόδια. Η Ευρώπη δεν διαθέτει ενιαίο στρατό, ούτε ενιαία αμυντική βιομηχανία. Αυτό που έχει είναι στενά εξαρτημένο με τον στρατιωτικό μηχανισμό και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ βασίζεται έντονα στις Ηνωμένες Πολιτείες για κρίσιμες δυνατότητες όπως οι πληροφορίες, ο ανεφοδιασμός στον αέρα, η αντιπυραυλική άμυνα και — πάνω απ’ όλα — η πυρηνική αποτροπή. Και τώρα συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν πλέον να βασίζονται αποκλειστικά σε αυτά τα μέσα.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το σχέδιο Readiness 2030 αναφέρεται και στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα οπλικά συστήματα που αγοράζονται «δεν θα υπόκεινται σε περιορισμούς από εξωτερικές οντότητες όσον αφορά τη συντήρηση, την τροποποίηση ή την αναβάθμιση βασικών αμυντικών συστημάτων». Στην Ευρώπη γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσο τα αμερικανικά μαχητικά F-35 διαθέτουν κάποιο «κουμπί απενεργοποίησης» που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Πεντάγωνο για να περιορίσει ή να απενεργοποιήσει τις μαχητικές τους δυνατότητες εξ αποστάσεως.
Αν και φαίνεται ότι δεν υπάρχει τέτοιο κουμπί στα F-35 με τη στενή έννοια, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για «οπλικά συστήματα βασισμένα σε λογισμικό, με έντονα δικτυακή λειτουργία», τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα logistics και τις ενημερώσεις λογισμικού που βρίσκονται αποκλειστικά υπό αμερικανικό έλεγχο. Επιπλέον, στους συμμάχους των ΗΠΑ — με εξαίρεση το Ισραήλ — δεν επιτρέπεται να τα λειτουργούν ή να τα δοκιμάζουν ανεξάρτητα από την Ουάσινγκτον.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Τραμπ ανακοίνωσε πως η νέα γενιά μαχητικών F-47, που θα πωληθεί σε συμμάχους, θα έχει τις δυνατότητές της σκόπιμα υποβαθμισμένες κατά 10%. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Μάλλον έχει νόημα, γιατί κάποια μέρα ίσως να μην είναι πια σύμμαχοί μας». Το ίδιο το γεγονός ότι γίνονται τέτοιες συζητήσεις δείχνει ξεκάθαρα τη νέα φύση της σχέσης μεταξύ του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ενισχύσει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τις αμερικανικές εισαγωγές όπλων, οι οποίες αυξήθηκαν από το 52% των συνολικών αγορών κατά την περίοδο 2014–2019 στο 64% την περίοδο 2020–2024. Το σχέδιο Readiness 2030 περιλαμβάνει μια ρήτρα που ορίζει πως οι προμήθειες πρέπει να προέρχονται από εταιρείες «που εδρεύουν στις επικράτειες κρατών-μελών, χωρών του ΕΟΧ, της ΕΖΕΣ ή της Ουκρανίας» και πως τα εξαρτήματα που προέρχονται από αυτές τις χώρες «πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον το 65% του εκτιμώμενου κόστους του τελικού προϊόντος».
Η ρήτρα αυτή, που αποσκοπεί στον αποκλεισμό ή τον περιορισμό του ρόλου των αμερικανικών εταιρειών — αλλά και των βρετανικών και τουρκικών — εισήχθη ύστερα από πίεση της Γαλλίας, η οποία επιθυμεί η δική της αμυντική βιομηχανία να ωφεληθεί από τις στρατιωτικές δαπάνες άλλων χωρών. Αντί για μία ενιαία αμυντική βιομηχανία, η Ευρώπη διαθέτει διαφορετικές εθνικές βιομηχανίες άμυνας — στη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Σουηδία και την Ιταλία — καθεμία με τα δικά της συμφέροντα, τα οποία συχνά έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους.
Η ικανότητα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να επανεξοπλιστεί και να παίξει ανεξάρτητο ρόλο στον κόσμο προσκρούει σε δύο βασικά εμπόδια: την εσωτερική του κατακερματισμένη φύση και την εξάρτησή του από τις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός, ούτε ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ούτε ενιαία στρατιωτική διοίκηση. Και δεν μπορεί να υπάρξει, καθώς η Ευρώπη δεν διαθέτει ούτε ενιαία οικονομική αγορά ούτε ενιαία κυρίαρχη τάξη. Υπάρχουν 27 διαφορετικές άρχουσες τάξεις, διαφορετικού μεγέθους και ισχύος, που για ένα διάστημα κατάφεραν να πετύχουν έναν βαθμό ολοκλήρωσης, αλλά τώρα — σε περίοδο κρίσης και έντασης — τραβούν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, επιθυμούν σφόδρα να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από τα αμερικανικά και βρετανικά όπλα και να στραφεί σε εξάρτηση από τη Γαλλία. Οι Γερμανοί, ωστόσο, δεν βλέπουν με τον ίδιο ενθουσιασμό την προοπτική να εξαρτώνται από τη Γαλλία — που, άλλωστε, αποτελεί έναν πολύ άμεσο και παρόντα ανταγωνιστή εντός Ευρώπης — ενώ οι ΗΠΑ είναι μακριά.
Το σχέδιο της Γερμανίας για επανεξοπλισμό
Υπάρχει μία χώρα που φαίνεται αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αμυντικών δαπανών: η Γερμανία. Ο νέος καγκελάριος, Μερτς, ακόμη και πριν από τη συγκρότηση νέας κυβέρνησης, προώθησε εσπευσμένα νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν απεριόριστες δαπάνες για τον επανεξοπλισμό (ή «ετοιμότητα»), καθώς και 500 δισεκατομμύρια ευρώ για υποδομές μέσα σε μία δεκαετία — με το συνολικό ποσό να ενδέχεται να αγγίξει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.
Η διαφορά εδώ είναι πως η Γερμανία, ως αποτέλεσμα μιας δεκαετούς σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας, διατηρεί σχετικά χαμηλό επίπεδο δημόσιου χρέους (63% του ΑΕΠ), γεγονός που της δίνει περιθώριο ελιγμών — σίγουρα περισσότερο από ό,τι οι εταίροι της στον ευρωπαϊκό Νότο.
Η γερμανική άρχουσα τάξη εκτιμά επίσης πως αυτή η γιγαντιαία αύξηση του χρέους μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία, η οποία έχει μπει πλέον στον τρίτο χρόνο ύφεσης. Το κατά πόσο αυτή η εκτίμηση θα επαληθευτεί μένει να φανεί. Η ανακοίνωση δασμών από τον Τραμπ έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας έχουν βαθύτερα αίτια, τα οποία δύσκολα θα επιλυθούν — άσχετα με το κρατικό χρήμα που θα δαπανηθεί.
Η γερμανική οικονομία υποφέρει από χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι την έχουν ξεπεράσει σε κρίσιμους τομείς νέας τεχνολογίας (ηλεκτρικές μπαταρίες, ηλεκτρικά οχήματα, φωτοβολταϊκά συστήματα κ.λπ.). Επιπλέον, έχει πληγεί σημαντικά από την απώλεια του φθηνού ρωσικού ενεργειακού εφοδιασμού, ως συνέπεια της ευθυγράμμισης με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων κατά της Ρωσίας.
Ήδη, η ανακοίνωση αυτών των μέτρων έχει αυξήσει το κόστος δανεισμού στη Γερμανία, και η υπόλοιπη Ευρώπη ακολουθεί. Μεσοπρόθεσμα, η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων του γερμανικού καπιταλισμού μέσω κρατικού δανεισμού θα φέρει τη χώρα πιο κοντά στην κατάσταση των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., με τεράστια επίπεδα χρέους και εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία ακολουθεί μια πολιτική τύπου «Πρώτα η Γερμανία» (Germany First), παρά μια στάση αλληλεγγύης προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις.
Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη την Ευρώπη παρατηρείται μια έντονη τάση προς τον μιλιταρισμό και την υπερπροβολή της «ρωσικής απειλής». Ο Επίτροπος της Ε.Ε. για την Ισότητα, την Ετοιμότητα και τη Διαχείριση Κρίσεων παρουσίασε πρόσφατα ένα «κιτ επιβίωσης» για τους Ευρωπαίους πολίτες, προκειμένου να είναι αυτάρκεις για 72 ώρες σε περίπτωση κρίσης. Την ίδια ώρα, η συζήτηση για την επαναφορά ή διεύρυνση της υποχρεωτικής θητείας βρίσκεται στο προσκήνιο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες — ορισμένες, μάλιστα, έχουν ήδη προβεί σε συγκεκριμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι η Ρωσία απειλή για την Ευρώπη;
Πρόκειται για προπαγάνδα ή για πραγματική απειλή; Βρίσκονται άραγε τα ρωσικά άρματα μάχης ένα βήμα πριν την εισβολή στις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία;
Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS), οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας για το 2024 ανήλθαν σε περίπου 13,1 τρισεκατομμύρια ρούβλια (145,9 δισεκατομμύρια δολάρια), δηλαδή στο 6,7% του ΑΕΠ της χώρας — αύξηση άνω του 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αν μετατραπεί αυτό το ποσό βάσει ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, φτάνει περίπου τα 462 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντίστοιχα, η Ευρώπη αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 50% από το 2014, φτάνοντας συλλογικά στα 457 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024. Σε αυτό το πλαίσιο, η μετατροπή των ρωσικών στοιχείων βάσει αγοραστικής δύναμης έχει νόημα, αφού συγκρίνουμε το τι μπορεί να αγοράσει το κάθε δολάριο σε άρματα, πυροβόλα ή πυρομαχικά σε Ρωσία και Ευρώπη.
Η Ρωσία, όμως, δεν περιορίζεται στο ό,τι δαπανά περισσότερα. Υπερέχει ξεκάθαρα και στην παραγωγή — ξεπερνώντας όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και ολόκληρο το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών του ΝΑΤΟ, η Ρωσία παράγει περίπου 3 εκατομμύρια πυρομαχικά πυροβολικού ετησίως. Ολόκληρη η Δύση, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ μαζί, φτάνουν μόλις τα 1,2 εκατομμύρια, δηλαδή λιγότερο από τα μισά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέτρεψε στη Μόσχα να αναπτύξει μια αποδοτική στρατιωτική βιομηχανία υπό κρατικό έλεγχο, ενώ η Δύση εξαρτάται από έναν δυσκίνητο μηχανισμό εξοπλιστικών συμβάσεων με ιδιωτικές εταιρείες, ο οποίος έχει συρρικνωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια.
Υπολογίζεται ότι μόνο μέσα στο 2024 η Ρωσία παρήγαγε ή ανακατασκεύασε 1.550 άρματα μάχης, 5.700 τεθωρακισμένα οχήματα και 450 μονάδες πυροβολικού διαφόρων τύπων. Η παραγωγή αρμάτων έχει αυξηθεί κατά 220%, των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού κατά 150%, ενώ η παραγωγή πυρομαχικών ακριβείας μεγάλης εμβέλειας (τύπου «καμικάζι») κατά 435%.
Επιπλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετασχηματίσει ριζικά τη φύση του πολέμου. Όπως συμβαίνει πάντοτε, η πολεμική σύγκρουση λειτουργεί ως πεδίο δοκιμών για νέες τεχνολογίες και τακτικές σε πραγματικές συνθήκες μάχης, επιταχύνοντας την εξέλιξή τους και την προσαρμογή τους στο πεδίο. Έχουμε δει την εκτεταμένη χρήση drones κάθε είδους (εναέριων, χερσαίων και θαλάσσιων), νέες τεχνικές ηλεκτρονικής παρακολούθησης και παρεμβολών κ.λπ.
Τα drones έχουν αλλάξει πλήρως το τοπίο: προσφέρουν σχεδόν συνεχή οπτικό έλεγχο του αντιπάλου, αναγκάζοντας τους στρατούς να επανασχεδιάσουν τις κινήσεις τους. Οι μάχες μεταξύ αρμάτων έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από συγκρούσεις μεταξύ καμικάζι drones. Η ταχύτητα είναι καθοριστική για να μην εντοπιστεί το πεζικό από drones, κι έτσι, αντί για άρματα και φορτηγά, χρησιμοποιούνται μοτοσικλέτες και ακόμη και ηλεκτρικά πατίνια για γρήγορη κάλυψη μικρών αποστάσεων. Προκειμένου να ξεπεραστούν οι παρεμβολές στις επικοινωνίες των drones, οι Ρώσοι έχουν πλέον αναπτύξει drones που ελέγχονται μέσω πολύ λεπτών καλωδίων οπτικών ινών μήκους έως και 20 χιλιομέτρων.
Οι μόνες στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτουν πραγματική εμπειρία στις νέες μεθόδους πολέμου είναι η Ουκρανία και η Ρωσία. Αν και οι στρατοί του ΝΑΤΟ αποκομίζουν κάποια γνώση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, και παρόλο που ορισμένα από τα οπλικά συστήματα που δοκιμάζονται είναι δυτικής κατασκευής (όπως τα υποβρύχια drones), η Δύση υστερεί σοβαρά σε πολλούς τομείς. Τα πιο σύγχρονα δυτικά άρματα μάχης, τα πυροβόλα μέσου και μεγάλου βεληνεκούς και τα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας έχουν δοκιμαστεί στο ουκρανικό πεδίο μάχης, χωρίς να φέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αλλάξει δραματικά την ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων υπέρ της Ρωσίας.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Ρωσία έχει συμφέρον να εισβάλει στην Ευρώπη ή σε κάποιο τμήμα της. Η λεγόμενη «ρωσική απειλή» έχει διογκωθεί σκόπιμα από τις κυρίαρχες τάξεις, ώστε να δικαιολογηθεί η τεράστια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και να περιοριστεί η λαϊκή αντίδραση σε αυτήν. Η Ρωσία δεν έχει κανέναν λόγο να επιδιώξει την κατάληψη της δυτικής Ουκρανίας — μια ενέργεια πολύ πιο κοστοβόρα από την τρέχουσα εκστρατεία — πόσο μάλλον να εισβάλει σε χώρες του ΝΑΤΟ.
Με τις ΗΠΑ να εξετάζουν την αποχώρησή τους από την Ουκρανία και τη μείωση της στρατιωτικής τους παρουσίας στην Ανατολική Ευρώπη, η διπλωματική και οικονομική επιρροή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην περιοχή απειλείται. Αυτά είναι τα συμφέροντα που σπεύδουν να «υπερασπιστούν» οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές με την πολεμική τους προετοιμασία. Στην πραγματικότητα, με το να συνεχίζουν να στηρίζουν και να χρηματοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι εκείνοι που κινούνται στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με τη Ρωσία. Αυτό ακριβώς εννοούσε και η Δανή πρωθυπουργός Μέττε Φρεντέρικσεν όταν δήλωσε πως η Ουκρανία πρέπει να αγνοήσει όλες τις «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν εξαρχής ένας πόλεμος του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας. Από την πλευρά της ρωσικής άρχουσας τάξης, πρόκειται για έναν υπαρξιακό πόλεμο, έναν αγώνα επιβίωσης.
Αυτό που διακυβεύεται για το ρωσικό καθεστώς είναι η υπεράσπιση της ύπαρξης της Ρωσίας ως κυρίαρχου κράτους με δικά του εθνικά συμφέροντα — όχι ως υποτελούς σε ξένες δυνάμεις. Και θα αναλάβει δράση εάν θεωρήσει ότι αυτό τίθεται σε κίνδυνο, όπως έγινε με τη Γεωργία το 2008 και, αργότερα, με την Ουκρανία όταν κατέστη σαφές πως γινόταν χώρα-δορυφόρος των ΗΠΑ, με δυτικά όπλα και στρατεύματα.
Στις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ, ο Πούτιν απαιτεί την απομάκρυνση στρατευμάτων, βάσεων και πυραύλων του ΝΑΤΟ από την Ανατολική Ευρώπη. Πριν ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ρωσία ζητούσε μια νέα «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας», η οποία να λαμβάνει υπόψη τα «εθνικά της συμφέροντα». Το ρωσικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ δηλώνει: «είμαστε σημαντική δύναμη σε αυτήν την περιοχή και τα συμφέροντά μας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη». Έχοντας νικήσει τη Δύση στο ουκρανικό μέτωπο, η θέση του είναι πλέον ενισχυμένη.
Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Ευρώπης
Από την κατάρρευση του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός επεκτάθηκε στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη κυρίως μέσω οικονομικών μέσων. Σ’ αυτήν την προσπάθεια συνέδραμε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, οδηγώντας την επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, με απώτερο στόχο να αποδυναμώσει τη Ρωσία. Τώρα που οι ΗΠΑ στέλνουν σήμα αποχώρησης, η Γερμανία αναγκάζεται να επανεξοπλιστεί για να θωρακίσει τα συμφέροντά της στην περιοχή.
Από την πλευρά της Γαλλίας, η Ρωσία αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος στην Αφρική, όπου αρκετές χώρες της γαλλόφωνης σφαίρας επιρροής πέρασαν υπό την επιρροή της Μόσχας χάρη στη ρωσική στρατιωτική βοήθεια. Το να εξέλθει η Ρωσία ενισχυμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία θα ενίσχυε την απήχηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην «αυλή» της Γαλλίας στο Σαχέλ. Αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος που οδηγεί τον γαλλικό ιμπεριαλισμό στον επανεξοπλισμό.
Υπάρχουν δεκάδες ενδεχόμενα «σημεία ανάφλεξης», όπως η Υπερδνειστερία — που βρίσκεται ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Μολδαβία — και ο Διάδρομος Σουβάλκι, που συνδέει με τον συντομότερο δρόμο τη Λευκορωσία με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, αλλά βρίσκεται στα σύνορα Λιθουανίας–Πολωνίας. Παράλληλα, οι ρωσόφωνες μειονότητες στις χώρες της Βαλτικής υφίστανται όλο και πιο έντονη καταστολή των γλωσσικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Η «απειλή» όμως για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό δεν έγκειται σε μια άμεση ρωσική εισβολή ή σε ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση με ευρωπαϊκούς στρατούς — κάτι που θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό και επικίνδυνο, δεδομένου ότι και τα δύο μέρη διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Ο πραγματικός φόβος για τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό είναι να εγκαταλειφθεί από τη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη, τις ΗΠΑ, και συγχρόνως να βρεθεί γείτονας με μια Ρωσία που εξελίσσεται σε ακόμη πιο ισχυρή δύναμη μετά τον πόλεμο. Η Μόσχα διαθέτει τεράστια στρατιωτική και ενεργειακή ισχύ, και ήδη ασκεί έντονη πολιτική επιρροή στην Ευρώπη. Χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία έχουν ήδη απομακρυνθεί από την ατλαντική κατεύθυνση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ενώ σε άλλες (Γερμανία, Αυστρία, Ρουμανία, Τσεχία, Ιταλία) αναπτύσσονται πολιτικές δυνάμεις που κινούνται προς παρόμοιες κατευθύνσεις.
Αυτό που στην πραγματικότητα υπερασπίζεται ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός δεν είναι οι ζωές και τα συμφέροντα των λαών της ηπείρου, αλλά τα κέρδη των πολυεθνικών. Η παρατεταμένη κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σημαίνει ότι, μόλις αποσυρθεί η προστασία των ΗΠΑ, δεν θα μπορέσει να σταθεί μόνη της, απειλείται με κατακερματισμό ανάμεσα στα ανταγωνιστικά συμφέροντα του αμερικανικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Οι φυγόκεντρες τάσεις γίνονται κυρίαρχες.
Κοινωνικές δαπάνες, όχι μιλιταρισμός
Η ώθηση προς τον επανεξοπλισμό και τον μιλιταρισμό στην Ευρώπη πρόκειται να χρηματοδοτηθεί εις βάρος των κοινωνικών δαπανών. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει πως η Ευρώπη οφείλει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, έναντι του 2% που είχε συμφωνηθεί πριν από δέκα χρόνια.
Ήδη τα κονδύλια για την άμυνα έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία δύο χρόνια: το 2023 καταγράφηκε αύξηση 9,3% στις χώρες του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και τον Καναδά, ενώ το 2024 έφτασε στο 17%. Παρ’ όλα αυτά, εννέα κράτη μέλη — ανάμεσά τους η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και ο Καναδάς — δεν καλύπτουν ακόμη τον στόχο του 2%.
Ο Ρούτε το έθεσε με απόλυτη σαφήνεια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: «Για να αυξήσετε τις στρατιωτικές δαπάνες, πρέπει αναγκαστικά να κάνετε περικοπές σε άλλους τομείς». Εξήγησε πως, κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές χώρες ξοδεύουν σχεδόν το ένα τέταρτο του εθνικού τους εισοδήματος σε συντάξεις, υγεία και κοινωνική ασφάλιση, ενώ «ένα πολύ μικρό τμήμα αυτών των πόρων αρκεί για να καταστήσει πολύ πιο ισχυρή την άμυνά μας».
Ένας εκτενής σχολιασμός στους Financial Times από τον Αντάρχεν Γκανές είχε τον εύγλωττο τίτλο «Η Ευρώπη πρέπει να περιορίσει το κράτος πρόνοιας για να χτίσει κράτος πολέμου», ενώ ο υπότιτλος συμπλήρωνε: «Δεν υπάρχει τρόπος να υπερασπιστεί κανείς την ήπειρο χωρίς περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες». Ο Γκανές θύμισε ότι το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας της μεταπολεμικής ευημερίας δεν ήταν «φυσική κατάσταση», αλλά ιστορική εξαίρεση, ενισχυμένη από την αμερικανική υποστήριξη μέσω του ΝΑΤΟ, η οποία επέτρεπε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δαπανούν μέρος του προϋπολογισμού που θα πήγαινε σε όπλα για την κοινωνική πρόνοια.
Στις οικονομικές εφημερίδες, όπου βασικό αναγνωστικό κοινό είναι κυρίως η αστική τάξη, οι υποστηρικτές του κεφαλαίου μιλούν χωρίς περιστροφές. «Το κράτος πρόνοιας όπως το γνωρίσαμε πρέπει να υποχωρήσει», διακήρυξε ο Γκανές, «όχι μερικώς, αλλά έως ότου πονέσει». Ο λόγος; Η ίδια η επιβίωση της Ευρώπης — δηλαδή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού — εξαρτάται από αυτό: «Στόχος είναι η επιβίωση. Η Ευρώπη δεν πρέπει ποτέ ξανά να βρεθεί σε θέση όπου ένας αντιπρόεδρος των ΗΠΑ θα έχει εξουσία ζωής και θανάτου πάνω της. Όλες οι άλλες προτεραιότητες είναι δευτερεύουσες».
Δεν υιοθετεί μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή τη λογική, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο: ο ηγέτης των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, έχει ήδη ξεκινήσει να κόβει προνοιακά επιδόματα για ΑμεΑ και το χειμερινό επίδομα θέρμανσης των συνταξιούχων, για να χρηματοδοτήσει τις δεσμεύσεις του στον πόλεμο της Ουκρανίας και να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον.
Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη της Ευρώπης βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ολομέτωπη επίθεση στο βιοτικό της επίπεδο και τα κεκτημένα δεκαετιών, ώστε να τροφοδοτηθούν οι πολεμοκάπηλες ανάγκες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Η επιλογή τίθεται ξεκάθαρα: υγεία ή πύραυλοι, παιδεία ή drones, συντάξεις ή πυροβολικό. Όλα στο όνομα μιας καταδικασμένης προσπάθειας να διατηρηθεί η θέση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στην παγκόσμια αγορά και να εξυπηρετηθούν οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της αστικής τάξης.
Αυτή θα είναι μια από τις κεντρικές μάχες του ταξικού αγώνα στο επόμενο διάστημα, που θα αναγκάσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν σαφή θέση. Τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης συγκρούονται ευθέως με αυτά των εργαζόμενων.
Η απάντηση πρέπει να είναι αυτονόητη: τα συνδικάτα και οι πολιτικοί φορείς της εργατικής τάξης σε κάθε γωνιά της Ευρώπης οφείλουν να ξεκινήσουν μια μακρόχρονη καμπάνια ενάντια στον πόλεμο και τον μιλιταρισμό, υπερασπιζόμενοι όλα τα κοινωνικά κεκτημένα. Αντίθετα, βλέπουμε το θλιβερό θέαμα κομμάτων του σοσιαλδημοκρατικού και «αριστερού» χώρου που συμμετέχουν σε κυβερνήσεις (Ισπανία, Γερμανία, Βρετανία, Σουηδία, Δανία και Νορβηγία) και υλοποιούν πρόθυμα τις πολιτικές του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Ο γενικός γραμματέας του Unite, της δεύτερης μεγαλύτερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της Βρετανίας, χειροκρότησε την ανακοίνωση Στάρμερ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, θεωρώντας ότι θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
Ακόμα πιο κατάπτυστη είναι η συμπαιγνία κομμάτων που αυτοτοποθετούνται «αριστερά» της σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γερμανία, το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) ψήφισε υπέρ απεριόριστων αμυντικών δαπανών στην Άνω Βουλή, μέσω των εκπροσώπων του σε δύο ομόσπονδα κρατίδια. Στην Ισπανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχει με υπουργούς στην κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ, που προωθεί την αύξηση των δαπανών άμυνας — χωρίς, όμως, να την ονομάζει «επανεξοπλισμό», προτιμώντας τον όρο «βελτίωση της ασφάλειας».
Ως κομμουνιστές, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: ο κύριος εχθρός της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης βρίσκεται εντός των συνόρων, είναι η δική μας αστική τάξη. Η υπεράσπιση των συντάξεων, της Παιδείας, της Υγείας και όλων των κοινωνικών κατακτήσεων πρέπει να αποτελεί βασική επιδίωξη του εργατικού κινήματος.
Όμως χρειάζεται να πάμε παραπέρα: η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ωθεί τις άρχουσες τάξεις στον επανεξοπλισμό και τον μιλιταρισμό, προκειμένου να διατηρήσουν την παγκόσμια θέση τους. Η εργατική τάξη πρέπει να δράσει ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Σε τελευταία ανάλυση, για να πολεμήσουμε τον πόλεμο και τη λιτότητα, πρέπει να αντιταχθούμε στον ίδιο τον ιμπεριαλισμό και να αγωνιστούμε για την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος.
Χόρχε Μαρτίν
Μετάφραση από το marxist.com: Αλκίνοος Νάτσης και Ηλίας Κυρούσης