Στις 31 Ιανουαρίου, η ισπανική εφημερίδα El País έδωσε στη δημοσιότητα μια σειρά εγγράφων που αποδείκνυαν ότι ηγετικά στελέχη του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος (PP) πληρώνονταν τακτικά με μετρητά από το κόμμα. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από παράνομες επιδοτήσεις εκ μέρους μεγάλων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα του κατασκευαστικού τομέα.
Πρόκειται για το τελευταίο από μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς σχετικά με κόμματα και ιδρύματα της Ισπανίας, κάτι που τραυματίζει σοβαρά το κύρος της αστικής δημοκρατίας στο σύνολό της. Σκάνδαλα που εντείνουν το αίσθημα οργής των εργαζομένων, το οποίο ήδη έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα, λόγω των μέτρων λιτότητας που χρησιμοποιούνται για να μετακυλιστεί η βαθιά κρίση του ισπανικού καπιταλισμού στους ώμους τους.
Τα έγγραφα που δημοσίευσε η El País, και τα οποία εμφανίζουν μυστικά λογιστικά βιβλία που τηρούσε ο πρώην ταμίας του κόμματος, Λουίς Μπαρθένας, επιβεβαιώνουν πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν από την εφημερίδα El Mundo, σχετικά με την τακτική πληρωμή των ηγετών του Λαϊκού Κόμματος με “φακέλους χρώματος καφέ”. Οι νέες αυτές πληροφορίες έρχονται στο φως της δημοσιότητας, την ίδια ώρα που ο Μπαρθένας βρίσκεται υπό έρευνα με την κατηγορία της φοροδιαφυγής, εξαιτίας λογαριασμών που διατηρούσε στην Ελβετία, αξίας 22 εκατ. ευρώ. Όπως αποκαλύφθηκε μάλιστα, ο Μπαρθένας, μέλος του Λαϊκού Κόμματος για πολλά χρόνια και επί εικοσαετίας οικονομικός διευθυντής του καθώς και ταμίας του κόμματος για το 2009, κατάφερε να επαναπατρίσει κάποια από τα κεφάλαια αυτά τον περασμένο Μάρτιο, μέσω της φορολογικής αμνηστίας που χορήγησε η κυβέρνηση του PP την ίδια περίοδο. Με το που ξέσπασε το τελευταίο σκάνδαλο, η ηγεσία του PP προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τον Μπαρθένας, υποστηρίζοντας ότι πια δεν είχε κάποια θέση στο κόμμα. Αλλά σύντομα αποκαλύφθηκε ότι διατηρούσε ένα γραφείο στα κεντρικά γραφεία του κόμματος.
Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες που δημοσίευσε η El País εμπλέκουν το σημερινό πρόεδρο του κόμματος Μαριάνο Ραχόι, όλους τους γενικούς γραμματείς του κόμματος για την περίοδο που αφορούν τα έγγραφα (από το 1997), βουλευτές, αλλά και άλλα προβεβλημένα στελέχη του κόμματος.
Η αρχική αντίδραση της ηγεσίας του Λαϊκού Κόμματος ήταν να αρνηθεί κάθε σχέση και να διαμαρτυρηθεί έντονα ενάντια σε αυτούς που τη “δυσφημούν”. Αλλά, το κουβάρι της υπόθεσης ξετυλίγεται άμεσα. Ειδικοί γραφολόγοι δήλωσαν ότι η γραφή στα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν αντιστοιχεί με εκείνη του Μπαρθένας, ενώ ο Πρόεδρος της Γερουσίας και μέλος του Λαϊκού Κόμματος, Γκαρθία Εσκουδέρο, παραδέχθηκε ότι έλαβε ένα “δάνειο” από το κόμμα, το οποίο και αποπλήρωσε στη συνέχεια. Και αυτό παρουσίασε ως αιτία για την ύπαρξη καταχώρισης με τα στοιχεία του στα εν λόγω έγγραφα.
Πολύ πιο ενδιαφέρον από τις πληρωμές, έχουν οι πηγές των χρημάτων αυτών. Σημαντικοί Ισπανοί επιχειρηματίες, συμπεριλαμβανομένων των προέδρων εταιρειών εισηγμένων στο ισπανικό χρηματιστήριο, φέρονται ότι πλήρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στο κόμμα. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις επωφελήθηκαν από κυβερνητικά συμβόλαια σε διαφόρους τομείς, και ιδιαίτερα σε δημόσια έργα. Στους πληρωτές περιλαμβάνονται οι Villar Mir, πρώην πρόεδρος κατασκευαστικού ομίλου, ένας πρώην αξιωματούχος του Φράνκο και ιδιοκτήτης του κατασκευαστικού ομίλου OHL, (που σχετίζεται με την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, την παραχώρηση δικαιωμάτων διοδίων αλλά και την κατασκευή ουρανοξυστών), καθώς και ο Jose Mayor Oreja, αδερφός ηγετικού στελέχους του κόμματος και πρόεδρος του κατασκευαστικού ομίλου FCC, ο οποίος έχει επίσης συμμετάσχει σε πολλά δημόσια έργα.
Τα λογιστικά βιβλία του Μπαρθένας αποκάλυψαν επίσης πληρωμές προς την ομάδα Basta Ya! Group, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στο κόμμα UpyD, ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα, που αυτοπαρουσιάζεται ως “ούτε δεξιό, ούτε αριστερό”, απλώς “ενάντια στη διαφθορά”! Στα έγγραφα αυτά επίσης αναφέρεται ότι το ακροδεξιό site Libertad Digital λάμβανε επίσης τακτικές δωρεές από το Λαϊκό Κόμμα.
Δεν πρόκειται όμως για το μοναδικό σκάνδαλο διαφθοράς που βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα του ισπανικού τύπου. Ηγετικός βουλευτής του CiU, του καταλανικού αστικού εθνικιστικού κόμματος, ο Χαβιέ Κρέσπο, βρίσκεται υπό έρευνα εξαιτίας κατηγοριών περί χρηματισμού του από τη ρώσικη μαφία την περίοδο που τελούσε δήμαρχος του Lloret de Mar. Αρκετοί πρώην αξιωματούχοι της Καταλανικής κυβέρνησης κατηγορούνται ότι έστρεψαν σημαντικά κονδύλια με προορισμό την εκπαίδευση των ανέργων προς τα κομματικά ταμεία του CDC (μέρος του συνασπισμού CiU). Οι εμπλεκόμενοι αντιμετώπισαν ευνοϊκές ποινές (αποφεύγοντας τη φυλακή) με αντάλλαγμα να επιστρέψουν μέρος των χρημάτων που καταχράστηκαν. Εντέλει, το κόμμα πλήρωσε το ποσό αυτό, ενώ δεν παραιτήθηκε ούτε ένας από τους ηγέτες του κόμματος.
Την ίδια στιγμή, η δικαστική έρευνα στο γαμπρό του βασιλιά Χουάν Κάρλος, Ινιάκι Ουρνταγκαρίν, κατέληξε στην κατηγορία ότι χρησιμοποίησε τις σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα από δημόσια ιδρύματα και περιφερειακές κυβερνήσεις, με σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό του ιδίου και των συνεργατών του. Το σκάνδαλο αυτό έπληξε στο σύνολό της, τη βασιλική οικογένεια, η οποία έσπευσε να αποστασιοποιηθεί, χωρίς όμως να μπορέσει να αποφύγει αποτελεσματικά τη δυσπιστία απέναντι στο θεσμό της μοναρχίας.
Βέβαια, δεν είναι μόνο τα σκάνδαλα ή ότι αυτά αφορούν υψηλού κύρους πρόσωπα και θεσμούς, που προκαλούν τέτοια οργή στην ισπανική κοινωνία. Αυτό που ενοχλεί περισσότερο είναι ότι τα ίδια αυτά πρόσωπα και θεσμοί επιβάλλουν περικοπές λιτότητας αξίας δεκάδων δισ. ευρώ, ιδιωτικοποιούν την υγεία, καταστρέφουν τη δημόσια παιδεία, ενισχύουν τις τράπεζες με δισ. ευρώ και όλα αυτά κάτω από την πρόφαση “ότι όλοι βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση” και “όλοι κάνουμε θυσίες” και “σφίγγουμε το ζωνάρι”.
Ενώ οι πλούσιοι και ισχυροί της χώρας παραμένουν ατιμώρητοι, αφού σπάνια βρίσκονται κατηγορούμενοι και σχεδόν ποτέ δεν αντιμετωπίζουν φυλάκιση, μια άλλη περίπτωση βρέθηκε αυτές τις μέρες στα πρωτοσέλιδα. Μία άνεργη μητέρα 2 παιδιών που αγόρασε φαγητό και πάνες για τις κόρες της αξίας 193 ευρώ με πιστωτική κάρτα που βρήκε στο δρόμο, αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης, αφού ήδη πλήρωσε πρόστιμο αξίας 900 ευρώ. Η αντίθεση αυτή είναι έντονη και δείχνει ξεκάθαρα ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν άλλοι νόμοι για τους πλούσιους και άλλοι για τους φτωχούς.
Διαφθορά: Εγγενής στον καπιταλισμό
Το γεγονός ότι καπιταλιστές χρηματοδοτούν ένα καπιταλιστικό κόμμα για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανένα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει πάντα, ακόμα και όταν οι πληρωμές δεν είναι παράνομες. Οι Μαρξ και Ένγκελς εξήγησαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι “η εκτελεστική εξουσία του σύγχρονου κράτους δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιτροπή διαχείρισης των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της αστικής τάξης”. Η διαφθορά είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα, ένα σύστημα που βασίζεται στην εμπορευματοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Η εξαγορά πολιτικών και βουλευτών, τα πανίσχυρα λόμπι που στοχεύουν στο να επηρεάσουν τη νομοθετική εξουσία και γενικότερα η προτίμηση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων είναι ευδιάκριτα στην καπιταλιστική δήθεν “δημοκρατία”.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, η κερδοσκοπία της προηγούμενης περιόδου της οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στο χώρο των κατασκευών, όξυνε τα στοιχεία διαφθοράς σε τεράστιο βαθμό. Για να χτιστεί ένα κτίριο, συνήθως χρειαζόταν δωροδοκία μιας σειράς δημάρχων και δημοτικών συμβούλων, ώστε να μπορέσει να δοθεί οικοδομική άδεια. Για να δοθούν συμβάσεις κατασκευής αεροδρομίων, οδών, νοσοκομείων ήταν σίγουρο χρήσιμο να δωροδοκήσεις κάποιους αξιωματούχους. Αν μια εταιρεία ήθελε να της παραδοθούν τα δικαιώματα από την εκμετάλλευση διοδίων, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει “φίλους” της σε υψηλόβαθμες θέσεις. Κάποιες φορές και για να απλοποιηθεί η κατάσταση, αρκετοί αστοί πολιτικοί, με τη στήριξη επιχειρηματιών ίδρυαν από κοινού μια επιχείρηση και εκμεταλλεύονταν τη δημόσια περιουσία.
Αν προσθέσουμε και τα τεράστια ποσά χρημάτων που προέρχονται από επιχειρήσεις της μαφίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση και για τα οποία ο τομέας των κατασκευών είναι μια καλή ευκαιρία για να νομιμοποιηθούν, βλέπουμε ότι η διαφθορά ήταν μια απαραίτητη παρενέργεια, αλλά και καταλύτης, για την τεράστια φούσκα των ακινήτων στη χώρα εδώ και 15 χρόνια.
Ο συνδυασμός των σκανδάλων διαφθοράς που αποκαλύπτονται (εδώ και χρόνια) με την οικονομική κρίση (που έχει προς το παρόν καταστρέψει 3,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των ανέργων στα 6 εκατομμύρια, και ποσοστό 26%) καθώς και τις τρομερές επιθέσεις στα κεκτημένα δικαιώματα και τις υπηρεσίες πρόνοιας, έχει οδηγήσει σε μια ευρεία απομυθοποίηση της αστικής δημοκρατίας και του καπιταλιστικού συστήματος.
Αλλαγές στη συνείδηση
Δημοσκόπηση για την El Pais στις αρχές του Ιανουαρίου δείχνει την αλλαγή στη συνείδηση. Ένα ποσοστό 97% των ερωτηθέντων συμφωνεί ότι “η τρέχουσα κρίση οδηγεί πολύ κόσμο σε αμφισβήτηση των πολιτικών θεσμών”, ενώ το 96% συμφώνησε ότι “οι συνέπειες της κρίσης δεν κατανέμονται ισόβαθμα σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, αλλά πληρώνονται κυρίως από τη μεσαία και τις κατώτερες τάξεις”. Η ίδια δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι το 73% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Ισπανία είναι “στο χείλος μιας κοινωνικής έκρηξης, εξαιτίας της ανεργίας και της φτώχειας”.
Προηγούμενη δημοσκόπηση του Ιουλίου του 2012, καταμέτρησε το επίπεδο δυσπιστίας διαφόρων θεσμών. Έτσι, βασικοί θεσμοί της αστικής δημοκρατίας βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν εχθρότητα από την κοινωνία: το 88% διαφωνεί με τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών και των κομμάτων, το 81% ήταν δύσπιστο απέναντι στο Κοινοβούλιο στο σύνολό του, ενώ ένα ποσοστό 68 και 65% διαφωνούσε με τον τρόπο λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η άρχουσα τάξη ανησυχεί σοβαρά για αυτή την κατάσταση. Βλέπουν ότι η εφαρμογή των οικονομικών πολιτικών που απαιτούνται για να πληρώσουν οι εργάτες την κρίση του καπιταλισμού, βάλλει ενάντια στη νομιμότητα των θεσμών-πυλώνων της αστικής δημοκρατίας. Βλέπουν ότι υφίσταται μια βαθιά διαδικασία πολιτικοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν έχει απλώς αλλάξει η συνείδηση, αλλά παρακολουθούμε μια σημαντική αύξηση στη συμμετοχή σε κινητοποιήσεις. Επίσημη έρευνα που δημοσιεύθηκε στα τέλη του 2012 ανέβασε τον αριθμό των διαδηλώσεων για τους πρώτους 10 μήνες του έτους στις 36.000 (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η χώρα των Βάσκων και με περιορισμένα στοιχεία από την Καταλονία). Πρόκειται για σχεδόν το διπλάσιο αριθμό από τον αντίστοιχο του 2011. Εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν δυναμικά, όχι μόνο στις γενικές απεργίες και τις πανεθνικές διαδηλώσεις αλλά και σε χιλιάδες τοπικές διαδηλώσεις ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις, το κλείσιμο των νοσοκομείων και βιβλιοθηκών, την ανάκτηση κατοικιών από τις τράπεζες, την κατάληψη τραπεζικών γραφείων και σε άλλες απεργίες και διαδηλώσεις.
Ορισμένα τμήματα της άρχουσας τάξης αρχίζουν και αναρωτούνται αν η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος με τη σημερινή της μορφή, απαξιωμένη από τις περικοπές και τα πακέτα λιτότητας, που έχουν αντιμετωπιστεί με μαζική αντίδραση, παραμένει ακόμα η καλύτερή τους επιλογή.
Όταν δημοσιεύθηκε το σκάνδαλο των παράνομων πληρωμών στο κυβερνών Λαϊκό Κόμμα από τη δεξιά εφημερίδα El Mundo, το επίσης δεξιό ABC, γνωστό για την πιστή υποστήριξή του στην κυβέρνηση, είχε πρωτοσέλιδο εικόνες των εμπλεκόμενων στα σκάνδαλα διαφθοράς πολιτικών και μια τεράστια επικεφαλίδα: «Οι Ισπανοί φωνάζουν: Αρκετά!». Η εφημερίδα προειδοποιούσε:
«Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο να διαρραγούν οι απαραίτητοι σύνδεσμοι ενός δημοκρατικού καθεστώτος, και κυρίως η νομιμότητα του συστήματος. Αν οι Ισπανοί δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς τους, νιώθουν ότι η ψήφος τους πάει χαμένη ή δε χρησιμοποιείται σωστά, και αργά ή γρήγορα θα υπάρξει ρήξη, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν ιδεολογικοί εξτρεμιστές και αντισυστημικοί οπορτουνιστές.»
Έτσι, το ABC κάλεσε σε μια εκστρατεία «αναγέννησης της πολιτικής ζωής», δηλαδή σε ένα ξέπλυμα της πρόσοψης της αστικής δημοκρατίας, ώστε να διατηρηθεί το ίδιο το οικοδόμημα.
Η τελευταία δημοσκόπηση από την El País τον Ιανουάριο, δίνει στο κυβερνών PP μόνο το 29,8% των ψήφων (λιγότερες κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες από τις γενικές εκλογές του Νοέμβριου του 2011), αλλά και η υποστήριξη του σοσιαλδημοκρατικού PSOE είναι ακόμη χαμηλότερή σε 23,3% (απώλεια 5,4 % από τις εκλογές). Κύρια ωφελημένη της απαξίωσης των δύο μεγάλων κομμάτων είναι η Ενωμένη Αριστερά, η οποία παίρνει τώρα στις δημοσκοπήσεις ποσοστό 15,6% (8,7% πάνω από το εκλογικό αποτέλεσμά της, το Νοέμβριο του 2011). Όχι μόνο το PP γνώρισε μια κατάρρευση της εκλογικής του υποστήριξης (από το 46% που λάμβανε αμέσως μετά τις εκλογές), αλλά και το PSOE βλέπει επίσης την υποστήριξη των ψηφοφόρων του να φθίνει σταδιακά.
Το PSOE έχει απαξιωθεί από τη μία πλευρά λόγω των αντι-μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κυβέρνησης Θαπατέρο, η οποία προηγήθηκε της νίκης του ΡΡ, και από την άλλη επειδή δεν έχει διακριθεί πολιτικά από την κυβέρνηση του Ραχόι. Η άρχουσα τάξη ανησυχεί ότι αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, η Ενωμένη Αριστερά θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, ως διέξοδος για τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Η ίδια δημοσκόπηση της El Pais έδειξε ότι το 84% των ερωτηθέντων δεν εμπιστεύονται τον πρόεδρο Ραχόι, αλλά ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία, κατά 91%, αντιμετωπίζει ο κύριος ηγέτης του “αντιπολιτευόμενου” PSOE, Ρουμπαλκάμπα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η El País (όπως και η El Mundo λίγες μέρες νωρίτερα) δημοσίευσαν τις αποκαλύψεις που στοχοποιούν απ ‘ευθείας τις κορυφές του ΡΡ και τον ίδιο τον πρόεδρό του. Πριν από μία εβδομάδα, πριν από τη δημοσίευση των τελευταίων αποκαλύψεων, το κύριο άρθρο στην El País προέτρεπε τους ηγέτες του PP να ασχοληθούν με τις καταγγελίες περί διαφθοράς με ένα ταχύ και άμεσο τρόπο. Γιατί ανησύχησαν; Η εξήγηση ήταν σαφής:
“Η κατάσταση του κυβερνώντος κόμματος εμποδίζει και αποδυναμώνει τη θέση της Κυβέρνησης, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, να αποφασίσει πώς θα αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος, πώς θα καταπολεμηθεί η ανεργία ή πώς θα αντιμετωπιστεί το κίνημα ανεξαρτησίας της Καταλονίας.”
Με άλλα λόγια, η El Pais, που αντιπροσωπεύει τα πιο προσεκτικά τμήματα της ισπανικής άρχουσας τάξης, είχε προειδοποιήσει την ηγεσία του PP να καθαρίσει τις πράξεις του, διότι θα χρειαστεί μια ισχυρή κυβέρνηση με αρκετή νομιμότητα για τη διεξαγωγή των απαραίτητων επιθέσεων στην εργατική τάξη (η προαναφερόμενη «αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης»).
Την ίδια εβδομάδα που η El Pais δημοσίευε αυτό το άρθρο, ο ηγέτης του PSOE Ρουμπαλκάμπα έκανε έκκληση σε όλους τους «κοινωνικούς παράγοντες» για μια «μεγάλη συμφωνία για την καταπολέμηση της ανεργίας», με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των καπιταλιστών. Αυτό που πρότεινε ήταν βασικά μια μικρή επιβράδυνση στους στόχους μείωσης του ελλείμματος, προκειμένου να πείσει τα συνδικάτα να δεχτούν τις «αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» (διάβαζε επιθέσεις κατά των κεκτημένων δικαιωμάτων της εργατικής τάξης).
Στις 31 Ιανουαρίου, αφού η El País δημοσίευσε τα λογιστικά βιβλία του Μπαρθένας, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ισπανία, Άλαν Σολομοντ, πρότεινε με δηλώσεις του, τη δημιουργία ενός «εθνικού συμφώνου για την καταπολέμηση της διαφθοράς», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «απαξίωση της πολιτικής τάξης και της κυβέρνησης», στη διάρκεια μιας τόσο σοβαρής κρίσης.
Σε λίγες μέρες, ο Μάριο Ντράγκι θα έχει συναντήσεις με τις ισπανικές κοινοβουλευτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι συναντήσεις θα γίνουν κεκλεισμένων των θυρών. Δε θα κρατηθούν πρακτικά ή άλλου είδους καταγραφή. Είναι βέβαιο ότι θα εκφράσει την ανησυχία της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης για τη συνεχιζόμενη κρίση του ισπανικού καπιταλισμού και τον κίνδυνο μιας κοινωνικής έκρηξης σε μια τόσο σημαντική για την Ευρώπη χώρα.
Για τα έγγραφα που δημοσίευσε η El País, ο Ρουμπαλκάμπα αντέδρασε επίσης ως συνεπής αστός πολιτικός. Ενώ ο ίδιος εγκάλεσε τον Ραχόι να ανταποκριθεί προσωπικά και δημοσίως για την κρίση, επέμεινε στους λόγους για τους οποίους το έκανε: «Πρόκειται για μια κρίσιμη κατάσταση και πρέπει να γνωρίζουμε ότι με την οικονομική κρίση, κάτι τέτοιο δεν είναι ανεκτό. Για να είναι σε θέση να ζητήσει από την χώρα θυσίες, θα πρέπει να έχει καθαρά χέρια.» Φυσικά, αυτό που τον ανησυχεί δεν είναι τόσο πολύ η διαφθορά αυτή καθαυτή, αλλά οι επιπτώσεις των σκανδάλων διαφθοράς στην ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει τις περικοπές («οι προαναφερόμενες θυσίες»).
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η άρχουσα τάξη ήδη υπολογίζει ποια είναι η καλύτερή της επιλογή. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έχει διαβρωθεί και αντιμετωπίζει σοβαρές λαϊκές αντιδράσεις, ενώ το PSOE δεν είναι σε θέση να σταθεί από μόνο του. Σε κάποιο σημείο, θα είναι απαραίτητη μια κυβέρνηση «κρίσης» ή κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή τεχνοκρατών. Μια τέτοια κυβέρνηση θα νομιμοποιηθεί από την αστική τάξη στη βάση του αγώνα κατά της διαφθοράς και της ανάγκης να ληφθούν τα «απαραίτητα τολμηρά μέτρα» για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίσει αντίσταση από το εργατικό κίνημα. Η πρόσφατη εμπειρία σε Ελλάδα και Ιταλία αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους εθνική ενότητα απέναντι στην καπιταλιστική κρίση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται απλώς για την αντικατάσταση μιας απαξιωμένης κυβέρνησης από μια καινούρια, η οποία αρχικά τουλάχιστον, θα μπορέσει να κερδίσει λίγη παραπάνω υποστήριξη…ώστε να συνεχίσει την εφαρμογή των ίδιων αντεργατικών πολιτικών. Η άρχουσα τάξη υπολογίζει σοβαρά τις επιλογές της, ώστε να προσπαθήσει να λύσει αυτή την προφανώς εκρηκτική κατάσταση.
Ολόκληρο το οικοδόμημα της αστικής δημοκρατίας, όπως οικοδομήθηκε την επαύριον του επαναστατικού κύματος της δεκαετίας του 1970, βρίσκεται σε κρίση. Τότε, οι ηγέτες των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων πρόδωσαν τις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών, συναλλασσόμενοι με τα ασταθή υπολείμματα του φρανκικού καθεστώτος. Αποδέχτηκαν τη μοναρχία και τη σημαία που επέβαλλε ο Φράνκο, εγκατέλειψαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τις εθνικές μειονότητες και συμφώνησαν σε μια κουτσουρεμένη μορφή αστικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία αυτή άντεξε για αρκετές δεκαετίες στη βάση της τεράστιας απογοήτευσης από την προδοσία της επανάστασης, την εκλογή της κυβέρνησης του PSOE το 1982 και αργότερα, από τη μεγάλης διαρκείας αλλά σε σαθρά θεμέλια ανάπτυξη των δεκαετιών 1990 και 2000. Η οικονομική κρίση, όμως κατέστρεψε κάθε βάση για αυτή τη σχετική σταθερότητα και αναστάτωσε ολόκληρο το σύστημα.
Το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου ήδη διοργανώθηκαν αυθόρμητες διαδηλώσεις έξω από τα γραφεία του PP σε αρκετές πόλεις. Οι ηγέτες της Ενωμένης Αριστεράς σωστά προώθησαν τα αιτήματα για την πτώση της κυβέρνησης, την τιμωρία των εμπλεκομένων και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Αυτό θα πρέπει να συνδυασθεί με την οργάνωση, σε συνεννόηση με τα συνδικάτα, τις διάφορες εκστρατείες ενάντια στις περικοπές (τις λεγόμενες mareas ή παλίρροιες), ενάντια στις εξώσεις κτλ κοινών διαδηλώσεων που θα συνδέουν τον αγώνα ενάντια στη διαφθορά με τον αγώνα ενάντια στις περικοπές, τη λιτότητα και την προσπάθεια να πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση του καπιταλισμού.
Από μια γενικότερη άποψη, υπάρχει ο κίνδυνος να πέσει το εργατικό κίνημα στη λανθασμένη ιδέα να «αναγεννήσουμε την πολιτική» και να «ανακτήσουμε τη δημοκρατία». Αυτό που πρέπει να εξηγούμε ξεκάθαρα ότι στην καπιταλιστική δημοκρατία πάντα θα κυριαρχεί μια μη αιρετή μειοψηφία (μέσω νόμιμων ή παρανόμων μέσων): οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Από αυτή την άποψη, κάθε αγώνας για γνήσια δημοκρατία πρέπει να ξεκινά με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε οι βασικοί πυλώνες της οικονομίας να γίνουν κομμάτι ενός δημοκρατικού σχεδιασμού, σχεδιασμένου από την πλειοψηφία για το όφελος της πλειοψηφίας. Με αυτό τον τρόπο, ο αγώνας ενάντια στη διαφθορά και τους υπάρχοντες θεσμούς πρέπει να συνδεθεί με τον αγώνα για το σοσιαλισμό, τη μόνη γνήσια μορφή δημοκρατίας.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com : Θωμάς Γεωργίου
Επιμέλεια: Άγγελος Ηρακλείδης
{fcomment}