Σημείωση: Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον περασμένο Φεβρουάριο. Ωστόσο, οι βασικές τάσεις των προοπτικών επιβεβαιώθηκαν από τις μετέπειτα εξελίξεις.
Παρά τη μερική οικονομική ανάκαμψη, η κρίση του καθεστώτος που ξεκίνησε το 2008 δεν έχει σε καμία περίπτωση ξεπεραστεί. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η μαζική ανεργία και οι επιθέσεις στις συνθήκες ζωής, σε συνδυασμό με τη διαφθορά και τα σκάνδαλα, έχουν προκαλέσει σοβαρή κρίση αξιοπιστίας για ολόκληρο το ισπανικό αστικοδημοκρατικό καθεστώς. Ο μακρύς κύκλος των μαζικών κινητοποιήσεων του 2011-2015 βρήκε τελικά έκφραση στη δημιουργία και την άνοδο των Podemos, που στις εκλογές του 2016 απέσπασαν το 21% των ψήφων.
Η δεξιά κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος είναι εξαιρετικά εύθραυστη και είναι αναγκασμένη να στηρίζεται στους Βάσκους εθνικιστές, για να εξασφαλίζει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Έχει υπονομευτεί από τα σκάνδαλα διαφθοράς. Αν η Αριστερά είχε ενωθεί για να την ανατρέψει, θα το είχε πετύχει. Αλλά οι ηγέτες των Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς (Izquierda Unida) έχουν αποδειχθεί παντελώς ανίκανοι να προσφέρουν οποιαδήποτε σοβαρή εναλλακτική λύση, ενώ ο Πέδρο Σάντσεθ, ο «αριστερός» ηγέτης του PSOE (Σοσιαλιστικό Κόμμα), έχει περάσει ανοιχτά στην πλευρά του αντιδραστικού ισπανικού εθνικισμού.
Το καταλανικό ζήτημα έπαιξε το ρόλο καταλύτη για την αποκάλυψη των βαθιών ρηγμάτων στην ισπανική πολιτική. Όλα τα κόμματα της Αριστεράς είναι διασπασμένα και σε κρίση. Το Λαϊκό Κόμμα (PP) τροφοδοτεί τις φλόγες των αντιδραστικών αντι-καταλανικών αισθημάτων και του ισπανικού εθνικισμού, προκειμένου να κινητοποιήσει τα πιο καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού και η Αριστερά δεν έχει καμία απάντηση. Σαν αποτέλεσμα αυτού και παρά την εκλογική του κατάρρευση, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το Λαϊκό Κόμμα σε συνεργασία με τους «Πολίτες» (Ciudadanos) να κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Το αντιδραστικό μετα-δικτατορικό καθεστώς του 1978
Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η ισπανική Αριστερά για τις προδοσίες των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE) και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν συμφώνησαν στο αντιδραστικό Σύνταγμα του 1978 που σήμανε την παραμονή του παλιού φρανκικού καθεστώτος, μαζί με τη μοναρχία, την κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας και τη διατήρηση του παλιού καταπιεστικού κρατικού μηχανισμού, τον οποίο επάλειψαν με μια λεπτή στρώση «δημοκρατίας».
Η κτηνώδης φύση του ισπανικού κράτους αποκαλύφθηκε με τη βίαιη καταπίεση του καταλανικού λαού, του οποίου το μόνο «έγκλημα» ήταν η επιθυμία να ψηφίσει για το μέλλον του. Τώρα, όλοι οι παλιοί δαίμονες εμφανίζονται ξανά. Η ισπανική κοινωνία είναι το ίδιο διαιρεμένη με πριν από 40 χρόνια. Η νεολαία και τα πιο προχωρημένα στρώματα της εργατικής τάξης καταλαβαίνουν την αντιδραστική φύση του Συντάγματος του 1978 και είναι έτοιμοι να παλέψουν εναντίον του.
Σήμερα, οι μάζες έδειξαν το αγωνιστικό τους πνεύμα στους δρόμους της Βαρκελώνης. Αύριο θα είναι σειρά των εργατών και της νεολαίας της Χώρας των Βάσκων, της Αστούρια, της Σεβίλλης και της Μαδρίτης. Θα υπάρξουν αναπόφευκτα ήττες και οπισθοχωρήσεις, σαν αποτέλεσμα της κοντόφθαλμης αντίληψης, της ηλιθιότητας και της δειλίας της ηγεσίας. Αλλά οι εργάτες και η νεολαία της Ισπανίας, οι οποίοι επανειλημμένα έδειξαν την προθυμία τους να αγωνιστούν τα τελευταία χρόνια, θα αποσπάσουν νέα διδάγματα.
Υπήρξαν και στο παρελθόν πολλές ήττες, όπως τα δύο «μαύρα χρόνια» που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας της Αστούρια το 1934. Σήμερα, οι δυνάμεις της εργατικής τάξης παραμένουν άθικτες, ενώ η μαζική βάση της αντίδρασης είναι απείρως πιο αδύναμη σε σχέση με τότε: δεν υπάρχει πια η Μαυριτανική Λεγεώνα, η αντιδραστική «καρλιστική» αγροτιά και οι φοιτητές που εντάσσονταν μαζικά στη Φάλαγγα, αντιθέτως σήμερα συσπειρώνονται στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και της Αριστεράς.
Τελικά, σε μια επαναστατική περίοδο, τέτοιες ήττες μπορούν μόνο να αποτελέσουν το πρελούδιο για νέες ανόδους. Στη δράση, στους δρόμους, στα εργοστάσια και στα πανεπιστήμια, θα ανακαλύψουν ξανά τις επαναστατικές παραδόσεις του 1931-37 και τον υπέροχο αγώνα ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο. Η Ισπανία την επόμενη περίοδο θα βρεθεί ξανά στην εμπροσθοφυλακή των επαναστατικών αγώνων στην Ευρώπη.
Το καταλανικό δημοψήφισμα
Η απόπειρα της Καταλονίας να ασκήσει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού της υπήρξε η σημαντικότερη ως τώρα πρόκληση για το καθεστώς του 1978. Υπάρχουν διαφορετικά στοιχεία στην εξίσωση. Πάνω απ’ όλα, η καθυστερημένη και αντιδραστική ισπανική άρχουσα τάξη και το κράτος της, που κληρονομήθηκε άθικτο από την περίοδο του Φράνκο. Θεωρούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ενότητας της Ισπανίας ως πρόκληση εναντίον ολόκληρου του καθεστώτος, η οποία θα έθετε στο προσκήνιο κι άλλα ζητήματα (μοναρχία, λιτότητα κλπ.). Για το λόγο αυτό, ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους για να συντρίψουν την απόπειρα διενέργειας δημοψηφίσματος: αστυνομική καταπίεση, κατάσχεση των καλπών, σφράγισμα των εκλογικών τμημάτων, κατάργηση της καταλανικής κυβέρνησης, σύλληψη των μελών της κλπ.
Από την άλλη πλευρά, η καταλανική κυβέρνηση, που απαρτίζεται από αστούς και μικροαστούς εθνικιστές, έχει χάσει την υποστήριξη της καταλανικής αστικής τάξης (τραπεζίτες και καπιταλιστές), η οποία αντιτίθεται στην ανεξαρτησία. Αυτοί οι εθνικιστές πολιτικοί θεώρησαν, στη χειρότερη περίπτωση, το δημοψήφισμα της ανεξαρτησίας ως μέσο για να ασκήσουν πίεση και να αποσπάσουν παραχωρήσεις από την κυβέρνηση στη Μαδρίτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν τρόπο να ασκήσουν πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση να παρέμβει και να ωθήσει την ισπανική κυβέρνηση να οργανώσει ένα κοινώς αποδεκτό δημοψήφισμα. Στην περίπτωση του αστικού εθνικιστικού PDeCAT (πρώην CDC), το οποίο είχε πλήρως απαξιωθεί λόγω των δεξιών πολιτικών λιτότητας, της καταπίεσης και των σκανδάλων διαφθοράς, υπήρχε επίσης ο κυνικός υπολογισμός να χρησιμοποιηθεί η ανεξαρτησία ως τρόπος επανίδρυσής του και παραμονής του στην εξουσία. Αυτά τα κόμματα δεν ήταν προετοιμασμένα να χρησιμοποιήσουν τα επαναστατικά μέσα που απαιτούνται στην Ισπανία, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να πάνε πέρα απ’ όσο σκόπευαν, εξαιτίας της εισόδου των μαζών στο προσκήνιο, ενός τρίτου παράγοντα τον οποίο δεν είχαν λάβει υπόψη τους. Στις 20 Σεπτεμβρίου (όταν 40.000 διαδήλωσαν ενάντια στις έρευνες της Ισπανικής Πολιτοφυλακής σε κτίρια της καταλανικής κυβέρνησης), την 1η Οκτωβρίου (όταν εκατοντάδες χιλιάδες οργανώθηκαν για να διασφαλίσουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, στο οποίο τελικά ψήφισαν 2 εκατομμύρια) και στις 3 Οκτωβρίου (όταν εκατομμύρια συμμετείχαν σε μια γενική απεργία διαμαρτυρίας ενάντια στη βίαιη αστυνομική καταστολή), οι μάζες εισέβαλαν στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο και ξεκίνησαν να συνειδητοποιούν τη δύναμή τους. Αυτό έβαλε την καταλανική κυβέρνηση σε μια αδιέξοδη κατάσταση: αναγκάστηκαν να ανακηρύξουν τη Δημοκρατία, αλλά δε σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τις αναγκαίες μεθόδους για να την υπερασπιστούν, δηλαδή: μαζικές κινητοποιήσεις στους δρόμους, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, γενική απεργία, αντίσταση κατά της ισπανικής αστυνομίας. Με άλλα λόγια, αυτό που απαιτείτο ήταν ένας επαναστατικός ξεσηκωμός. Τα παραπάνω εξηγούν τις ταλαντεύσεις, την αδυναμία και την αναποφασιστικότητά τους μετά το δημοψήφισμα, την «ανασταλείσα» ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 10 Οκτωβρίου, τις συνεχείς εκκλήσεις για διαπραγματεύσεις, την παρ’ ολίγον προδοσία του κινήματος της 25ης Οκτωβρίου και την υποτονική ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας στις 27 Οκτωβρίου, μετά την οποία αποχώρησαν από το προσκήνιο.
Εν τω μεταξύ, οι μάζες που συμμετείχαν στο κίνημα (ένα τμήμα της εργατικής τάξης και κυρίως η νεολαία και τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη του δημοκρατικού κινήματος) γίνονται ολοένα και πιο επικριτικές στους ηγέτες τους. Η εμφάνιση των Επιτροπών για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και ο ρόλος που έπαιξαν στη γενική απεργία της 8ης Νοεμβρίου δείχνουν τον δρόμο. Η Καταλανική Δημοκρατία είναι ένα βασικό δημοκρατικό αίτημα, που αμφισβητεί ολόκληρο το οικοδόμημα του ισπανικού καθεστώτος. Οι μαρξιστές υποστηρίζουμε τον αγώνα για μια Καταλανική Δημοκρατία, αλλά έχουμε το καθήκον να εξηγούμε ότι μπορεί να επιτευχθεί μόνο με επαναστατικά μέσα. Αυτό απαιτεί την αντικατάσταση της σημερινής ηγεσίας με μια άλλη, που θα βασίζεται στην εργατική τάξη. Επιπλέον, οι ισπανόφωνοι εργάτες στην Καταλονία πρέπει να κερδηθούν, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο αν ο αγώνας για τη Δημοκρατία συνδεθεί με τον αγώνα για δουλειές, στέγη, κατάργηση της λιτότητας και εφόσον αντιμετωπίζεται σαν τμήμα ενός πλατύτερου αγώνα σε ολόκληρη την Ισπανία ενάντια στο καθεστώς του 1978. Το σύνθημα που συμπυκνώνει αυτές τις ιδέες είναι: «Για μια Καταλανική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, σαν σπίθα για την Ιβηρική Επανάσταση».
Οι καταλανικές εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου είναι απίθανο να λύσουν το ζήτημα. Με υποχωρήσεις και νέες ανόδους, το δημοκρατικό εθνικό κίνημα θα συνεχιστεί, ενώ τα πιο προχωρημένα στρώματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης συνεχίζουν να βγάζουν επαναστατικά συμπεράσματα.