Η ταχύτητα με την οποία μεγάλα τμήματα της επικράτειας του Ιράκ έπεσαν στα χέρια μιας σχετικά μικρής δύναμης οπλισμένων φονταμενταλιστών προβάλει το ερώτημα πώς συνέβη αυτό.
Η σημερινή κατάσταση στο Ιράκ έχει τις ρίζες της στην ιμπεριαλιστική επέμβαση του 2003. Αντί η επέμβαση να δημιουργήσει ένα σταθερό αστικό δημοκρατικό καθεστώς, αυτό που προέκυψε είναι ο κίνδυνος διάλυσης του Ιράκ σε θρησκευτικές – εθνικές γραμμές, με το φάντασμα ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου να πλανάται στον ορίζοντα.
Φεύγοντας από το Ιράκ, οι ιμπεριαλιστές άφησαν πίσω τους μια πολιτική διοίκηση με επικεφαλής τον Μαλίκι,. Ορισμένα από τα «επιτεύγματα» της διακυβέρνησης Μαλίκι είναι ότι το 2012 το Ιράκ κατατάχθηκε στην 8η θέση των πιο διεφθαρμένων χωρών στον κόσμο και η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βαθμολογήθηκε ως «φτωχή», καθώς άνθρωποι συλλαμβάνονται αυθαίρετα και βασανίζονται.
Από κοινωνικο-οικονομική άποψη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Η μαζική ανεργία και η εκτεταμένη φτώχεια επηρεάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επισήμως, η ανεργία το 2012 ήταν 16%, αλλά στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος. Υπολογίζεται επίσης, ότι 12 εκατομμύρια άνθρωποι (35% του πληθυσμού) ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να εγκαθιδρυθεί ένα σταθερό αστικό δημοκρατικό καθεστώς. Οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί οξύνονται, οι εθνικές/θρησκευτικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της χώρας επιτείνουν την ακραία αστάθεια και γίνονται πηγή συγκρούσεων.
Το άλυτο εθνικό ζήτημα στο Ιράκ – αποτέλεσμα της αποικιακής κληρονομιάς του, όταν με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η περιοχή μοιράστηκε ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Γάλλους ιμπεριαλιστές – αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο για την κατανόηση των πρόσφατων εξελίξεων. Η διοίκηση του Μαλίκι, μη μπορώντας να δώσει λύσεις στα φλέγοντα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιρακινός πληθυσμός, έπαιξε το «εθνικό» χαρτί, ευνοώντας τη σιιτική πλειοψηφία και καταπιέζοντας τη σουνιτική αραβική μειοψηφία, οδηγώντας την σε εξέγερση εναντίον του.
Η εθνική σύνθεση της χώρας είναι περίπου η ακόλουθη: Άραβες 75%-80%, Κούρδοι 15-20%, Τουρκμένοι, Ασύριοι και άλλοι 5%. Περεταίρω διαιρέσεις οφείλονται στους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Παρόλο που πάνω από 95% του πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι, αυτοί διαιρούνται σε Σιίτες (περίπου 62%) και Σουνίτες (περίπου 35%), ενώ υπάρχει και ένας μικρός χριστιανικός πληθυσμός. Οι Σουνίτες είναι κατά το ήμισυ Άραβες και κατά το ήμισυ Κούρδοι.
Κατάρρευση του ιρακινού στρατού
Ο ιρακινός στρατός κατέρρευσε στις σουνιτικές περιοχές, μπροστά σε πολύ πιο αδύναμους αντιπάλους. Αυτό μπορεί μόνο να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο Μαλίκι χρησιμοποίησε συστηματικά Σιίτες για την επάνδρωση του μισητού ιρακινού στρατού και της αστυνομίας. Η επιτυχία του ΙΚΙΛ (Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε που πρόσφατα μετονομάστηκε σε «Ισλαμικό Κράτος») οφείλεται στην εξέγερση κυρίως του σουνιτικού πληθυσμού ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς. Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2012 για μια σειρά από ζητήματα, από τη διαφθορά μέχρι την ανεργία, από τους χαμηλούς μισθούς ως την έλλειψη υπηρεσιών και εκτείνονταν από τη Φαλούτζα μέχρι τη Μοσούλη, το Κιρκούκ, το Τιρκίτ, την Αλ Νταούρ, Ισαχί, Σαμάρα, Τζαλάουλα και άλλες πόλεις και χωριά.
Η κυβέρνηση Μαλίκι απάντησε στις ειρηνικές, συνήθως, διαδηλώσεις με βίαιη καταστολή, όπου οι διαδηλωτές αντιμετωπίζονταν ως τρομοκράτες. Στην περίπτωση της Φαλούτζα έγινε ακόμα και βομβαρδισμός του τοπικού πληθυσμού. Ο κόσμος στις σουνιτικές περιοχές έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία ως δυνάμεις κατοχής και την τωρινή κυβέρνηση ως συνέχεια της αμερικανικής κατοχής, εναντίον της οποίας πρέπει να πολεμήσουν.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση κενού εξουσίας, όπου το κράτος δεν ήταν αρκετά ισχυρό για να ελέγξει την κατάσταση και οι λαϊκές μάζες δεν είχαν στη διάθεσή τους μια έτοιμη εναλλακτική λύση εξουσίας. Το κενό αυτό πρόθυμα συμπληρώθηκε από το ΙΚΙΛ και τις άλλες ένοπλες οργανωμένες ομάδες που προετοιμάζονταν από καιρό.
Έτσι, μια λαϊκή εξέγερση ενάντια σε ένα βάναυσο και διεφθαρμένο καθεστώς εύκολα μετατράπηκε σε σύγκρουση με εθνικά χαρακτηριστικά, με όλα τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά που έχει κάτι τέτοιο.
Η κύρια δύναμη που αναφέρεται σε όλες τις ανταποκρίσεις των ΜΜΕ, είναι οι τζιχαντιστές της ομάδας ΙΚΙΛ. Η ισχυροποίησή τους είναι ένα υποπροϊόν της σύγκρουσης στη Συρία και της στρατιωτικοποίησης του σουνιτικού εθνικιστικού κινήματος στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ αρχικά υποστήριξαν τις ισλαμικές ομάδες που μάχονται το καθεστώς του Άσαντ. Οι ίδιες ομάδες λάμβαναν όπλα και χρηματοδότηση από τα αντιδραστικά κράτη του Περσικού Κόλπου, με κύριο άξονα την εναντίωση στο Ιράν, σύμμαχο του Άσαντ, με το οποίο οι Σαουδάραβες είναι σε λυσσώδη ανταγωνισμό και διεξάγουν πολέμους χωρίς άμεση εμπλοκή των δύο μερών, όχι μόνο στη Συρία, αλλά επίσης στο Μπαλουχιστάν (Πακιστάν) και τώρα στο Ιράκ.
Αυτό επέτρεψε στο ΙΚΙΛ να κινηθεί από το Ιράκ στη Συρία και τώρα ξανά πίσω, έχοντας εφοδιαστεί με έναν σκληρό πυρήνα φανατικών στοιχείων με υψηλό φρόνημα και αποφασιστικότητα να πολεμήσουν. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με διαφορετικές πηγές, το ΙΚΙΛ δεν αριθμεί περισσότερους από 10-12.000 μαχητές.
Ιράν, Τουρκία και Κούρδοι
Το καθεστώς της Τεχεράνης δεν έχει χάσει την ευκαιρία να αυξήσει την παρουσία του στην περιοχή. Έχει υποστηρίξει τη σιιτική κυβέρνηση Μαλίκι με την παροχή όπλων και τεχνογνωσίας και σήμερα αναβαθμίζει περεταίρω το ρόλο της. Η ειρωνεία είναι ότι ο πόλεμος, αντί να ενισχύσει τη θέση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή, ωφέλησε κυρίως το Ιράν, το οποίο αποκτά ισχυρότερη επιρροή στη Βαγδάτη σαν αποτέλεσμα των συγκρούσεων που έχουν ξεσπάσει.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν έχουν ήδη κάπως «ξεπαγώσει» την τελευταία περίοδο, καθώς ο Ομπάμα αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να καταφέρει τη σταθεροποίηση του Ιράκ, όπως νωρίτερα και του Αφγανιστάν, χωρίς τη συνεργασία του Ιράν, ενώ το καθεστώς του Ιράν αναζητά τρόπους για να σπάσει τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί. Το Ιράν δεν είναι πια ένα τερατώδες καθεστώς, αλλά μια «υπεύθυνη δύναμη». Όμως η επέμβαση του Ιράν υπέρ του Μαλίκι θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις εθνικές εντάσεις.
Η Τουρκία ανέκαθεν είχε φιλοδοξίες στο Ιράκ, ιδιαίτερα στην βόρεια πετρελαιοπαραγωγό περιοχή του. Με την αποδυνάμωση της εξουσίας της Βαγδάτης, ανέπτυξε ισχυρότερους δεσμούς με τους Κούρδους του Ιράκ που έχουν ντε φάκτο δημιουργήσει το δικό τους κράτος με τις δικές του ένοπλες δυνάμεις, την Peshmerga, και σφυρηλάτησε μια συμμαχία με την τοπική κυβέρνηση του κουρδικού Ιράκ, επιτρέποντάς της να εξάγει πετρέλαιο μέσω τουρκικών λιμανιών.
Τα συμφέροντα της Τουρκίας βέβαια βρίσκονται στην εκμετάλλευση των βόρειων ιρακινών πετρελαϊκών αποθεμάτων και όχι η ενίσχυση του κουρδικού εθνικισμού. Αλλά όπως και όλοι οι κυνικοί ιμπεριαλιστές, θα κάνουν συμφωνίες με την Κουρδική εξουσία στον Βορρά μόνο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τα υλικά τους συμφέροντα. Προς το παρόν, η ισχυροποίηση της αυτόνομης κουρδικής περιοχής στο Βόρειο Ιράκ εξυπηρετεί σαν αντίβαρο στο Ιράν, το οποίο αποτελεί σήμερα τον κύριο ανταγωνιστή της Τουρκίας στην περιοχή.
Όχι στην ιμπεριαλιστική επέμβαση
Χωρίς μια μαζική εξωτερική επέμβαση, ο Μαλίκι δεν θα μπορέσει να κερδίσει ξανά τις σουνιτικές περιοχές. Έχει ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, καθώς δεν μπορεί να υπολογίζει στον ιρακινό στρατό για να απωθήσει τους σουνίτες αντάρτες. Ο Ομπάμα, ωστόσο, δεν έχει καμία πρόθεση να επιστρέψει στο Ιράκ με επίγειες δυνάμεις και να ξαναρχίσει έναν πόλεμο που έχει ήδη χάσει στο παρελθόν.
Αυτό που λαμβάνει χώρα είναι η ντε φάκτο διάλυση του Ιράκ. Αυτό που απαιτείται είναι μια γενική λαϊκή εξέγερση, όχι μόνο για δημοκρατία και τα δικαιώματα των διαφόρων εθνικών ομάδων, αλλά για τη σοσιαλιστική επανάσταση που θα φέρει στα χέρια των εργαζομένων τους αναγκαίους πόρους για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας και θα θέσει ένα τέλος σε όλες τις εθνικές συγκρούσεις, τις οποίες αναπόφευκτα παράγει ο καπιταλισμός.
Αν και στο Ιράκ σήμερα αυτό μπορεί να φαίνεται μια μακρινή προοπτική, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη χώρα ζει μια σύγχρονη εργατική τάξη που είναι συγκεντρωμένη σε μεγάλες αστικές περιοχές. Αυτή η εργατική τάξη αποτελεί τη μόνη δύναμη που μπορεί να δώσει τη σοσιαλιστική λύση.
Βασισμένο στην ανάλυση του Φρεντ Γουέστον που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην ιστοσελίδα www.marxist.com