Νέο λάδι ρίχνεται στη φωτιά που καίει την αμερικανική αστική πολιτική. Για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, πρώην προέδρος της χώρας διώκεται ποινικά. Το γεγονός ότι ο Τραμπ προς το παρόν προηγείται στην «κούρσα» για την προεδρική υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων το 2024, ωθεί τη χώρα ακόμη βαθύτερα σε «πρωτοφανή» και «αχαρτογράφητα» νερά, καθώς η κρίση του καθεστώτος εντείνεται.
Μετά από εβδομάδες εικασιών και αυξημένης ασφάλειας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ένα μεγάλο δικαστήριο του Μανχάταν άσκησε δίωξη στον Τραμπ στις 30 Μαρτίου και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες στις 4 Απριλίου. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Τραμπ δήλωσε αθώος και για τις 34 κατηγορίες. Εάν καταδικαστεί, μπορεί να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών, αν και η βαρύτητα της ποινής θα βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και δεν είναι βέβαιος κάποιος χρόνος φυλάκισης. Ακόμα κι αν καταδικαστεί, θα μπορούσε να είναι υποψήφιος αλλά και να υπηρετήσει ως πρόεδρος – αν και το να βρίσκεται στη φυλακή ίσως περιπλέξει κάπως τα πράγματα.
Αποτελώντας τη νεότερη από έναν «χειμάρρο» πρωτοφανών εξελίξεων – από την κρίση του Covid μέχρι τον πόλεμο της Ουκρανίας, από τις εκστρατείες του Σάντερς μέχρι τη νίκη του Τραμπ, από την εξέγερση Black Lives Matter μέχρι το εκλογικό χάος του 2020 και την επακόλουθη εισβολή στο Καπιτώλιο – πρόκειται για ακόμα ένα σημάδι της αυξανόμενης αστάθειας της αστικής πολιτικής των ΗΠΑ τη δεκαετία του 2020.
Κατηγορίες εναντίον του Τραμπ
Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ο Τραμπ επανειλημμένα και με δόλιο τρόπο προσπάθησε να υπονομεύσει την ακεραιότητα των εκλογών ενορχηστρώνοντας ένα παράνομο σχέδιο για την απόκρυψη επιβλαβών πληροφοριών από το κοινό των ψηφοφόρων. Οι κατηγορίες βασίζονται σε πληρωμές για την εξαγορά σιωπής που έγιναν προς την ηθοποιό ταινιών ενηλίκων Στόρμι Ντάνιελς, το μοντέλο του Playboy Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, και έναν θυρωρό του Πύργου Τραμπ, την παραμονή των εκλογών του 2016. Κάθε χρέωση σχετίζεται με μια συγκεκριμένη καταχώριση στα επιχειρηματικά αρχεία του Οργανισμού Τραμπ.
Ο πρώην δικηγόρος του Τραμπ, Μάικλ Κοέν, πλήρωσε στην δικηγόρο της Ντάνιελς 130.000 δολάρια από την τσέπη του για να την αποτρέψει από το να αποκαλύψει λεπτομέρειες για μια σχέση του 2006 με τον τότε υποψήφιο για την προεδρία. Ο Οργανισμός Τραμπ αποζημίωσε αργότερα τον Κοέν με 420.000 δολάρια σε διάστημα 12 μηνών, αποκαλώντας τα «νομικές χρεώσεις», με τον Τραμπ να υπογράφει ο ίδιος έξι από αυτές τις μηνιαίες επιταγές. Στην περίπτωση της ΜακΝτούγκαλ, εκείνη έλαβε πληρωμή 150.000 δολαρίων από την American Media, Inc. για λογαριασμό του Τραμπ, ενώ ο θυρωρός, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Τραμπ έχει ένα παιδί εκτός γάμου, έλαβε 30.000 δολάρια από την ίδια πηγή.
Όλες αυτές οι πληρωμές ήταν ουσιαστικά πληρωμές στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας, με σκοπό να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών. Εικάζεται ότι ο Τραμπ εν γνώσει του παραποίησε εταιρικά έγγραφα, ένα πλημμέλημα σε επίπεδο Πολιτείας, για να καλύψει ένα άλλο έγκλημα, που ήταν η ύπαρξη μη καταγεγραμμένων δωρεών στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, μετατρέποντάς έτσι τις τελευταίες σε κακουργήματα. Το αν ο εισαγγελέας του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ μπορεί να πετύχει μια καταδίκη για τέτοιες κατηγορίες ενώ δεν έχει δικαιοδοσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα εξεταστεί στο δικαστήριο.
Για τη δική του ανάμιξη, ο Μάικλ Κοέν εξέτισε 13,5 μήνες στην ομοσπονδιακή φυλακή αφότου ομολόγησε την ενοχή του, το 2018, ως προς τις ομοσπονδιακού επιπέδου κατηγορίες της φοροδιαφυγής, της απάτης και παραβάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση εκστρατείας. Κατά τη διάρκεια της υπεράσπισής του, ο Κοέν έριξε την ευθύνη καθαρά στον Τραμπ και είναι πιθανό να είναι βασικός μάρτυρας εναντίον του, παρά το γεγονός ότι είναι καταδικασμένος για ψευδορκία.
Καθώς οι εν ενεργεία πρόεδροι δεν μπορούν να υποστούν δίωξη, η ομοσπονδιακή δικαιοσύνη έκλεισε την υπόθεση του Τραμπ κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ωστόσο, ο τότε περιφερειακός εισαγγελέας του Μανχάταν, Σάι Βανς, ξεκίνησε μια έρευνα σε επίπεδο Πολιτείας για την παραποίηση των εταιρικών αρχείων, την οποία κληρονόμησε ο νεοεκλεγείς Δημοκρατικός εισαγγελέας, Άλβιν Μπραγκ. Ο Μπραγκ φαινόταν να κινείται προς την εγκατάλειψη του όλου θέματος, αλλά μετά την αύξηση της πίεσης στους φιλελεύθερους κύκλους, συγκάλεσε ένα σώμα ενόρκων (“grand jury”) και έθεσε προς έγκριση τις κατηγορίες.
Για πρώτη φορά δίωξη εναντίον πρώην προέδρου των ΗΠΑ
Αφού έφτασε στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης στο κέντρο του Μανχάταν, ο Τραμπ συνελήφθη επίσημα και του πάρθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα, πριν περάσει στην ακρόαση των κατηγοριών εναντίον του – μια ταπεινωτική εμπειρία για κάποιον που έχει εμμονή να μην θεωρείται ποτέ ως «χαμένος» – αν και πολιτικά χρήσιμη για την πλευρά του. Η επόμενη αυτοπροσώπως ακρόαση στη Νέα Υόρκη δεν είναι παρά στις 4 Δεκεμβρίου. Εάν οι δικηγόροι του Τραμπ δεν μπορέσουν να σταματήσουν την υπόθεση μέχρι τότε, μπορεί να δούμε τον Τραμπ να δικάζεται, μια διαδικασία που θα μπορούσε να τραβήξει μέχρι και καταμεσής της προεκλογικής εκστρατείας του 2024.
Μετά την αποχώρησή του από το δικαστήριο, ο επικεφαλής δικηγόρος του Τραμπ, Τζο Τακόπινα, ξεκίνησε αμέσως την εκστρατεία διαστροφής της αφήγησης: «Είναι σοκαριστικό για μένα ότι ένας πολιτειακός εισαγγελέας προσπάθησε να ασκήσει δίωξη για κάτι τόσο “ελαφρύ” όσο αυτό και να ασκήσει μάλιστα δίωξη για παραβίαση των ομοσπονδιακών εκλογικών νόμων όταν είναι πολιτειακός εισαγγελέας, πράγμα που ενισχύει περαιτέρω τη θέση που έχουμε προβάλει από την αρχή ότι πρόκειται για μια πολιτική δίωξη και για την πολιτική χρησιμοποίηση του δικαστικού συστήματος, κάτι που ειλικρινά με αηδιάζει».
Όπως λέει και μια έκφραση, ένα σώμα ενόρκων θα απήγγειλε κατηγορίες ακόμα και σ’ ένα σάντουιτς. Το μόνο που χρειάζεται για να απαγγελθούν κατηγορίες είναι απλή πλειοψηφία. Αλλά για μια καταδίκη απατείται ομόφωνη απόφαση και οι ένορκοι πρέπει να πειστούν πέρα από κάθε βάσιμη αμφιβολία ότι έχει πράγματι διαπραχθεί ένα έγκλημα. Η υπόθεση εναντίον του Τραμπ δεν είναι σε καμία περίπτωση παιχνιδάκι να κερδηθεί, αλλά είναι απίθανο το κατεστημένο της Νέας Υόρκης να διακινδύνευε να προχωρήσει στην απαγγελία κατηγοριών σε μια τόσο υψηλού προφίλ υπόθεση αν δεν πίστευαν ότι πατάνε σε στέρεη βάση.
Εάν ο Τραμπ αθωωθεί, θα ενισχύσει περαιτέρω τα διαπιστευτήριά του μεταξύ των υποστηρικτών του. Αλλά ακόμα κι αν καταδικαστεί, εκατομμύρια θα τον έβλεπαν ως μάρτυρα, με την προφητεία του για πολιτική δίωξη και για ένα στημένο σύστημα να γίνεται πραγματικότητα. Με τον τυπικό του τρόπο ο Τραμπ έπαιξε το χαρτί του θύματος, επιτιθέμενος στο φιλελεύθερο κατεστημένο όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά το κατηγορητήριο:
«Πρόκειται για Πολιτική Δίωξη και Εκλογική Παρέμβαση στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία… Πιστεύω ότι αυτό το Κυνήγι Μαγισσών θα γυρίσει μπούμερανγκ στον Τζο Μπάιντεν. Ο αμερικανικός λαός συνειδητοποιεί ακριβώς τι κάνουν οι Ριζοσπαστικοί Αριστεροί Δημοκράτες εδώ. Όλοι μπορούν να το δουν. Έτσι, το Κίνημά μας και το Κόμμα μας – ενωμένα και ισχυρά – θα νικήσουν πρώτα τον Άλβιν Μπραγκ, και μετά θα νικήσουμε τον Τζο Μπάιντεν, και θα διώξουμε από τη θέση του μέχρι και τον τελευταίο από αυτούς τους απατεώνες Δημοκρατικούς ώστε να κάνουμε την ΑΜΕΡΙΚΗ ΞΑΝΑ ΜΕΓΑΛΗ!»
Και, αποσπώντας βολικά την προσοχή από μια ακόμα αναβίωση της συζήτησης για τον έλεγχο των όπλων στον απόηχο των μαζικών πυροβολισμών στο Νάσβιλ, ο Τάκερ Κάρλσον σχολίασε ότι «μάλλον δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να αφήσετε το AR-15 σας».
Αφού επέστρεψε στο Μαρ-α-Λάγκο από την ακρόαση, ο Τραμπ μίλησε σε ένα μικρό πλήθος υποστηρικτών του: «Το μόνο έγκλημα που έχω διαπράξει είναι να υπερασπιστώ άφοβα το έθνος μας από αυτούς που επιδιώκουν να το καταστρέψουν». Αφού αναφέρθηκε στις «κλεμμένες» εκλογές του 2020 και στον Πρόεδρο Μπάιντεν, πρόσθεσε ότι «η χώρα μας πάει κατά διαόλου».
Ο προεδρεύων δικαστής, Χουάν Μερτσάν, δεν εξέδωσε «εντολή φίμωσης» (σ.: απαίτηση αποχής από τον δημόσιο σχολιασμό της υπόθεσης) προς τον Τραμπ, αλλά ζήτησε τόσο ο ίδιος όσο και η εισαγγελία να περιορίσουν τις προσωπικές επιθέσεις. Και πρόσθεσε: «Παρακαλούμε να αποφύγετε να κάνετε σχόλια ή να υιοθετήσετε συμπεριφορές που θα μπορούσαν να υποκινήσουν βία, να δημιουργήσουν αναταραχές ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την ευημερία οποιουδήποτε ατόμου». Πιστός στις μεθόδους του, ωστόσο, ο Τραμπ αμέσως μετά την ακρόαση μπήκε σε «λειτουργία επίθεσης», εξαπολύοντας προσωπικές επιθέσεις κατά του δικαστή Μερτσάν και του εισαγγελέα Μπραγκ.
Ο Τραμπ έχει κάνει κανονική καριέρα στην παρεμπόδιση κάθε είδους έρευνας. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει αντιμετωπίσει ποινικές διώξεις και μάλιστα «επέζησε» δύο προεδρικών παραπομπών. Αφού τα πανικόβλητα tweets του σχετικά με μια επικείμενη σύλληψη στις 21 Μαρτίου δεν επαληθεύτηκαν, προφανώς πίστεψε ότι η δίωξη τελικά δεν θα ερχόταν και μάλιστα αστειεύτηκε για τις «χρυσές χειροπέδες».
Δεδομένης της δια βίου επιτυχίας του στο να αποφεύγει συνέπειες, φαίνεται ότι έχει μπερδέψει τις δημόσιες σχέσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το νόμο. Αλλά όπως ανακάλυψαν ο Αλ Καπόνε, ο Τζον Γκότι, και ο Ελ Τσάπο, το χέρι του νόμου είναι μακρύ, και ακόμη και τα πιο τυχερά σερί κάποια στιγμή τελειώνουν.
Δυστυχώς για τον Τραμπ, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει στη Νέα Υόρκη μπορεί να είναι η μικρότερη από τις ανησυχίες του. Σύμφωνα με πληροφορίες, είναι πιθανό να απαγγελθεί κατηγορία για παρέμβαση στις εκλογές στην πολιτεία της Τζόρτζια στις αρχές Μαΐου. Και πιθανές κατηγορίες ομοσπονδιακού επιπέδου σχετικά με τον ρόλο του στην εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο και τη διατήρηση απόρρητων εγγράφων στην κατοικία του στο Μαρ-α-Λάγκο, ενδέχεται να ακολουθήσουν.
Τι κρύβεται πίσω από τις προσπάθειες να καταδικαστεί ο Τραμπ;
Όπως έχουμε εξηγήσει προηγουμένως, οι διάφορες νομικές υποθέσεις κατά του Τραμπ συνιστούν μια οργανική αντίδραση των πιο συνετών εκπροσώπων του καπιταλισμού για να απομακρύνουν αυτό το «ανεξέλεγκτο στοιχείο» από πολιτικό παράγοντα. Σε αντίθεση με την οργή ορισμένων στην ακροδεξιά, αυτή δεν είναι μια συνωμοσία «τύπου Ιλουμινάτι» από το «βαθύ κράτος». Αλλά υπάρχει ξεκάθαρα μια ώθηση από τους Δημοκρατικούς κομματικούς σε διάφορα επίπεδα με στόχο να εμποδιστεί ο Τραμπ να κερδίσει μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο. Παρόλο που ο Τραμπ είναι ο ίδιος ένας καπιταλιστής, ο άκαμπτος ατομικισμός του τον κάνει αναξιόπιστο και η συντριπτική πλειοψηφία της τάξης του θέλει να τον απομακρύνει από την πολιτική εξίσωση, συμπεριλαμβανομένων πολλών μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Από τη σκοπιά του μεγαλύτερου μέρους της άρχουσας τάξης, η θητεία του Τραμπ στην εξουσία ήταν ένα επικίνδυνο παράδειγμα μιας «έξαλλης» αμερικανικής Προεδρίας. Ξανά και ξανά, έσπασε «τους κανόνες» και έβαλε τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του συστήματος συνολικά. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όσον αφορά τη μεταβίβαση της εξουσίας στον διάδοχό του. Η άρχουσα τάξη πρέπει να δείξει στον Τραμπ και σε άλλους που θα μπορούσαν να καλοσκεφτούν αυτό το μονοπάτι, ότι δεν θα ανεχθεί τέτοια συμπεριφορά.
Το σύστημα «δικαιοσύνης» κλείνει συστηματικά τα μάτια μπροστά σε «χαρτογιακάδικα εγκλήματα» όπως αυτά για τα οποία κατηγορείται ο Τραμπ. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του στον τομέα των ακινήτων, ο Τραμπ αναμφίβολα διέπραξε πολλά τέτοια εγκλήματα χωρίς ποτέ να αντιμετωπίσει νομικές συνέπειες. Τώρα, όμως, πρέπει να μετατραπεί σε αντι-παράδειγμα, σαν προειδοποίηση σε όσους θέλουν να παίξουν το παιχνίδι αλλά επιμένουν να αψηφούν τους συλλογικούς κανόνες των καπιταλιστών. Δεν πρόκειται για «ισότητα απέναντι στο νόμο», καθώς δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις. Πρόκειται για την υπενθύμιση στους πολιτικούς – ακόμη και σε έναν πρώην πρόεδρο – για το ποιοι πραγματικά κυβερνούν τη χώρα.
Όπως είναι γνωστό, ο Τραμπ έχει έναν σκληρό πυρήνα «μέχρι θανάτου» υποστηρικτών, που θα τον στηρίξουν ό,τι κι αν γίνει. Όμως, 15 χρόνια μετά το 2008, οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν κουραστεί από τη συνεχή αστάθεια της ζωής στον καπιταλισμό. Ο Τραμπ σημαίνει χάος, και για πολλούς, τα τελευταία νομικά δεινά του Τραμπ μπορεί να αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής. Όπως το έθεσε το CNN, αυτό είναι απλώς το πιο πρόσφατο συμβάν σε «ένα εξαντλητικό έπος… [που ωθεί] το έθνος σε σημείο εξάντλησης και βαθαίνει την πόλωσή του».
Μια δημοσκόπηση που διεξήχθη από το CNN πριν από την κατάθεσή του έδειξε ότι το 60% των Αμερικανών εγκρίνει το κατηγορητήριο, παρόλο που τα τρία τέταρτα είπαν ότι η πολιτική έπαιξε τουλάχιστον κάποιο ρόλο, με το 52% να λέει ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Την περίοδο πριν την απαγγελία των κατηγοριών, ο Τραμπ είχε προειδοποιήσει για «δυνητικό θάνατο και καταστροφή» εάν του απαγγελθούν κατηγορίες. Έπειτα από τη μαζική εξέγερση μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ και τις ανοησίες των Τραμπικών στις 6 Ιανουαρίου, το κράτος δεν ήθελε να υπάρξει κανένα περιθώριο «ατυχήματος» και έτσι το NYPD (σ.: Αστυνομικό Τμήμα Νέας Υόρκης) των 35.000 ατόμων κινητοποιήθηκε εντατικά.
Ωστόσο, εκτός από διάσπαρτες απειλές βίας κατά του Άλβιν Μπραγκ και άλλων που εμπλέκονται στενά στη δίωξη, οι αρχές δεν βρήκαν τίποτα που να προσεγγίζει τον απροκάλυπτο συντονισμό των διαδηλώσεων που παρατηρήθηκαν τις εβδομάδες πριν από τις 6 Ιανουαρίου. Πάνω από 1.000 άτομα, που εισήλθαν στο Καπιτώλιο ή παραβίασαν τους χώρους του εκείνη την ημέρα, έχουν κατηγορηθεί μέχρι στιγμής, πράγμα που είχε αποτρεπτικές συνέπειες. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι από τους πιο επιθετικούς υποστηρικτές του Τραμπ στο παρελθόν δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να συσπειρωθούν γύρω του αυτή τη φορά.
Σύμφωνα με τους New York Times: «Ένα άτομο από το στενό περιβάλλον του κ. Τραμπ, το οποίο ζήτησε να μην κατονομαστεί από την επιθυμία του να μην τον εξοργίσει, είπε ότι ο πρώην πρόεδρος ήταν πιθανό να απογοητευτεί από το πραγματικό αποτέλεσμα της έκκλησής του για διαμαρτυρίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι, είπε το άτομο, ένιωσαν «δαγκωμένοι» από τις συλλήψεις μετά τις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου και την έλλειψη βοήθειας από τον κ. Τραμπ με οικονομική στήριξη».
Ως αποτέλεσμα, ο Τζέσε Κέλι, ένας προβεβλημένος δεξιός ραδιοφωνικός παρουσιαστής, προέτρεψε τους υποστηρικτές να παραμείνουν μακριά από οποιεσδήποτε διαμαρτυρίες, δηλώνοντας ότι η εγκατάλειψη των ταραχοποιών της 6ης Ιανουαρίου από τον Τραμπ «είναι κατάχρηση της υποστήριξης των οπαδών του και την απεχθάνομαι». Ο Αλί Αλεξάντερ, ένας βασικός διοργανωτής των συγκεντρώσεων «Σταματήστε τη Ληστεία» που προηγήθηκαν των γεγονότων στο Καπιτώλιο, αποθάρρυνε επίσης τους υποστηρικτές από το να πάνε στη Νέα Υόρκη, γράφοντας στο Twitter ότι «η σύνεση είναι αρετή». Ακόμη και ο φανατικός συνωμοσιολόγος Άλεξ Τζόουνς αρνήθηκε να εμφανιστεί για να υποστηρίξει τον Ντόναλντ.
Η άρχουσα τάξη ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη
Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν κινητοποιήθηκαν τα πιο μαχητικά στρώματα των υποστηρικτών του, ο Τραμπ εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή σε σημαντικά τμήματα της βάσης των Ρεπουμπλικάνων. Έτσι, καθώς αγωνίζεται να αποκαταστήσει τον έλεγχο του κόμματος, το κατεστημένο πρέπει να ισορροπήσει προσεκτικά, είτε τους αρέσει ο Τραμπ είτε όχι.
Ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ χαρακτήρισε το κατηγορητήριο «μια καταστροφική κλιμάκωση της πολιτικής χρησιμοποίησης του δικαστικού συστήματος». Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν ΜακΚάρθι λέει ότι θα ερευνήσει τον Άλβιν Μπραγκ. Και ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, χαρακτήρισε τις κατηγορίες «αντι-αμερικανικές», δεσμευόμενος ότι η Πολιτεία του δεν θα βοηθήσει τη διαδικασία έκδοσης του ανταγωνιστή του (για την Ρεπουμπλικανική προεδρική υποψηφιότητα). Το γεγονός ότι το προβάδισμα 8 μονάδων του Τραμπ έναντι του ΝτεΣάντις εκτινάχθηκε στους 26 πόντους μετά την απαγγελία κατηγοριών πιθανότατα έπαιξε ρόλο στους υπολογισμούς του.
Άλλοι, ωστόσο, κυρίως ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, Μιτς ΜακΚόνελ, άφησαν τον Τραμπ χωρίς καμιά υποστήριξη την ημέρα που του απαγγέλθηκαν κατηγορίες και αντ’ αυτού σχολίασαν την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Μπορεί να μην είναι κάθε δημοσιότητα καλή, αλλά η δίωξη έχει βάλει για τα καλά τον Τραμπ στα πρωτοσέλιδα, έπειτα από μια σχετικά χαμηλή προβολή της εκστρατείας του για το 2024, και τον βοήθησε να συγκεντρώσει 4 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε 24 ώρες. Όπως το έθεσε η Μάγκι Χάμπερμαν των New York Times, η απαγγελία κατηγοριών έγινε η υποψήφια αντιπρόεδρος του Τραμπ. Και όπως είπε ένας γνώστης των θεμάτων των Ρεπουμπλικάνων, οι Δημοκρατικοί απλώς κατάφεραν να χαρίσουν στον Τραμπ τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων (σ.: από τις οποίες θα προκύψει ο υποψήφιος του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές της χώρας).
Κάποιοι εικάζουν ότι οι Δημοκρατικοί θέλουν πράγματι ο Τραμπ να κερδίσει την υποψηφιότητα. Πιστεύουν ότι θα ήταν πιο εύκολο να νικήσουν το 2024 τον Τραμπ παρά έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο της κατηγορίας «Τραμπισμός χωρίς τον Τραμπ», όπως είναι ο ΝτεΣάντις, ο οποίος κουβαλάει λιγότερα πράγματα στην πλάτη του ως προσωπικότητα. Οι προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών κινούνται πάντα πιο δεξιά, επομένως οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν απήχηση στα πιο λυσσασμένα στοιχεία, τα οποία χρειάζονται για να κερδίσουν εσωκομματικά την υποψηφιότητα, ενώ ταυτόχρονα θα προσβλέπουν στο κέρδισμα των αμφιταλαντευόμενων ψηφοφόρων του λεγόμενου «κέντρου» στις εθνικές εκλογές.
Και αν ο Τραμπ κερδίσει την υποψηφιότητα παρά τις δυνάμεις που έχουν συσσωρευτεί εναντίον του, οι Δημοκρατικοί θα ελπίζουν ότι η απόσπαση της προσοχής και η αρνητική δημοσιότητα από αυτήν και άλλες πιθανές υποθέσεις θα «ξύριζαν» αρκετές ψήφους ώστε να εξασφαλίσουν ένα περιθώριο νίκης στο αντιδημοκρατικό σώμα των αντιπροσώπων που θα προκύψει από τις εκλογές.
Τέτοιες είναι οι «άγριες και υπέροχες» ανατροπές στον αμερικανικό καπιταλισμό την εποχή της προχωρημένης σήψης του, με πρωτόγνωρα γεγονότα και πολιτικές κρίσεις να παραμονεύουν σε κάθε γωνιά. Οι διαδικασίες κατά του Τραμπ θα χρησιμεύσουν ως επιταχυντής στους «πολιτιστικούς πολέμους», εντείνοντας περαιτέρω τη διαστρεβλωμένη πόλωση στην αμερικανική κοινωνία. Θα χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές για να ανακόψει την ταξική πόλωση που αναδύεται οργανικά στη βάση της σκληρής οικονομικής κρίσης.
Πολλά επικίνδυνα «ρεύματα» συγκλίνουν μεταξύ τους καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές του 2024 και με μια νέα οικονομική κρίση να προετοιμάζεται, η άρχουσα τάξη βρίσκεται ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Οτιδήποτε κάνουν για να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία θα διαταράξει την πολιτική και κοινωνική ισορροπία, και το αντίστροφο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη ενός ναρκισσιστή κοινωνιοπαθή ως βιώσιμου υποψηφίου προέδρου δεν βοηθά – αν μη τι άλλο – το καθεστώς. Και αν αυτή είναι η απάντησή τους σε έναν δεξιό δισεκατομμυριούχο υπερασπιστή του καπιταλισμού, φανταστείτε τι θα κάνουν στο μέλλον σε έναν εργατικό υποψήφιο που κινητοποιεί την εργατική τάξη για να αγωνιστεί για τον σοσιαλισμό.
Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να νικήσει τον Τραμπισμό!
Όλα αυτά επιδεινώνουν περαιτέρω την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς της αστικής κυριαρχίας. Μάλιστα, μόνο τρεις στους δέκα ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η απαγγελία κατηγοριών «ενισχύει τη δημοκρατία των ΗΠΑ». Αλλά το να βγάλουν τον Τραμπ από την εικόνα θα είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει. Ακόμα κι αν τα καταφέρουν, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει απρόβλεπτες και δυνητικά ακόμη πιο καταστροφικές συνέπειες. Ή, εάν ο Τραμπ περιφρονούταν πλειοψηφικά από το σημερινό κόμμα του, ποιος λέει ότι δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει μια εκστρατεία ως ανεξάρτητος υποψήφιος για την Προεδρία, αποσπώντας την υποστήριξη μαζών δυσαρεστημένων ψηφοφόρων και «ξεκοιλιάζοντας» το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα;
Ο Τραμπ είναι εντελώς αντιδραστικός και εχθρός της εργατικής τάξης, αλλά οι μαρξιστές δεν πρέπει να έχουν καμία εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη ή στους Δημοκρατικούς. Ο Τραμπισμός και ο φιλελευθερισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου καπιταλιστικού νομίσματος. Δεν πρέπει να υιοθετήσουμε τις φιλελεύθερες επευφημίες εκείνων που εμφανίζουν αυτήν την εξέλιξη ως νίκη για τη «δικαιοσύνη» και το «κράτος δικαίου». Στα χαρτιά, «κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου». Όμως, όπως γνωρίζει κάθε φτωχός άνθρωπος, αυτό το ρητό εφαρμόζεται πολύ διαφορετικά σε εκείνους που έχουν πλούτο και δύναμη και σε εκείνους που δεν έχουν.
Είναι η οργανική παρακμή του αμερικανικού καπιταλισμού εκείνη που εξαρχής δημιούργησε τον Τραμπισμό. Μέχρι αυτό το σύστημα να ανατραπεί, η πόλωση και το χάος, που αυτό το φαινόμενο αντιπροσωπεύει τώρα, θα συνεχιστούν και θα βαθύνουν.
Το γεγονός ότι τα ζητήματα της εργατικής τάξης δεν είναι στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της πολιτικής ταξικής συνεργασίας των εργατικών ηγετών και της λεγόμενης «Αριστεράς». Αν είχαν σπάσει αποφασιστικά από τους Δημοκρατικούς και είχαν ιδρύσει ένα μαζικό, ταξικά ανεξάρτητο εργατικό κόμμα το 2016 ή νωρίτερα, το πολιτικό τοπίο και η συζήτηση θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η δημαγωγική απήχηση του Τραμπ σε μεγάλους αριθμούς θυμωμένων ψηφοφόρων της εργατικής τάξης θα υπονομευόταν βαθιά και αμφότερα τα δύο καπιταλιστικά κόμματα θα βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο.
Αυτός είναι ο λόγος που θα πούμε για άλλη μια φορά: μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να νικήσει τον Τραμπ και τον Τραμπισμό! Μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση και η ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης στην εξουσία μπορούν να θέσουν τη βάση για έναν κόσμο γνήσιας ισότητας και δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους.
Socialist Revolution – αμερικανικό τμήμα της IMT
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Πάτροκλος Ψάλτης