Οι έριδες των ΗΠΑ με τη Γερμανία
Εκείνοι που πραγματικά ελέγχουν την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οι τραπεζίτες, οι γραφειοκράτες και οι καπιταλιστές και κυρίως ο γερμανικός καπιταλισμός. Παραδοσιακά, η ΕΕ κυριαρχείται από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η γαλλική αστική τάξη είχε τη μεγάλη ιδέα ότι μπορούσε να κυριαρχήσει πολιτικά και στρατιωτικά και ότι η Γερμανία μπορούσε να κυριαρχήσει οικονομικά. Το όνειρο αυτό δεν κράτησε για πολύ. Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί ότι η γερμανική άρχουσα τάξη επικρατεί απόλυτα.
Ως αποτέλεσμα, ήρθε αμέσως σε σύγκρουση με το νέο πρόεδρο στο Λευκό Οίκο. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η Άνγκελα Μέρκελ δεν τα πάνε καλά. Η αιτία δεν είναι τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά – παρά το γεγονός ότι διαφέρουν σημαντικά. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στο προεκλογικό σλόγκαν του κ. Τραμπ «Να κάνουμε την Αμερική ξανά σπουδαία».
Μέχρι στιγμής, οι Γερμανοί καπιταλιστές τα πάνε σχετικά καλά, έχοντας ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα. Το 2016 ήταν περίπου στα 270 δισ. δολάρια, ρεκόρ όλων των εποχών. Δε χρειάζεται να έχει κανείς βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά, για να καταλάβει ότι το πλεόνασμα μιας χώρας είναι το έλλειμμα μιας άλλης. Ο Τραμπ μπορεί τουλάχιστον να κάνει πρόσθεση και δεν είναι καθόλου χαρούμενος με τον αριθμό αυτό. Και, καθώς η διπλωματία δεν είναι το δυνατό του σημείο, το είπε αυτό δημόσια στη Μέρκελ.
Ο Τραμπ λέει: «Εάν οι Γερμανοί δεν κάνουν κάτι, θα διακόψω την εισαγωγή γερμανικών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ». Αυτή είναι μία ριψοκίνδυνη κουβέντα. Εάν συνεχίσει έτσι, αυτή είναι η συνταγή για έναν εμπορικό πόλεμο. Οι Γερμανοί θα αντεπιτεθούν αμέσως, μπλοκάροντας συγκεκριμένα αμερικάνικα αγαθά. Ο προστατευτισμός είναι εξαγωγή ανεργίας. Ο Τραμπ δηλώνει ότι θέλει περισσότερες θέσεις εργασίας στην Αμερική για τους Αμερικανούς, που σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας για τους Γερμανούς, τους Κινέζους και άλλους. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία του ανταγωνισμού μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου.
Ο Τραμπ πήγε στην Πολωνία, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Η επιλογή αυτής της επίσκεψης δεν ήταν καθόλου τυχαία. Οι σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας έχουν ενταθεί για μία σειρά από λόγους, κυρίως λόγω της επιβολής ποσοστώσεων για τους πρόσφυγες. Στην πραγματικότητα, τα ρήγματα στην Ευρώπη βαθαίνουν συνεχώς. Το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δε συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα αυτό τον καιρό. Γι’ αυτό και ο Τραμπ πήγε στην Πολωνία, για να βαθύνει το ρήγμα μεταξύ της Γερμανίας και του γείτονά της στα ανατολικά.
Ο επόμενος σταθμός του ήταν το Παρίσι, το οποίο δεν ήταν επίσης τυχαία επιλογή. O Τραμπ θέλει να προκαλέσει ρήξη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Από την πλευρά του, ο Μακρόν τον υποδέχθηκε με χαρά, προκειμένου να ενθαρρύνει τους Αμερικανούς να ασκήσουν πίεση στους Γερμανούς, οι οποίοι έχουν ήδη αρκετά στο κεφάλι τους λόγω των διαπραγματεύσεων για το Brexit. Αυτό εξηγεί και γιατί ο Τραμπ επιθυμεί να εκφράσει την αλληλεγγύη του προς το Λονδίνο, παρέχοντας τη δελεαστική προοπτική μιας εμπορικής συμφωνίας για κάποια στιγμή στο μέλλον, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά μπορεί και όχι (το πιο πιθανό).
Η αστάθεια στην ΕΕ και την Ευρωζώνη
Οι αστοί οικονομολόγοι είναι εμπειριστές και ιμπρεσιονιστές. Ανακαλύπτουν μια πολύ μικρή ανάπτυξη στην Ευρώπη – λίγο πάνω από το 1% (πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στη Γερμανία) – και με χαρά ανακοινώνουν ότι η κρίση του ευρώ έχει ξεπεραστεί. Η κρίση του ευρώ, όμως, δεν έχει ξεπεραστεί. Στην πραγματικότητα, η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού συνεχίζει να βαθαίνει. Παρά τη μικρή άνοδο, τα υποβόσκοντα θεμελιώδη προβλήματα παραμένουν. Τίποτα δεν έχει λυθεί.
Οι οικονομικοί ειδήμονες του ΔΝΤ δημοσιεύουν ανησυχητικές εκθέσεις για την κατάσταση των τραπεζών στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ρίξει δισεκατομμύρια, αλλά, ως αποτέλεσμα, όταν η επόμενη κρίση έρθει, όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση του ευρώ ή και ακόμα να απειλήσει την ενότητα της ίδιας της ΕΕ. Στις 3 Ιουνίου 2017 αναφέρθηκε στον “The Economist”: «Το νόμισμα έχει μετατραπεί από ένα μέσο προσέγγισης των κρατών σε ένα μέσο που τα χωρίζει». Αυτές οι λίγες λέξεις δείχνουν πως οι έξυπνοι αστοί αντιλαμβάνονται αυτό που έχουν πει οι μαρξιστές καιρό πριν.
Στην ήδη ασταθή κατάσταση στην ΕΕ, έρχεται να προστεθεί και η προσφυγική κρίση. Η ιμπεριαλιστική παρέμβαση στην Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική άνοιξε τις πύλες σε ένα κύμα ανθρώπων απελπισμένων να φύγουν από τη ζωντανή κόλαση στην οποία είναι βουτηγμένοι. Αυτό θέτει μεγάλη πίεση στα κράτη μέλη της ΕΕ, ιδίως σε αυτά που είναι εκτεθειμένα στην καθημερινή άφιξη νέων προσφύγων και μεταναστών.
Η Ευρώπη είναι ξεκάθαρα διασπασμένη σε αυτό το ζήτημα. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Τσεχία αρνούνται να δεχθούν πρόσφυγες. Το πρόβλημα επιδεινώνεται εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ στις πλουσιότερες, η οποία με τη σειρά της προκαλεί εντάσεις ακόμα και σε μία χώρα σαν τη Γερμανία, όπου οι δεξιοί εκμεταλλεύονται το προσφυγικό ζήτημα προκειμένου να κερδίσουν μέρος του εκλογικού σώματος.
Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση που επικρατούσε μετά το 1945, όταν η Γερμανία απορρόφησε μία πολύ μεγαλύτερη εισροή προσφύγων από την ανατολική Ευρώπη. Αυτό συνέβη τότε σε μια κατάσταση παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάκαμψης. Σε μια κατάσταση, όμως, βαθιάς οικονομικής κρίσης και αποτελμάτωσης των παραγωγικών δυνάμεων, η εισροή προσφύγων οδηγεί μόνο στη δημιουργία νέων αντιθέσεων, που δεν μπορούν να λυθούν στη βάση του καπιταλισμού. Αυτό αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα αστάθειας, αυξάνοντας τις φυγόκεντρες τάσεις μέσα στην ΕΕ.
Το σοκ του Brexit και οι συνέπειές του
Οι τάσεις διάλυσης της ΕΕ εκφράστηκαν επίσης δραματικά με το Brexit. Η ψήφος στο δημοψήφισμα αποτέλεσε ένα ακόμα παράδειγμα των συναισθημάτων θυμού και πίκρας, που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια. Το αποτέλεσμα ήταν ένας πολιτικός σεισμός.
Οι αστοί σχολιαστές έμειναν άναυδοι όταν η ψήφος υπέρ της «εξόδου» κέρδισε. Και αυτοί που σοκαρίστηκαν περισσότερο ήταν οι ίδιοι οι υποστηρικτές του Brexit. Ποτέ δε φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν και, για το λόγο αυτό, δεν είχαν κανένα πλάνο και καμία στρατηγική. Ακόμα και τώρα, εμφανίζονται να μην έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι κάνουν. Οι κυρίαρχες μερίδες της βρετανικής αστικής τάξης δεν ήθελαν να φύγουν από την ΕΕ, αναγκάστηκαν όμως να αποδεχθούν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το οποίο θα είναι καταστροφικό για το βρετανικό καπιταλισμό και θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ίδια την ΕΕ.
Το Brexit δημιούργησε πολύ σοβαρά προβλήματα στην Ιρλανδία. Τα σύνορα ανάμεσα στον ανεξάρτητο Νότο και τον Βορρά, που αποτελεί μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, είχαν καταστεί ασήμαντα τα τελευταία χρόνια. Εάν τα σύνορα επανεισαχθούν πραγματικά με την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, αυτό θα έχει έναν καταστροφικό οικονομικό αντίκτυπο τόσο στο Νότο όσο και στον Βορρά. Το ιρλανδικό εθνικό ζήτημα θα μπορούσε, έτσι, να επανέλθει με τις πιο σοβαρές συνέπειες. Οι πολιτικοί προσπαθούν να καταλήξουν σε κάποιου είδους συμφωνία επ’ αυτού του περίπλοκου θέματος. Εάν το τελικό αποτέλεσμα θα είναι αρκετό για να τετραγωνίσει τον κύκλο, μένει να το δούμε.
Οι Βρετανοί φαντάζονταν ότι όλα θα ήταν εύκολα. Αλλά δεν είναι έτσι. Ακόμα κι αν η Μέρκελ ήθελε να είναι καλή απέναντι στους Βρετανούς (κάτι που δεν είναι καθόλου σίγουρο), δεν μπορεί να κάνει χάρες στο Λονδίνο, καθώς κάτι τέτοιο θα ενθάρρυνε κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτό και να φύγουν από την ΕΕ. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς η Μέρκελ υπέστη ήττα στις εκλογές και έχει τους εθνικιστές και ευρωσκεπτικιστές του κόμματος «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) να παρακολουθούν κάθε της κίνηση. Όλη εκείνη η ωραία ρητορική για την «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» έχει προς στιγμή ξεχαστεί, καθώς ο εθνικός ανταγωνισμός έρχεται στην επιφάνεια. Το αποτέλεσμα θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα, τόσο στη Βρετανία όσο και στην ΕΕ.