«…Αν ένας Γερμανός επί Γουλιέλμου ή ένας Γάλλος επί Κλεμανσώ λέει: σαν σοσιαλιστής έχω το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίσω την πατρίδα όταν ο εχθρός εισβάλει στη χώρα μου, αυτό δεν είναι συλλογισμός σοσιαλιστή, διεθνιστή, επαναστάτη προλετάριου, μα μικροαστού – εθνικιστή. Γιατί στο συλλογισμό αυτό εξαφανίζεται ο ταξικός επαναστατικός αγώνας του εργάτη ενάντια στο κεφάλαιο, εξαφανίζεται η εκτίμηση του πολέμου στο σύνολό του, από την άποψη της παγκόσμιας αστικής τάξης και του παγκόσμιου προλεταριάτου, δηλαδή εξαφανίζεται ο διεθνισμός και δεν μένει παρά ένας κακομοιριασμένος, αρτηριοσκληρωμένος εθνικισμός….Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος που βλέπει μονάχα τη “χώρα του”, βάζει πάνω από όλα τη “δική του” αστική τάξη, χωρίς να σκέφτεται τους διεθνείς δεσμούς, που κάνουν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό, που κάνουν τη δική του αστική τάξη έναν κρίκο της ιμπεριαλιστικής ληστείας…..
Ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης προλετάριος, ο διεθνιστής σκέφτεται διαφορετικά: Ο χαρακτήρας ενός πολέμου (αν είναι αντιδραστικός ή επαναστατικός) δεν εξαρτάται από το ποιος επιτέθηκε και σε τίνος χώρα βρίσκεται ο “εχθρός”, αλλά από το ποια τάξη διεξάγει τον πόλεμο, ποιας πολιτικής συνέχεια αποτελεί ο πόλεμος αυτός…..Δεν πρέπει να κρίνω από την άποψη της “δικής μου” χώρας (γιατί έτσι κρίνει ένας άθλιος κουφιοκεφαλάκιας μικροαστός εθνικιστής που δεν καταλαβαίνει ότι είναι παιχνιδάκι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης), αλλά από την άποψη της συμμετοχής μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδιση, στην επιτάχυνση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης» (Απόσπασμα από τη μπροσούρα του Λένιν «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» που εκδόθηκε το 1918, ελληνική έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», 1986, σελ. 58,59, 60 ).
Χιλιάδες κομμουνιστές παρακολουθούν το τελευταίο διάστημα με ιδιαίτερο προβληματισμό τις δημόσιες τοποθετήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με τα «ελληνοτουρκικά». Για έναν στοιχειωδώς προσεκτικό παρατηρητή της γενικής ουσίας της κομματικής γραμμής στα «εθνικά ζητήματα» τα τελευταία 15-20 χρόνια, αυτές οι τοποθετήσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Ωστόσο, το στοιχείο που κάνει οξυμένο τον προβληματισμό στον οποίο αναφερθήκαμε είναι η χτυπητή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις τοποθετήσεις και στη διακηρυγμένη από την ηγεσία απόπειρα «αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος», η οποία είχε ως βασικούς σταθμούς την αριστερή προγραμματική στροφή του ΚΚΕ στο 19ο συνέδριο, την από τ’ αριστερά (αν και ελλιπή σε ουσιώδη ζητήματα) αναθεώρηση της επίσημης κομματικής Ιστορίας και ορισμένες σωστές εκτιμήσεις σχετικά με το ζήτημα του πολέμου που αποφάσισε το τελευταίο, 20ο συνέδριο.
Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τα βασικά στοιχεία της κεντρικής γραμμής της ηγεσίας του ΚΚΕ στα «ελληνοτουρκικά» με σημείο αναφοράς το πιο πρόσφατο αντιπροσωπευτικό δείγμα δημόσιας τοποθέτησης για το θέμα, την ομιλία του Γ.Γ της Κ.Ε του κόμματος, Δημήτρη Κουτσούμπα στην Ολομέλεια της Βουλής σχετικά με την επικύρωση των συμφωνιών για τις ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Ιταλία, στις 26/8 .
Για να παρουσιάσει αυτήν την ομιλία η επίσημη κομματική ιστοσελίδα, η 902.gr, επέλεξε τον τίτλο «Ο λαός να απορρίψει τα εκβιαστικά διλήμματα και να μην δεχθεί καμία υποχώρηση στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας». Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Εκφράζει το βασικό μήνυμα που θέλει να στείλει η ηγεσία του ΚΚΕ, και με αυτήν αλλά και με τις υπόλοιπες τοποθετήσεις της, πάνω στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων: το πρόβλημα είναι η επιβουλή των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» της χώρας από την Τουρκία, με την ανοχή ή τη συνέργεια των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Το βασικό αυτό μήνυμα, φιλτράρει την πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά του ελληνικού εθνικισμού. Ο καπιταλιστικός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους που καταδυναστεύει τον εργαζόμενο λαό εξαφανίζεται από το προσκήνιο. Τα σύνορα και τα «κυριαρχικά δικαιώματα» του καπιταλιστικού κράτους, τα οποία στην πραγματικότητα είναι οι επιδιώξεις και διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης έναντι των ανταγωνιστών της, μετατρέπονται σε «ιερά και όσια» προς υπεράσπιση από το «λαό». Και αυτός ο «λαός» δεν προσδιορίζεται ως ο εκμεταλλευόμενος, καταπιεσμένος, εργαζόμενος λαός αλλά ως ο λαός της χώρας γενικά, πάνω και πέρα από τάξεις. Τέλος, αυτό το βασικό πολιτικό μήνυμα εξαφανίζει το τουρκικό προλεταριάτο από το προσκήνιο, αντί να το θέτει στο επίκεντρο, δείχνοντας στο πρόσωπό του τον μόνο αληθινό σύμμαχο του ελληνικού εργαζόμενου λαού. Αυτή η εξαφάνιση συνιστά, με τον πιο ανοικτό και τυπικό τρόπο, άρνηση της θεμελιώδους αρχής του μαρξισμού – λενινισμού, δηλαδή του προλεταριακού διεθνισμού, για χάρη του μικροαστικού εθνικισμού στον οποίο αναφερόταν ο Λένιν στο απόσπασμα που παραθέσαμε στην αρχή του άρθρου μας.
Ρόλος εθνικού συμβούλου
Στην αρχή της κοινοβουλευτικής του ομιλίας ο Δ. Κουτσούμπας ξεκαθάρισε τι είναι αυτά που θα πρέπει ο λαός να αποτρέψει ή, σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε, τι είναι αυτά που συνιστούν τους «δρόμους της αβύσσου». Είπε συγκεκριμένα ο Γραμματέας: «Έτσι και οι σημερινές συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, τις οποίες κυρώνει απόψε η κυβέρνησή σας, ανοίγουν τους δρόμους της αβύσσου, όντας ενταγμένες στις επικίνδυνες επιδιώξεις των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ σε ολόκληρη την περιοχή. Μέρος αυτών των επιδιώξεων είναι και η συνεκμετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών της Αν. Μεσογείου, του Αιγαίου και η επιβολή διχοτομικής λύσης στο Κυπριακό.»
Σε σχέση με τη «διχοτόμηση της Κύπρου», οφείλει κανείς να σημειώσει πως για την επίτευξή της δεν απαιτείται κάποιο νέο σχέδιο. Αυτή έχει ήδη ντε φάκτο επιβληθεί εδώ και 46 χρόνια, ένα διάστημα μάλιστα, το οποίο είναι υπεραρκετό για να επιβεβαιώσει την μαρξιστική άποψη ότι πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό της ελληνικής και τουρκικής άρχουσας τάξης, και την ηγεμονική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική παρουσία του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, η Κύπρος δεν μπορεί να επανενωθεί με βιώσιμη μορφή. Όποιος, συνεπώς, δεν θέλει ειλικρινά τη διαιώνιση της ήδη υφιστάμενης διχοτόμησης οφείλει να αγωνιστεί για την ανατροπή του καπιταλισμού στην Ελλάδα, την Τουρκία και το ίδιο το νησί.
Ο έτερος σκοπός σ’ αυτόν τον κατά Δ. Κουτσούμπα «δρόμο της αβύσσου» είναι η «συνεκμετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών». Είπε σχετικά με αυτήν ο Γραμματέας: «Όταν μιλάμε για συνεκμετάλλευση και συμβιβασμό, μιλάμε για συνεκμετάλλευση ανάμεσα σε ενεργειακούς κολοσσούς, που δρουν την ίδια ώρα και ανταγωνιστικά μεταξύ τους, πράγμα που καμιά σχέση δεν έχει με πραγματικά συμφέροντα γειτονικών λαών. Δυστυχώς, αυτή την υπόθεση ακριβώς προετοιμάζουν οι επιμέρους συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο – με απαράδεκτους συμβιβασμούς. Προετοιμάζουν τον μεγαλύτερο και πιο επώδυνο συμβιβασμό αυτόν της συνεκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών με τις ευλογίες φυσικά και τα σχέδια των συμμάχων σας. Και αυτά τα σχέδια δεν έχουν καν έστω μια δίκαιη -όπως θα λέγατε κι εσείς- μοιρασιά σε αυτό το αλισβερίσι. Τα σχέδια αυτά των ισχυρών συμμάχων έχουν μόνο αναβάθμιση της Τουρκίας στη μοιρασιά κι αυτό σας το υπογράφουμε.».
Είναι αρκετά ξεκάθαρο εδώ – όπως άλλωστε συμβαίνει γενικότερα στη δημόσια προπαγάνδα του κόμματος σχετικά με τα «ελληνοτουρκικά» – ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέτει στο βασικό της στόχαστρο την καπιταλιστική εκμετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών γενικά, αλλά τη «συνεκμετάλλευση», δηλαδή εκείνη την καπιταλιστική εκμετάλλευση που προβλέπει τη συμμετοχή της Τουρκίας. Αυτό συνάγεται ξεκάθαρα από τα παραπάνω λόγια του Γραμματέα, ο οποίος χαρακτηρίζει το συμβιβασμό της συνεκμετάλλευσης ως τον «μεγαλύτερο και πιο επώδυνο συμβιβασμό».
Οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι της Ελλάδας εμφανίζονται από την ηγεσία του ΚΚΕ να έχουν σχέδια συμβιβασμών που αναβαθμίζουν «μόνο» την Τουρκία, αφήνοντας να εννοηθεί σαφώς ότι συστηματικά δρουν φιλοτουρκικά και ανθελληνικά. Με σχέδια, μάλιστα, που υποτίθεται πως μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ είναι σε θέση να αντιληφθεί, σε αντίθεση με την εμφανιζόμενη από εκείνην περίπου ως «εθνικά τυφλή» και γεμάτη αυταπάτες για τους ιμπεριαλιστές συμμάχους της, ελληνική άρχουσα τάξη, η οποία τα αγνοεί. Και είναι τέτοια η σιγουριά και η άνεση που αισθάνεται η ηγεσία του ΚΚΕ στον ρόλο του δημόσιου εθνικού συμβούλου της ελληνικής άρχουσας τάξης που οι συμβουλές και οι προειδοποιήσεις της συνοδεύονται από την κατηγορηματική φράση του Γραμματέα «σας το υπογράφουμε»!
Όμως ο ρόλος των κομμουνιστικών ηγεσιών δεν είναι να συμβουλεύουν την άρχουσα τάξη της χώρας τους για το τι είναι εθνικά ορθό ή για ό,τιδήποτε άλλο. Για εκείνην άλλωστε, εθνικά ορθό είναι μόνο ό,τι υπηρετεί το συμφέρον της. Αυτήν ακριβώς την ταξική σκοπιμότητα στη στάση και τις επιλογές της στα «ελληνοτουρκικά» έχει χρέος να αποκαλύπτει (αξιοποιώντας και το αστικό κοινοβούλιο) μπροστά στα μάτια των εργατικών μαζών μια κομμουνιστική ηγεσία και όχι να μεταμφιέζεται σε εθνικός της σύμβουλος.
Οι αντιδραστικές διεκδικήσεις των Ελλήνων αστών στο «σκοτάδι»
Στο ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών συγκεκριμένα, το στοιχειώδες καθήκον στη δημόσια προπαγάνδα ενός κομμουνιστικού κόμματος σήμερα, είναι, καταρχήν, να κάνει σαφές ότι αντιτάσσεται σε κάθε μορφή καπιταλιστικής τους εκμετάλλευσης, δηλαδή με ή χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας. Η δίχως την Τουρκία καπιταλιστική εκμετάλλευσή των θαλάσσιων ζωνών δεν θα διαφέρει σε τίποτε ουσιαστικό από εκείνην που θα την συμπεριλαμβάνει. Τα κέρδη από κάθε μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα καταλήξουν σχεδόν αποκλειστικά στα ταμεία μεγάλων ενεργειακών εταιρειών και το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού όλων των χωρών της Μεσογείου θα παραμείνει το ίδιο καταβαραθρωμένο όπως και σήμερα.
Επιπλέον, και πάνω απ’ όλα, ένα κομμουνιστικό κόμμα οφείλει να αποκαλύπτει τις αληθινές αντιδραστικές διεκδικήσεις της άρχουσας τάξης, την επαναστατική ανατροπή της οποίας επιδιώκει, δηλαδή της άρχουσας τάξης της «δικής του» χώρας. Αλλά, δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ αφήνει ουσιαστικά στο απυρόβλητο αυτές τις επιδιώξεις, επιφυλάσσοντάς τους μόνο κάποιες αφηρημένες και υποτονικές αναφορές, όπως οι ακόλουθες που έκανε ο Γραμματέας στη Βουλή στην ίδια ομιλία: «Και οπωσδήποτε ο στόχος για γεωστρατηγική αναβάθμιση της ελληνικής άρχουσας τάξης, δηλαδή, ουσιαστικά της αναβάθμισης των δικών της και μόνο συμφερόντων, σε μια περιοχή όπου βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό παζάρι, σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την αναβάθμιση της ζωής, της ειρήνης και της φιλίας των λαών. Το αντίθετο.» Μάλιστα! Ο εργαζόμενος λαός ακούει απλώς από την ηγεσία του ΚΚΕ – και μάλλον χωρίς διόλου να εκπλαγεί – ότι οι στόχοι της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν ταυτίζονται με «την αναβάθμιση της ζωής, της ειρήνης και της φιλίας των λαών» και πως συμβαίνει το «αντίθετο». Αλλά μέχρι εκεί. Ο Γραμματέας δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει στοιχειωδώς τι εννοεί η ηγεσία του ΚΚΕ με αυτό το «αντίθετο». Προφανώς, έκρινε ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού εκείνο που προέχει είναι η καταγγελία των «προκλήσεων» της Τουρκίας και του Ερντογάν. Γι’ αυτό συνέχισε την ομιλία του με αναφορές στο «περισσό θράσος Ερντογάν» και στις από μέρους του «απειλές».
Σε αντίθεση με αυτήν τη στάση, είναι αποφασιστικής σημασίας καθήκον για τους κομμουνιστές το να βοηθήσουν τον εργαζόμενο λαό να συνειδητοποιήσει τους αντιδραστικούς σκοπούς της ελληνικής άρχουσας τάξης στη σύγκρουσή της με την τουρκική στη Μεσόγειο. Γιατί μόνο αν συνειδητοποιήσουν πλήρως αυτούς τους σκοπούς οι εργαζόμενοι δεν θα παρασυρθούν από το σοβινιστικό της δηλητήριο, το οποίο συνιστά ένα ολέθριο εμπόδιο στον αγώνα τους για κοινωνική χειραφέτηση.
Έτσι, η ηγεσία του ΚΚΕ οφείλει να τονίσει ότι οι Έλληνες αστοί στην αντιπαράθεσή τους με την Τουρκία δεν υπερασπίζονται κανένα «εθνικό δίκαιο» και γενικότερα, απολύτως κανένα συλλογικό αγαθό. Αυτό που θέλουν είναι να επιφέρουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στη διαχρονική ανταγωνίστριά τους και ραγδαία ισχυροποιούμενη οικονομικά και στρατιωτικά κατά τις 2-3 τελευταίες δεκαετίες τουρκική αστική τάξη, εμποδίζοντας κάθε δυνατότητα συμμετοχής της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Μεσογείου. Στην απόπειρά τους αυτή, κάνουν όλες τις απαιτούμενες διεθνείς συμμαχίες, επιχειρούν να αξιοποιήσουν τη θέση τους στην ΕΕ, καθώς και το γεγονός ότι η ορμητική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού έχει πλέον ανακοπεί και στην Τουρκία τη σχετική σταθερότητα έχει τα τελευταία χρόνια διαδεχθεί μια εκρηκτική κατά διαστήματα, γενική αστάθεια. Ενδεικτικά της στοιχεία είναι η στασιμότητα στο ΑΕΠ, η νομισματική υποτίμηση και οι διαδοχικές πολιτικοκοινωνικές κρίσεις, με προάγγελο το μαζικό κίνημα στο Πάρκο Γκεζί το 2013 και συνέχεια τη ριζοσπαστικοποίηση των Κούρδων και τον κρατικό πόλεμο εναντίον τους, την απόπειρα πραξικοπήματος και τις εκτεταμένες μαζικές εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό που ακολούθησαν. Τέλος, οι Έλληνες αστοί επιχειρούν να αξιοποιήσουν την αμφίβολη αποτελεσματικότητα βασικών επιλογών της άστατης και σημαδεμένης από την άφρονα ανυπομονησία για μια γρήγορη ιμπεριαλιστική αναβάθμιση εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, όπως οι επεμβάσεις στο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη, οι αντιφατικές και μόνιμα ασταθείς σχέσεις με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και ορισμένες εντελώς ανόητες από πολιτική και διπλωματική σκοπιά ενέργειες, όπως η πρόσφατη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί.
Στην πραγματικότητα, μιλώντας από μια ιστορική σκοπιά, η ελληνική άρχουσα τάξη παρασυρμένη και από την σιγουριά που της παρέχει η (προσωρινή όπως έχουμε εξηγήσει) παράταση της παραμονής της στον πυρήνα των ισχυρών της καπιταλιστικής ΕΕ, κάνει κρυφά όνειρα για μια ιστορική εκδίκηση από την τουρκική για τις μεγάλες ήττες που υπέστη από εκείνη στον 20ο αιώνα, στη Μικρά Ασία το 1922 και την Κύπρο το 1974. Η ιστορική αυτή «ρεβάνς», φυσικά δεν μπορεί να έρθει με μια «περιφανή» πολεμική νίκη, αφού με τον υπάρχοντα στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης οι προϋποθέσεις για μια τέτοια είναι από πολύ αμφίβολες ως ανύπαρκτες, αλλά συμπυκνώνεται στο στόχο της αναβάθμισης της καπιταλιστικής Ελλάδας με τις ευλογίες του δυτικού ιμπεριαλισμού σε ισχυρό «παίκτη» στη Μεσόγειο και στην ταυτόχρονη ύπαρξη μιας απαξιωμένης και απομονωμένης από τον δυτικό ιμπεριαλισμό Τουρκίας, που με τη ρετσινιά του «ατίθασου παιδιού» και του «ασταθούς συμμάχου» θα είναι υποχρεωμένη να κάνει υποχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά πεδία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, στο Αιγαίο, την Κύπρο κ.α.
Οι κομμουνιστές πρέπει να τονίζουν με έμφαση ότι αυτές οι επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι απόλυτα αντιδραστικές και επικίνδυνες από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, για πολύ συγκεκριμένους και σημαντικούς λόγους. Συντελούν στη συντήρηση μιας διαρκούς πολεμικής έντασης με την Τουρκία, με αποτέλεσμα τη χορήγηση τεράστιων ποσών για εξοπλισμούς, η οποία επιδεινώνει διαρκώς το βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών. Μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε «θερμά επεισόδια» ή ακόμα και πόλεμο, σε γεγονότα δηλαδή που θα στρέψουν το ελληνικό και το τουρκικό προλεταριάτο στο αμοιβαίο μίσος ή ακόμα και την αλληλοσφαγή για αλλότρια συμφέροντα. Συντηρούν, τέλος, ένα αντιδραστικό εθνικιστικό κλίμα που βοηθά στην εκτροπή της προσοχής των εργατικών μαζών από την υπόθεση της πάλης ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης στο βιοτικό τους επίπεδο και ευνοούν τα σχέδια της τελευταίας για «εθνική συναίνεση και ομοψυχία», καμουφλάροντας με εθνικά χρώματα τον πλήρως αντιδραστικό της ρόλο.
Πλειοδοσία στα (αστικά-αντιδραστικά) «κυριαρχικά δικαιώματα» και τα εθνικά ψεύδη
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν προσπαθεί να αποκαλύψει τις αληθινές αντιδραστικές διεκδικήσεις και επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης, αλλά γίνεται φανατικός απολογητής τους. Συνηγορεί στην απατηλή εμφάνισή τους από το ελληνικό αστικό κράτος ως «κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας» και μάλιστα, πλειοδοτεί σε εκκλήσεις για την υπεράσπισή τους, αντιτιθέμενη στις «εθνικές» υποχωρήσεις των αστικών κυβερνήσεων. Είπε χαρακτηριστικά στην ίδια ομιλία του στη Βουλή ο Γραμματέας: «Τα νησιά με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν το ίδιο δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως και η ηπειρωτική χώρα. Όποιος καλοθελητής αμφισβητεί αυτή τη βασική θέση, ρίχνει νερό στο μύλο της επιθετικότητας της αστικής τάξης της Τουρκίας, της αμφισβήτησης των συνόρων – με ότι βέβαια συνεπάγεται αυτό….Η ελληνική επικράτεια είναι ενιαία και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται κι ας αφήσουν αυτά που ξέρουν, όσοι τώρα ανακάλυψαν, πως το Καστελόριζο είναι κοντά στην Τουρκία, δηλαδή μακριά από την ηπειρωτική Ελλάδα…Το Καστελόριζο είναι μέρος του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου και τμήμα της ελληνικής επικράτειας και δικαιούται (όπως όλα τα νησιά με οικονομική ζωή) θαλάσσιες ζώνες, δικαιούνται πλήρη επήρεια, όπως οι ηπειρωτικές ακτές, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ας αφήσουν λοιπόν κατά μέρος τις μεζούρες ορισμένοι, που φτάνουν μέχρι και σε εξυπνακισμούς, γιατί το μόνο που κάνουν είναι να αμφισβητούν τις Διεθνείς Συνθήκες που καθόρισαν τα σύνορα…. Και ας μην σφυρίζουν αδιάφορα δήθεν, όταν τους υπενθυμίζουμε, πως πολύ κοντά στις τουρκικές ακτές βρίσκονται και άλλα νησιά: η Λέσβος, η Σάμος, η Χίος κλπ. Γιατί το μόνο που κάνουν είναι να παίζουν το παιγνίδι και να ανοίγουν την όρεξη των πιο επιθετικών κύκλων.»
Ας ξεκινήσουμε από το «Διεθνές δίκαιο». Η ηγεσία του ΚΚΕ το μεταχειρίζεται περίπου σαν Ευαγγέλιο. Όμως για τους πραγματικούς μαρξιστές, το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αποτύπωση του εκάστοτε συσχετισμού οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις και τα κράτη τους. Και αυτός ο συσχετισμός δεν μένει σταθερός, μεταβάλλεται διαρκώς, λιγότερο ή περισσότερο. Οι μεταβολές στο συσχετισμό δύναμης δημιουργούν το πεδίο για νέες ερμηνείες στο Διεθνές Δίκαιο, αμφισβητήσεις των παλιών και τελικά, αλλάζουν και το ίδιο το περιεχόμενό του. Αυτός ο δυναμικός, μη στατικός χαρακτήρας, αποτυπώνεται με διατυπώσεις που επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, ανάλογα με το τι συμφέρει το ένα ή το άλλο αστικό κράτος. Όλα αυτά ισχύουν στο πολλαπλάσιο σχετικά με τις έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, γιατί αυτές είναι σχετικά νέες και ήρθαν στο προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες όταν και τέθηκε πιο αποφασιστικά το ζήτημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της θάλασσας και του υπεδάφους της.
Έτσι και στην ελληνοτουρκική αστική σύγκρουση για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ η επίκληση στο Διεθνές Δίκαιο γίνεται επιλεκτικά, προσχηματικά και μέσα από τα διαστρεβλωτικά γυαλιά των διαφορετικών εθνικών αστικών συμφερόντων. Είναι πολιτικά απαράδεκτο για ένα κομμουνιστικό κόμμα να προσχωρεί σε αυτήν την «εθνική», αστική προσέγγιση του Δικαίου, αντί να τονίζει τον ταξικό του χαρακτήρα και την υποκριτική του μεταχείριση από την άρχουσα τάξη. Αυτή η προσέγγιση έχει σαν προέκταση το βάφτισμα των διεκδικήσεων της ελληνικής άρχουσας τάξης στη σύγκρουσή της με την τουρκική σε «κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο». Έτσι με την εγκατάλειψη της προλεταριακής διεθνιστικής σκοπιάς για χάρη της υπεράσπισης των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», η ηγεσία του ΚΚΕ σύρει το κόμμα με τον πιο επίσημο τρόπο στο πολιτικό στρατόπεδο του σοβινισμού και το βάζει ντε φάκτο σ’ ένα εθνικό μπλοκ με την ελληνική αστική τάξη και μάλιστα, ως η εθνικά συνεπής του πτέρυγα.
Όλα αυτά κάνουν το κόμμα να χρεώνεται τους αστικούς εθνικούς μύθους ή τις «μισές» εθνικές αλήθειες, με ολέθριες συνέπειες στην απήχηση και την αξιοπιστία του, ιδιαίτερα στη νεότερη και πιο μορφωμένη γενιά της εργατικής τάξης, η οποία ασφυκτιά μέσα στην κρατικά υπαγορευμένη εθνικιστική στενότητα σκέψης. Αυτό συμβαίνει όταν π.χ η ηγεσία του ΚΚΕ, ενώ εμφανίζεται να επικαλείται κατά γράμμα το Διεθνές Δίκαιο στο ζήτημα της ΑΟΖ των νησιών, δεν αναφέρει ότι το ελληνικό κράτος χρόνια τώρα παραβιάζει ανοικτά το Διεθνές Δίκαιο στο ζήτημα του εναέριου χώρου, αναγνωρίζοντας μονομερώς ως εθνικό εναέριο χώρο τα 10 ναυτικά μίλια την ώρα που τα χωρικά του ύδατα είναι στα 6 ν.μ, αλλά επίσης και στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων.
Αλλά και στο ζήτημα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, στο οποίο ο Γραμματέας ξεσπάθωσε κατά των «καλοθελητών» που με «εξυπνακισμούς» αμφισβητούν ότι τα νησιά δικαιούνται πλήρη επήρεια όπως οι ηπειρωτικές ακτές, η ηγεσία του ΚΚΕ αποσιωπά με τους δικούς της –ας μας επιτραπεί να πούμε- σοσιαλσοβινιστικούς «εξυπνακισμούς» την ουσία του ζητήματος, αλλά και το τι πραγματικά προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο. Καταρχάς, ακριβώς όπως και οι κοινοί αστοί εθνικιστές, η ηγεσία του ΚΚΕ «θολώνει τα νερά» σε σχέση με τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του χώρου εθνικής κυριαρχίας και των υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, δημιουργώντας σκόπιμα την εντύπωση ότι όπως και με την πρώτη έτσι και με τις άλλες δυο έννοιες, τα ακριβή τους όρια για Ελλάδα και Τουρκία είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένα από το Διεθνές Δίκαιο. Αντίθετα όμως, το μόνο απόλυτα σίγουρο και αδιαμφισβήτητο στοιχείο που απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο είναι ότι για τον προσδιορισμό τους απαιτείται μια κοινά αποδεκτή διευθέτηση–συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία σε ό,τι αφορά την υφαλοκρηπίδα θα μπορούσε να προκύψει και μέσα από μια κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η συμφωνία-κοινά αποδεκτή διευθέτηση είναι απαραίτητη γιατί στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας που αποφασίστηκε στο Montego–Bay της Τζαμάικα το 1982, γιατί, επίσης, σύμφωνα με την ίδια αυτή σύμβαση όταν η υφαλοκρηπίδα δύο κρατών εφάπτεται θα πρέπει να υπάρξει από κοινού οριοθέτηση, και, τέλος, γιατί στο ζήτημα της ΑΟΖ το άρθρο 74 της UNCLOS προβλέπει ότι δεν μπορεί να γίνει μονομερής κήρυξη σε περίπτωση κατά την οποία η διαθέσιμη θαλάσσια περιοχή δεν επαρκεί ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν ΑΟΖ πλάτους 200 ναυτικών μιλίων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και συνολικά στη Μεσόγειο θάλασσα.
Ειδικότερα στο ζήτημα της ΑΟΖ των νησιών, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όπως τα παρουσιάζει η ηγεσία του ΚΚΕ ως προς το δικαίωμα «της πλήρους επήρειας» και αυτό αποδεικνύεται με τις σχετικές διεθνείς δικαστικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, για τον καθορισμό ΑΟΖ ανάμεσα σε Γαλλία και Βρετανία δεν λήφθηκαν υπόψη τα βρετανικά νησιά που βρίσκονται κοντά στη Γαλλία. Γενικότερα, στις ως τώρα διεθνείς δικαστικές αποφάσεις παρότι η «πλήρης επήρεια» των νησιών με οικονομική ζωή αναγνωρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από το 1990 και μετά, την ίδια στιγμή σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο σε φιλοδεξιά ελληνική εφημερίδα «οι αποφάσεις είναι συχνά διαφορετικές, δεν υπάρχει δεδικασμένο και φαίνεται ότι τα Διεθνή Δικαστήρια προσπαθούν να δυσαρεστήσουν τους αντίδικους όσο γίνεται λιγότερο».
Η υπόθεση της αναγκαίας συμφωνίας-κοινά αποδεκτής διευθέτησης ναρκοθετείται από τις αδιάλλακτες και επιθετικές διεκδικήσεις και τακτικές που ακολουθούν οι δύο συγκρουόμενες αστικές τάξεις. Σε αυτήν τη διαδικασία, πρέπει να τονιστεί ότι η ελληνική άρχουσα τάξη δεν είναι σε αμυντική θέση. Αντίθετα πρωτοστατεί. Σε συνεργασία με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο και με το πατρονάρισμα της παραδοσιακά ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης στη Μεσόγειο, Γαλλίας, επιχειρεί μέσω της διεκδίκησης πλήρους επήρειας για την ΑΟΖ των νησιών και ιδιαίτερα του ακριτικού Καστελόριζου, να περιορίσει τους Τούρκους ανταγωνιστές της σε μια λεπτή και ασήμαντη οικονομικά, θαλάσσια ζώνη γύρω από την ηπειρωτική ακτογραμμή τους, αποκλείοντάς τους εντελώς από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Επιπλέον, δεν παραλείπει να βάζει, ξανά και ξανά, στο προσκήνιο την βαθύτατα προκλητική και επιθετική απειλή της άσκησης του «δικαιώματος» για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που στις γεωγραφικές συνθήκες του Αιγαίου θα σημάνει τη μετατροπή του ουσιαστικά σε ελληνική λίμνη (ελληνική κυριαρχία στο 71,5% σχεδόν της επιφάνειας του πελάγους). Από την πλευρά της, η εξίσου αντιδραστική και ιμπεριαλιστική τουρκική άρχουσα τάξη, ιδιαίτερα μέσα από τις απόπειρες για γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και την εν ψυχρώ αγνόηση ελληνικών νησιών στην κήρυξη ΑΟΖ με τη Λιβύη, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει να γίνει τίποτα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο χωρίς την έγκρισή της.
Οι καπιταλιστικές αυτές αντιθέσεις είναι πολύ μεγάλες. Δεν μπορούν να γεφυρωθούν πάνω σε καπιταλιστική βάση χωρίς να γίνουν μεγάλες υποχωρήσεις «στα κυριαρχικά δικαιώματα» από κάποια πλευρά. Η ιστορία των ελληνοτουρκικών και γενικότερα των διεθνών σχέσεων έχει δείξει ότι τέτοιες μεγάλες υποχωρήσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από τη μία ή την άλλη πλευρά, σε τελική ανάλυση, μόνο μετά από στρατιωτικές ήττες. Η τυπική αποδοχή της προοπτικής διαλόγου και από τους δύο ανταγωνιστές ήταν και είναι προσχηματική. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει χρόνια τώρα και στο Κυπριακό, το ίδιο θα συμβεί και με το ζήτημα της ΑΟΖ. Ένας τέτοιος διάλογος δεν μπορεί να οδηγήσει σε οριστικές διευθετήσεις, παρά μόνο ίσως σε ορισμένες ασταθείς και προσωρινές συμφωνίες-υποσχέσεις, που θα ναρκοθετούνται και θα υπονομεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Τα αστικά συμφέροντα των δύο πλευρών είναι ασυμβίβαστα μέσα σ’ αυτήν την αντιδραστική σύγκρουση, και έτσι αυτή θα τείνει διαρκώς να φτάσει μέχρι τα «άκρα» μιας ανοικτής πολεμικής σύγκρουσης.
Πλειοδοσία στα «κυριαρχικά δικαιώματα» σήμερα σημαίνει υποστήριξη στον πόλεμο αύριο
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το να πλειοδοτεί η ηγεσία του ΚΚΕ στην υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», με έναν φυσικό τρόπο την οδηγεί στην υποστήριξη ενός πιθανού, εκατέρωθεν αντιδραστικού, ελληνοτουρκικού πολέμου, πράξη που θα ισοδυναμεί με μια μεγάλη προδοσία της εργατικής τάξης και που, εκτός των άλλων, θα συμπαρασύρει στην κρίση και την καταστροφή το ίδιο το κόμμα, πισωγυρίζοντας συνολικά το κομμουνιστικό κίνημα. Έτσι, κάθε κομμουνιστής αγωνιστής, και φυσικά, πρώτα από όλους τα ίδια τα μέλη του ΚΚΕ, έχει χρέος να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αποτρέψει αυτήν την προοπτική από τώρα, πολεμώντας με τα όπλα της μαρξιστικής–λενινιστικής κριτικής την ολέθρια σοσιαλσοβινιστική γραμμή της ηγεσίας.
Η αντικειμενικά φιλοπόλεμη φύση αυτής της γραμμής αντανακλάται ξεκάθαρα στη θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με το ζήτημα την επέκτασης των χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη) στα 12 ν.μ. Γι’ αυτό το ζήτημα, στην ίδια κοινοβουλευτική του ομιλία ο Δ. Κουτσούμπας ανέφερε: «Η Ελλάδα, όπως και τα άλλα κράτη έχει δικαίωμα σε Αιγιαλίτιδα Ζώνη έως τα 12 ν.μ. και στον καθορισμό της στη βάση της Μέσης απόστασης, της Μέσης Γραμμής, όπου αυτό χρειάζεται. Κι αυτό ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησης του δικαιώματος. Όμως, ο ελληνικός λαός πρέπει να γνωρίζει ότι η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., που με στόμφο ανακοινώθηκε σήμερα για το Ιόνιο, δεν μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.» Το πρόβλημα λοιπόν για τον Γραμματέα δεν είναι καθόλου η επιθετική αυτή μονομερής επέκταση, που υπολογίζεται ότι μετατρέπει το Αιγαίο κατά 71% σε ελληνική λίμνη και που έχει γίνει δεκτή από την Τουρκία ως αιτία πολέμου και μάλιστα με επίσημη απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 8/6/1995, αλλά το ότι δεν αρκεί από μόνη της να λειτουργήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων (sic). Λες και θα ήταν ποτέ δυνατό μια επιθετική ενέργεια ενός αστικού κράτους, η οποία είναι βέβαιο ότι θα λάβει πολεμική απάντηση από το ανταγωνιστή του, να λειτουργήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων αν δεν είναι «μόνη» και συνοδεύεται από κάποιες άλλες ενέργειες (που ούτε που κατονομάζονται). Σε κάθε περίπτωση, αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε απ’ όσα λέει ο Γραμματέας εδώ, είναι ότι μια ανοικτά επιθετική ενέργεια βέβαιης πρόκλησης πολέμου από την πλευρά του ελληνικού αστικού κράτους, για την ηγεσία του ΚΚΕ συνιστά απλώς ένα νόμιμο και θεμιτό δικαίωμα.
Και επειδή ο Γραμματέας συνειδητοποιεί κάπου εδώ ότι ίσως έχει προχωρήσει πάρα πολύ στην πλειοδοσία υπεράσπισης των «κυριαρχικών δικαιωμάτων», προσπαθεί να την ωραιοποιήσει με λίγο αντι-ιμπεριαλιστικό λούστρο, αναφέροντας σχετικά με την επέκταση στα 12 ν.μ τα ακόλουθα: «Γιατί ενδεχομένως, μπορεί και να αποτελέσει λόγο όξυνσης των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των αστικών τάξεων, κρατών και κυβερνήσεων, είναι μέρος των ενδιαφερόντων και σχεδιασμών των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών σας. Μπορεί να πυροδοτήσει νέες εντάσεις και απειλές ιμπεριαλιστικού πολέμου». Το αντι-ιμπεριαλιστικό λουστράρισμα επιτυγχάνει να κάνει τη θέση της ηγεσίας χειρότερη και πιο θολή ταυτόχρονα. Το «ενδεχομένως» και το «μπορεί» μπαίνουν για να μετριάσουν τις εντυπώσεις από την υποστήριξη του ΚΚΕ στο δικαίωμα να πραγματοποιηθεί αυτή η ξεκάθαρα επιθετική ενέργεια. Υπενθυμίζουμε ότι αυτή η ενέργεια θα φέρει τον πόλεμο προ των πυλών, όχι «ενδεχομένως», αλλά σίγουρα, όπως ήδη αναφέραμε. Και επιπλέον, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: αν η επέκταση στα 12 μίλια «μπορεί να πυροδοτήσει νέες εντάσεις και απειλές ιμπεριαλιστικού πόλεμο», τότε γιατί το ΚΚΕ πρέπει να υπερασπίζει ότι η άσκηση αυτού του «κυριαρχικού δικαιώματος» είναι θεμιτή;
Οι εθνικές πλειοδοσίες είχαν και συνέχεια στην ομιλία του Γραμματέα, με την καταγγελία για υποχωρητική στάση στις συμφωνίες της κυβέρνησης για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε να επιστρέφει ακόμα πιο ξεκάθαρα η υπεράσπιση της άσκησης του «κυριαρχικού δικαιώματος» των 12 μιλίων, παρότι πριν από λίγες αράδες στην ομιλία του Γραμματέα έχει αναφερθεί ότι ενέχει κινδύνους «πυροδότησης» ιμπεριαλιστικού πολέμου: «Πού ακριβώς όμως είναι η υποχώρηση στις συμφωνίες που υπογράψατε με την Ιταλία και πολύ περισσότερο με την Αίγυπτο; Κατ’ αρχάς, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε ένα τμήμα της επικράτειας και όχι στο σύνολό της, μπορεί να ερμηνευτεί, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, ως αποδοχή από την ελληνική πλευρά της ύπαρξης “γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο. Μάλιστα η συμφωνία που υπογράψατε με την Ιταλία εκτός των άλλων έχει δημιουργήσει το εξής δεδομένο: Η ελληνική πλευρά έχει συμφωνήσει στη διατήρηση των δικαιωμάτων του ιταλικού αλιευτικού στόλου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των 6 και των 12 ναυτικών μιλίων, όπως αυτά ίσχυαν όταν η συγκεκριμένη περιοχή τελούσε υπό το καθεστώς της ανοικτής θάλασσας πριν τη Συμφωνία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η ελληνική πλευρά έχει αποδεχτεί την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων – σίγουρα ως προς τα δικαιώματα στην αλιεία – για το τμήμα που προστέθηκε στην ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη.»
Αυτή η τοποθέτηση συνιστά ένα φιλοπόλεμο «κατηγορώ», από τη στιγμή που γίνεται στο βωμό της υπεράσπισης του γνωστού «κυριαρχικού δικαιώματος»-επιθετικής ενέργειας σε σχέση με τα χωρικά ύδατα. Αξιοσημείωτο επίσης, είναι το ότι το ελληνικό αστικό κράτος και η κυβέρνηση της ελληνικής άρχουσας τάξης αναφέρονται διαρκώς ως «ελληνική πλευρά», για να μη μείνει καμία αμφιβολία ότι η ηγεσία του ΚΚΕ τοποθετείται στο όλο ζήτημα όχι από ταξική, αλλά από εθνική σκοπιά. Το εθνικό «κατηγορώ» επεκτείνεται και στη συμφωνία με την Αίγυπτο για την οποία υποστηρίζεται ότι «εξαιρέθηκαν Καστελόριζο και η μισή Ρόδος», «δεν είχαμε απόδοση πλήρους επήρειας στην Κρήτη και τα άλλα νησιά» και είχαμε «διαγραφή από το χάρτη των νησιών νότια της Κρήτης», με αποτέλεσμα να δικαιώνονται έτσι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας. Μέσα από το πνεύμα των επικρίσεων αυτών ξεπροβάλει όχι μόνο η εγκατάλειψη κάθε προλεταριακής-διεθνιστικής σκοπιάς, αλλά η ακραία εθνικιστική ουτοπία της ανεξάρτητης καπιταλιστικής Ελλάδας που οφείλει να επιβάλει στο ακέραιο τα «κυριαρχικά της δικαιώματα» στα γειτονικά κράτη. Ακούγεται ίσως σκληρό και σοκαριστικό, αλλά είναι αντικειμενικά αληθινό: αυτή είναι η σκοπιά του αντιδραστικού μικροαστικού εθνικισμού. Η σκοπιά εθνικιστών «συνοδοιπόρων» όπως η Λιάνα Κανέλλη. Μια σκοπιά, που όχι μόνο δεν θα έπρεπε να έχει γίνει κυρίαρχη στο κόμμα, αλλά αντιθέτως, η διακηρυγμένη «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ» θα έπρεπε ήδη να έχει εξαφανίσει κάθε επιρροή της και να έχει οδηγήσει στη διακοπή κάθε σχέσης του κόμματος με εκφραστές της, όπως η προαναφερθείσα θρησκόληπτη εθνικίστρια κυρία.
Και καταλήγοντας σχετικά με τις συμφωνίες για την ΑΟΖ με Αίγυπτο και Ιταλία ο Γραμματέας γνωστοποιεί την εκτίμηση της ηγεσίας του ΚΚΕ για το τι είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την υποχωρητική στάση της «ελληνικής πλευράς»: «Οι συμφωνίες σας με την Ιταλία και την Αίγυπτο στην πραγματικότητα είναι μελετημένοι αλλά επικίνδυνοι συμβιβασμοί σκοπιμότητας που εντάσσονται στον γενικότερο σχεδιασμό για το μεγαλύτερο ακόμα συμβιβασμό που θα ακολουθήσει με την Τουρκία. Την ώρα που η Τουρκία μιλά για μηδενική επήρεια, εσείς προωθείτε στην πράξη, με αυτές τις συμφωνίες, τη μειωμένη, ακόμα και τη μηδενική επήρεια σε ορισμένα νησιά! Το επιχείρημα που επιστρατεύετε, ότι δήθεν θα αποφύγουμε τον πόλεμο εάν προχωρήσουμε σε ένα επώδυνο συμβιβασμό με την Τουρκία, δηλαδή τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και των οικοπέδων της Κύπρου, είναι ψεύτικο και επικίνδυνο. Είναι και ψεύτικο και επικίνδυνο, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον, για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, για την ειρήνη στην περιοχή.». Υπάρχει σχέδιο λοιπόν, για να πάμε στον «επώδυνο συμβιβασμό» της «συνεκμετάλλευσης». Επώδυνο όμως για ποιους; Από τη στιγμή που όπως ήδη εξηγήσαμε, η μη «συνεκμετάλλευση» σημαίνει κερδοφόρα συμβόλαια για πετρελαϊκές και εξορυκτικές εταιρείες και κέρδη για τους Έλληνες καπιταλιστές και τους συμμάχους τους και η «συνεκμετάλλευση» σημαίνει απλώς το ότι σε αυτά θα προστεθούν και κέρδη για τους Τούρκους καπιταλιστές, ο «επώδυνος» χαρακτήρας του συμβιβασμού έγκειται για την ηγεσία του ΚΚΕ στην ύπαρξη τουρκικής συμμετοχής στο κερδοσκοπικό πάρτι. Αυτήν τη συμμετοχή την αντιλαμβάνεται ως επώδυνη μόνο η ελληνική άρχουσα τάξη, της οποίας το γόητρο και τα συμφέροντα θίγονται. Γιατί όμως να κόπτεται για τις δικές της «ωδίνες» το μαζικό εργατικό κομμουνιστικό κόμμα της χώρας; Καλό θα ήταν με την πρώτη ευκαιρία, η ηγεσία του ΚΚΕ να δώσει την απάντηση στην εργατική τάξη και τους απλούς κομμουνιστές αγωνιστές.
Σε πείσμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, οι Έλληνες αστοί γνωρίζουν πολύ καλύτερα από την ίδια ποιο είναι το συμφέρον τους. Καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι με τη σημερινή ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού και με τον παρόντα συσχετισμό δύναμης έναντι του τουρκικού, η επίτευξη πλήρους και απόλυτης επιβολής των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» είναι απλώς μια μωρολογία των μικροαστών εθνικιστών. Οι Έλληνες αστοί για να πετύχουν τον στόχο τους, που ολοφάνερα (όπως όλες οι διπλωματικές και στρατιωτικές τους πράξεις το δείχνουν) είναι να αποφύγουν τη συνεκμετάλλευση με τους Τούρκους αστούς και να τους απομονωνόσουν από τους υδρογονάνθρακες, κατανοούν ότι θα πρέπει να κάνουν ορισμένες υποχωρήσεις έναντι των άλλων αστικών κρατών της Μεσογείου.
Η θεωρία της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι οι Έλληνες αστοί κάνουν στους άλλους (Ιταλία, Αίγυπτος) υποχωρήσεις μόνο και μόνο για να προετοιμάσουν το έδαφος για μεγάλες υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας είναι ανόητη, αφού απλώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν απευθείας στις μεγάλες υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας και να γλιτώσουν τις «περιττές» υποχωρήσεις έναντι των υπολοίπων, αλλά και επίσης, κυρίως, να γλιτώσουν το τεράστιο κόστος όλων εκείνων των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών στις οποίες επιδίδονται στην εξελισσόμενη απόπειρα αποκλεισμού της Τουρκίας από τους υδρογονάνθρακες, καθώς και τον πολεμικό κίνδυνο που αυτές τροφοδοτούν. Αυτήν την πραγματικότητα η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να την αναγνωρίσει γιατί η οπτική της είναι βαθύτατα μολυσμένη από τη διαχρονική, ανόητη δοξασία του μικροαστικού εθνικισμού, που βλέπει παντού και πάντα την εξύφανση κρυφών σχεδίων και συνωμοσιών ενάντια στα «εθνικά δίκαια».
Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι η συνεκμετάλλευση αποκλείεται; Κάθε άλλο. Και αυτή, όπως και άλλες υποχωρήσεις στα «κυριαρχικά δικαιώματα» είναι πολύ πιθανές, όχι όμως σαν αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός κρυφού φιλοτουρκικού σχεδίου, αλλά ως αποτέλεσμα μιας πιθανής ήττας της συστηματικής επιδίωξης της ελληνικής άρχουσας τάξης να εμποδιστεί η ραγδαία αναβάθμιση της Τουρκίας ως ιμπεριαλιστική δύναμη στη Μεσόγειο, και αυτή να αποκλειστεί από τους υδρογονάνθρακες. Μιας ήττας που μπορεί να είναι διπλωματική, αλλά και στρατιωτική, αν οι εκατέρωθεν φιλοπόλεμες τακτικές φτάσουν ως τη λογική τους συνέπεια.
Το ζήτημα που πρέπει να απασχολεί το ΚΚΕ και τους κομμουνιστές γενικότερα, δεν είναι το πώς θα αποφευχθεί η συνεκμετάλλευση, αλλά το πως θα αποφευχθεί ο επαπειλούμενος, εκατέρωθεν αντιδραστικός πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας. Η συμμετοχή ή μη των τουρκικών εταιρειών και του τουρκικού κράτους στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων είναι ένα διακύβευμα πρακτικά αδιάφορο για την εργατική τάξη. Η εξώθησή της όμως σ’ ένα αιματοκύλισμα με τα ταξικά της αδέρφια από την Τουρκία είναι ένα διακύβευμα κολοσσιαίας σημασίας. Αλλά δυστυχώς, για την ηγεσία του ΚΚΕ, όπως ξεκάθαρα το έδειξε η κοινοβουλευτική ομιλία του Γραμματέα της 26/8, ο βασικός κίνδυνος είναι «οι εθνικές υποχωρήσεις που οδηγούν στη συνεκμετάλλευση». Αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί για να κατατάξει και επίσημα την ηγεσία του ΚΚΕ στις σοσιαλσοβινιστικές ηγεσίες που ξέκοψαν από τον μαρξισμό πάνω σε ένα από τα θεμελιακά του στοιχεία, τον προλεταριακό διεθνισμό.
Υπεράσπιση των συνόρων ή αντιπολεμική ενότητα Ελλήνων και Τούρκων εργατών;
Η πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ να υποστηρίξει εκείνα που παρά τη θέλησή τους χωρίζουν την ελληνική και την τουρκική εργατική τάξη και όχι τη διεθνιστική τους ενότητα, γίνεται απόλυτα σαφής στο κλείσιμο της ομιλίας του Γραμματέα: αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να υπερασπίσουμε τα σύνορα! Και η δημιουργία αντιπολεμικού κινήματος μπορεί να περιμένει. Είπε πιο συγκεκριμένα: «Σήμερα η θέση η οποία μπορεί να εκφράσει τα λαϊκά συμφέροντα είναι η θέση για καμιά αλλαγή συνόρων, καμιά αλλαγή των διεθνών συνθηκών, καμιά συμμετοχή σε παζάρια για τη συνδιαχείριση του Αιγαίου, της Αν. Μεσογείου. Γιατί τα σύνορα αλλάζουν μόνο με πολέμους, επεμβάσεις που πληρώνουν τελικά με τη ζωή τους οι εργαζόμενοι, οι λαοί.» Μάλιστα! Η εργατική τάξη μαθαίνει από «μαρξιστές» ότι οι βασικές απόψεις του μαρξισμού για τα σύνορα και την αλλαγή συνόρων πλέον δεν ισχύουν. Τα σύνορα των αστικών κρατών και οι συνθήκες δεν είναι πλέον τυπικές αποτυπώσεις του εκάστοτε συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές αστικές τάξεις. Τα σύνορα των αστικών κρατών δεν είναι αντικειμενικά εμπόδια στον αγώνα της εργατικής τάξης για την επικράτηση του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Όχι, είχε γίνει μάλλον μια παρεξήγηση, που η ηγεσία του ΚΚΕ έρχεται να λύσει. Σήμερα τα αστικά σύνορα και τις συνθήκες μεταξύ των αστικών κρατών η εργατική τάξη θα πρέπει να τα υπερασπίζει περίπου σαν κόρη οφθαλμού. Και η ελληνική εργατική τάξη, πρέπει να υπερασπίζει βεβαίως, σαν κύριο ζήτημα τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της χώρας (βλέπε τις διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης) και ειδικότερα, το να μη γίνει καπιταλιστική συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Ο σοβινιστικός κατήφορος δεν έχει σταματημό!
Και γιατί όλα αυτά; «Γιατί τα σύνορα αλλάζουν μόνο με πολέμους» απαντά η ηγεσία του ΚΚΕ δια του Γραμματέα της Κ.Ε της, προβαίνοντας σ’ ένα υποκριτικό και κακόγουστο αντιπολεμικό γαρνίρισμα του σοβινισμού της. Και πρόκειται για τέτοιο, γιατί ο Γραμματέας και η ηγεσία δεν μπορεί παρά να έμαθαν μετά από τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα ότι αυτό που ανοίγει τον δρόμο για τους πολέμους ιστορικά είναι αυτό ακριβώς που προτείνουν: η στοίχιση με τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της αστικής πατρίδας και η άρνηση των σοσιαλιστών να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία αντιπολεμικού κινήματος όταν οι εργάτες απειλούνται με αλληλοσφαγή.
Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να ενημερώσουμε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι δεν είναι συνεπής, όχι μόνο με την υπεράσπιση του προλεταριακού διεθνισμού, αλλά και με την αρχή με την οποία τον αντικατέστησε, την αρχή της υπεράσπισης των συνόρων. Οι ΑΟΖ, των οποίων την κήρυξη ζητά με «εθνικά δίκαιο» τρόπο η ηγεσία του ΚΚΕ, συνιστούν και αυτές μια χάραξη συνόρων. Είναι νέα σύνορα, ακριβώς σαν αυτά που η ηγεσία σημειώνει ότι «πάντα προκαλούν πολέμους».
Στο τέλος της ομιλίας του, ο Γραμματέας προσπάθησε αδέξια να δώσει μια σοσιαλιστική δικαίωση στην απολογητική των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και στο θάψιμο του στοιχειώδους καθήκοντος της έκκλησης για ένα διεθνιστικό, αντιπολεμικό κίνημα, αναφέροντας: «Όμως, η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητας, των συνόρων, δεν είναι θεωρίες, κούφια λόγια. Αποκτούν πραγματικό νόημα, μόνο όταν συμβαδίζουν με την πάλη για την απεμπλοκή της χώρας μας από τα επικίνδυνα σχέδια των ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ της ΕΕ, με το διώξιμο των στρατιωτικών βάσεων, με το λαό να κάνει κουμάντο στον τόπο του. Η επίλυση των προβλημάτων που αφορούν την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, την οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, συνδέεται με την οικοδόμηση σχέσεων αμοιβαίου οφέλους μεταξύ των γειτονικών κρατών και λαών, την εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου με κριτήριο τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες, την λύτρωση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Ο λαός μας, πρέπει να απορρίψει όλα τα εκβιαστικά διλήμματα, να μη δεχτεί καμία υποχώρηση σε κυριαρχικά δικαιώματα. ….Και να σκεφτεί:Πως και στην Ελλάδα και στην Τουρκία, όπως και σε άλλες χώρες, πρέπει οι λαοί να βαδίσουμε ένα δρόμο στον οποίο θα κάνουμε κουμάντο εμείς οι ίδιοι. Πως και στα Βαλκάνια, και στη Μέση Ανατολή, και στη Βόρεια Αφρική και στην Ευρώπη, πρέπει να βαδίσουμε το δρόμο εκείνο που θα μας οδηγήσει στο να πάρουν την εξουσία οι ίδιοι οι εργάτες, οι εργαζόμενοι της κάθε χώρας. Μόνο σε αυτόν τον δρόμο οι λαοί θα έβρισκαν τον τρόπο να λύσουν και τις όποιες διαφορές παρουσιάζονταν.»
Η απόπειρα να δικαιωθεί ο σοσιαλσοβινισμός με την επίκληση της προοπτικής του σοσιαλισμού και της εργατικής εξουσίας το μόνο που καταφέρνει είναι να γεννήσει νέες κωμικοτραγικές αντιφάσεις, που εκθέτουν ακόμα περισσότερο την ακολουθούμενη ηγετική γραμμή. Πράγματι, το να υπερασπίζεις σήμερα τα «κυριαρχικά δικαιώματα» (δηλαδή, ας το ξανατονίσουμε, τις διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης έναντι των ανταγωνιστών της) δεν αποτελεί καθόλου «κούφια λόγια». Συνιστά ντε φάκτο δημιουργία ενός «μπλοκ» με την ελληνική άρχουσα τάξη και υποταγή στους αντιδραστικούς σκοπούς του ελληνικού καπιταλισμού. Και αυτή η πολιτική είναι πλήρως ασυμβίβαστη με το μέλλον της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Με αυτήν την πολιτική επιτυγχάνεται ακριβώς το αντίθετο: ορθώνονται αξεπέραστα εμπόδια στο δρόμο για την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό.
Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως εκτίθεται εδώ και σε σχέση με ένα άλλο ζήτημα, που προκύπτει στην προσπάθειά της χωρέσει το σοσιαλισμό στην προκρούστεια κλίνη του μικροαστικού εθνικισμού. Αντί να τονίσει ότι με την εργατική-σοσιαλιστική εξουσία σε Ελλάδα και Τουρκία η αντικειμενική βάση για διαφορές σχετικά με τις ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα και τα λοιπά «εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα» αυτόματα θα εκλείψει, υπονοεί ότι τέτοιες διαφορές θα συνεχίσουν να υπάρχουν και θα πρέπει να επιλυθούν. Αυτό αντανακλά το γεμάτο εθνικές και γραφειοκρατικές παραμορφώσεις περιεχόμενο που δίνει στην εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό η ηγεσία του ΚΚΕ. Τα μελλοντικά εργατικά κράτη στην Τουρκία, την Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, στο βαθμό που θα χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη γνήσιας εργατικής δημοκρατίας, και κοινωνικοποιημένης, κεντρικά-δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας δεν θα έχουν κανέναν λόγο να ασχοληθούν με την οικοπεδοποίηση της θάλασσας, του βυθού και του υπεδάφους της. Τα γνήσια εργατικά κράτη θα προβούν σε έναν από κοινού σχεδιασμό της οικονομίας, στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας που δεν θα έχει κανέναν λόγο να περιλαμβάνει σύνορα, εθνικά νομίσματα, χωριστούς και ανταγωνιστικούς στρατούς και κρατικές γραφειοκρατίες. Μόνο η επιβίωση των συνόρων και των γραφειοκρατικών καταπιεστικών εθνικών μηχανισμών του σήμερα θα μπορούσε να συντηρήσει και τότε αντιδραστικές διαφορές πάνω σε «εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα». Όμως αυτό θα είναι η απόδειξη ότι την εξουσία δεν θα την έχουν στην πραγματικότητα «οι ίδιοι οι εργάτες», αλλά πιθανά κάποιοι προνομιούχοι εθνικιστές γραφειοκράτες που θα κυβερνούν στο όνομα του «σοσιαλισμού». Η αμετανόητα σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να περιγράψει στα μάτια των εργατών το σοσιαλισμό χωρίς να τον ταυτίζει με τη θλιβερή καρικατούρα του, δηλαδή τα σταλινικά, γραφειοκρατικά παραμορφωμένα εργατικά κράτη του 20ου αιώνα.
Η αλήθεια είναι ότι η πάλη για την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό στην Τουρκία, την Ελλάδα, και τα υπόλοιπα κράτη της Μεσογείου είναι σήμερα επιβεβλημένη, όχι για να δικαιωθούν τα εθνικά «κυριαρχικά δικαιώματα» στο μέλλον, αλλά για να αποτραπεί η επαπειλούμενη αλληλοσφαγή των Ελλήνων και Τούρκων εργαζόμενων γι’ αυτά τα «κυριαρχικά δικαιώματα» στο σήμερα, μια σφαγή την οποία ετοιμάζουν με τον αδυσώπητο ανταγωνισμό τους μεθοδικά οι δύο άρχουσες τάξεις, οι πάτρωνες και οι σύμμαχοί τους. Η πάλη αυτή όμως, δεν μπορεί να πέσει «από τον ουρανό». Το ΚΚΕ είναι το ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα σε ολόκληρη την περιοχή και αυτό θέτει στους ωμούς του μεγάλα πολιτικά καθήκοντα. Πρέπει να θεμελιώσει από σήμερα την πάλη για την εργατική εξουσία μέσα από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες μαζικής εναντίωσης στον επαπειλούμενο πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας.
Το ίδιο το κόμμα στην απόφαση του 20ου συνεδρίου του έχει αναγνωρίσει ότι ο πόλεμος αυτός θα είναι ιμπεριαλιστικός: «Το Πρόγραμμα του Κόμματος έχει καθορίσει τη θέση μας για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη γραμμή της δράσης μας. Είναι καθήκον της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, συνεχώς να προσαρμόζει, να εξειδικεύει, να κλιμακώνει τα συνθήματα πάλης, χωρίς να χάνει το κύριο που είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, ο οποίος είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, ασχέτως ποιος είναι πρώτος επιτιθέμενος.» Από μόνη της όμως, η διαπίστωση για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του επαπειλούμενου πολέμου, είναι «κούφια λόγια» – για να χρησιμοποιήσουμε την αγαπημένη φρασεολογία της ηγεσίας του ΚΚΕ – εάν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες αγώνα για να αποτραπεί η ιμπεριαλιστική σφαγή.
Τον περασμένο Ιανουάριο το ΚΚΕ και το ΚΚ Τουρκίας εξέδωσαν μια κοινή ανακοίνωση «για τις ελληνοτουρκικές εξελίξεις», η οποία δημιούργησε προσδοκίες, αλλά και πρακτικά καθήκοντα για το κόμμα. Η ανακοίνωση, εκτός των άλλων, περιείχε θέσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κομματική ρητορική των τελευταίων μηνών, συμπεριλαμβανομένης της προαναφερθείσας κοινοβουλευτικής ομιλίας του Γραμματέα της ΚΕ: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, που καθορίζονται σήμερα τόσο από τους σχεδιασμούς των κυρίαρχων αστικών τάξεων των δύο χωρών όσο και από τα συμφέροντα άλλων αστικών τάξεων και ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, έχουν “χτυπήσει κόκκινο”. Κι αυτό γιατί εμπλέκονται στη σφοδρή διαπάλη για το μοίρασμα του ενεργειακού πλούτου της περιοχής, τους δρόμους μεταφοράς της Ενέργειας και των εμπορευμάτων. Στον “φαύλο κύκλο” των ανταγωνισμών για τα συμφέροντα των μονοπωλίων συμμετέχουν διάφορα καπιταλιστικά κράτη και μεταξύ αυτών η Τουρκία και η Ελλάδα, με στόχο την προώθηση των συμφερόντων των αστικών τάξεων. …“Κομμάτι” αυτών των εξελίξεων είναι και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις…Τα δύο κόμματά μας στηρίζονται στον προλεταριακό διεθνισμό, στη διεθνιστική αλληλεγγύη και με αυτές τις αρχές αντιμετωπίζουμε τις σύνθετες εξελίξεις στην περιοχή μας, παλεύοντας για τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Υπογραμμίζουμε πως τόσο η συνεργασία όσο και οι ανταγωνισμοί των αστικών τάξεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, π.χ. για το ποια χώρα θα γίνει “ενεργειακός κόμβος”, υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και δεν έχουν καμία σχέση με τα συμφέροντα των λαών. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους… Για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, το “ξερίζωμα” εκείνων των αιτιών που οδηγούν τους λαούς στην “κρεατομηχανή” του ιμπεριαλιστικού πολέμου…Τα ΚΚ της Ελλάδας και της Τουρκίας καλούμε την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα να δυναμώσουν την πάλη τους ενάντια στους σχεδιασμούς των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, ενάντια στον εθνικισμό και ρατσισμό, για να φτάσει το μήνυμα πως οι γείτονες λαοί επιθυμούν και διεκδικούν να ζήσουν ειρηνικά!».
Οι πρωτοπόροι αγωνιστές του εργατικού κινήματος καλωσόρισαν αυτήν την ανακοίνωση που δημιούργησε ελπίδες για μια γνήσια διεθνιστική προλεταριακή πολιτική. Ωστόσο, η ανακοίνωση αυτή συνιστά, τουλάχιστον έως σήμερα, «κούφια λόγια», όπως θα έλεγε και η ηγεσία του ΚΚΕ. Εννέα ολόκληροι μήνες πέρασαν – και μάλιστα μήνες διαρκούς και πρωτοφανούς κλιμάκωσης της αντιδραστικής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης – αλλά ούτε μία πρακτική πρωτοβουλία δε λήφθηκε για να υπηρετηθεί το πνεύμα της κοινής ανακοίνωσης. Αντίθετα, σε αυτό το διάστημα η κίνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν προς την κατεύθυνση, όχι των κοινών διεθνιστικών πρωτοβουλιών με την τουρκική εργατική τάξη, αλλά της εθνικής ενότητας με την ελληνική άρχουσα τάξη, μέσα από την πλειοδοσία στην υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας». Η στάση αυτή, εκτός των άλλων, παραβίασε και την πολιτική απόφαση του 20ου συνεδρίου του κόμματος, που τόνιζε «την ανάδειξη της ανάγκης να μην έχει ο λαός καμιά εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση, ότι δεν μπορεί – ούτε μπορούσε ποτέ – να υπάρξει “εθνική ενότητα” ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, σε κάθε κράτος».
Η οργάνωσή μας, η «Κομμουνιστική Τάση-ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης», έχοντας στηρίξει επανειλημμένα και έμπρακτα το ΚΚΕ στις εκλογικές αναμετρήσεις ενάντια στα αστικά κόμματα, έχει αποδείξει ότι μιλά από τη σκοπιά του φίλου και συντρόφου. Και ο πραγματικός φίλος δεν είναι αυτός που κολακεύει και ωραιοποιεί, αλλά αυτός που λέει πάντα την αλήθεια. Η κλιμάκωση της σοσιαλσοβινιστικής πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι μια πολύ σοβαρή απειλή, ταυτόχρονα για την εργατική τάξη και για το ίδιο το μέλλον του κόμματος. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να επέμβουν τα ίδια τα μέλη μέσα από τις καταστατικά προβλεπόμενες διαδικασίες, έτσι ώστε η πολιτική του κόμματος να αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας γνήσιας λενινιστικής γραμμής στα «ελληνοτουρκικά» και γενικότερα, στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».
Στο πλαίσιο του αναγκαίου λενινιστικού δρόμου το ΚΚΕ πρέπει επειγόντως να ξαναπιάσει το νήμα από την κοινή ανακοίνωση του περασμένου Γενάρη, να οργανώσει από κοινού με το ΚΚ Τουρκίας μαζικές αντιπολεμικές, αντι-ιμπεριαλιστικές-αντικαπιταλιστικές δράσεις και να διοργανώσει ειδικές εργατικές–κομμουνιστικές συνδιασκέψεις σε επίπεδο Μεσογείου για το συντονισμό του αντιπολεμικού αγώνα. Η σοσιαλσοβινιστική και φιλοπόλεμη πολιτική της υπεράσπισης των «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων» πρέπει να πνιγεί για πάντα στα βαθιά νερά της Μεσογείου και να αντικατασταθεί από τη διεθνιστική προλεταριακή πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα, την Τουρκία και σε ολόκληρη την επικράτεια της Μεσογείου, σαν ένα βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος