Αν δεν υπάρξει κάποια δραματική εξέλιξη, η κυβέρνηση Μπαρνιέ θα πέσει σήμερα ή αύριο. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει μόνο μετά από μια υποχώρηση της τελευταίας στιγμής από το RN (Εθνικός Συναγερμός) ή το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα). Αλλά αυτά τα δύο κόμματα δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν – και σίγουρα έχουν πολλά να χάσουν αν προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο.
Από τη στιγμή που η Μαρίν Λεπέν επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να ψηφίσει υπέρ της μομφής, ως απάντηση στην απόφαση του Μπαρνιέ να επιβάλει έναν προϋπολογισμό λιτότητας χωρίς να τον περάσει από ψηφοφορία, πολλοί δεξιοί δημοσιογράφοι κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι δεν έδωσε αρκετά ανταλλάγματα στη Λεπέν.
Στην πραγματικότητα, η έκβαση του παζαρέματος με την Λεπέν δεν εξαρτήθηκε από το τι ήταν διατεθειμένη να δώσει η κυβέρνηση στον RN. Οι «κόκκινες γραμμές» που πρόβαλε η Μαρίν Λεπέν ήταν προσχήματα για να δικαιολογήσει μια απόφαση που είχε ήδη ληφθεί βάσει μιας απλής παρατήρησης: μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του RN – 67%, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση – επιθυμεί την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Μετά την πτώση της κυβέρνησης, οι πιέσεις θα αυξηθούν στον πιο μισητό άνθρωπο της χώρας: τον Εμμανουέλ Μακρόν. Οι ηγέτες του RN και της Ανυπότακτης Γαλλίας (Μελανσόν) -μεταξύ άλλων- θα ζητήσουν την παραίτηση του Μακρόν και τη διοργάνωση πρόωρων προεδρικών εκλογών πριν από τις νέες βουλευτικές εκλογές. Και αυτό το αίτημα θα βρει ευρεία απήχηση στις μάζες. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε από το BFM, το 63% των ερωτηθέντων επιθυμεί την παραίτηση του Μακρόν σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης.
Τις επόμενες ημέρες θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης ικανής να «παραμείνει ενωμένη» εν μέσω της αυξανόμενης πίεσης των αγορών για το γαλλικό δημόσιο χρέος. Ο Μακρόν θα επιλέξει ένα πρόσωπο για πρωθυπουργό το οποίο θα εκφράζει ξεκάθαρα τις προθέσεις της κυβέρνησης για ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας. Όμως, δεδομένου ότι τα ίδια αίτια οδηγούν σε ανάλογα αποτελέσματα, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι εξίσου εύθραυστη με εκείνη του Μισέλ Μπαρνιέ.
Κρίση στην οικονομία και το καθεστώς εν μέσω όξυνσης της ταξικής πάλης
Ο γαλλικός καπιταλισμός έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο μαζικής καταστροφής θέσεων εργασίας. Οι ανακοινώσεις για το κλείσιμο εργοστασίων και τα σχέδια απολύσεων πολλαπλασιάζονται: Michelin, Auchan, ArcelorMittal και πολλές ακόμα μεγάλες επιχειρήσεις κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση. Σύμφωνα με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), 150.000 βιομηχανικές θέσεις εργασίας βρίσκονται βραχυπρόθεσμα σε κίνδυνο. Κλείνοντας παραγωγικές μονάδες, οι καπιταλιστές ξεκινούν μια αλυσιδωτή αντίδραση, με τους προμηθευτές και τους υπεργολάβους να υποβάλλουν αιτήσεις πτώχευσης ή να απολύουν τους δικούς τους εργαζομένους.
Την ίδια στιγμή, η γενική πτωτική πορεία της οικονομίας πλήττει σκληρά πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ο αριθμός των πτωχεύσεων – 66.800 από τον Ιανουάριο του 2024 – έχει ξεπεράσει το προηγούμενο υψηλότερο σημείο του το 2010. Η πτώση της ζήτησης και η έκρηξη των τιμών της ενέργειας έχουν καταστήσει αδύνατο για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το κράτος κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France) αναθεώρησε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη το 2024 στο 1,1% και έχει προβλέψει ανάπτυξη 1,2% για το 2025. Αλλά αυτά τα στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη το τρέχον κύμα χρεοκοπιών, κλεισιμάτων και απολύσεων. Σε συνδυασμό με τις περικοπές κρατικών δαπανών ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που σχεδιάζει η κυβέρνηση, η αύξηση της ανεργίας μπορεί μόνο να υπονομεύσει περαιτέρω τη ζήτηση, άρα και την ανάπτυξη.
Το ζήτημα του χρέους
Από τη σκοπιά της υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων της, η γαλλική αστική τάξη δεν έχει άλλη επιλογή από τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, σε μια προσπάθεια να περιορίσει το κρατικό έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ το 2024. Μέχρι το 2025 η Γαλλία θα πρέπει να δανειστεί τουλάχιστον άλλα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς το δημόσιο χρέος – που ήδη ξεπέρασε τα 3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ – συνεχίζει να αυξάνεται.
Από τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης τον περασμένο Ιούνιο, οι συνθήκες για την εξυπηρέτηση του γαλλικού χρέους έχουν επιδεινωθεί. Η Ισπανία και η Πορτογαλία δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια από τη Γαλλία. Μόνες τους οι πληρωμές τόκων για το χρέος της Γαλλίας θα μπορούσαν να φτάσουν τα 55 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, τα 70 δισεκατομμύρια το 2027 και σχεδόν τα 100 δισεκατομμύρια το 2028. Ως μέτρο σύγκρισης, αναφέρουμε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση το 2024 ήταν 63 δισεκατομμύρια.
Τον Οκτώβριο οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και Moody’s απέδωσαν «αρνητική προοπτική» στην αξιολόγησή τους για το χρέος της Γαλλίας. Στην εξήγησή της, η Moody’s επισημαίνει ότι η Γαλλία χαρακτηρίζεται από «ένα πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον που δεν ευνοεί τη δημιουργία ενός συνασπισμού γύρω από μέτρα πολιτικής που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το δημοσιονομικό ισοζύγιο με βιώσιμο τρόπο». Με άλλα λόγια, ο οίκος αξιολόγησης επιβεβαιώνει την κρίση του καθεστώτος – την απαξίωση και το αδιέξοδο των μηχανισμών οι οποίοι υποτίθεται ότι εγγυώνται την εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» που χρειάζεται η αστική τάξη.
Το γαλλικό μεγάλο κεφάλαιο χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση. Αντίθετα, έχει την κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ, μέλους ενός κόμματος που πήρε λιγότερο από το 7% των ψήφων, και το οποίο αναγκάζεται να διαπραγματεύεται συνεχώς με τις διάφορες ανταγωνιστικές και εχθρικές φατρίες της σχετικής «πλειοψηφίας» του, καθώς και με τη δεξιά αντιπολίτευση του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν.
Κοινωνική οργή
Μετά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές γράφαμε:
«Ο Λένιν τόνισε ότι μια επαναστατική κρίση συχνά προαναγγέλλεται, ή ακόμα και ξεκινά, από μια κρίση στο πολιτικό καθεστώς της αστικής τάξης, με άλλα λόγια στους θεσμούς, τους μηχανισμούς και τις μεθόδους που συνήθως εγγυώνται την κυριαρχία της. Σαφώς, η κρίση του καθεστώτος του γαλλικού καπιταλισμού, που δεν είναι νέα, βρίσκεται στη διαδικασία να περάσει ένα νέο κατώφλι. Όπως τόνισε επίσης ο Λένιν, μια τέτοια κρίση και η διάσπαση της άρχουσας τάξης που τη συνοδεύει, ανοίγει έναν χώρο για την εκμεταλλευόμενη τάξη να παρέμβει και να προσπαθήσει να αλλάξει την κατάσταση προς όφελός της. Μπορεί στη Γαλλία να μην έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο, αλλά οδεύουμε κατευθείαν προς τα εκεί. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών άνοιξε μια νέα φάση μεγάλης πολιτικής αστάθειας».
Οι πλατιές μάζες των εργαζομένων, δεν παρακολουθούν τις λεπτομέρειες των κοινοβουλευτικών παιχνιδιών, αλλά βλέπουν τις βρώμικες επιθέσεις που ετοιμάζει αυτή η κυβέρνηση, καθώς και το πόσο εύθραυστη είναι. Όλα τα στρώματα της κοινωνίας – με εξαίρεση τα πλουσιότερα, ό,τι κι αν λέει ο Μπαρνιέ – είναι στο στόχαστρο των μέτρων λιτότητας που βρίσκονται στην ατζέντα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, υπάρχει αυξανόμενη οργή σε όλη την κοινωνία.
Τον Οκτώβριο πραγματοποιήθηκαν απεργίες στο σύστημα Υγείας ενάντια στις περικοπές ύψους 4,9 δισεκατομμυρίων ευρώ που προβλέπονται στο νέο σχετικό νομοσχέδιο (PLFSS). Αρκετά νοσοκομεία εξακολουθούν να είναι σε απεργία ζητώντας αύξηση της χρηματοδότησής τους. Απεργίες ξέσπασαν επίσης στις 19 Νοεμβρίου μεταξύ των φροντιστών παιδιών για τη διεκδίκηση καλύτερων αμοιβών και μεγαλύτερης χρηματοδότησης. Τα συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων έχουν εξαγγείλει απεργία για τις 5 Δεκεμβρίου. Μετά από μια προειδοποιητική απεργία στις 21 Νοεμβρίου, τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών προγραμματίζουν μια απεργία διαρκείας από τις 11 Δεκεμβρίου, κατά της διάλυσης των εμπορευματικών δρομολογίων και της απόπειρας ιδιωτικοποίησής τους.
Στις αρχές του 2024 η Γαλλία, και η Ευρώπη γενικά, γνώρισαν μια από τις πιο δυναμικές αγροτικές κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Έκτοτε, δεν υπήρξε καμία βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης και δουλειάς των μικροκαλλιεργητών, κι έτσι προετοιμάζονται νέες κινητοποιήσεις. Τέλος, μπροστά στο κύμα απολύσεων και κλεισίματος εργοστασίων, έχουν ξεκινήσει μια σειρά από απεργίες διαρκείας στις βιομηχανίες του μετάλλου, των αυτοκινήτων και των χημικών. Αναμφίβολα, κι άλλες απεργίες θα ξεσπάσουν για την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας.
Πρόβλημα ηγεσίας
Τους επόμενους μήνες θα δούμε μια νέα φάση οξυμένης ταξικής πάλης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εργάτες χρειάζονται ένα ξεκάθαρο και μαχητικό σχέδιο αγώνα, αλλά οι επίσημοι ηγέτες τους δεν βρίσκονται στο ύψος των περιστάσεων.
Η Ανυπότακτη Γαλλία έχει κλειστεί στο Παλαί Μπουρμπόν [την έδρα της Εθνοσυνέλευσης], όπου υποβάλλει καταδικασμένες σε αποτυχία τροπολογίες, αντί να ρίξει όλες της τις δυνάμεις στην οργάνωση του κινήματος στους δρόμους, τους χώρους εργασίας και τις εργατικές γειτονιές.
Όσο για την ηγεσία της CGT, καλεί την κυβέρνηση των πλουσίων να κηρύξει ένα «μορατόριουμ στις απολύσεις», δηλαδή να προδώσει τα συμφέροντα των αφεντικών της. Είναι αλήθεια ότι η CGT καλεί επίσης σε «μια ημέρα σύγκλισης όλων των αγώνων υπεράσπισης των θέσεων εργασίας» στις 12 Δεκεμβρίου, αλλά αυτό δεν θα σταματήσει τα αφεντικά που ετοιμάζονται να απολύσουν εργάτες και να κλείσουν εργοτάξια. Η στρατηγική των «ημερών δράσης», όσο μαζικές κι αν είναι αυτές, έχει επανειλημμένα αποδειχθεί αποτυχημένη.
Πέρυσι, για παράδειγμα, αυτή η στρατηγική καταδίκασε σε ήττα τον μεγάλο αγώνα κατά της συνταξιοδοτικής αντιμεταρρύθμισης, παρά τις τεράστιες δυνατότητές του και τη συντριπτική υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Αρκετοί κλάδοι έβγαλαν σωστά συμπεράσματα και ξεκίνησαν απεργίες διαρκείας, αλλά βρέθηκαν απομονωμένοι λόγω της άρνησης της ηγεσίας της CGT να επεκτείνει αυτές τις απεργίες σε άλλους κλάδους.
Η στρατηγική των χωρίς συνέχεια «ημερών δράσης» συνιστά εκτόνωση του κινήματος, περιορισμό της εμβέλειάς του και παρεμπόδισή του να πάρει μια μορφή που θα απειλούσε την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη. Όπως παραδέχτηκε ανοιχτά η Σοφί Μπινέ (γενική γραμματέας της CGT) στην τηλεόραση τον Απρίλιο του 2023: «Δεν ζητάμε την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης, αλλά της συνταξιοδοτικής αντιμεταρρύθμισης».
Μόνο ένα κίνημα αρκετά ισχυρό ώστε να ρίξει την κυβέρνηση έχει τη δύναμη να σταθεί εμπόδιο στις αντιμεταρρυθμίσεις της. Αυτό ισχύει σήμερα όσο ίσχυε και κατά τη διάρκεια του κινήματος κατά της συνταξιοδοτικής αντιμεταρρύθμισης. Παραιτούμενη από τον στόχο της ανατροπής της κυβέρνησης, η Σοφί Μπινέ ντε φάκτο διευκολύνει την εφαρμογή των αντιδραστικών πολιτικών της.
Η Unité CGT
Από τον Δεκέμβριο του 2019, ηγετικά στελέχη της CGT – συμπεριλαμβανομένων του Ολιβιέ Ματώ, γραμματέα της CGT στον νομό Μπους-ντυ-Ρον, και του Εμανουέλ Λεπινέ, γραμματέα της Εθνικής Ομοσπονδίας Χημικών Βιομηχανιών – έχουν δημιουργήσει μια αριστερή πτέρυγα μέσα στη συνομοσπονδία, την «Unité CGT». Σε αρκετές περιπτώσεις, η Unité CGT έχει τονίσει την ανάγκη να προετοιμαστεί ένα πλατύ κίνημα απεργιών διαρκείας.
Αυτή η αριστερή πτέρυγα βγήκε πολύ ενισχυμένη από το συνέδριο της CGT τον Μάρτιο του 2023. Επιπρόσθετα, καταψήφισε την «Έκθεση Δραστηριότητας» της απερχόμενης ηγεσίας – το κείμενο που περιέχει τον απολογισμό της για τα πρόσφατα γεγονότα. Αυτό ήταν χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της CGT.
Αντιμέτωπη με το τρέχον κύμα απολύσεων, η Unité CGT έχει ένα εντελώς διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό της ηγεσίας: «Πρέπει να απαλλοτριώσουμε και να εθνικοποιήσουμε, υπό εργατικό έλεγχο, τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους, από τα μεγάλα αφεντικά μέχρι τους υπεργολάβους». Συμφωνούμε απόλυτα.
Ολόκληρη η CGT θα πρέπει να υπερασπιστεί αυτό το πρόγραμμα. Αυτό θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στη συνείδηση και το μαχητικό πνεύμα εκατομμυρίων εργατών που υφίστανται τις πολιτικές λιτότητας, τις απολύσεις και όλες τις συνέπειες της κρίσης του καπιταλισμού.
Οι ηγέτες της Unité CGT δεν θα πρέπει να αρκούνται στο να υπερασπίζονται το πρόγραμμά τους παράλληλα με το ανίσχυρο και υπερ-μετριοπαθές πρόγραμμα της ηγεσίας της CGT. Δεν είναι η ώρα για διπλωματία με τη Σοφί Μπινέ και την παρέα της. Είναι η ώρα για έναν ανοιχτό και σοβαρό αγώνα, εντός της ίδιας της CGT, για να αποκτήσει αυτή η πανίσχυρη οργάνωση ένα πρόγραμμα και μια στρατηγική σε αντιστοιχία με το διακύβευμα και τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Γκιγιόμ Οντελίν, Ζερόμ Ματελίς
μέλη του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γαλλία
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Γεωργία Τζιρκαλλή