Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης με το οποίο εκλέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το πρώτο πρόγραμμα πραγματικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανακοινωθεί από μία κυβέρνηση στην Ελλάδα μετά από δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το ζωηρό ενδιαφέρον των εργαζόμενων και των φτωχών διεθνώς για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, καθώς σκέφτονται ότι αν μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να βάλει τέλος στη λιτότητα, τότε θα μπορούσαν και οι ίδιοι να κάνουν κάτι ανάλογο στις δικές τους χώρες.
Οι ανακοινώσεις για την άμεση εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, προκάλεσαν κύματα ενθουσιασμού στα φτωχά λαϊκά στρώματα που είχαν συνηθίσει, οι πολιτικοί να αναιρούν τις υποσχέσεις τους αμέσως μετά την εκλογή τους στην κυβέρνηση. Αυτό εξηγεί την εκτίναξη της υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ που εκφράστηκε μέσα από τις μαζικές συγκεντρώσεις υποστήριξης στην κυβέρνηση.
Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είναι απόλυτα επιβεβλημένο σαν το πρώτο βήμα για την ανακούφιση του λαού από τη βάρβαρη επίθεση που δέχθηκε το προηγούμενο διάστημα. Όμως, όπως η Κομμουνιστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ είχε προειδοποιήσει, ακόμη και αυτές οι μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις είναι αδύνατο να εφαρμοστούν και να είναι βιώσιμες πάνω στο έδαφος του παρηκμασμένου καπιταλισμού και μάλιστα με τη βοήθεια και την χρηματοδότηση των δανειστών-ληστών του ελληνικού λαού. Δυστυχώς αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιώνεται σήμερα, καθώς με την υπογραφή της συμφωνίας, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Διαπραγμάτευση και πρόγραμμα
Όπως είχαμε τονίσει σε παλαιότερα άρθρα μας, αποτελεί σοβαρό λάθος να στηρίζεται η χρηματοδότηση αυτού του προγράμματος σε ευρωπαϊκά κονδύλια, καθώς η αντίδραση των ευρωπαίων και εγχώριων καπιταλιστών δεν θα είναι η φιλική συνεργασία, αλλά ο σκληρός πόλεμος, ένας πόλεμος που ήδη βλέπουμε να διεξάγεται πίσω από τα ψεύτικα χαμόγελα. Είχαμε τονίσει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές να δεχθούν να χρηματοδοτήσουν την Ελλάδα για να διεξάγει μία αριστερή κυβέρνηση κοινωνική πολιτική. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να έδιναν το σύνθημα για την εκλογή αριστερών κυβερνήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη ξεκινώντας με το «Ποντέμος» στην Ισπανία. Σε αυτή τη βάση λοιπόν, προειδοποιούσαμε ότι δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο για ουσιαστική διαπραγμάτευση και ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προετοιμαστεί για «μονομερείς ενέργειες», για την εφαρμογή του προγράμματος της σε σύγκρουση με τους καπιταλιστές τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Σε άρθρο μας αμέσως μετά την ανακοίνωση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης τονίζαμε ότι η ηγεσία έχει την αυταπάτη «ότι όσο διαρκεί η διαπραγμάτευση με την ΕΕ με σκοπό τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» η νέα ελληνική κυβέρνηση θα αφεθεί ανενόχλητη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα «διεξόδου από την ανθρωπιστική κρίση, επανεκκίνησης της οικονομίας και ανάκτησης της εργασίας» … Όλα αυτά, εκτός από παιδιάστικες σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες που είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν με τα πρώτα κιόλας βήματα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, συνιστούν σήμερα ένα πολύ επικίνδυνο υπνωτικό για τις μάζες που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν πιστέψουν στις ωραιοποιημένες «δεσμεύσεις» της ηγεσίας θα βρεθούν εντελώς απροετοίμαστες μπροστά σ’ έναν βέβαιο αδυσώπητο πόλεμο που θα διεξάγουν οι συνασπισμένοι δανειστές ενάντιά στους ίδιους και την κυβέρνησή που εξέλεξαν για να τους εκπροσωπεί.» («ΔΕΘα σταματήσουμε τη λιτότητα αν δεν ανατρέψουμε τον καπιταλισμό!», Σταμάτης Καραγιαννόπουλος 18/9/2014).
Πράγματι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε να διαπραγματευτεί με αυταπάτες για τις διαθέσεις των «εταίρων» και βρέθηκε μπροστά σε ένα τελεσίγραφο «ή εφαρμόζετε πολιτικές λιτότητας ή χρεοκοπείτε». Μην έχοντας καμία εναλλακτική λύση, η ηγεσία συμφώνησε στην παράταση του μνημονίου, «γκρεμίζοντας» τους βασικούς πυλώνες του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, το οποίο είχε υποσχεθεί ότι είναι άμεσα εφαρμόσιμο και ανεξάρτητο από την πορεία των διαπραγματεύσεων. Πλέον τα νομοσχέδια που θα καταθέτει η κυβέρνηση θα πρέπει να περνούν από την ταπεινωτική έγκριση των «θεσμών». Αυτή η δέσμευση από μόνη της θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Η κυβέρνηση πλέον έχει εγκαταλείψει τη διεκδίκηση για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, έχει αποδεχθεί το χρέος ως βιώσιμο και δεσμεύθηκε για την εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων. Η δέσμευση αυτή, χωρίς την επιβολή κανενός μέτρου από τους δανειστές σημαίνει την συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας, καθώς το χρέος δεν είναι βιώσιμο και ο μόνος τρόπος να συνεχιστεί η αποπληρωμή του είναι με νέες περικοπές.
Δεν υπήρχε ποτέ κανένα περιθώριο για μια σοβαρή μείωση του χρέους με τη σύμφωνη γνώμη των ευρωπαίων αστών. Η προοπτική για μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το χρέος που θα κατέληγε σε μία ευνοϊκή συμφωνία για το ελληνικό χρέος δεν ήταν διόλου ρεαλιστική. Στο ίδιο άρθρο που παραθέσαμε παραπάνω γράφαμε : «Η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το χρέος … προβάλλεται σαν μια εύσχημη φόρμουλα αποφυγής της υπεράσπισης των αναγκαίων μονομερών ενεργειών σχετικά με το ληστρικό κρατικό χρέος, δηλαδή της οριστικής και συνολικής διαγραφής του. Ακόμα χειρότερα επίσης, η αναμενόμενη από την ΕΕ άρνηση της διενέργειας μιας τέτοιας Διάσκεψης θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν μια «διαπραγματευτική αντιξοότητα», που χάριν του ρεαλισμού θα επιβάλει υποχωρήσεις έναντι των αξιώσεων των δανειστών…» Δυστυχώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε αυτή την πρόβλεψη και πλέον με την υπογραφή της συμφωνίας στο «Eurogroup» δεν αφήνει περιθώρια για την εφαρμογή του προεκλογικού της προγράμματος.
Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή με τη νέα συμφωνία η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο για να εφαρμόσει το πρόγραμμα αργότερα, είναι εντελώς αβάσιμο. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει. Η παράταση του μνημονίου δίνει χρόνο στους «θεσμούς» να πιέσουν ασφυκτικά την κυβέρνηση για την εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας του μνημονίου, ώστε να λάβει τις εκκρεμούσες δώσεις. Ακόλουθα, έχοντας διαμορφώσει ένα πλαίσιο οικονομικής ασφυξίας στη χώρα, μπορούν να υποχρεώσουν την κυβέρνηση να υπογράψει ένα νέο μνημόνιο το καλοκαίρι.
Το νομοσχέδιο για την «ανθρωπιστική κρίση»
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, στην προσπάθεια της να δείξει έμπρακτη διάθεση να εφαρμόσει τις εξαγγελίες της, η κυβέρνηση κατέθεσε ένα νομοσχέδιο με μέρος των δεσμεύσεων της για την καταπολέμηση της «ανθρωπιστικής κρίσης». Το νομοσχέδιο είναι εξαιρετικά «περιορισμένης εμβέλειας» σε σχέση με ότι είχε αρχικά εξαγγελθεί. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης προϋπολόγιζε για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης 2 δις ευρώ ενώ το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή κοστίζει 200 εκατομμύρια ευρώ.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει παροχή ρεύματος για 150.000 οικογένειες (όχι τελικά 300.000) που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (με ετήσιο εισόδημα έως 4800 ευρώ). Επιδότηση σίτισης για 170.000 νοικοκυριά, επίδομα ενοικίου για 50.000 νοικοκυριά και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για ανέργους και υποαπασχολούμενους. Το νομοσχέδιο αυτό απέχει πολύ από το να καταπολεμά σοβαρά την «ανθρωπιστική κρίση», καθώς αυτοί που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης είναι πολύ περισσότεροι από τους δικαιούχους. Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να δοθούν τα υπόλοιπα 1,8 δις ευρώ από αυτά που η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στους άνεργους και τους εξαθλιωμένους, είναι να αρνηθεί να αποπληρώσει το χρέος και τα 7 δισ που ζητούν οι δανειστές μόνο το Μάρτιο.
Η δέσμευση για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ έχει μετατεθεί για το 2016, αλλά υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν θα τηρηθεί αυτή η δέσμευση. Στη λίστα Βαρουφάκη αναφέρεται : «Σταδιακή μεταφορά σε μία «έξυπνη» προσέγγιση των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις που θα ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης για ευελιξίας και της δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για τον εξορθολογισμό και με την πάροδο του χρόνου αύξηση του κατώτατου μισθού με τρόπο που θα διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές των εργαζομένων». Εδώ συμπυκνώνεται η «έξυπνη» ρεφορμιστική αντίληψη που θέλει να συμφιλιώσει την «ανταγωνιστικότητα», δηλαδή τα κέρδη των καπιταλιστών με τις «προοπτικές των εργαζομένων». Η ουσία της καπιταλιστικής κρίσης όμως είναι ακριβώς αυτή η άλυτη αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα των αφεντικών και των εργαζομένων.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ο λιγότερο ανταγωνιστικός στην Ευρώπη. Αυτό το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με 2 τρόπους. Ο πρώτος είναι μέσω μαζικών επενδύσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι έλληνες καπιταλιστές βέβαια, δεν είναι, ούτε ποτέ ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η αγορά συρρικνώνεται. Ο δεύτερος είναι η μείωση του εργατικού κόστους, αυτό που κάνουν δηλαδή συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι ασυμβίβαστες με τη βιωσιμότητα της κερδοφορίας των ελλήνων καπιταλιστών.
Το ίδιο ασυμβίβαστη είναι και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία έχει πάρει την μορφή μίας έμμεσης σταθερής κρατικής επιδότησης στους έλληνες καπιταλιστές. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και πολύ περισσότερο η αύξηση της φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο θα σημάνει ένα λυσσασμένο πόλεμο ενάντια στην κυβέρνηση αντίστοιχο με αυτόν που διεξάγει η άρχουσα τάξη της Βενεζουέλας ενάντια στην κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Ήδη οι καπιταλιστές έχουν «φυγαδεύσει» στο εξωτερικό 20 δις ευρώ για να τα προσθέσουν στις σωρούς των δισεκατομμυρίων που έχουν κρύψει στις ελβετικές τράπεζες.
Πως θα μπορούσε λοιπόν η κυβέρνηση μπροστά σε όλες αυτές τις δυσκολίες να εφαρμόσει το πρόγραμμα που έχει υποσχεθεί στο λαό; Η κυβέρνηση μετά την όποια διαπραγμάτευση θα έπρεπε απλά να πει την αλήθεια στους εργαζόμενους στην Ελλάδα και στον κόσμο. «Προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα με το οποίο εκλεχτήκαμε, διαπραγματευόμενοι με την ΕΕ. Δυστυχώς όμως δεχθήκαμε, με την απειλή της χρεοκοπίας, τον εκβιασμό να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα λιτότητας το οποίο υποσχεθήκαμε να ανατρέψουμε. Αυτό δεν θα το κάνουμε γιατί για εμάς προέχουν, οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί και η νεολαία και μετά οι δανειστές. Γι’ αυτό το λόγο διαγράφουμε μονομερώς το χρέος και χρησιμοποιούμε αυτά τα χρήματα για κοινωνική πολιτική. Εθνικοποιούμε τις τράπεζες στις οποίες έχουν χαριστεί σκανδαλωδώς εκατοντάδες δις κρατικού χρήματος. Εθνικοποιούμε τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που φοροδιέφευγαν όλο το προηγούμενο διάστημα και οργανώνουμε την οικονομία με μόνο σκοπό την ευημερία του λαού και καλούμε τους λαούς της Ευρώπης να ακολουθήσουν το παράδειγμα μας».
Αυτές οι «μονομερείς ενέργειες» δεν θα απομόνωναν την Ελλάδα όπως ισχυρίζονται οι απολογητές της ηγεσίας. Το αντίθετο ισχύει, καθώς θα έδειχναν τον δρόμο σε εκατομμύρια εργαζόμενους που πολύ σύντομα θα ακολουθούσαν το παράδειγμα της Ελλάδας. Οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι φτωχοί της Ευρώπης και του κόσμου θα κινούνταν για να υποστηρίξουν τα ταξικά τους αδέρφια στην Ελλάδα και θα μετέφεραν τον «πόλεμο» στις χώρες των εκβιαστών «εταίρων». Αυτή είναι η μόνη «ρεαλιστική» διέξοδος. Η άλλη επιλογή είναι η πολιτική της σκληρής λιτότητας. Όπως δεκάδες φορές έχει δείξει η Ιστορία, τρίτος δρόμος μέσα στον καπιταλισμό δεν υπάρχει.
Ηλίας Κυρούσης – Μέλος του ΚΣ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ