Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ στις 23 Μαρτίου, μετά από σύσκεψη με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων, ανακοίνωσε: «Δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να νικήσουμε τον ιό, ο οποίος δεν υποχωρεί». Ακόμα πιο υποκριτής εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, ο οποίος φωτογραφήθηκε με ένα μεγάλο κερί για να «τιμήσει» όλους τους νεκρούς από τον κορωνοϊό. Το μόνο που λείπει είναι να χτίσουν μνημεία για όλους τους «κακομοίρηδες» που δεν τα κατάφεραν – στο πνεύμα των πολεμικών μνημείων για όλους εκείνους τους εργαζόμενους, που κάηκαν μέχρι θανάτου σε πολέμους και που έπρεπε να σφαγιάσουν ο ένας τον άλλον, για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα αυτών που κυβερνούν τον κόσμο. Σχεδόν όλοι οι θάνατοι από την πανδημία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν οι κυβερνήσεις είχαν πραγματικά προσπαθήσει να καταπολεμήσουν την πανδημία εξ αρχής. Αντ’ αυτού, τα συμφέροντα και το κέρδος του κεφαλαίου έρχονται σε πρώτη μοίρα και αυτά απαιτούν θύματα – πάνω από 75.000 είναι οι νεκροί από τον κορωνοϊό μόνο στη Γερμανία.
Εδώ και πάνω από ένα χρόνο περιμένουμε να τελειώσει αυτή η πανδημία. Ωστόσο, βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από το τέλος της. Στην πραγματικότητα, αυτή η κρίση θα είχε τελειώσει εδώ και πολύ καιρό: αν είχε επικρατήσει η διεθνής συνεργασία έναντι των εθνικών ανταγωνισμών, αν είχαν ληφθεί σοβαρά οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων και αν είχε σχεδιαστεί πλάνο εξάλειψης του ιού, αν είχε εφαρμοστεί σωστό lockdown, με κλείσιμο όλων των μη απαραίτητων επιχειρήσεων, με μαζικά τεστ και σωστή ιχνηλάτηση κρουσμάτων τον Μάρτη και τον Απρίλη του 2020. Και πάνω απ’ όλα, αν αντί να προστατεύονται τα κέρδη των καπιταλιστών, είχε εφαρμοστεί μια άλλη πολιτική, η οποία θα έθιγε τα συμφέροντά τους.
Το CDU/CSU σε κρίση
Στην αρχή της πανδημίας, η πρόθεση ψήφου για το CDU/CSU ανέβηκε στα ύψη στις δημοσκοπήσεις (σ.τ.ε: το CDU είναι η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, το παραδοσιακό κόμμα της γερμανικής αστικής τάξης, και το CSU η Χριστιανοκοινωνική Ένωση, το αδελφό κόμμα του CDU στη Βαυαρία). Υπήρχαν διαστήματα στις αρχές του καλοκαιριού του περασμένου έτους, που η Ένωση CDU/CSU έφτασε στο επιβλητικό 40%. Οι περισσότεροι πολίτες ήλπιζαν ότι η κυβέρνηση θα κάνει σωστή διαχείριση της κρίσης. Η εμπιστοσύνη τους για τα κόμματα αυτά τώρα έχει αρχίσει να κλονίζεται. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, σύμφωνα με έρευνες των Kantar (Emnid), Infratest dimap, INSA και Forsa, το CDU/CSU έχει πέσει αισθητά κάτω από το 30% σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα σκάνδαλα που σχετίζονται με την προμήθεια των μασκών ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που το προκάλεσε αυτό. Αλλά ακόμη και πριν απ’ αυτό, η υποστήριξη για τα κόμματα αυτά μειωνόταν σταδιακά. Οι πολιτικά υπεύθυνοι για το χάος στην καταπολέμηση της πανδημίας αρχίζουν επιτέλους να «πληρώνουν» γι’ αυτό.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων πηγαίνουν από τη μία λάθος απόφαση στην άλλη και από το ένα σκάνδαλο στο άλλο. Εφόσον δεν αναλαμβάνουν καμιά πρωτοβουλία, που θα μπορούσε να θίξει τα κέρδη των εταιριών και των τραπεζών, δεν μπορούν να ελέγξουν την πανδημία. Το υπάρχον σύστημα είναι πολύ κερδοφόρο για όλους τους εμπλεκόμενους – τραπεζίτες, επιχειρηματίες και πολιτικούς – όπως δείχνει το πρόσφατο σκάνδαλο του CDU/CSU με την προμήθεια μασκών.
«Πέφτουν οι μάσκες»
Τον Δεκέμβρη του 2020, ξεκίνησε έρευνα εναντίον του πολιτικού του CSU, Γκέοργκ Νούσλαϊν. Όπως ανέφερε το ARD (σ.τ.ε: κρατικό τηλεοπτικό κανάλι της Γερμανίας) και άλλα μέσα, μεσολάβησε μέσω της εταιρίας του Tectum Holding GmbH υπέρ ενός κατασκευαστή ιατρικών μασκών από την περιοχή του Όφενμπαχ, για παροχή μασκών αξίας 660.000 ευρώ στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας, στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών, στο Υπουργείο Υγείας της Βαυαρίας και την κυβέρνηση της Βαυαρίας. Η υπόθεση διερευνάται για διαφθορά και φοροδιαφυγή. Στις 8 Μάρτη, ο Νούσλαϊν παραιτήθηκε από το CSU, αλλά αρχικά διατήρησε τη βουλευτική του έδρα.
Ο Άλφρεντ Ζάουτερ, προβεβλημένο στέλεχος του CSU και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Βαυαρίας, εμπλέκεται κι εκείνος στην υπόθεση. Όπως ανέφερε το Bayerischer Rundfunk (σ.τ.ε: κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός της Βαυαρίας), είχε συντάξει σύμβαση μεταξύ ενός προμηθευτή προστατευτικών μασκών κορωνοϊού και του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βαυαρίας. Αυτή η συμφωνία πραγματοποιήθηκε με τη διαμεσολάβηση της προαναφερθείσας εταιρείας του Γκέοργκ Νούσλαϊν. Ο Νούσλαϊν αποκόμισε απ’ αυτό 660.000 ευρώ για την επιχείρησή του. Σύμφωνα με πληροφορίες των Süddeutscher Zeitung (SZ), Norddeutscher Rundfunk (NRD) και Westdeutscher Rundfunk (WRD) (σ.τ.ε: οι κρατικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί των κρατιδίων του Αμβούργου και της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας αντίστοιχα), ο Ζάουτερ έχει συγκεντρώσει υψηλά εξαψήφια ποσά ως δικηγόρος για τη διαμεσολάβηση στην αγορά μασκών, καθώς και για άλλες υπηρεσίες. Σύμφωνα με δημοσίευμα της SZ στις 18 Μάρτη, το ποσό αυτό κυμαίνεται περίπου στα 1,2 εκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι ακόμη σαφές πού θα πάνε αυτά τα χρήματα. Ο Ζάουτερ θέλει να διατηρήσει τη βουλευτική του ιδιότητα μέχρι τις εκλογές του φθινοπώρου του 2023, αλλά παραιτήθηκε από όλες τις κομματικές του αρμοδιότητες στο CSU στις 21 Μάρτη, καθώς και από την κοινοβουλευτική ομάδα του CSU την επόμενη μέρα.
Ένας άλλος πρωταγωνιστής στην υπόθεση είναι ο βουλευτής του CDU στο Μάνχαϊμ, Νίκολας Λέμπελ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στην εφημερίδα Mannheimer Morgen, τον Απρίλη του 2020 μεσολάβησε σε συμβάσεις παροχής μασκών για την εταιρεία Mannheim Avendi και την SRH Holding της Χαϊδελβέργης, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον βουλευτικό του λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με όλα τα αντίστοιχα προσωπικά του δεδομένα, που περιέχονται σ’ αυτόν. Προστατευτικές μάσκες από την Κίνα παραδόθηκαν στη Γερμανία μέσω της Bricon Technology GmbH, με έδρα το Βούρμλινγκεν, όπως ανέφερε το Spiegel. Σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, ο ίδιος έλαβε προμήθεια αξίας 250.000 ευρώ γι’ αυτές. Υπό την πίεση του κόμματος, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την κοινοβουλευτική του ιδιότητα στις 8 Μάρτη και να αποχωρήσει από το CDU.
Αυτές είναι μόνο οι πρόσφατα εμφανείς περιπτώσεις πιθανής διαφθοράς σε άμεση σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού. Σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα, ο νέος πρόεδρος του CDU, Άρμιν Λασέτ, είναι επίσης ύποπτος για εμπλοκή στον νεποτισμό με τις αγορές μασκών. Μια άλλη υπόθεση είναι η – ακόμη μη επιβεβαιωμένη – κατηγορία για νεποτισμό εναντίον του υπουργού Υγείας Γιενς Σπαν. Ο σύζυγός του, Ντάνιελ Φούνκε, είναι «λομπίστας» του εκδοτικού οίκου Burda. Λέγεται ότι ο εκδοτικός οίκος πούλησε 570.000 μάσκες FFP-2 στο Υπουργείο Υγείας χωρίς καμία ανάλογη διαδικασία ανάθεσης.
Ηθικά πταίσματα;
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές οι «ηθικά αμφισβητήσιμες» ενέργειες ορισμένων αποκαλούμενων «Αμίγκος» στη Βουλή (σ.τ.ε: έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στη Γερμανία για πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε σκάνδαλα και ξεκίνησε από ένα σοβαρό σκάνδαλο του CSU το 1993) και των «φίλων» τους στην οικονομία που τώρα ανακαλύπτονται και αποκαλύπτουν το πραγματικό ποιόν του κυβερνώντος κόμματος. Το CDU, ως το παραδοσιακό κόμμα του κεφαλαίου, είναι ένα παντελώς διεφθαρμένο κόμμα, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με εταιρείες και τράπεζες. Οι Ζάουτερ και Νούσλαϊν είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός συστήματος, που υπηρετεί τον πλουτισμό μιας μικρής χούφτας καπιταλιστών. Οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους τρέφονται από τα «ψίχουλα» που τους δίνουν, ως ανταμοιβή για τις πολιτικές υπηρεσίες τους. Η διαφθορά σ’ αυτό το σύστημα είναι καθημερινό φαινόμενο.
Τώρα οι ηγέτες του κόμματος, όπως ο Μάρκους Ζέντερ, προσπαθούν να περιορίσουν τη ζημιά. Τάσσονται υπέρ μιας «Διακήρυξης Ακεραιότητας» και ενός προγράμματος 10 σημείων, που αποσκοπεί στον περιορισμό της εμπορικής δευτεροβάθμιας απασχόλησης των βουλευτών, καθώς και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της «διαφάνειας». Αυτές οι βαρύγδουπες δηλώσεις είναι απόλυτα υποκριτικές και παραπλανητικές, καθώς το CDU/CSU έχει παρεμποδίσει κάθε τέτοιου είδους μέτρο στο παρελθόν. Αυτή η κίνηση προσδοκά μόνο στην ελαχιστοποίηση των ζημίων, λίγο πριν από τις εκλογές. Προσποιούνται τους μετανοημένους, ελπίζοντας στην αδράνεια των ψηφοφόρων και, μόλις το σκάνδαλο υποχωρήσει, σκοπεύουν να παγώσουν τα προαναφερθέντα σχέδια.
Χαλάρωση του lockdown για να σκληρύνει ξανά;
Μέχρι τα μέσα Φλεβάρη, πολλοί ήλπιζαν σε ένα σχετικά «φυσιολογικό» καλοκαίρι. Ο αριθμός των λοιμώξεων ανά 100.000 κατοίκους μειωνόταν σχετικά γρήγορα σ’ όλη τη Γερμανία. Ο μερικός περιορισμός, ειδικά της προσωπικής ζωής και της δημόσιας κατανάλωσης, φαινόταν να λειτουργεί. Οι σχετικές δυσκολίες δεν φαίνονταν μάταιες. Η εκστρατεία εμβολιασμού – με αργούς ρυθμούς βεβαίως – άρχισε να κυλά. Αυτό δημιούργησε αισιοδοξία. Επιπλέον, έγινε συζήτηση σχετικά με τα rapid test, τα οποία θα έπρεπε να είναι προσιτά σε όλους, γεγονός που ευνοούσε την προοπτική χαλάρωσης στο άμεσο μέλλον.
Μέτρα χαλάρωσης αποφασίστηκαν μετά από τη διάσκεψη της καγκελάριου με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων στις 10 Φλεβάρη. Από τότε, η κατάσταση έχει βγει εκτός ελέγχου. Οι λοιμώξεις αυξάνονται ξανά εκθετικά. Στις 24 Μάρτη, το Ινστιτούτο Robert Koch ανακοίνωσε τον αριθμό των 108 νέων κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους στο διάστημα των 7 περασμένων ημερών για ολόκληρη τη Γερμανία (σ.τ.ε: ο αριθμός αυτός, δηλαδή ο αριθμός νέων κρουσμάτων τις τελευταίες 7 μέρες, είναι ένας δείκτης που χρησιμοποιείται στη Γερμανία για τις αποφάσεις σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας). Σε οκτώ ομόσπονδα κρατίδια αυτή η τιμή είναι ήδη πάνω από 100, στη Θουριγγία ακόμη και πάνω από 200. Οι λοιμώξεις προκαλούνται τώρα κυρίως από τη μετάλλαξη B.1.1.7 (τη «βρετανική» μετάλλαξη), η οποία είναι πολύ πιο μεταδοτική. Ο δείκτης Rt (σ.τ.ε: αντιστοιχεί στον αριθμό των ατόμων που μπορεί να μολυνθούν από ένα κρούσμα) ήταν σταθερά πάνω από 1 από τα μέσα του Φλεβάρη. Ο αριθμός των ασθενών που χρειάζονται εντατική θεραπεία λόγω της Covid-19 αυξάνεται και πάλι. Αυτό σημαίνει ότι όλο και λιγότερες κλίνες ΜΕΘ, οι οποίες είναι κατάλληλες για περιπτώσεις που νοσούν σοβαρά, παραμένουν διαθέσιμες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Γκερνότ Μαρξ, Πρόεδρος της Γερμανικής Διεπιστημονικής Ένωσης για Εντατική Περίθαλψη και Ιατρική Έκτακτης Ανάγκης, προειδοποίησε σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) στις 16 Μάρτη για τους επικείμενους κινδύνους:
«Έχουμε αναπτύξει ένα μοντέλο πρόβλεψης και αυτό μας δείχνει, σε επιστημονικά έγκυρη βάση, πολύ καθαρά: 100 νέα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους μέσα σε επτά μέρες – αυτό θα συμβεί σε ολόκληρη τη Γερμανία μέχρι τα τέλη Μάρτη. Αν συνεχίσουμε έτσι, τότε θα βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό του Απρίλη με 200 περιστατικά, κι αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο. Ως αποτέλεσμα, θα είχαμε τόσους ασθενείς στις ΜΕΘ όσους και στο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Η ανάκαμψη θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ειδικά με τη βρετανική μετάλλαξη. Στη συνέχεια, θα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι ασθενείς της ηλικιακής ομάδας 30-60 ετών, καθώς οι ηλικιωμένοι θα έχουν ήδη εμβολιαστεί. Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι ότι η βρετανική μετάλλαξη είναι πιθανώς πιο επικίνδυνη για τους νέους».
Κανένα νέο μέτρο στο νέο νομοσχέδιο
Η κυβέρνηση αντέδρασε τώρα, μετά τη διάσκεψη της καγκελάριου με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων στις 22 Μάρτη, με βάση τα νέα δεδομένα της πανδημίας – στην πραγματικότητα προσποιήθηκε ότι αντέδρασε. Το νομοσχέδιο δεν αποδέχθηκε το λάθος της πρόωρης χαλάρωσης των ήδη ανεπαρκών μέτρων. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι οι κυβερνήσεις έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι μόνο ένα κλείσιμο της οικονομίας μπορεί να επιφέρει μόνιμο περιορισμό των λοιμώξεων. Πώς αλλιώς μπορεί να γίνει κατανοητή η απόφαση για την αυστηρότερη λήψη μέτρων κατά τη διάρκεια του Πάσχα; Η απόφαση αναφέρει:
«Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρή δυναμική της πανδημίας, η ομοσπονδιακή και οι ομόσπονδες κυβερνήσεις θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις μέρες του Πάσχα, για να ξεπεράσουν την εκθετική ανάπτυξη του τρίτου κύματος μέσω ενός πολύ εκτεταμένου περιορισμού όλων των συγχρωτισμών για αρκετές ημέρες. Για το λόγο αυτό, η 1η Απρίλη (Μεγάλη Πέμπτη) και η 3η Απρίλη (Μεγάλο Σάββατο) πρέπει να οριστούν ως ημέρες ανάπαυσης και να συνδυαστούν με εκτεταμένους περιορισμούς και απαγόρευση συγκέντρωσης από την 1η ως τις 5 Απρίλη. Η αρχή λοιπόν #μένουμεσπίτι ισχύει για πέντε συνεχόμενες ημέρες».
Αυτήν ακριβώς την απόφαση αναγκάστηκε να ανακαλέσει η κυβέρνηση λίγο αργότερα, στις 24 Μάρτη, σε έκτακτη συνδιάσκεψη της καγκελάριου με τους πρωθυπουργούς των ομόσπονδων κρατιδίων. Η καγκελάριος βγήκε ταπεινά μπροστά στις κάμερες το μεσημέρι, για να εξηγήσει ότι η απόφαση του «lockdown για το Πάσχα» ήταν λάθος, για το οποίο ανέλαβε την πλήρη ευθύνη. Αυτό εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι έχουν παραμείνει αναπάντητα πάρα πολλά ζητήματα, όπως η συνεχής καταβολή μισθών ή η κατάσταση στα καταστήματα και τις εταιρείες. Η αυτοκινητοβιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, η τουριστική βιομηχανία και άλλοι οικονομικοί τομείς, καθώς και οι εκκλησίες έχουν ασκήσει τεράστια πίεση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, παρότι πολλοί ειδικοί γιατροί θεώρησαν ότι ακόμη και το «απότομο» lockdown κατά τη διάρκεια του Πάσχα θα ήταν εντελώς ανεπαρκές. Ακόμα κι εδώ, είναι ξεκάθαρο πως τα συμφέροντα των καπιταλιστών είναι η αποφασιστική κατευθυντήρια γραμμή της κυβέρνησης.
Έτσι, σε γενικές γραμμές, όλα παραμένουν ως είχαν. Οι περιορισμοί, που ισχύουν από τη χαλάρωση του Φεβρουαρίου, θα παραμείνουν, προς το παρόν, σε ισχύ ως τις 18 Απριλίου. Αυτό σημαίνει: ο λόγος για τη νέα αύξηση των λοιμώξεων παραμένει άθικτος. Πάνω απ’ όλα, είναι ένα lockdown που στοχεύει στην ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων και περιορίζει κυρίως την ιδιωτική ζωή. Μόνο αν η τιμή των νέων κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους σε 7 μέρες ξεπεράσει το 100, είναι πιθανό να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα, όπως η μερική απαγόρευση κυκλοφορίας και οι αυστηρότεροι περιορισμοί συγχρωτισμών. Τότε, θα μπορούσαν να γίνουν επιτακτικά και τα «επιπρόσθετα μέτρα και περιορισμοί, και τα καθημερινά rapid test» σε περιπτώσεις, όπου οι αποστάσεις ή η χρήση μάσκας δεν μπορούν να τηρηθούν μακροπρόθεσμα. Πώς πρέπει να εφαρμοστεί αυτό και ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό παραμένει εντελώς ασαφές.
Αναποτελεσματική στρατηγική των τεστ
Τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία θα πρέπει να είναι κλειστά μόνο σε αριθμό κρουσμάτων 200 και άνω. Σε ένα τέτοιο σημείο, η κατάσταση μάλλον ήδη θα ήταν εντελώς εκτός ελέγχου. Τα τεστ πρέπει να πραγματοποιούνται δύο φορές την εβδομάδα σε σχολεία και νηπιαγωγεία. Αλλά, ειδικά στα νηπιαγωγεία, τα τεστ θα πρέπει να πραγματοποιούνται καθημερινά, αφού εκεί δεν τηρούνται ούτε οι αποστάσεις ούτε η χρήση μάσκας. Μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τα τεστ αυτά δεν πραγματοποιούνται στα σχολεία. Το εκπαιδευτικό προσωπικό πρέπει να επισκέπτεται ειδικές εγκαταστάσεις για την πραγματοποίησή τους.
Επιπλέον, οι επιχειρηματίες δεν υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στους υπαλλήλους τους τακτικά τεστ. Ο πρόεδρος του ver.di (σ.τ.ε: Συνδικάτο του Τομέα των Υπηρεσιών) Φρανκ Βέρνεκε δήλωσε: «Δεν μπορείτε να καταπολεμήσετε μια πανδημία με μια ήπια δήλωση αυτο-δέσμευσης από τις επιχειρηματικές ενώσεις. Δυστυχώς, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν φαίνεται να τολμά να καταστήσει υπεύθυνους τους εργοδότες. Εκείνοι που υποφέρουν είναι οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε κινδύνους, οι οποίοι μπορούν να αποφευχθούν».
Η Ζανίν Βίσλερ, η νέα πρόεδρος της DIE LINKE, επέκρινε επίσης το νέο νομοσχέδιο σε ένα δελτίο τύπου: «Τα τεστ δεν διαθέτουν λειτουργική στρατηγική ούτε κάποια προτεραιότητα διανομής, για να διασφαλιστεί ότι τα κέντρα και τα σχολεία παιδικής μέριμνας μπορούν να προσφέρουν τακτικές εξετάσεις. Το διαθέσιμο δοκιμαστικό σώμα τεστ για τα κρατίδια – 130 εκατομμύρια έως τα τέλη Απριλίου – δεν είναι αρκετό για να τεστάρει ομάδες υψηλού κινδύνου και τους συγγενείς αυτών δύο φορές την εβδομάδα. Το λεγόμενο «τεστ των πολιτών» μία φορά την εβδομάδα δεν αρκεί». Σύμφωνα με το GEW, απαιτούνται δέκα εκατομμύρια rapid test το μήνα μόνο για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Έσσης.
Καταστροφική στρατηγική εμβολιασμού
Το χάος στο πεδίο του εμβολιασμού συνεχίζεται. Πρώτον, η ανεύθυνη αναστολή των εμβολιασμών του εμβολίου της AstraZeneca προκάλεσε μια «κοιλιά» στην εκστρατεία του εμβολιασμού. Παρά τις επανειλημμένες διευκρινίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του EMA (European Medical Agency – Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων), η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε τις αποφάσεις των κυβερνήσεων της Δανίας, της Νορβηγίας και της Ιρλανδίας, καθώς και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, σε μια κίνηση πανικού. Στις 15 Μαρτίου, ο Γιενς Σπαν διέκοψε τους εμβολιασμούς με το εμβόλιο της AstraZeneca εντελώς απρόσμενα, μετά από τη συμβουλή του Ινστιτούτου Paul Ehrlich. Ο λόγος για την απόφαση ήταν η εμφάνιση μιας σπάνιας μορφής θρομβώσεων στον εγκέφαλο, επίσης γνωστή και ως θρόμβωση κόλπων. Εκείνο το διάστημα, επτά άτομα παρουσίασαν αυτή τη μορφή θρόμβωσης σε κάποιο χρονικό διάστημα που θα μπορούσε να σχετίζεται με τον εμβολιασμό. Μέχρι τότε είχαν ήδη χορηγηθεί 1,6 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου.
Όπως αποδείχθηκε τελικά, δεν μπορεί να βρεθεί κάποια συσχέτιση μεταξύ των εμβολιασμών και της εμφάνισης των θρομβώσεων. Ο EMA κατέστησε σαφές ότι το όφελος του εμβολιασμού επισκιάζει όλες τις γνωστές παρενέργειες, και πρέπει να συνεχιστεί η χρήση του. Η ζημιά παραμένει ακόμα τεράστια. Η εμπιστοσύνη στο εμβόλιο AstraZeneca έχει ήδη κλονιστεί. Μέχρι τα τέλη Φλεβάρη, το 85% δόσεων του εμβολίου της AstraZeneca στη Γερμανία παρέμενε αχρησιμοποίητο, επειδή πολλοί άνθρωποι ανησυχούσαν για το εμβόλιο, λόγω της κακής του φήμης. Απομένει να δούμε αν η εμπιστοσύνη μπορεί να αποκατασταθεί μετά την ανάκληση της αναστολής.
Εκτός από τις ήδη τεράστιες καθυστερήσεις στην παραγωγή και παράδοση εμβολίων, αυτός είναι ένας ακόμα παράγοντας που εντείνει το χάος στην πορεία του εμβολιασμού. Από την άλλη πλευρά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφεύγει να εισάγει το εμβόλιο Sputnik 5, που παράγεται στη Ρωσία, για πολιτικούς λόγους, αν και έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά του.
Η στρατηγική εμβολιασμού πρόκειται τώρα να συμπεριλάβει τους οικογενειακούς γιατρούς στην εκστρατεία του εμβολιασμού, αλλά δεν υπάρχουν αρκετές δόσεις εμβολίων. Μετά το Πάσχα, κάθε ιατρείο θα λαμβάνει μόνο 20 δόσεις εμβολίου την εβδομάδα. Επιπλέον, οι περίπου 12.000 ιατροί επιχειρήσεων (σ.τ.ε: γιατροί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις και καλύπτουν τις ιατρικές ανάγκες του εργατικού δυναμικού) στη Γερμανία δεν περιλαμβάνονται ακόμη σ’ αυτή τη στρατηγική. Αυτό θα μπορούσε να απλοποιήσει και να επιταχύνει σημαντικά τον εμβολιασμό, αν μπορούσαν οι εργαζόμενοι να εμβολιαστούν από την ίδια την επιχείρηση. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό να περάσει αρκετός καιρός μετά το τέλος του καλοκαιριού, έως ότου δοθεί σε κάθε πολίτη η ευκαιρία να εμβολιαστεί. Μέχρι στιγμής, έχουν χορηγηθεί μόνο 11,45 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου (σ.σ: πλέον, στις 19 Απρίλη, το νούμερο έχει φτάσει τα 19,23 εκατομμύρια). Αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό εμβολιασμού πρώτης δόσης 9,5% (σ.σ: 16,9% στις 19 Απρίλη).
Να τελειώσει η περίοδος χάριτος!
Δεν μπορούμε πλέον να αφήσουμε αυτή την κυβέρνηση να διαχειρίζεται αυτή την κρίση. Ως εκ τούτου, χαιρετίζουμε την κριτική που ασκήθηκε από την DIE LINKE όπως και από μεμονωμένα σωματεία της DGB (σ.τ.ε: Deutscher Gewerkschaftsbund, Συνομοσπονδία Συνδικάτων της Γερμανίας) ως προς τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Μέχρι στιγμής όμως, οι ηγέτες αυτών των οργανώσεων έχουν μόνο σχολιάσει περισσότερο ή λιγότερο επικριτικά τις θανατηφόρες πολιτικές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων κυβερνήσεων· τώρα πρέπει να συνεχίσουν την επίθεση. Η κρίση δεν πρέπει να συνεχιστεί εις βάρος των εργαζομένων και των νέων. Η χτυπημένη και σε βαθιά κρίση ηγεσία του CDU πρέπει να φύγει!
Είναι πάνω απ’ όλα ευθύνη της DIE LINKE να παρουσιάσει μια σοσιαλιστική προοπτική επίλυσης της κρίσης. Τα αφεντικά, δηλαδή οι τράπεζες και οι εταιρείες, πρέπει να πληρώσουν για την κρίση. Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, μόνο πλούτισαν περαιτέρω και χρηματοδοτήθηκαν με τεράστια ποσά από την κυβέρνηση. Είναι καιρός να χρησιμοποιήσουμε τα δισεκατομμύρια, που λιμνάζουν στους λογαριασμούς αυτής της μικροσκοπικής μειοψηφίας δισεκατομμυριούχων και εκατομμυριούχων, για την επίλυση της κρίσης.
Για όσο διάστημα δεν έχουν εμβολιαστεί αρκετά άτομα, όλες οι μη αναγκαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να κλείσουν με πλήρη αποζημίωση μισθού των εργαζομένων, με έξοδα βέβαια της ίδιας της επιχείρησης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος, για να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του Συστήματος Υγείας. Υπάρχουν ήδη λιγότερες από 3.000 διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ. Επιπλέον, υπάρχουν όλο και περισσότεροι νέοι ασθενείς, που καταλήγουν σε μονάδες εντατικής θεραπείας και συνήθως μένουν εκεί για καιρό. Το προσωπικό των νοσοκομείων βρίσκεται επίσης στα όριά του εδώ και αρκετό καιρό.
Προκειμένου να παραχθούν αρκετά εμβόλια, πρέπει ακυρωθούν όλες οι πατέντες και η φαρμακοβιομηχανία πρέπει να εθνικοποιηθεί και να τεθεί υπό εργατικό έλεγχο. Τα κέρδη των τραπεζών και των εταιρειών, καθώς και οι περιουσίες των πλουσίων πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της παραγωγής εμβολίων. Θα πρέπει επίσης να γίνουν μεγάλες επενδύσεις σε μαζικά τεστ, ώστε να μπορούν αυτά να γίνονται σε καθημερινή βάση.
Ένα πραγματικό κλείσιμο της οικονομίας, με μαζικά τεστ και μαζικούς εμβολιασμούς, θα μπορούσε να τερματίσει την πανδημία εντός δύο μηνών. Αλλά, αυτό μπορεί να καταστεί εφικτό, μόνο αν οι εργαζόμενοι αναλάβουν τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο. Αυτό απαιτεί μια πανεθνικά συντονισμένη μαζική εκστρατεία από την DIE LINKE και τα συνδικάτα της DGB, με στόχο τις απεργίες και τον εργατικό έλεγχο από το ίδιο το εργατικό δυναμικό μέσα στο χώρο εργασίας. Για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκινήσουν μια εκστρατεία κινητοποίησης των εργοστασιακών επιτροπών με διαδηλώσεις και απεργίες, με στόχο την επιβολή του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή.
Αυτό ανοίγει τη δυνατότητα για την DIE LINKE να «ανεβάσει στροφές» και να ξεκινήσει μια εκστρατεία για τις φετινές εκλογές με στόχο την επίλυση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης προς όφελος των εργαζόμενων. Η απόλυτα σωστή κίνησή της στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο για την απελευθέρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας εμβολίων απορρίφθηκε σθεναρά από όλα τα άλλα κόμματα (από το SPD ως την AFD). Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα! Τώρα πρέπει να γίνει μια μαζική πανεθνική εκστρατεία σε όλες τις πόλεις και περιοχές – σε σχέση με το αίτημα για δήμευση όλων των φαρμακευτικών εταιρειών και τη μετατροπή τους σε κρατική περιουσία υπό εργατικό έλεγχο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για την ενίσχυση της παραγωγής εμβολίων. Αν όχι τώρα, πότε είναι η ώρα να παλέψουμε και να ασκήσουμε πίεση;
Αλεξάντερ Καλαμπέκοβ
Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 24 Μαρτίου 2021 στον ιστότοπο της der Funke – marxistische Linke (η Σπίθα – μαρξιστική Αριστερά), του γερμανικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης και αδελφής οργάνωσης της Κομμουνιστικής Τάσης.
Μετάφραση: Βέρα Μανωλάκου
Επιμέλεια: Νίκος Σέντης