Την Τετάρτη, μία ημέρα πριν από την ενδέκατη ημέρα δράσης κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού της κυβέρνησης Μακρόν, η Γαλλίδα πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν θα συναντηθεί με τους ηγέτες της «διασυνδικαλιστικής» (σ.: “intersyndicale”, επιτροπή που αποτελείται από τις ηγεσίες όλων των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών της Γαλλίας), του συνασπισμού των γαλλικών συνδικάτων. «Ο καθένας θα μπορεί να συζητήσει τα θέματα που θέλει», είπε. Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους της. Οι ηγέτες των συνδικάτων θα μπορούν να επαναλάβουν την αντίθεσή τους στη μεταρρύθμιση και η πρωθυπουργός θα μπορεί να επαναλάβει ότι δεν την ενδιαφέρει η αντίθεσή τους.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας συνάντησης; Και γιατί έχει γίνει τόση φασαρία στα ΜΜΕ; Γιατί έχουν γραφτεί τόσα πολλά άρθρα γι’ αυτό; Η απάντηση είναι ότι, από τη σκοπιά των ταξικών μας εχθρών, η σημασία αυτής της συνάντησης δεν έγκειται τόσο στο περιεχόμενό της, όσο στο γεγονός και μόνο της πραγματοποίησής της.
Ο στόχος είναι να δείξουν στους νέους και τους εργαζόμενους που έχουν κινητοποιηθεί ότι ο «κοινωνικός διάλογος» δεν έχει καταρρεύσει. Από την πλευρά της κυβέρνησης, αυτό είναι θεμελιώδες – η «διαπραγμάτευση» των αντιμεταρρυθμίσεων με τις ηγεσίες των συνδικάτων είναι κεντρικό στοιχείο της υλοποίησής τους. Ταυτόχρονα, γίνεται για να συντριβεί η διάθεση μαχητικότητας της τάξης μας – γιατί αν υπάρχει «διάλογος» σε επίπεδο ηγεσιών, τι νόημα έχουν οι κινητοποιήσεις;
Από την πλευρά τους, οι ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων δεν φοβούνται τίποτα περισσότερο από ένα μαζικό κίνημα που θα ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Αλλά η χρήση του άρθρου 49.3 του γαλλικού συντάγματος στις 16 Μαρτίου για την προώθηση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων χωρίς ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση έδωσε ώθηση στις διαδηλώσεις. Έφερε νέα στρώματα εργαζομένων και νεολαίας στο κίνημα, κινητοποιώντας τους όχι μόνο ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και ενάντια στην κυβέρνηση και το καθεστώς συνολικά.
Οι ηγέτες της διασυνδικαλιστικής σε ανακοίνωσή τους στις 28 Μαρτίου, το απόγευμα μιας μαζικής ημέρας δράσης, εξέφρασαν τη λύπη τους για «μια κατάσταση έντασης στη χώρα που μας ανησυχεί πολύ» και ανησυχούσαν για τον «κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης». Σε μια εποχή που η κυβέρνηση επιδίδεται σε βίαιη αστυνομική καταστολή διαδηλώσεων και απεργιών, της ζήτησαν «να εγγυηθεί την ασφάλεια και τον σεβασμό του δικαιώματος στην απεργία και τη διαδήλωση»!
Ο ρόλος της διασυνδικαλιστικής
Η στρατηγική των ηγετών της διασυνδικαλιστικής δυσχεραίνει πολύ τις δυνατότητες του κινήματος. Από την αρχή εμπόδισε τις τεράστιες δυνατότητές του.
Από τη μια πλευρά, αυτοί οι ηγέτες αρκούνται στο να οργανώνουν «ημέρες δράσης» – μία την εβδομάδα, κατά μέσο όρο – και δεν κάνουν τίποτα για να πραγματοποιηθούν απεργίες διαρκείας. Μόνο η επέκταση αυτών των απεργιών σε έναν αυξανόμενο αριθμό κλάδων θα μπορούσε να κάνει την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Πραγματοποιώντας ημέρες δράσης στις 28 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου – δηλαδή με εννέα ημέρες διαφορά – έχουν σκόπιμα γυρίσει την πλάτη τους στις συνεχιζόμενες απεργίες διαρκείας.
Από την άλλη πλευρά, περιορίζοντας τον στόχο του αγώνα στην απόσυρση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, περιορίζουν και τις δυνατότητες του κινήματος των απεργιών διαρκείας. Η εκρηκτική κινητοποίηση ενός μέρους της νεολαίας στον απόηχο της χρήσης του άρθρου 49.3, έδειξε ότι αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διεύρυναν τον στόχο του αγώνα, θα ενθάρρυναν εκατομμύρια εργάτες και νέους να αναλάβουν δράση. Αυτό θα απαιτούσε επίσης να καλέσουν τον λαό να κινητοποιηθεί συνολικά εναντίον της κυβέρνησης και να προωθήσουν ένα πρόγραμμα ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας. Εάν δεν το κάνουν αυτό, είναι ακριβώς επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν τον έλεγχο του κινήματος.
Η οργάνωση του κινήματος
Από τις 2 Απριλίου, οι απεργίες διαρκείας χάνουν τη δυναμική τους, με εξαίρεση ορισμένους τομείς. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει εκρηκτική. Τα τεράστια αποθέματα οργής και μαχητικότητας που έχουν εκδηλωθεί από τις 19 Ιανουαρίου κάθε άλλο παρά έχουν εξαντληθεί. Ένα σημαντικό περιστατικό – όπως ο θάνατος ενός διαδηλωτή ή ενός απεργού εργάτη στα χέρια της αστυνομίας – θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει μια νέα έξαρση του κινήματος.
Γεγονός παραμένει ότι μετά από περισσότερους από δύο μήνες αγώνα, πολλοί νέοι και εργαζόμενοι που κινητοποιούνται θέτουν το ερώτημα: πώς μπορούμε να νικήσουμε; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να ολοκληρώσουμε το ερώτημα: πώς μπορούμε να νικήσουμε, δεδομένου του αντιπαραγωγικού ρόλου που διαδραματίζουν οι ηγέτες της διασυνδικαλιστικής;
Είναι δύσκολο να αλλάξει η συνδικαλιστική ηγεσία εν μέσω ενός μαζικού κινήματος. Είναι αλήθεια ότι η αριστερή πτέρυγα της CGT έφτασε κοντά στο να το πετύχει αυτό στα τέλη Μαρτίου, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της. Όμως οι εργαζόμενοι και η νεολαία δεν μπορούν να περιμένουν αποφασιστικές αλλαγές στην ηγεσία των συνδικάτων για να αδράξουν την ευκαιρία να νικήσουν αυτή την κυβέρνηση των πλουσίων. Πρέπει να πάρουν τον αγώνα στα χέρια τους, να τον οργανώσουν και να τον ελέγξουν μόνοι τους από τα κάτω προς τα πάνω. Αυτό όμως δεν θα έρθει από το πουθενά. Την πρωτοβουλία πρέπει να αναλάβουν όλοι οι πολιτικοί και συνδικαλιστές που αντιλαμβάνονται την ανάγκη ρήξης με την τυφλή στρατηγική της διασυνδικαλιστικής.
Αυτό το ζήτημα δεν είναι νέο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Να τι έγραψε ο Λέον Τρότσκι στο Μεταβατικό του Πρόγραμμα το 1938:
«Σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, τα ηγετικά όργανα των συνδικάτων προσπαθούν να κυριαρχήσουν πάνω στο κίνημα των μαζών για να το ουδετεροποιήσουν… Γι’ αυτό τα τμήματα της 4ης Διεθνούς πρέπει διαρκώς να προσπαθούν όχι μονάχα ν’ ανανεώνουν το μηχανισμό των συνδικάτων, προτείνοντας με τόλμη και αποφασιστικότητα στις κρίσιμες στιγμές νέους ηγέτες ικανούς για την πάλη στη θέση των ρουτινιασμένων υπαλλήλων και καριεριστών, μα και να δημιουργούν, σ’ όλες τις περιπτώσεις όπου αυτό είναι δυνατό, αυτόνομες οργανώσεις μάχης που ανταποκρίνονται καλύτερα στα καθήκοντα της πάλης των μαζών ενάντια στην αστική κοινωνία, χωρίς ακόμα να σταματούν, αν αυτό είναι αναγκαίο, μπροστά σ’ ένα ανοιχτό σπάσιμο με το συντηρητικό μηχανισμό των συνδικάτων. Αν είναι εγκληματικό το να γυρίζει κανείς την πλάτη στις μαζικές οργανώσεις για να δημιουργήσει σεχταριστικά σχήματα, δεν είναι λιγότερο εγκληματικό το να ανέχεται παθητικά την υποταγή του επαναστατικού κινήματος των μαζών στον έλεγχο ανοιχτά αντιδραστικών η καλυμμένων συντηρητικών («προοδευτικών») γραφειοκρατικών κλικών…».
Δεν προτείνουμε αυτό το απόσπασμα να ληφθεί κυριολεκτικά. Δεν αρκεί μια μικρή ομάδα ακτιβιστών να διακηρύξει τη δημιουργία «ανεξάρτητων αγωνιστικών οργανώσεων» για να διαμορφωθούν αυτές και να παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα των μαζών. Από την άλλη πλευρά, πολλές συνδικαλιστικές δομές, ξεκινώντας από αυτές που αποτελούν την αριστερή πτέρυγα της CGT, θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Φυσικά και αγωνιστές της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» θα πρέπει να συμβάλουν σε αυτή τη διαδικασία.
Στα τέλη Φεβρουαρίου είδαμε τις απαρχές μιας τέτοιας προσέγγισης. Ενόψει της μεγάλης ημέρας της 7ης Μαρτίου και σε πλήρη ρήξη με την επίσημη στρατηγική της διασυνδικαλιστικής, πέντε ομοσπονδίες της CGT κάλεσαν όλους τους εργαζόμενους να βάλουν στην ημερήσια διάταξη τις απεργίες διαρκείας.
Στη συνέχεια, στο πρόσφατο συνέδριο της CGT, η αριστερή της πτέρυγα (η Unité CGT) αντιτάχθηκε σθεναρά στην εξαιρετικά μετριοπαθή στάση της απερχόμενης ηγεσίας. Στο τέλος αυτού του Συνεδρίου, η Unité CGT ισχυρίστηκε ότι είχε την υποστήριξη 205.000 μελών της CGT σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Αυτή είναι μια σημαντική δυνητική δύναμη. Τουλάχιστον, είναι μια καλή αφετηρία για την ανάπτυξη μιας ηγεσίας του κινήματος μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων και της νεολαίας.
Στο 53ο Συνέδριο της CGT, η αριστερή της πτέρυγα αναδείχθηκε ως μια αναπτυσσόμενη και μαχητική δύναμη – μια δύναμη που μπορεί και πρέπει να παίξει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη Γαλλία. Μαζί με την επιτυχία έρχεται και η ευθύνη. Οι εκπρόσωποι της Unité CGT πρέπει να βρουν έναν τρόπο να εξηγήσουν τις προοπτικές που πρότειναν στο Συνέδριο της CGT σε μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων και νέων στις γειτονιές, τους χώρους εργασίας και τα πανεπιστήμια. Αυτό πρέπει να γίνει με στόχο να δοθεί στο κίνημα η δυνατότητα να οργανωθεί χωρίς να περιμένει την κατευθυντήρια γραμμή της διασυνδικαλιστικής.
Πάνω απ’ όλα, οι σύντροφοι της Unité CGT πρέπει να δείξουν τον δρόμο προς τη νίκη σε όλη τη χώρα, τον οποίο διατυπώνουν ως εξής: «Τώρα, το καθήκον δεν είναι μόνο η απόρριψη του νέου ορίου συνταξιοδότησης των 64 ετών. Είναι η επιστροφή στη συνταξιοδότηση στα 60. Είναι ο γενικός κατώτατος μισθός στα 2.000 ευρώ. Η επανεθνικοποίηση/απαλλοτρίωση των αυτοκινητόδρομων, των βιομηχανιών και της περιουσίας του λαού, που έχουν λεηλατηθεί. Η κατάργηση των διαταγμάτων για την ανεργία, το τέλος των επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις, μια απάντηση σε όλες τις κοινωνικές μας ανάγκες. Το καθήκον είναι μια αλλαγή καθεστώτος. Αυτή η κοινωνική τάξη πραγμάτων κράτησε πάρα πολύ».
Ναι, αυτή η κοινωνική τάξη πραγμάτων – ο καπιταλισμός – κράτησε πάρα πολύ, και είναι καιρός να μπούμε σε έναν αποφασιστικό αγώνα για την ανατροπή του.
Ζερόμ Ματελίς
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Κωνσταντίνος Αυγέρος