Οι σχεδόν προ μηνός διεξαχθείσες φοιτητικές εκλογές, συμπλήρωσαν ένα ακόμη κομμάτι στην εικόνα που αναδεικνύεται στα Πανεπιστήμια για περίπου μια δεκαετία. Η αποχή αυξήθηκε για πολλοστή συνεχόμενη χρονιά, η ΔΑΠ έχασε σημαντικό αριθμό ψήφων, αλλά διατήρησε το ποσοστό της, η ΠΑΣΠ συνεχίζει στα πολύ χαμηλά ποσοστά των τελευταίων ετών και οι αριστερές παρατάξεις αδυνατούν να επωφεληθούν σοβαρά (αναλυτικά αποτελέσματα: ekloges-spoudastes.gr και http://nka.gr/ekloges).
Για μια ακόμα χρονιά, το βασικότερο χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων υπήρξε η πολύ μεγάλη αποχή. Αυτή είναι μια τάση των τελευταίων δέκα χρόνων. Έως και το 2008, η συμμετοχή στις εκλογές στα ΑΕΙ κυμαινόταν παραδοσιακά γύρω από τους 85.000 ψηφίσαντες. Όμως από το 2009 κι έπειτα η συμμετοχή πέφτει συστηματικά, φτάνοντας το φετινό αρνητικό ρεκόρ των 48.000 συμμετεχόντων!
Αυτή η εκκωφαντική πτώση της συμμετοχής τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν αρκετή για να διασώσει τα ποσοστά της ΠΑΣΠ. Έτσι, η κατάρρευσή της από τις περίπου 20.000 ψήφους στα ΑΕΙ μέχρι και το 2010, σε λιγότερες από 6.000-7.000 ψήφους τα τελευταία τρία χρόνια, συνοδεύτηκε από μια επίσης αξιοσημείωτη ποσοστιαία πτώση από το 30% στο 11-12%.
Αντίθετα, οι λιγότερο απότομοι ρυθμοί της πτώσης της ΔΑΠ την τελευταία δεκαετία, δεν αντανακλάστηκαν στο ποσοστό της που διατηρείται σταθερά στο 40%, λόγω της αυξανόμενης αποχής. Αυτή η εικόνα των ποσοστών «παντοδυναμίας» όμως, εύκολα αποδεικνύεται πλασματική αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό ψήφων. Mέχρι και το 2008 κυμαινόταν στις 32.000 ψήφους, ενώ από το 2009 κι έπειτα μειώνεται σταθερά φτάνοντας φέτος κάτω από στις 19.000. Πίσω από τα εκθαμβωτικά ποσοστά της «πάντα πρώτης» ΔΑΠ, για τις επιδόσεις του παραδοσιακού υπερασπιστή του συστήματος μέσα στα πανεπιστήμια ξεπροβάλλει κάθε χρόνο – και φέτος – ένα νέο ιστορικό χαμηλό.
Όσον αφορά τα αποτελέσματα της φοιτητικής Αριστεράς σε ΑΕΙ-ΤΕΙ, αυτά είναι απογοητευτικά. Ιδιαίτερα τα φετινά αποτελέσματα αναδεικνύουν την ανεπάρκεια των προγραμμάτων, των θέσεων αλλά και της συνολικότερης πολιτικής των ηγεσιών των αριστερών παρατάξεων. Σε αυτές τις συνθήκες βαθειάς κρίσης του καπιταλισμού οι οποίες αντικειμενικά θα έπρεπε να βοηθούν την αύξηση της επιρροής της Αριστεράς, τα ποσοστά των δύο μεγαλύτερων αριστερών παρατάξεων (ΠΚΣ και ΕΑΑΚ) αθροιστικά μειώθηκαν κατά 0,25% στα ΑΕΙ και κατά 1,98% στα ΤΕΙ.
Η φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ, ΠΚΣ, είδε μια αναιμική άνοδο στα ΑΕΙ της τάξης του 0,26% ενώ στα ΤΕΙ είχε μια πτώση κατά 2,01% σε σχέση πάντα με τα περσινά συγκεντρωτικά αποτελέσματα. Η αιτία για αυτή την υποχώρηση ιδιαίτερα στα ΤΕΙ που είναι ουσιαστικά η μόνη μαζική αριστερή δύναμη (ΕΑΑΚ και ΑΡΕΝ συγκεντρώνουν μαζί περίπου 2%) βρίσκεται στην επιλογή της ηγεσίας της ΠΚΣ να προβάλλει μόνο μίνιμουμ, συνδικαλιστικά αιτήματα που αφορούν τις επικρατούσες συνθήκες στα πανεπιστήμια χωρίς να τα συνδέει με τα συνολικότερα προβλήματα των εργαζομένων και τα επαναστατικά-σοσιαλιστικά καθήκοντα που γύρω από αυτά πρέπει να παλέψουν οι φοιτητές σήμερα. Η ηγεσία της ΠΚΣ ακολουθεί ουσιαστικά την ίδια πολιτική με αυτή του ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα αρνούμενη να καταστρώσει ένα σοβαρό σχέδιο πάλης του κινήματος με προοπτική νίκης απέναντι στην κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα η ΠΚΣ δεν κατάφερε να ενθουσιάσει τους φοιτητές οι οποίοι δε βρήκαν κάποιον ιδιαίτερο λόγο για να ψηφίσουν. Σε αυτές τις συνθήκες η ΠΚΣ, όντας η μεγαλύτερη και πιο συμπαγής φοιτητική αριστερή παράταξη θα μπορούσε να «εξαφανίσει» την ΠΑΣΠ και να «κλέψει» την πρωτιά της ΔΑΠ.
Η άλλη μαζική φοιτητική αριστερή δύναμη στα ΑΕΙ είναι η ΕΑΑΚ, η οποία στις φετινές φοιτητικές εκλογές ήταν η μεγάλη χαμένη. Στα ΑΕΙ (συνυπολογίζοντας όλα τα σχήματα και τις εκλογικές συνεργασίες με ΑΡΕΝ και ΑΡΔΙΝ) απώλεσε το 0,53% των ψήφων ενώ στα ΤΕΙ παρέμεινε σταθερή με το ισχνό ποσοστό του 1,96%.
Τα σχήματα της ΕΑΑΚ πληρώνουν μια σειρά από λάθη διαφορετικών αποχρώσεων. Ένα κομμάτι των ΕΑΑΚ που επηρεάζεται από δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενώ βάζει σωστά το ζήτημα της ανάγκης για υιοθέτηση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος (με ένα αφηρημένο τρόπο) υιοθετεί μια σεκταριστική τακτική (παρόμοια με αυτή της ΠΚΣ) όσον αφορά τις συνεργασίες με άλλες δυνάμεις της φοιτητικής Αριστεράς. Αρνούνται τη συνεργασία ακόμα και σε εκλογικό επίπεδο με άλλες αριστερές δυνάμεις όπως η ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ. Μάλιστα, σε ορισμένους συλλόγους είδαμε να κατεβαίνουν χωριστά σχήματα των ΕΑΑΚ που πρόσκεινται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ.
Από την άλλη πλευρά, το κομμάτι που ελέγχεται από δυνάμεις της ΛΑΕ έχει μια λογική συντεχνιακού συνδικαλισμού και υπερ-ακτιβισμού που έχει κληρονομηθεί από προηγούμενες δεκαετίες, όταν ο φοιτητικός συνδικαλισμός μπορούσε να κερδίσει επιμέρους και προσωρινές νίκες για τους φοιτητές μέσω καθαρά «συντεχνιακών» διεκδικήσεων. Στις σημερινές συνθήκες κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Η αντίληψη ότι «πρώτα θα κερδίσουμε τους φοιτητές σε αιτήματα που περιορίζονται στο πανεπιστήμιο και ύστερα σταδιακά θα τους κερδίσουμε και σε πιο πολιτικά αιτήματα» είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις εσωτερικές εκφυλιστικές πρακτικές με άσκηση φυσικής βίας που έλαβαν χώρα στα συντονιστικά πόλης στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στο πανελλαδικό διήμερο των ΕΑΑΚ, κατέστησαν την επιλογή των ΕΑΑΚ στα μάτια των φοιτητών ως τη χειρότερη δίπλα στην πιο ισχυρή ΠΚΣ και έστειλαν πολλούς στην αποχή.
Συντηρητικοποίηση των φοιτητών;
Με βάση τα στοιχεία για την ολοένα και αυξανόμενη αποχή από τις φοιτητικές εκλογές, τη διατήρηση της πρωτιάς της ΔΑΠ, καθώς και την πολύ αναιμική άνοδο των αριστερών παρατάξεων μέσα στις οξυμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της κρίσης και της «εποχής των μνημονίων», κάποιοι βγάζουν το επιπόλαιο συμπέρασμα πως όλα αυτά τα χρόνια η κύρια τάση στους φοιτητές είναι η συντηρητικοποίηση ή η αδιαφορία και η αποπολιτικοποίηση.
Αυτή η εικόνα όμως είναι μόνο η επιφάνεια, κάτω από την οποία αναδεικνύεται ως κύρια τάση την τελευταία δεκαετία – όπως και για την πλειοψηφία της κοινωνίας – η ριζοσπαστικοποίηση και ακόμα και η εξαγωγή επαναστατικών συμπερασμάτων, μάλιστα στους φοιτητές με εντονότερο και ευρύτερο χαρακτήρα από οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό στρώμα.
Στον πλασματικό χαρακτήρα της «παντοδυναμίας» της ΔΑΠ αναφερθήκαμε ήδη. Αλλά και η αυξανόμενη αποχή, αν εξεταστεί προσεκτικά δίνει μια διαφορετική εικόνα: δεν εκφράζει αδιαφορία αλλά είναι μια διαστρεβλωμένη έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό πως όλες οι μεγάλες πτώσεις στη συμμετοχή στις φοιτητικές εκλογές σημειώθηκαν τις περιόδους έντονης κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και μεγάλων κινητοποιήσεων: από το 2008 στο 2009 και το 2010 (από 85.000 ψηφίσαντες στα ΑΕΙ το 2008 στους 75.000 το 2010), από το 2011 στο 2012 (από 75.000 στους 68.000) και από το 2015 στο 2016 (από 63.000 στους 53.000). Είναι επίσης χαρακτηριστικό, το ότι ακριβώς μεταξύ των ίδιων εκλογικών διαδικασιών (μεταξύ 2008 και 2010, 2011 και 2012, 2015 και 2016) η ΔΑΠ σημείωσε και τη μεγαλύτερη πτώση στον απόλυτο αριθμό ψήφων της, της τάξης των 2.500 με 3.500 ψήφων κάθε φορά. Η αύξηση της αποχής λοιπόν δεν είναι ένα φαινόμενο που έχει κοινό «DNA» με την ισχύ της ΔΑΠ, αλλά με την αποδυνάμωσή της και με την ανάπτυξη των μεγάλων ταξικών αγώνων της τελευταίας δεκαετίας.
Τέλος, είναι αποστομωτικά τα ευρήματα όλων των ερευνών γνώμης που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αναφέρουμε τις δυο χαρακτηριστικότερες: στη χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ έρευνα που πραγματοποιήθηκε μόλις πριν λίγους μήνες, ανάμεσα σε άλλα επίσης εντυπωσιακά αποτελέσματα ήταν και το ότι το 68% των νέων ηλικίας μεταξύ 18 και 34 θα συμμετείχε ενεργά σε μια εξέγερση «ενάντια στη γενιά που είναι στην εξουσία», και συγκεκριμένα για τους φοιτητές το ποσοστό ήταν 70%. Στην ίδια έρευνα, το 95% των φοιτητών υποστήριξε πως «υπάρχουν πάρα πολλοί φτωχοί» και το 93% πως «τράπεζες και χρήμα κυβερνούν τον κόσμο» (http://www.generation-what.gr/portrait/data/occupy). Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ανάλυση της ψήφου στο δημοψήφισμα του 2015, οι φοιτητές αποτέλεσαν το κοινωνικό στρώμα με μακράν τη μεγαλύτερη πλειοψηφία υπέρ του «όχι», με ποσοστό 85 (http://www.publicissue.gr/11719/referendum-2015-no/).
Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα πως ανάμεσα στους φοιτητές δεν συντελείται κάποιου είδους συντηρητικοποίηση. Αυτό που εκφράζουν η μεγάλη αποχή στις φοιτητικές εκλογές (και χάρη σε αυτήν, η διατήρηση των μεγάλων ποσοστών της ΔΑΠ), τα χαμηλά ποσοστά των αριστερών παρατάξεων και η πολύ χαμηλή συμμετοχή των φοιτητών στις συνελεύσεις και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, δεν είναι η αδιαφορία για την πολιτική και η έλλειψη διάθεσης για αγωνιστική δράση, αλλά η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα των μεθόδων, των διαδικασιών και των εκπροσώπων του σημερινού φοιτητικού συνδικαλισμού.
Για να γίνει ο φοιτητικός συνδικαλισμός χρήσιμος για τους φοιτητές σήμερα θα πρέπει να καθαριστεί από κάθε συντεχνιακή λογική και τα αιτήματά του να συνδεθούν με το καθήκον της ανατροπής της εξουσίας το κεφαλαίου. Κάθε πρόταση και διεκδίκηση για ένα οσοδήποτε σημαντικό εκπαιδευτικό ζήτημα, όταν δεν συνδέεται με την ανάγκη για συνολική κοινωνική αλλαγή, είναι καταδικασμένη να αντιμετωπίζεται από τους φοιτητές είτε ως ουτοπική (πχ ένα ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα μέσα σε μια κατά τ’ άλλα τσακισμένη κοινωνία από τις συνέπειες της κρίσης του καπιταλισμού), είτε ως ασήμαντη και επισφαλής (πχ η κατάκτηση της μιας ή της άλλης δωρεάν παροχής από το κράτος, μέσα σε συνθήκες γενικής διάλυσης του βιοτικού επιπέδου). Αυτό είναι το κύριο καθήκον των αριστερών παρατάξεων που μιλούν στο όνομα της αντικαπιταλιστικής γραμμής πάλης σήμερα.
Πάτροκλος Ψάλτης – Κωνσταντίνος Αυγέρος