1ο ερώτημα: Υπάρχουν περιθώρια για πραγματική διαπραγμάτευση με τους δανειστές προς όφελος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων;
Από την αρχή της περιόδου των Μνημονίων, οι κομμουνιστές εξηγούμε ότι ο μόνος δρόμος προς όφελος του εργαζόμενου λαού είναι η επαναστατική ρήξη με τους δανειστές, τονίζοντας ότι τα περιθώρια για μια πραγματική, επωφελή διαπραγμάτευση μαζί τους είναι ανύπαρκτα.
Τα διαπραγματευτικά περιθώρια αποδείχθηκαν ανύπαρκτα στην πράξη, πριν ακόμα την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, με τη μετατροπή της «σκληρής διαπραγμάτευσης» που διεξήγαγε η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε μια ατέλειωτη σειρά άτακτων υποχωρήσεων και παραβίασης όλων των «κόκκινων γραμμών». Είναι ανόητος και ψευδής ταυτόχρονα, ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι σήμερα, αφού πλέον η ίδια έχει υπογράψει το 3ο Μνημόνιο, μπορεί να αποσπάσει από τους δανειστές με «διαπραγμάτευση» κάποια ουσιαστική παραχώρηση προς όφελος του λαού.
Με την υπογραφή της στο 3ο Μνημόνιο η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχθεί νέους σκληρούς – άμεσους και έμμεσους – φόρους στον εργαζόμενο λαό, μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, άρση της όποιας εναπομείνασας προστασίας των δανειοληπτών έναντι των κερδοσκόπων των τραπεζών, ακόμα πιο απάνθρωπες και εκμεταλλευτικές εργασιακές σχέσεις, σαρωτικές και ακόμα πιο ληστρικές ιδιωτικοποιήσεις. Οι δανειστές, έχοντας υποτάξει πλήρως την κυβέρνηση το περασμένο καλοκαίρι, δεν έχουν κανένα λόγο να προβούν σε ουσιαστικές παραχωρήσεις, να πάρουν δηλαδή πίσω κάποια από τα σκληρά μέτρα λιτότητας που είχαν πετύχει να συμπεριληφθούν στο 3ο Μνημόνιο.
Επιπρόσθετα, η κατάσταση στη διεθνή αλλά και την ελληνική οικονομία δεν επιτρέπει «γενναιοδωρίες» από την πλευρά των δανειστών. Το απειλητικό κράμα ύφεσης και υψηλών χρεών συνεχίζει να ωθεί τους δανειστές στη λήψη αντεργατικών μέτρων «αλά Ελληνικά» στις ίδιες τους τις χώρες, όπως συμβαίνει με τον περιβόητο «νόμο Κομρί» στη Γαλλία, ενώ τα στοιχεία που δείχνουν εδραίωση της ύφεσης στην Ελλάδα για φέτος και του χρόνου, θέτουν στο προσκήνιο, όχι απλά την γρηγορότερη δυνατή εφαρμογή των μέτρων του 3ου Μνημονίου, αλλά και τη συμπλήρωσή τους με νέα μέτρα, για να πιαστούν οι ετήσιοι δημοσιονομικοί στόχοι που αυτό περιέχει.
Η ανάγκη για λήψη πρόσθετων μέτρων σε εκείνα ύψους 5,4 δισ ευρώ τα οποία η κυβέρνηση έχει ήδη έτοιμα να φέρει στη Βουλή, έχει τεθεί εδώ και μήνες από τον επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ευρώπη Τόμσεν, ενώ επιβεβαιώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο μετά και τις πρόσφατες διαβουλεύσεις στην Ουάσιγκτον που κατέληξαν στην κοινή αξίωση των δανειστών για προληπτική ψήφιση μέτρων ύψους 3,6 δισ ευρώ, για τη – σχεδόν βέβαιη σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους – περίπτωση που οι μνημονιακοί δημοσιονομικοί στόχοι δεν πιαστούν.
2ο ερώτημα: Τι είναι αυτό για το οποίο διαπραγματεύεται τελικά η κυβέρνηση;
Με δεδομένη λοιπόν την ανυπαρξία περιθωρίων για πραγματική διαπραγμάτευση προς όφελος του λαού, η κυβέρνηση επιδιώκει να πετύχει τη βολικότερη για την ίδια, μορφή εφαρμογής των μέτρων του 3ου Μνημονίου: να τα χωρίσει σε δόσεις αφήνοντας ορισμένα από τα πιο σκληρά για μελλοντικές κυβερνήσεις και ταυτόχρονα, να τα παρουσιάσει στο λαό με το καλύτερο δυνατό επικοινωνιακό περιτύλιγμα. Με άλλα λόγια, σε τελική ανάλυση η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους δανειστές περισσότερο χρόνο παραμονής στην εξουσία.
Η επίσημη άποψη της ομάδας Τσίπρα σχετικά με αυτό το ζήτημα αναφέρει ότι «είναι προτιμότερο για το λαό ακόμα και με ένα 3ο Μνημόνιο να έχει την Αριστερά στην κυβέρνηση». Όμως η «καταιγίδα» των μέτρων που η ίδια φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή τη διαψεύδει. Δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε μια «αριστερή» ή σε μια δεξιά μνημονιακή κυβέρνηση. Έχοντας αποδεχθεί το 3ο Μνημόνιο και το δρόμο της υποταγής στους δανειστές, ο Τσίπρας και οι «αριστεροί» υπουργοί δεν αποτελούν ούτε στο ελάχιστο «ασπίδα» για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Είναι ηγέτες που αυτομόλησαν στο στρατόπεδο του εχθρού και που έχουν πλέον μετατραπεί πρόθυμα σε «δημίους» του.
3ο ερώτημα: Πόσο και πως επηρεάζουν την υπόθεση της «αξιολόγησης» το «προσφυγικό» και το δημοψήφισμα για το «Brexit»;
Σ’ ένα ρεσιτάλ κυνισμού και δουλοπρέπειας στους δανειστές, η κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρεί εδώ και καιρό να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες σαν «διαπραγματευτικό χαρτί» για να παρατείνει την παραμονή της στην εξουσία.
Η παθητική στάση της κυβέρνησης έναντι των καθημερινών εικόνων εξαθλίωσης των χιλιάδων συγκεντρωμένων προσφύγων σε Ειδομένη και Πειραιά δεν είναι τυχαία, ούτε οφείλεται στην υποτιθέμενη προσήλωση σε μια λογική αποφυγής της επιβολής κάθε μορφής βίας και καταναγκασμού στους πρόσφυγες. Άλλωστε, η παρατεταμένη διαμονή σε σκηνές στο ύπαιθρο και η εξάρτηση της επιβίωσης από τους εμπόρους φιλανθρωπίας των ΜΚΟ, συνιστά έμμεση μεν, αλλά βαρύτατη μορφή κρατικής βίας και καταναγκασμού.
Αυτή η κυβερνητική στάση, όπως έχουμε εξηγήσει και σε παλιότερα άρθρα μας, αποσκοπεί βασικά στη δημιουργία διεθνώς της εντύπωσης ότι τάχα, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να αντέξει «το βάρος» των προσφύγων, ώστε η κυβέρνηση να διεκδικήσει διευκολύνσεις στο ρυθμό και τη μορφή εφαρμογής του 3ου Μνημονίου. Επιπρόσθετα, με την τακτική αυτή, η κυβέρνηση επιδιώκει να εμφανίσει τον εγκλεισμό των προσφύγων σε φυλακές, ο οποίος προβλέπεται στην πρόσφατη συμφωνία της ΕΕ, σαν δική τους επιθυμία, αφού μετά από πολλές εβδομάδες εξαθλίωσης και συνειδητοποίησης ότι τα σύνορα δεν θα ανοίξουν, οι πρόσφυγες αναπόφευκτα θα συναινέσουν στη μεταφορά τους στα «κέντρα φιλοξενίας» – φυλακές.
Στην απόπειρά της να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες σαν «διαπραγματευτικό χαρτί» λοιπόν, η κυβέρνηση «κατάπιε» χωρίς βέτο το κλείσιμο των συνόρων του Βαλκανικού διαδρόμου και αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα το ρόλο του μόνιμου δεσμοφύλακα των προσφύγων για λογαριασμό της ΕΕ. Η στάση της αυτή βασίστηκε σε μια υπερτίμηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων που της παρείχε το προσφυγικό.
Αναμφίβολα, σε μια φάση γιγάντωσης των προσφυγικών ρευμάτων προς την Ευρώπη όπως η σημερινή, η μετατροπή της Ελλάδας σε διαλυμένο κράτος λόγω μιας ενδεχόμενης οικονομικής κατάρρευσης και εξόδου από την Ευρωζώνη θα έθετε σε κίνδυνο την επιχειρούμενη από την ΕΕ «απόκρουση» του προσφυγικού ρεύματος. Όμως αν δούμε ολόκληρη την πορεία μέχρι την τελική υπογραφή της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, μακριά από τα επίσημα ψεύδη της ευρωπαϊκής διπλωματίας και των κυβερνητικών ανακοινώσεων, θα διαπιστώσουμε ότι με το κλείσιμο του Βαλκανικού διαδρόμου από μια σειρά ευρωπαϊκά κράτη με την ανοχή της Γερμανίας και των άλλων ισχυρών της ΕΕ, η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε στην πράξη σαν ένα διαλυμένο κράτος. Έτσι στην πραγματικότητα, το προσφυγικό δεν ανέδειξε το πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα για την ΕΕ, αλλά κυρίως το πόσο αναξιόπιστο και ανυπόληπτο έχει γίνει το ελληνικό αστικό κράτος.
Είναι πολύ πιθανό αρχικά, για την πειθήνια στάση της η κυβέρνηση να πήρε από τη Γερμανία αφανή ανταλλάγματα σε μορφή υποσχέσεων σχετικά με το ελληνικό οικονομικό ζήτημα. Ο Αλέξης Παπαχελάς έγραφε σχετικά στις 10/4 στην «Καθημερινή»: «..Τι πήρε ως αντάλλαγμα ή μάλλον τι πιστεύει ότι θα πάρει ως αντάλλαγμα ο πρωθυπουργός; Προφανώς, ένα ήπιο πακέτο μέτρων για να κλείσει η αξιολόγηση και κάποιο σήμα ότι αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος. Ίσως να είχε πεισθεί ότι θα πετύχαινε και την πλήρη αποχώρηση του ΔΝΤ από την εικόνα..». Καθόλου τυχαία, ο μετριοπαθής αυτός «στρατηγικός» αναλυτής της άρχουσας τάξης, αναφέρεται σε αυτά που ο Τσίπρας «πιστεύει ότι θα πάρει». Και πράγματι λίγες βδομάδες μόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας για το προσφυγικό, αποδεικνύεται ότι ο Τσίπρας και οι «συν αυτώ» στάθηκαν εξαιρετικά ευκολόπιστοι. Τα αποτελέσματα των συνομιλιών με τους δανειστές στην Ουάσιγκτον, με την απαίτηση για άμεση λήψη πρόσθετη μέτρων τουλάχιστον 3 δις ευρώ, χωρίς καμία αναφορά για το χρέος και με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στην «εικόνα» να θεωρείται δεδομένη από όλους, όχι μόνο σε «ήπιο πακέτο» δεν παραπέμπουν, αλλά ακριβώς στο αντίθετο.
Έτσι λοιπόν, αποδεικνύεται ότι η ομάδα Τσίπρα προέβη στο ίδιο λάθος με εκείνο που έκανε και πριν το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν (τότε μαζί με το σύνολο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ) υποστήριζε ότι η προφανής πρόθεση των δανειστών να αποφύγουν την αστάθεια ενός «Grexit» θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιαστικές παραχωρήσεις. Όπως εκείνο το λάθος ακολουθήθηκε τελικά από ένα Μνημόνιο πολύ σκληρότερο από τα μέτρα που ήταν έτοιμη να λάβει η προηγούμενη μνημονιακή κυβέρνηση, έτσι και το νέο λάθος ακολουθείται από ακόμα σκληρότερα μέτρα απ’ όσα ήταν έτοιμη η κυβέρνηση να φέρει στη Βουλή.
Το ίδιο αναποτελεσματική ως «διαπραγματευτικό χαρτί» είναι και η απόπειρα αξιοποίησης του δημοψηφίσματος για το «Brexit». Αναμφίβολα, το τελευταίο που επιθυμούν τα ηγετικά επιτελεία της ΕΕ και του γερμανικού καπιταλισμού είναι να συνδυαστούν οι μέρες του βρετανικού δημοψηφίσματος με μια νέα ελληνική κρίση, όπως εκείνη του περσινού καλοκαιριού. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει στους Βρετανούς ψηφοφόρους την εικόνα μιας ΕΕ σε διαρκή κρίση, εντείνοντας τις διαθέσεις υπερψήφισης της εξόδου της Βρετανίας, που όπως όλοι οι αστοί αναλυτές υποστηρίζουν θα είναι εξαιρετικά βλαπτική για τη σταθερότητα και το μέλλον του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Όμως όπως αποδείχθηκε στις συνομιλίες της Ουάσιγκτον, η ανάγκη για αποφυγή του ανεπιθύμητου παραπάνω συνδυασμού, δεν μπορεί να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από τους δανειστές.
Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι κανένα γεγονός της διεθνούς συγκυρίας δεν μπορεί να δημιουργήσει τεχνητά διαπραγματευτική ισχύ για την κυβέρνηση. Η απόλυτη αδυναμία της να επιτύχει διαπραγματευόμενη με τους δανειστές ακόμα και την παράταση του ίδιου της του βίου στην εξουσία, αντανακλά την απόλυτη αδυναμία στην οποία βρίσκεται το «κλαδί» πάνω στο οποίο έχει επιλέξει να στηριχθεί, δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός.
4ο ερώτημα: Ποιοι είναι οι λόγοι της δημόσιας αντιπαράθεσης κυβέρνησης και ΔΝΤ;
Η κυβέρνηση βλέποντας μετά τη Σύνοδο ΕΕ – Τουρκίας ότι οι όποιες υποσχέσεις για «ηπιότητα» έλαβε από τη Μέρκελ δεν τηρούνται και ότι για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση θα πρέπει να λάβει σκληρότερα μέτρα από αυτά που υπολόγιζε, επέλεξε χρησιμοποιώντας την υπόθεση των δημοσιευμένων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από τα «Wiki Leaks» να αντιπαρατεθεί δημόσια με το ΔΝΤ, σκοπεύοντας σε δύο στόχους : στην καλύτερη περίπτωση να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα για μια αποχώρηση του ΔΝΤ από το «ελληνικό πρόγραμμα», ώστε να παρουσιάσει αυτή την εξέλιξη στα μάτια του λαού ως «μεγάλη επιτυχία» και στη χειρότερη, να διαχειριστεί επικοινωνιακά την αναπόφευκτη λήψη σκληρών μέτρων, δημιουργώντας την εντύπωση ότι διαπραγματεύεται μαχητικά με τους δανειστές.
Η επικοινωνιακή αυτή κόντρα της κυβέρνησης με το ΔΝΤ, που αιωρείται διαρκώς ως «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», δεν έχει τίποτα το προοδευτικό, τίποτα που θα άξιζε να υποστηριχτεί από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Είναι μια «φούσκα» από την αρχή μέχρι το τέλος. Καταρχάς, η περίφημη κυβερνητική αποκάλυψη ότι το ΔΝΤ έχει σαν σχέδιο την κωλυσιεργία στις διαπραγματεύσεις μέχρι το ελληνικό κράτος να μείνει από «ρευστότητα», ισοδυναμεί με μια κοινοτοπία : αυτή ήταν η απαρέγκλιτη, κοινή τακτική των δανειστών από το 2010 ως σήμερα και είναι απόλυτα φυσιολογική από τη στιγμή που απέναντί τους έχουν κυβερνήσεις που «διαπραγματεύονται», δηλώνοντας εκ των προτέρων ότι αποκλείουν κάθε επιλογή ρήξης.
Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι η αποχώρηση του ΔΝΤ από το «πρόγραμμα» δεν μπορεί να συμβεί στην παρούσα φάση, καθώς η παρουσία του συνιστά στοιχειώδη όρο της γερμανικής κυβέρνησης και των δορυφόρων της για να συνεχίσουν να χορηγούν τα συμφωνημένα ποσά δανείων στην Ελλάδα. Ακόμα όμως και αν αποφασιστεί στο μέλλον το ΔΝΤ να αποχωρήσει από το «ελληνικό πρόγραμμα», πίσω του θα αφήσει δανειστές που διαδραματίζουν έναντι των συμφερόντων και των δικαιωμάτων τους ελληνικού εργαζόμενου λαού, τον ίδιο ακριβώς αντιδραστικό ρόλο με εκείνον του Τόμσεν και της «παρέας» του.
5ο ερώτημα: Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ Γερμανίας, Κομισιόν και ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα;
Η κυβέρνηση, επιθυμώντας να δικαιολογήσει την υποταγή της στον γερμανικό ιμπεριαλισμό, προσπαθεί να εμφανίσει διαστρεβλωμένα και διογκωμένα τις όποιες διαφορές θέσεων και εκτιμήσεων υπάρχουν μεταξύ Γερμανίας, ΕΕ και ΔΝΤ σχετικά με το «ελληνικό πρόγραμμα». Οι διαφορές αυτές όμως, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι εντελώς επουσιώδεις.
Καταρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές δυνάμεις συμμετέχουν με βαρύνοντα λόγο στη διοίκηση του ΔΝΤ, καθώς μαζί με τις ΗΠΑ ελέγχουν την πλειοψηφία της. Οι διάφοροι Τόμσεν, Βελκουλέσκου και Λαγκάρντ λοιπόν, είναι σε σημαντικό βαθμό μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι της Γερμανίας και των άλλων ισχυρών κρατών της ΕΕ.
Ειδικότερα σε σχέση με το ζήτημα της Ελλάδας, βλέποντας κανείς ολόκληρη την πορεία της «διάσωσής» της από τους δανειστές διαπιστώνει ότι το αδιαμφισβήτητο αφεντικό πίσω από όλες τις αποφάσεις ήταν και είναι η Γερμανία, ως η βασική ηγέτιδα δύναμη στην Ευρωζώνη. Άλλωστε όπως προαναφέραμε, η Γερμανία ήταν αυτή που επέβαλε την ίδια τη συμμετοχή του ΔΝΤ στην ελληνική «διάσωση», ως φορέα αξιόπιστου στους αντιδραστικούς κύκλους του διεθνούς κεφαλαίου.
Σε τι συνίστανται λοιπόν, οι περιβόητες διαφορές μεταξύ Γερμανίας, Κομισιόν και ΔΝΤ από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων; Είναι απλά διαφορές «οπτικής γωνίας», πάνω στην ίδια αντιδραστική στρατηγική. Γενικά μιλώντας, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ που πληρώνονται για να διατυπώνουν εκτιμήσεις και να δίνουν συμβουλές με τυπικό κριτήριο τη διεθνή καπιταλιστική σταθερότητα, έχουν μια πιο ψυχρή και μακροπρόθεσμη οπτική. Οι αστοί πολιτικοί καριέρας στην Κομισιόν και φυσικά εκείνοι της γερμανικής κυβέρνησης, με τις τοποθετήσεις τους αντανακλούν αμεσότερα τις βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις των αρχουσών τάξεων που υπηρετούν και η οπτική τους, αναπόφευκτα είναι επηρεασμένη από το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος.
Στην Ελλάδα και οι 3 αυτοί πόλοι των δανειστών δεν έχουν στην ουσία διαφορετικά συμφέροντα και στρατηγικές. Τους ενώνει η κοινή, διπλή επιδίωξη – που άλλωστε αποτελεί και το κίνητρο των «ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης» – να μη διασαλευτεί η σταθερότητα του ευρωπαϊκού και διεθνούς καπιταλισμού και να πληρώσει για την κρίση η ελληνική εργατική τάξη παραδειγματικά, δημιουργώντας ένα χρήσιμο για τον παγκόσμιο καπιταλισμό μοντέλο ακραία σκληρής επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατική τάξης. Από αυτή την εκτίμηση απορρέει η ασφαλής διαπίστωση ότι είναι αδύνατο να συμβεί αυτό που φέρεται επικοινωνιακά να επιδιώκει διαρκώς η κυβέρνηση, δηλαδή να διασπαστεί το μπλοκ των δανειστών σε φιλικούς και εχθρικούς προς την Ελλάδα. Μια κυβέρνηση που δημιουργεί τέτοιου είδους αυταπάτες στο λαό, όχι μόνο δεν δικαιούται να αποκαλείται αριστερή, αλλά θα πρέπει το διεθνές κεφάλαιο να της οφείλει χάρη για τις πολύτιμες υπηρεσίες που του προσφέρει.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ασφαλώς ότι το μπλοκ των δανειστών ήταν και θα είναι πάντοτε αρραγές, χωρίς εσωτερικές διαφορές. Όμως πρέπει να τονιστεί ότι το περιεχόμενο αυτών των διαφορών δεν έχει, ούτε θα έχει σχέση με τα αληθινά συμφέροντα του ελληνικού εργαζόμενου λαού. Το κλασσικότερο παράδειγμα είναι οι διαφορές σχετικά με το ζήτημα του χρέους του ελληνικού κράτους.
6ο ερώτημα: Τι συμβαίνει με το ζήτημα του χρέους;
Χρόνια τώρα – στην πραγματικότητα από την έναρξη της ελληνικής «διάσωσης» – η θέση του ΔΝΤ είναι ότι χρειάζεται περικοπή, «κούρεμα» του ελληνικού κρατικού χρέους, για να μπορεί αυτό να εξυπηρετηθεί, την ώρα που η γερμανική κυβέρνηση και οι υπόλοιποι ισχυροί της ΕΕ δεν θέλουν ούτε να ακούν για μια τέτοια επιλογή. Γιατί υπάρχει αυτή η διάσταση απόψεων;
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, με την ψυχρή και «αποστασιοποιημένη» οπτική τους, στην πραγματικότητα αναγνωρίζουν το αυτονόητο. Ένα χρέος που ανέρχεται πλέον σε 177 % του ΑΕΠ δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, ειδικά όταν βαρύνει ένα κράτος, τις οικονομικές προοπτικές του οποίου το διεθνές κεφάλαιο έχει πάψει να εμπιστεύεται και μέσα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης και επιβράδυνσης. Κανένας νοήμων τεχνοκράτης δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι ένα τέτοιο κράτος μπορεί να διαθέσει σχεδόν 300 δισ ευρώ για τοκοχρεολύσια μέχρι το 2030 για να εξυπηρετεί κανονικά το χρέος του.
Από τη δική τους πλευρά, οι Γερμανοί αστοί, αλλά και οι λοιποί ισχυροί αστοί της ΕΕ κατανοούν επίσης πολύ καλά ότι το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Όμως φοβούνται ότι αν σε μια περίοδο κρίσιμη για την Ευρωζώνη, με ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης και μεγάλα χρέη παντού, συναινέσουν στην απαιτούμενη περικοπή του ελληνικού χρέους, θα ανοίξουν τους «ασκούς του αιόλου» και για άλλους υπερχρεωμένους του ευρωπαϊκού Νότου, που θα απαιτήσουν κάτι ανάλογο.
Φυσικά καθόλου αμελητέα υπόθεση δεν αποτελεί σε αυτό το ζήτημα το άμεσο οικονομικό κόστος που θα έχει μια ουσιαστική περικοπή χρέους για τα διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη που έχουν δανείσει την Ελλάδα. Ακόμα και αν η Γερμανία συναινέσει σε μια τέτοια επιλογή και η Μέρκελ καταφέρει να την περάσει από τη Γερμανική Βουλή, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό θα συμβεί με τις υπόλοιπες αστικές ευρωπαικές κυβέρνησεις και τα δικά τους Κοινοβούλια. Έτσι η αναγκαία περικοπή του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να μετατραπεί σε αφορμή για την διάρρηξη της συνοχή της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Για τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ λοιπόν, δεν έχει κανένα κόστος να αναφέρονται στην περικοπή του ελληνικού χρέους. Για τις ευρωπαϊκές αστικές κυβερνήσεις όμως, δεν είναι το ίδιο.
Επιπρόσθετα, οι θέσεις του ΔΝΤ αντανακλούν την ανησυχία των εκπροσώπων των μη ευρωπαϊκών κρατών που το συναποτελούν. ΟΙ ΗΠΑ περισσότερο, αλλά και οι BRICS που έχουν σημαντικό λόγο στις υποθέσεις του ΔΝΤ, θεωρούν ότι το ελληνικό ζήτημα είναι μια εστία οικονομικής αστάθειας που πρέπει να κλείσει δραστικά και φυσικά, αυτός που θα πρέπει να επωμιστεί το κόστος αναπόφευκτα είναι οι βασικοί ωφελούμενοι από την ύπαρξη της Ευρωζώνης, δηλαδή η Γερμανία και οι υπόλοιποι ισχυροί της ΕΕ. Έτσι προειδοποιούν τη Γερμανία και την ΕΕ, ότι όσο δεν αντιμετωπίζουν δραστικά το πρόβλημα του ελληνικού χρέους τόσο θα «παίζουν με τη φωτιά» μιας ξαφνικής στάσης πληρωμών.
Όμως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, το αληθινό αφεντικό του «ελληνικού προγράμματος» είναι η Γερμανία και όχι το ΔΝΤ. Έτσι εκτός «απροόπτων», το ζήτημα του χρέους θα αντιμετωπιστεί με τον τρόπο και στον χρόνο που επιθυμούν οι Γερμανοί αστοί και αυτός ο τρόπος διαφαίνεται καθαρά ότι θα είναι αρχικά η εξάντληση κάθε δυνατότητας για «ημίμετρα», όπως η μείωση επιτοκίων και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Αυτά τα «ημίμετρα» το μόνο που θα κάνουν πρακτικά, θα είναι να υπηρετήσουν τις άμεσες οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις της Γερμανίας, παρατείνοντας όμως το πρόβλημα του ελληνικού χρέους και αναβάλλοντας για αργότερα ένα αναπόφευκτο, δραστικό «κούρεμα».
Όλα αυτά βέβαια πάντοτε, εκτός «απροόπτων». Και ως «απρόοπτα» θα πρέπει να θεωρούμε μια ξαφνική εσωτερική ή διεθνή κρίση που θα οδηγήσει σε μια απότομη αύξηση του χρέους της Ελλάδας σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ ή σε μια στάση πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της φαινομενικά μακρινής σήμερα προοπτικής της ανάδειξης μιας κυβέρνησης που θα αποφασίσει να έρθει σε πραγματική ρήξη με τους δανειστές. Κι εδώ είναι ανάγκη να τονιστεί, ότι η Ιστορία δεν αναπτύσσεται με βάση τα σχέδια «επί χάρτου» των κυρίαρχων αστικών συμφερόντων, αλλά ακριβώς μέσα από τέτοια «απρόοπτα». Αργά ή γρήγορα, η άρνηση των αφεντικών του «ελληνικού προγράμματος» να αντιμετωπίσουν πιο δραστικά το πρόβλημα του ελληνικού χρέους είναι δυνατό να τους φέρει κοντύτερα στο ενδεχόμενο των προαναφερόμενων «απροόπτων».
7ο ερώτημα: Ποια είναι η στάση της ελληνικής άρχουσας τάξης έναντι της κυβέρνησης;
Η ελληνική άρχουσα τάξη, αντιμέτωπη με τη συρρίκνωση της κοινωνικής απήχησης του παλιού, μνημονιακού πολιτικού της στρατοπέδου, υποχρεώθηκε να στηριχθεί στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και επιδίωξε να ωφεληθεί όσο γίνεται περισσότερο από την παρουσία της στην κυβέρνηση και την ξεδιάντροπη μνημονιακή της στροφή.
Από πολιτική σκοπιά, η ομάδα Τσίπρα με τις πολιτικές της επιλογές προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική άρχουσα τάξη. Δυσφήμισε την Αριστερά, τα αντιμνημονιακά συνθήματα και τις διακηρύξεις της, έσπειρε την απογοήτευση και τον κυνισμό παραλύοντας τη δράση των εργατικών μαζών και πλήττοντας την αυτοπεποίθησή τους, ώθησε ευρύτατα τμήματα μικροαστών στην πολιτική σύγχυση, στρώνοντας το έδαφος για τη μερική εκλογική ανάκαμψη της ΝΔ και των υπόλοιπων αντιδραστικών και μνημονιακών αστικών κομμάτων.
Αναμφίβολα όμως, από τη σκοπιά της οικονομικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού, η ομάδα Τσίπρα έχει αποτύχει οικτρά. Ο χρόνος που χρειάστηκε για να φτάσει από τη δεξιά στροφή ως την ανοιχτή, μνημονιακή προδοσία κόστισε ακριβά στον ελληνικό καπιταλισμό: ανέκοψε την ισχνή ανάκαμψη της περιόδου Σαμαρά, επιτάχυνε την (αναπόφευκτη παρ’ όλα αυτά) επιβολή των «Capital control» στις τράπεζες και την (επίσης αναπόφευκτη) σύναψη ενός νέου Μνημονίου και ενός νέου γιγάντιου δανείου για να εξυπηρετηθεί το χρέος και να παραταθεί η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Όλα αυτά τα αποσταθεροποιητικά «δεινά» έχουν προκαλέσει την έντονη δυσφορία της ελληνικής άρχουσας τάξης, που συνειδητοποιεί ότι για την αναγκαστική στήριξή της στους καριερίστες ρεφορμιστές έχει ήδη πληρώσει ένα βαρύ τίμημα.
Η δυσφορία της ελληνικής άρχουσας τάξης έφτασε στο ζενίθ της με αφορμή τη στάση της κυβέρνησης γύρω από το προσφυγικό και την υπόθεση των «Wiki Leaks». Και στα δύο αυτά θέματα, για μια ακόμα φορά, οι Έλληνες αστοί συνειδητοποίησαν ότι οι δίχως αρχές και μακροπρόθεσμη στρατηγική στάση που επιδεικνύουν οι καριερίστες ρεφορμιστές θέτει σε διαρκή κίνδυνο όχι μόνο τη σταθερότητα, αλλά και την έτσι κι αλλιώς, επιβαρυμένη διεθνή θέση του ελληνικού καπιταλισμού.
Στο προσφυγικό, την ώρα που ακόμα και οι Βαλκάνιοι «φτωχοί συγγενείς» της ΕΕ έκλειναν τα σύνορα χωρίς καμία συνέπεια και ενώ ο Ερντογάν λάμβανε ως αντάλλαγμα «τα πάντα» από την ΕΕ, οι Έλληνες αστοί είδαν τον Τσίπρα να συμπεριφέρεται ως πρόθυμος ηλίθιος, αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα για το ελληνικό κράτος το ρόλο του δεσμοφύλακα χωρίς να εξασφαλίζει το παραμικρό αντάλλαγμα για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Όμως ακόμα πιο εξοργιστική για τους Έλληνες αστούς, ήταν η έμπνευση της ομάδας Τσίπρα να κηρύξει έναν επικοινωνιακό πόλεμο ενάντια στο ΔΝΤ, με αφορμή τη δημοσιοποίηση από τα «Wiki Leaks» τηλεφωνικών διαλόγων στελεχών του, που ασφαλώς δεν έκανε κανέναν στην Ελλάδα και διεθνώς, σοφότερο σχετικά με τον αντιδραστικό του ρόλο. Οι Έλληνες αστοί είδαν εμβρόντητοι να μπαίνει στο στόχαστρο της κυβέρνησης το μόνο μέλος του κουαρτέτου των δανειστών που θέτει ανοικτά την ανάγκη για «κούρεμα» του χρέους και έστω έμμεσα αλλά σαφώς, αμφισβητεί τη βιωσιμότητα των υψηλών δημοσιονομικών στόχων του 3ου Μνημονίου.
Από τη σκοπιά πάντα των ελληνικών αστικών συμφερόντων, οι χειρισμοί της κυβέρνησης σε αυτή την υπόθεση ήταν εξαιρετικά επιζήμιοι. Λειτούργησαν υπονομευτικά για την περιβόητη αξιολόγηση και συσπείρωσαν τελικά τους δανειστές σε μια σκληρότερη γραμμή έναντι της Ελλάδας, καρπός τη οποίας ήταν και οι προτάσεις της Ουάσιγκτον.
Καθόλου τυχαία, μετά τις διαδοχικές αποτυχίες σε προσφυγικό και υπόθεση «Wiki Leaks», η νέα ηγεσία της ΝΔ έθεσε για πρώτη φορά αίτημα εκλογών. Η κίνηση αυτή, δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της πρωτιάς της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις. Δεν μπορεί παρά να αντανακλά τη βαθιά ανησυχία και δυσαρέσκεια της άρχουσας τάξης για τους πρόχειρους και τυχοδιωκτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης.
Αναμφίβολα, το ιδανικό για την άρχουσα τάξη θα ήταν η κυβέρνηση Τσίπρα να περάσει τα σκληρότερα δυνατά «προαπαιτούμενα», συμπεριλαμβανομένων και των πρόσθετων, «προληπτικών» μέτρων, για να μπορέσει η ΝΔ να βρει το κατάλληλο έδαφος για μια πιο «ήσυχη» μελλοντική διακυβέρνηση. Γι’ αυτό, το αίτημα Μητσοτάκη για εκλογές δεν είναι προς το παρόν ειλικρινές και κινείται ακόμα στα επίπεδα ενός αντιπολιτευτικού, φραστικού πυροτεχνήματος. Αν όμως οι κυβερνητικές κωλυσιεργίες, οι δισταγμοί και τα επικίνδυνα παιχνίδια επικοινωνιακής διαχείρισης των άτακτων υποχωρήσεων συνεχιστούν για λίγες ακόμα εβδομάδες, κοστίζοντας σε αβεβαιότητα και αστάθεια, τότε η πίεση των αστών για ένα νέο κυβερνητικό σχήμα διευρυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας χωρίς την ομάδα Τσίπρα επικεφαλής ή ακόμα και για εκλογές, θα γίνει πραγματική και έντονη.
8ο ερώτημα: Θα δεχθεί η κυβέρνηση την απόλυτη ταπείνωση των «προληπτικών» μέτρων;
Οι 15 μήνες διακυβέρνησης από την ομάδα Τσίπρα έδωσαν ήδη ένα αυθεντικό παράδειγμα για το μέγεθος και το είδος των υποχωρήσεων και των προδοσιών στις οποίες μπορούν να προβούν οι καριερίστες ρεφορμιστές. Στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ, είναι το ανοικτό πέρασμα στο στρατόπεδο του μέχρι πρότινος «αντιπάλου» και η «εν ψυχρώ» εφαρμογή του δικού του προγράμματός εναντίον των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού, στις πλάτες του οποίου η ομάδα Τσίπρα πάτησε για να αναπτύξει την επικερδή της πολιτική καριέρα.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν καθόλου ότι οι καριερίστες ρεφορμιστές ηγέτες τύπου Τσίπρα, δεν έχουν τα δικά τους πολιτικά όρια. Αυτό που ζητάει από εκείνους σήμερα ο ελληνικός καπιταλισμός λόγω της βαθιάς και ανίατης κρίσης του είναι, όχι μόνο να κάνουν αδιαμαρτύρητα μια ορισμένη ποσότητα από τη βρώμικη δουλειά, αλλά να κάνουν ολόκληρη τη βρώμικη δουλειά και γρήγορα. Αυτό ακριβώς είναι το νόημα των πρόσθετων προληπτικών μέτρων 3,5 δις ευρώ που ζητούν οι δανειστές σήμερα από την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, ζητούν από τον Τσίπρα με τη δική του μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία να περάσει, όχι μόνο τα μέτρα που αναλογούν στη δική του κυβερνητική θητεία, αλλά και τα μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει μια επόμενη κυβέρνηση υπό τη ΝΔ του Μητσοτάκη. Ακόμα και μια κυβέρνηση που θα αποτελούταν στο σύνολό της από εφ’ όρου ζωής έμμισθους πράκτορες των δανειστών θα κλονιζόταν αν είχε την υποχρέωση να βαδίσει αυτό τον δρόμο. Και δεν είναι μόνο ζήτημα ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ακόμα και άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία να διέθετε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ θα ήταν αδύνατο να περάσει μέτρα λιτότητας ύψους 9 δισ ευρώ με τόσο συνοπτικές διαδικασίες.
Κάνοντας λοιπόν την αναλογία με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη πολιτική Ιστορία της χώρας, θα λέγαμε ότι αν οι δανειστές επιμείνουν στην άμεση ψήφιση όλου του πακέτου των μέτρων, μαζί δηλαδή με τα πρόσθετα – «προληπτικά», τότε η πολιτική συγκυρία τις επόμενες μέρες θα μοιάζει έντονα με τις παραμονές της «πτώσης» του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, το 2011. Αυτή τη φορά στη θέση της στυμμένης πολιτικής «λεμονόκουπας» που ξεπέρασε πλέον τα όρια των «χυμών» που μπορεί να δώσει για το σάπιο ελληνικό καπιταλισμό θα βρίσκεται ο μέχρι προ λίγων μηνών «κραταιός» ηγέτης Αλέξης Τσίπρας. Η απόλυτη ταπείνωση των προληπτικών μέτρων θα αποδειχθεί ότι ξεπερνά τα – αξιοθαύμαστης ελαστικότητας – όρια του κόμματός του, των βουλευτών του και της ίδιας της κυβέρνησης που τον έχει επικεφαλής.
9ο ερώτημα: Προς εκλογές ή νέο κυβερνητικό σχήμα και κάτω από την επίδραση ποιών παραγόντων;
Ξεκινώντας την απόπειρα απάντησης σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να αναφερθούμε στον παράγοντα που απουσίασε το τελευταίο δίμηνο από τη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, δηλαδή στους μαζικούς αγώνες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο παράγοντας αυτός, θα μπορούσε να έχει ήδη αποδειχθεί αποφασιστικός και καταλυτικός, σύμφωνα με τις δυνατότητες που είχαν αποκαλυφθεί στις αρχές Φλεβάρη, με την αυθόρμητη τάση να συγχρονιστεί ο απεργιακός αγώνας του εργατικού κινήματος με τις μαχητικές κινητοποιήσεις των χτυπημένων μικροαστικών στρωμάτων, με τους αγρότες στην πρωτοπορία. Όμως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία – με αρωγό την παθητική στάση των συνδικαλιστικών δυνάμεων της Αριστεράς και την εκτονωτική στάση των αγροτοσυνδικαλιστών του ΚΚΕ – επέβαλε την παράλυση των μαζικών ταξικών αγώνων, πάνω στην ώρα που άρχισαν να «ξεδιπλώνονται» ελπιδοφόρα.
Η 48ωρη γενική απεργία που έχει προκηρύξει η διοίκηση της ΓΣΕΕ με έναρξη την ημέρα που θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για την πρόθεσή της να συνεχίσει, ακόμα πιο προκλητικά, να βαδίζει στο δρόμο των συμβολικών, εκτονωτικών κινητοποιήσεων. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να πιστέψουν σοβαρά στις προοπτικές μιας κινητοποίησης που θα διεξαχθεί κυριολεκτικά στο «παρά ένα». Η προκήρυξη γενικής απεργίας σε αυτό το σημείο, πρακτικά συνιστά έκκληση στις μάζες να υποστούν μια προδιαγεγραμμένη ήττα.
Γιατί στ’ αλήθεια, η ηγεσία της ΓΣΕΕ έπρεπε να προκηρύξει την 48ωρη απεργία για τις ημέρες που θα ψηφίζεται το νομοσχέδιο στη Βουλή, όταν το περιεχόμενό του είναι γνωστό στην πραγματικότητα από τον περασμένο Ιούλιο; Γιατί η συνδικαλιστική ηγεσία αρνήθηκε να προκηρύξει αυτή την 48ωρη απεργία στα μέσα Φεβρουαρίου, αφήνοντας εντελώς αναξιοποίηση τη δυναμική της επιτυχημένης 24ωρης; Οι γραφειοκράτες δε μπαίνουν στοιχειωδώς στη διαδικασία να δώσουν εξηγήσεις. Για κάθε νοήμονα εργαζόμενο όμως, η εξήγηση είναι δεδομένη. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία με τη στάση της μας φανερώνει ξανά ότι αποτελεί τον πιο πιστό σύμμαχο κάθε μνημονιακής κυβέρνησης. Άλλωστε η τοποθέτησή της υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου, έπεισε και τον πιο καλόπιστο εργαζόμενο για τα συμφέροντα που στην πραγματικότητα υπηρετεί.
Όμως με δεδομένη την απουσία άλλου, αξιόπιστου κεντρικού αγωνιστικού καλέσματος αλλά και τη ραγδαία αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, η 48ωρη γενική απεργία είναι δυνατό να γνωρίσει την επιτυχία της 24ωρης του Φεβρουαρίου. Συνδυασμένη με άλλες, πρόσθετες απεργίες και δυναμικές κινητοποιήσεις (καταλήψεις κλπ) κατά χώρους, αναμφίβολα θα πολλαπλασιάσει την πίεση στις κοινοβουλευτικές ομάδες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μέλη των οποίων ήδη από τον περασμένο Χειμώνα υπέστησαν δεκάδες φραστικούς προπηλακισμούς, ιδιαίτερα από αγανακτισμένους αγρότες σε πόλεις της επαρχίας. Έτσι παρά την απουσία ηγεσίας αποφασισμένης για πραγματική μάχη, η επερχόμενη 48ωρη απεργία, στο πλαίσιο της γενικότερης, διογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας που αναζητά μαζική κινηματική (αλλά και πολιτική) έκφραση, μπορεί να γίνει παράγοντας που θα επιδράσει σοβαρά στη μορφή των πολιτικών εξελίξεων.
Ένας ακόμα αποφασιστικός παράγοντας, θα είναι ασφαλώς η πίεση που θα ασκηθεί από τους δανειστές. Αν επιμείνουν στην άμεση λήψη των πρόσθετων, συμπληρωματικών μέτρων από τώρα για να κλείσει η αξιολόγηση, όπως ήδη αναφέραμε, θα είναι απίθανο η κυβέρνηση να αντέξει την πίεση. Σε μια τέτοια περίπτωση το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης του Τσίπρα, ως νέου ακόμα, καριερίστα πολιτικού με μέλλον, αλλά και της ομάδας στελεχών που τον περιβάλει, θα μπορούσε να δώσει μια διαφορετική μορφή στις εξελίξεις από την αντίστοιχη που είχε λάβει η αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία στα τέλη του 2011 μέσα σε ανάλογες συνθήκες.
Με δεδομένη την αδυναμία του να περάσει με την παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία τα συμπληρωματικά μέτρα, όπως ο ίδιος την εκμυστηρεύτηκε αγωνιωδώς σε μια χτεσινή τηλεφωνική διάλεξη με την Μέρκελ που διέρρευσε στον γερμανικό Τύπο, αλλά και την απροθυμία του να αποσυρθεί «αλά ΓΑΠ» υπέρ ενός νέου κυβερνητικού σχήματος διευρυμένης πλειοψηφίας από φόβο για ένα πρόωρο και άδοξο τέλος της πολιτικής του καριέρας, ο Τσίπρας (πάντα με την προϋπόθεση ότι η πίεση των δανειστών για τα προληπτικά μέτρα θα συνεχιστεί σύμφωνα με τη σκληρή γραμμή που υιοθέτησαν στην Ουάσιγκτον) το πιο πιθανό είναι να οδηγήσει άμεσα τα πράγματα σε εκλογές. Με αυτό τον τρόπο θα εξαντλήσει τις δυνατότητες για ένα καλό αποτέλεσμα στην κάλπη, φορώντας το μανδύα της αντίστασης «στις υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών», ενώ επίσης θα μπορέσει να ελέγξει και τη νέα κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μέσω της δυνατότητας που του δίνει η κατάρτιση των ψηφοδελτίων με «λίστα» αν οι εκλογές γίνουν μέχρι τον Ιούλιο.
Ακόμα όμως και αν η κυβέρνηση πετύχει να μην απαιτηθεί από τους δανειστές να ψηφιστούν τώρα στη Βουλή τα πρόσθετα, «προληπτικά» μέτρα και αν η περιβόητη πρώτη αξιολόγηση ολοκληρωθεί, μια μεγάλη και πολύπλευρη φθορά για την κυβέρνηση θα αρχίσει αναπόφευκτα να εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας μέρα που θα έρθουν προς ψήφιση τα νομοσχέδια των 5,4 δις ευρώ: φθορά από τη 48ωρη γενική απεργία και τις άλλες κινητοποιήσεις κατά χώρους, φθορά από ασταθείς και ταλαντευόμενους βουλευτές στην κοινοβουλευτική ομάδα, φθορά στις δημοσκοπήσεις, μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαρκών πιέσεων από τους δανειστές. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν η κυβέρνηση ξεπεράσει το «σκόπελο» της πρώτης αξιολόγησης, η προσφυγή στις κάλπες φυσιολογικά θα είναι ζήτημα το πολύ μερικών μηνών. Η διάχυτη αίσθηση ότι οι μέρες της παρούσας κυβέρνησης τελειώνουν και ό,τι οι εκλογές ζυγώνουν αναπόφευκτα, αντανακλάται άλλωστε και στις πυρετώδεις διεργασίες που συντελούνται σε όλο το πολιτικό φάσμα, όπως η ίδρυση του νέου ακροδεξιού μετωπικού σχήματος με την ονομασία «Εθνική Ενότητα» από τον Καρατζαφέρη, αλλά και νέου αριστερού αντιμνημονιακού κόμματος από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
10ο ερώτημα: Επιστρέφει η προοπτική του «Grexit»;
Οι χτεσινές δηλώσεις Σόιμπλε για την πιθανότητα ενός «Grexit», επανέφεραν στο προσκήνιο μια προοπτική που ουδέποτε στην πραγματικότητα έχει απομακρυνθεί. Όπως επανειλημμένα έχει εξηγήσει στις σχετικές αναλύσεις της η Κομμουνιστική Τάση, ο ελληνικός καπιταλισμός, ευρισκόμενος σε μια διαρκή κατάσταση ύφεσης, μόνιμης υπερχρέωσης και σ’ ένα περιβάλλον μεγάλης διεθνούς οικονομικής αστάθειας, είναι αδύνατο προοπτικά να διατηρήσει το κεκτημένο της θέσης του μέσα στην Ευρωζώνη.
Η περίοδος της πρώτης κυβερνητικής θητείας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σηματοδότησε τη διάψευση της δημοφιλούς θεωρίας που υποστήριζε πως οι δανειστές, ό,τι και να γίνει, από το φόβο της διεθνούς αστάθειας δεν πρόκειται ποτέ στα σοβαρά να δείξουν στην Ελλάδα την πόρτα της εξόδου από το ευρώ. Το περιβόητο «σχέδιο Σόιμπλε» που εισήγαγε επίσημα το «Grexit» ως μια επιλογή το περασμένο καλοκαίρι στην κρίσιμη Σύνοδο της ΕΕ, απέδειξε ότι αυτή η θεωρία είναι διάτρητη.
Μετά και την εμπειρία της κρίσης του περασμένου καλοκαιριού, έχει διεθνώς συνειδητοποιηθεί ότι το ελληνικό πρόβλημα και το ενδεχόμενο ενός «Grexit» δεν είναι πλέον το ίδιο επικίνδυνα για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, όπως φάνταζαν πριν από λίγο καιρό (εμείς εδώ θα συμπληρώναμε ότι δεν είναι από μόνα τους τόσο επικίνδυνα, στο βαθμό δηλαδή που είναι δυνατό να μη συνδυαστούν με άλλα δυσμενή για την παγκόσμια οικονομία γεγονότα και φαινόμενα). Η αίσθηση αυτού του μειωμένου συγκριτικά με το παρελθόν βαθμού επικινδυνότητας, σε συνδυασμό με τις διαδοχικές αποτυχίες των μνημονιακών προγραμμάτων και την πανθομολογούμενη αδυναμία διατήρησης του προβληματικού ελληνικού καπιταλισμού στην Ευρωζώνη χωρίς τη διαρκή ανάγκη για νέα πακέτα δανεισμού, προετοιμάζει τις συνθήκες για την εκδήλωση της «κόπωσης» δανειστών και ελληνικής άρχουσας τάξης, καλλιεργώντας έτσι το έδαφος για να αναδειχθεί το «Grexit» σαν δραστικό μέσο που θα επεφύλασσε λύσεις και για τις δυο πλευρές: θα απάλλασσε τους δανειστές από την υποχρέωση διαρκούς έκθεσης στο ελληνικό πρόβλημα με νέα μεγάλα δάνεια και θα έδινε στους Έλληνες καπιταλιστές τη δυνατότητα (με πιθανή αντιπαροχή μια περικοπή χρέους που έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή θα έρθει λόγω της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να το εξυπηρετήσει) να υπερκεράσουν τις απώλειες από το νομισματικό ξεπεσμό τους με μια ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς τους διαμέσου του εργαλείου της νομισματικής υποτίμησης.
Οι σοβαροί αναλυτές της αστικής τάξης διαισθάνονται το πλησίασμα σε μια τέτοια προοπτική, αποφεύγοντας βέβαια ακόμα να παραδεχτούν ανοικτά ότι η ίδια η τάξη τους θα αρχίζει αναπόφευκτα να την εξετάζει σοβαρά. Έγραφε χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων ο Αλέξης Παπαχελάς στην «Καθημερινή», στις 20/4, στο άρθρο του με τίτλο «Τα λάθη, οι εμμονές και τα ατυχήματα της Ιστορίας»: «…Μπορεί πάντως να φτάσουμε στη δραχμή, έστω κι αν –στα λόγια– δεν το θέλει κανείς. Θα χρειαστεί η αγαστή συνέργεια των «σκληρών», μέσα και έξω από την Ελλάδα. Οι εγχώριοι σκληροί θα πιέζουν σε εξωευρωπαϊκές συμπεριφορές όσο θα αυξάνεται πολιτικά η πίεση από τη διαπραγμάτευση. Τη στραβοτιμονιά, άλλωστε, την έχουν εύκολη. Οι σκληροί των δανειστών θα συνεχίσουν να διαβεβαιώνουν ότι δεν διανοούνται το Grexit, αλλά θα τρίβουν τα χέρια τους θεωρώντας ότι τα λάθη του κ. Τσίπρα θα οδηγήσουν σε μια κατάσταση κατά την οποία η Ελλάδα θα ζητήσει το time out. Η Ιστορία είναι γεμάτη από ατυχήματα που δεν οφείλονταν σε κάποια κρυφά σχέδια, αλλά σε πολλαπλά λάθη, ανθρώπινες αδυναμίες και εμμονές. Ας ελπίσουμε ότι θα το αποφύγουμε…».
Η επαναφορά στο προσκήνιο τέτοιων δημόσιων αναφορών στην προοπτική του «Grexit» και μάλιστα από στρατηγικά αστικά μυαλά όπως ο διευθυντής της «Καθημερινής», δεν αποτελεί την αναβίωση μιας συνήθους φιλολογίας που εκδηλώνεται όταν κάτι δεν πάει καλά στις σχέσεις με τους δανειστές. Αντανακλά σε τελική ανάλυση τις ίδιες τις οργανικές, εξελικτικές τάσεις της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Το αναπόφευκτο ξεδίπλωμα αυτών των οργανικών τάσεων του «Grexit» θα επιβεβαιώσει την εκτίμηση των κομμουνιστών, ότι η μνημονιακή προδοσία της ομάδας Τσίπρα στο όνομα της «διατήρησης της χώρας στο ευρώ» συνεισέφερε απλά στη διατήρηση ενός προσωρινού μεταβατικού σταδίου, που ετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο στάδιο της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, αυτό του εθνικού νομίσματος. Σήμερα, παραμονές του ερχομού αυτού του σταδίου που θα σημάνει νέα, ακόμα μεγαλύτερα βάσανα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, η σημαία του εθνικού νομίσματος είναι απόλυτα ακατάλληλη για να εκφράσει τους αγώνες και τις διεκδικήσεις τους. Είναι η σημαία της νέας σκληρής επίθεσης που ετοιμάζουν οι καπιταλιστές εναντίον τους. Η εργατική τάξη και ο φτωχός λαός πρέπει να συσπειρωθούν γύρω από τη δική τους σημαία, τη μόνη που είναι ικανή να αντιπροσωπεύει μια ριζική αλλαγή στη μοίρα τους, δίχως τα Μνημόνια, τη λιτότητα και τα ληστρικά χρέη που φορτώνουν στην πλάτη τους οι καπιταλιστές. Τη σημαία του σοσιαλισμού!