Το βιβλίο του Τεντ Γκραντ που κρατάτε στα χέρια σας συμβάλλει στην κατανόηση της αληθινής ιστορίας όχι μόνο του βρετανικού αλλά και του παγκόσμιου τροτσκιστικού κινήματος και περιέχει πολύτιμα διδάγματα σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα της οικοδόμησης μιας γνήσιας μαρξιστικής οργάνωσης.
Η επιλογή να εκδώσουμε στα ελληνικά αυτό το βιβλίο έγινε για δύο ειδικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη δολοφονία του Λέον Τρότσκι και αυτή η επέτειος αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία να γνωστοποιηθεί η καθοριστική συμβολή στη μαρξιστική θεωρία και την επαναστατική πολιτική ενός ανθρώπου ο οποίος, κατά την άποψή μας, υπήρξε ο μόνος αυθεντικός συνεχιστής της πολιτικής παράδοσης του Τρότσκι ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της μεταπολεμικής Τετάρτης Διεθνούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή του Τεντ Γκραντ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι ιδέες και οι μέθοδοι που υπερασπίστηκε ο Τεντ Γκραντ και η σημαντική τάση την οποία θεμελίωσε στη Βρετανία αλλά και διεθνώς, είτε παραμένουν παντελώς άγνωστες είτε έχουν συστηματικά διαστρεβλωθεί στις τάξεις του τμήματος των κομμουνιστών στην Ελλάδα, το οποίο έχει ως πολιτικό σημείο αναφοράς τον Τρότσκι και το κίνημα που θεμελίωσε.
Η συνηθέστερη από αυτές τις διαστρεβλώσεις είναι η αντίληψη ότι ο Τεντ Γκραντ υπήρξε ο «θεωρητικός της τακτικής του εισοδισμού». Αυτή η εντύπωση, εκτός του ότι υποδηλώνει μια θολή γενικότερη κατανόηση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, υποτιμά τη συνολική, αποφασιστικής σημασίας, συμβολή του Τεντ Γκραντ στο μαρξισμό.
Ο Τεντ είχε καθοριστική συμβολή στην υπόθεση της διάσωσης και εφαρμογής της γνήσιας μαρξιστικής μεθόδου πάνω σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα της εποχής του. Ανέλυσε σωστά την αντικειμενική κατάσταση, καθώς και τον διεθνή ταξικό συσχετισμό δύναμης ο οποίος προήλθε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με την κεντρική ηγεσία της Τετάρτης Διεθνούς, η οποία διατύπωσε ακραία εξωπραγματικές εκτιμήσεις, όπως εκείνη ότι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν «προ των πυλών».
Επίσης, ο Τεντ Γκραντ ήταν εκείνος που σήκωσε στη Βρετανία το κύριο βάρος της θεωρητικής σύγκρουσης με τις αντιλήψεις περί «κρατικού καπιταλισμού» στην ΕΣΣΔ, οι οποίες διατυπώθηκαν από στελέχη του μαρξιστικού κινήματος όπως ο Τόνι Κλιφ και συνιστούσαν ανακύκλωση μη μαρξιστικών απόψεων, οι οποίες είχαν εμφανιστεί στο σοβιετικό και διεθνές κίνημα και σε κύκλους διανοουμένων κατά τον Μεσοπόλεμο.
Στον Τεντ Γκραντ θα πρέπει να πιστωθεί ο σωστός μαρξιστικός προσδιορισμός του χαρακτήρα των νέων σταλινικών καθεστώτων τα οποία προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη και τον πρώην αποικιακό κόσμο, ως καθεστώτα προλεταριακού βοναπαρτισμού, δηλαδή εκ γενετής γραφειοκρατικά παραμορφωμένα εργατικά κράτη, τα οποία οικοδομήθηκαν «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της γραφειοκρατικά εκφυλισμένης σταλινικής ΕΣΣΔ.
Ο Γκραντ εξήγησε τη διαδικασία μέσα από την οποία η σοβιετική γραφειοκρατία, στηριγμένη στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη, έθεσε τα κράτη της υπό έλεγχο, δημιουργώντας καθεστώτα προλεταριακού βοναπαρτισμού. Σε ό,τι αφορά τα καθεστώτα προλεταριακού βοναπαρτισμού που αναδείχθηκαν στις πρώην αποικιακές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λ. Αμερικής, όπως η Κίνα, η Κούβα, η Βιρμανία, η Συρία, η Καμπότζη, το Βιετνάμ, η Αγκόλα, η Μοζαμβίκη κ.ά. ως αποτέλεσμα των συνθηκών βαθιάς κρίσης και αδιεξόδου του καπιταλισμού αλλά και μαζικών αγώνων εκατομμυρίων εκμεταλλευομένων, ο Τεντ Γκραντ υπογράμμισε τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της φύσης αυτών των καθεστώτων οι μέθοδοι και ο τρόπος οργάνωσης των αγροτικών αντάρτικων και των στρατιωτικών κινημάτων, τα οποία υποκατέστησαν την ανεξάρτητη κινητοποίηση της εργατικής τάξης και τη δημιουργία δημοκρατικών οργάνων εργατικής εξουσίας.
Στο πλαίσιο αυτής της αυθεντικά μαρξιστικής προσέγγισης του σταλινικού φαινομένου, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ανέλυσε σωστά την Κινεζική και την Κουβανέζικη Επανάσταση, αναγνωρίζοντας την τεράστια σημασία τους, αλλά και αποφεύγοντας το λάθος της εξιδανίκευσης των καθεστώτων προλεταριακού βοναπαρτισμού τα οποία προέκυψαν απ’ αυτές, στο οποίο υπέπεσαν οι περισσότεροι ηγέτες της Τετάρτης Διεθνούς. Eρμήνευσε, επίσης, με τεκμηριωμένο τρόπο τις συγκρούσεις της τιτοϊκής και της μαοϊκής γραφειοκρατίας με τη σοβιετική γραφειοκρατία, χωρίς να παρασυρθεί (όπως συνέβη με τους υπόλοιπους ηγέτες της Τετάρτης Διεθνούς) και να αλλάξει τον επιστημονικό χαρακτηρισμό που είχε διατυπώσει για τη φύση των καθεστώτων στη Γιουγκοσλαβία και την Κίνα.
Σε μια εποχή κατά την οποία η εξιδανίκευση των αντάρτικων κινημάτων από τα διάφορα ρεύματα που μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού επιφύλασσε στο κίνημα της εργατικής τάξης το ρόλο του κομπάρσου, ο Τεντ Γκραντ επέμεινε στην υπεράσπιση του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης. Τα επαναστατικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του 1960 και της επόμενης δεκαετίας, αρχής γενομένης από τον Γαλλικό Μάη του 1968, επιβεβαίωσαν την ορθότητα αυτής της επιλογής.
Σημαντική, επίσης, είναι η συμβολή του Γκραντ στο πεδίο της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης. Σε αντίθεση με τους άλλους ηγέτες της Τετάρτης Διεθνούς, εκείνος αναγνώρισε έγκαιρα τη δημιουργία των οικονομικών αλλά και πολιτικών προϋποθέσεων για μια νέα περίοδο ανάκαμψης του καπιταλισμού στη μεταπολεμική Δύση. Και στο αποκορύφωμα αυτής της ανάκαμψης, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε αντίθεση με τους εμπειριστές «θεωρητικούς» οι οποίοι απέκλειαν το ενδεχόμενο νέων μεγάλων κρίσεων και υφέσεων, ο Τεντ Γκραντ επέμεινε στο αναπόφευκτο της εμφάνισης μιας νέας ύφεσης, η οποία προέβλεψε ότι θα οδηγούσε στον κλονισμό της σταθερότητας των αστικών καθεστώτων της καπιταλιστικής Δύσης, όπως και τελικά συνέβη.
Ποια ήταν όμως η συμβολή του Τεντ Γκραντ στο -τόσο δαιμονοποιημένο για ευνόητους λόγους από τις γραφειοκρατίες των μαζικών εργατικών κομμάτων αλλά και τόσο παρεξηγημένο στις τάξεις πολλών απλών αριστερών αγωνιστών- ζήτημα του «εισοδισμού»; Η στοιχειωδώς αντικειμενική ματιά, τόσο στο έργο όσο και την πολιτική διαδρομή του Γκραντ, επιβάλλει να τονιστεί ότι εκείνος είχε μια καθοριστική συμβολή όχι μόνο στο ζήτημα αυτής της συγκεκριμένης τακτικής, αλλά συνολικότερα στο ζήτημα του χτισίματος της επαναστατικής οργάνωσης, ως υπόθεσης που περιλαμβάνει υποχρεωτικά όλων των ειδών τις τακτικές, ανάλογα με τις αντικειμενικές συνθήκες και τη συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται μια μαρξιστική επαναστατική οργάνωση.
Ο «εισοδισμός» ή ορθότερα η τακτική της διεξαγωγής επαναστατικής δουλειάς, με τη μορφή ανεξάρτητης πολιτικά τάσης μέσα σε ένα μαζικό εργατικό κόμμα, δεν υπήρξε εφεύρημα ούτε του Τεντ Γκραντ ούτε του Τρότσκι. Αποτελεί την εφαρμογή, σε συγκεκριμένες συνθήκες, της διαχρονικής απόπειρας του μαρξισμού να συνδεθεί με το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης. Αυτή η απόπειρα ξεκινά από τα χρόνια ακόμα που οι απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν μειοψηφία μέσα στο πολιτικά πρωτόγονο κομμουνιστικό κίνημα των τελών της δεκαετίας του 1840 και αργότερα μέσα στην πανσπερμία ρευμάτων της Πρώτης Διεθνούς. Συνεχίζεται στον αγώνα που διεξήγαγαν οι κομμουνιστές μέσα στα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, μέχρι το χρονικό σημείο στο οποίο είτε ως σύνολο αυτά τα κόμματα είτε οι μαζικές τους διασπάσεις προχώρησαν στην ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων και μιας νέας μαζικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.).
Μια ξεκάθαρη έκφραση αυτής της αντίληψης για την αναγκαιότητα σύνδεσης των κομμουνιστών με τις εργατικές μάζες μέσα στις οργανώσεις τους βρίσκουμε στην προτροπή του Λένιν προς τους Βρετανούς κομμουνιστές να μπουν για επαναστατική (εισοδιστική) δουλειά στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, στο πλαίσιο της γενικότερης αντι-σεχταριστικής πάλης την οποία διεξήγαγε με τον Τρότσκι στο εσωτερικό της νεαρής Κ.Δ. Καρπός αυτής της πάλης υπήρξε άλλωστε και η αριστουργηματική (και βαθιά «εισοδιστική» ως προς τη φιλοσοφία της) μπροσούρα του Λένιν με τίτλο «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».
Αυτό που έκανε ο Τρότσκι, τη δεκαετία του 1930, με την τοποθέτηση του εισοδισμού στο προσκήνιο ως ενδεδειγμένη τακτική για μια σειρά τμήματα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, ήταν η προσπάθεια να περιγράψει τη μορφή που έπαιρνε αναγκαστικά στις συνθήκες εκείνης της περιόδου για τους επαναστάτες μαρξιστές η διαχρονική ανάγκη σύνδεσης με τις οργανωμένες πολιτικά εργατικές μάζες. Ο εισοδισμός αποτέλεσε για τον Τρότσκι μια βραχυχρόνια τακτική, η οποία, ωστόσο, επιβαλλόταν από τις περιστάσεις που διαμόρφωνε η ύπαρξη τριών συγκεκριμένων παραγόντων: της διεθνούς σταλινικής εκστρατείας εκδίωξης των επαναστατών μαρξιστών από τα κομμουνιστικά κόμματα, της οργανωτικής και αριθμητικής τους αδυναμίας ως αποτέλεσμα αυτών των γραφειοκρατικών διώξεων και της ριζοσπαστικοποίησης της βάσης των παλιών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς με το σχηματισμό, στις γραμμές τους, μαζικών αριστερο-ρεφορμιστικών ή και κεντριστικών ρευμάτων.
Ο Γκραντ, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ηγέτες της Τετάρτης Διεθνούς οι οποίοι αρχικά ώθησαν τις τάσεις τους σε τακτικές οπορτουνιστικής προσαρμογής στο ρεφορμιστικό περιβάλλον των μαζικών εργατικών κομμάτων στο όνομα του «εισοδισμού» και αργότερα προέβησαν στη σεχταριστική απόρριψη κάθε οργανωτικής σύνδεσης με τα κόμματα αυτά ως ένα «ζήτημα αρχής», διατύπωσε τα βασικά σημεία μιας τακτικής για επαναστατική δουλειά στις μαζικές οργανώσεις, σύμφωνης με τις νέες συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου.
Ξεκινώντας από το συμπέρασμα που προκύπτει από ολόκληρη την ιστορία του εργατικού κινήματος, ότι, όταν οι μάζες της εργατικής τάξης αρχίζουν να κινητοποιούνται, στρέφονται κατά κανόνα στις παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις (συνδικάτα και μαζικά εργατικά κόμματα), εκτίμησε ότι στη φάση της οικονομικής σταθεροποίησης κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην καπιταλιστική Δύση οι βασικοί όροι για τον εισοδισμό, όπως τους είχε προσδιορίσει ο Τρότσκι τη δεκαετία του 1930, πλέον απουσίαζαν. Δεν είχαμε ούτε βαθιά κρίση και επαναστατικό αναβρασμό που να θέτει στο προσκήνιο το ζήτημα της εξουσίας, αλλά ούτε και γοργή ριζοσπαστικοποίηση της βάσης των ρεφορμιστικών κομμάτων και σχηματισμό νέων αριστερορεφορμιστικών και κεντριστικών τάσεων. Ωστόσο, συνέχιζε όπως και τη δεκαετία του 1930 να υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα που έκανε ακόμα επιτακτικότερη τη δημιουργία δεσμών με τα μαζικά εργατικά κόμματα στη γενικότερη πορεία για την οικοδόμηση ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος: η μεγάλη (ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με την προπολεμική περίοδο) οργανωτική-αριθμητική αδυναμία των δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού.
Σε συνθήκες πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων στην εξουσία από τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα στη Δύση και τόνωσης των δεσμών αυτών των κομμάτων με την εργατική τάξη, η θέση των μαρξιστών δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά αλλού παρά μέσα στα μαζικά εργατικά κόμματα, ως ένα πλήρως νομιμοποιημένο αλλά και πλήρως ανεξάρτητο πολιτικά τμήμα της αριστερής τους πτέρυγας, στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου προπαρασκευαστικού σταδίου υπομονετικής στρατολόγησης και εκπαίδευσης μικρών ομάδων στελεχών. Μέχρι η αναπόφευκτη εμφάνιση των κλασικών όρων εισοδισμού, όπως τους είχε περιγράψει ο Τρότσκι, να ευνοήσει τη μεγάλη ισχυροποίηση της μαρξιστικής τάσης και τη μετατροπή της σε δύναμη ικανή να διεκδικήσει την πλειοψηφία της βάσης των κομμάτων αυτών και, τελικά, ως ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα, την υποστήριξη των ίδιων των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης στην πάλη τους για την εξουσία. Αντί για τη βραχυχρόνια τακτική του εισοδισμού, λοιπόν, ο Τεντ έθεσε το ζήτημα ενός μακροχρόνιου προσανατολισμού στις μαζικές οργανώσεις.
Η καλύτερη επιβεβαίωση των ιδεών αυτών ήταν η ανάπτυξη που γνώρισε στο Εργατικό Κόμμα η μαρξιστική τάση του Militant (από το όνομα της εφημερίδας της) στη Βρετανία κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, σε μια περίοδο κατά την οποία, λόγω της σεχταρισμού τους, όλες οι άλλες οργανώσεις που μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού το είχαν ξεγράψει ως «αστικοποιημένο». Το Militant υπό την πολιτική καθοδήγηση του Τεντ Γκραντ κατόρθωσε να γίνει η τροτσκιστική οργάνωση με τη μεγαλύτερη επιρροή στο εργατικό κίνημα από την εποχή της Ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης.
Τόσο όμως η πολιτική σκέψη του Τεντ Γκραντ στο ζήτημα της δουλειάς στις μαζικές εργατικές οργανώσεις όσο και η ίδια η ιστορία του Militant έχουν υποστεί μια σοβαρή διαστρέβλωση. Ουδέποτε ο Τεντ Γκραντ υπερασπίστηκε την τακτική της επαναστατικής δουλειάς στις μαζικές εργατικές οργανώσεις ως ένα υπερ-ιστορικό φετίχ, ως μια πανάκεια ανεξαρτήτως των αντικειμενικών συνθηκών και της φάσης στην οποία βρίσκονται τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα. Η ιστορία των οργανώσεων που καθοδήγησε πολιτικά ο Τεντ Γκραντ και ασφαλώς και του ίδιου του Militant, όπως θα διαπιστώσει και ο αναγνώστης του παρόντος έργου, είναι γεμάτη από επιτυχημένα παραδείγματα ανεξάρτητης οργανωτικά -από τα μαζικά εργατικά κόμματα- δουλειάς, ειδικά στη νεολαία, αλλά και ανεξάρτητης, ανοικτής απεύθυνσης στη βάση άλλων κομμάτων, εκτός εκείνων στα οποία διεξαγόταν ήδη συστηματική δουλειά.
Ο Τεντ Γκραντ -όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι- υποστήριζε πάντοτε την ευελιξία στην τακτική, έχοντας ως βασικό κριτήριο την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ευκαιριών για την ανάπτυξη των δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού, οπουδήποτε και αν αυτές εμφανίζονταν. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, στο καθήκον του χτισίματος του επαναστατικού κόμματος, ο γενικότερος προσανατολισμός στις μαζικές εργατικές οργανώσεις δεν αποκλείει, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, τη δράση με μια πλήρως ανεξάρτητη από μαζικά κόμματα οργάνωση, όπως ήταν το βρετανικό RCP (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα), το ισχυρότερο τμήμα της Τετάρτης Διεθνούς στην Ευρώπη, στο οποίο ηγούνταν ο Τεντ Γκραντ (μαζί με σημαντικές άλλες μορφές του βρετανικού τροτσκισμού της εποχής, όπως ο Τζοκ Χάστον). Ο Τεντ Γκραντ κατανοούσε ότι μόνο ο προσανατολισμός στις μαζικές εργατικές οργανώσεις δεν λύνει το πρόβλημα της ανάπτυξης των δυνάμεων του μαρξισμού, όταν αυτές οι παραδοσιακές οργανώσεις βρίσκονται για παρατεταμένο διάστημα σε μια κατάσταση που δεν ευνοεί τη διεξαγωγή επαναστατικής δουλειάς. Και χωρίς ανάπτυξη των επαναστατικών μαρξιστικών δυνάμεων δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδώσει ο προσανατολισμός και η δουλειά στις μαζικές οργανώσεις, όταν εκεί στο μέλλον εμφανιστούν σοβαρές και σημαντικές ευκαιρίες.
Η επιτυχία του Militant δεν οφειλόταν μόνο στην υπομονετική δουλειά στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά υπήρξε, σε αποφασιστικό βαθμό, το αποτέλεσμα και της ανεξάρτητης δουλειάς την οποία διεξήγαγε στη νεολαία και στο εργατικό κίνημα, με τη δική του σημαία και αυτή πλατύτερων σχημάτων στα οποία ηγούνταν το ίδιο. Δυστυχώς, αυτή η επιτυχημένη δουλειά υπονομεύθηκε και τερματίσθηκε τραγικά από την άφρονα σεχταριστική πολιτική της ηγετικής κλίκας του Πίτερ Ταφ. Στο τραγικό της έργο, μάλιστα, η κλίκα του Ταφ χρησιμοποίησε γραφειοκρατικές μεθόδους, με διοικητικά μέτρα, ως μέσο επίλυσης πολιτικών διαφορών, παραβιάζοντας τη γνήσια δημοκρατική παράδοση του μπολσεβικισμού, στην οποία ο Τεντ Γκραντ πάντοτε υπήρξε έμπρακτα προσηλωμένος.
Ωστόσο, η γνήσια πολιτική παράδοση του Militant βρήκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τη συνέχειά της μέσα από τη θεωρητική και πολιτική δουλειά της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), στην οποία πρωταγωνίστησε και ο ίδιος ο Τεντ Γκραντ, μέχρι το θάνατό του, σε ηλικία 93 ετών, στις 20 Ιουλίου 2006. Η σημαντική ανάπτυξη που γνωρίζουν τα τελευταία χρόνια οι δυνάμεις της IMT σε δεκάδες χώρες οφείλεται σε αποφασιστικό βαθμό στη διατήρηση της γνήσιας πολιτικής παράδοσης του Τεντ Γκραντ, με βασική έκφραση το δίπτυχο «σοβαρή στάση έναντι της μαρξιστικής θεωρίας – ευέλικτες τακτικές στη συστηματική προσπάθεια να χτιστούν ισχυροί δεσμοί με την εργατική πρωτοπορία και, διαμέσου αυτής, με τις πλατύτερες εργατικές μάζες και τις οργανώσεις τους».
Οι εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή», το εκδοτικό σχήμα του ελληνικού τμήματος της ΙΜΤ, προσφέρουν στα ελληνικά ένα ακόμα βιβλίο του Τεντ Γκραντ και φιλοδοξούν να παραμείνουν στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας διατήρησης και γνωστοποίησης της πλούσιας και σημαντικής πολιτικής κληρονομιάς του, αλλά και αποκατάστασής της από ποικίλες διαστρεβλώσεις. Με την ακλόνητη πεποίθηση ότι αυτή η πολιτική κληρονομιά είναι όχι μόνο μια συμβολή στη μαρξιστική θεωρία, αλλά και ένα πολύτιμο εφόδιο στην πάλη κάθε αγωνιστή για τον ζωτικό σκοπό μιας πανανθρώπινης κομμουνιστικής κοινωνίας, παραδίδουμε στον αναγνώστη την πρώτη ελληνική έκδοση της «Ιστορίας του Βρετανικού Τροτσκισμού».
Εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή»