Από την υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός Μινσκ-2 το 2015, ο εμφύλιος πόλεμος στο Ντονμπάς σταμάτησε να έχει τη μορφή ανοικτής πολεμικής σύρραξης. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε και τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Οι άνθρωποι που ζουν δίπλα στις εμπόλεμες περιοχές υπομένουν συχνά βομβαρδισμούς. Εκτός από τη νέα αυτή καθημερινότητα για τους ανθρώπους κοντά στις εμπόλεμες περιοχές, κάθε χρόνο παρατηρείται μια περίοδος με συχνές αναφορές σε «εκ νέου κλιμάκωση της σύγκρουσης» από τα ουκρανικά και δυτικά μέσα ενημέρωσης και την «απειλή της ρωσικής επεκτατικότητας».
Παρόμοιες ιστορίες υπάρχουν κι από τη Ρωσική πλευρά και γενικότερα επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο από το 2016-2019. Ωστόσο, τα πρόσφατα γεγονότα είναι πιο σοβαρά, με κινητοποίηση στρατευμάτων από τη Ρωσία, αλλά κι από την Ουκρανία καθώς και την κατάπλευση στην περιοχή πλοίων που ανήκουν στο ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι θα αποσύρει τα στρατεύματα της από τα σύνορα, αλλά η αυξημένη ένταση ενδέχεται να παραμείνει για κάποιο διάστημα.
Εσωτερικά προβλήματα
Τον τελευταίο χρόνο είχαμε τη μεγαλύτερη όξυνση της ταξικής πάλης στην πρώην ΕΣΣΔ εδώ και μία δεκαετία. Το κίνημα διαμαρτυρίας που ξέσπασε με αφορμή τη σύλληψη του Ναβάλνι, γνωστής μορφής της αντιπολίτευσης, οδήγησε μάζες Ρώσων διαδηλωτών στους δρόμους. Παράλληλα, στην Ουκρανία είχαμε μία σειρά από απεργίες και κινήματα διαμαρτυρίας κατά της αύξησης των ταξιδιωτικών ναύλων κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Και οι δύο αυτές καταστάσεις έχουν αρχίσει να φοβίζουν τις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις τους και οδήγησαν σε αυξημένα κατασταλτικά μέτρα. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποφάσισε να απαγορεύσει τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης.
Η ομοιότητα αυτών των καταστάσεων δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης που καταστρέφει τις εύθραυστες μετα-σοβιετικές οικονομίες. Οι αντίστοιχες άρχουσες τάξεις και από τις δύο πλευρές δεν έχουν άλλη διέξοδο από την κρίση εκτός από την ενίσχυση του πατριωτισμού από τη μία πλευρά, και την ένταση της καταστολή ενάντια σε οποιαδήποτε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ταυτόχρονα, αυτοί οι σύγχρονοι μεγιστάνες είναι βυθισμένοι στη διαφθορά και τα πλούτη, σε αντίθεση με το φθίνον επίπεδο ζωής του μέσου Ουκρανού ή Ρώσου εργαζομένου.
Από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς, η Μόσχα και το Κίεβο έχουν στηριχθεί στον πατριωτισμό και στην υποστήριξη του στρατού για να αποτρέψουν την ταξική πάλη, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Όταν το πατριωτικό συναίσθημα αμβλύνθηκε και η ταξική πάλη επανήλθε, η Μόσχα και το Κίεβο αποφάσισαν να χτυπήσουν πιο δυνατά τα τύμπανα του πολέμου.
Ο πόλεμος είναι τραγικά επικερδής!
Οι σύγχρονοι στρατοί δεν εξαρτώνται απλώς από την προμήθεια όπλων, αλλά από κάθε είδους υλικοτεχνική υποστήριξη που εμπλέκεται στη σίτιση, τη στέγαση, την τροφοδοσία και την ένδυση στρατιωτών και προσωπικού. Οι συνεργαζόμενες εταιρείες των Ποροσένκο και Κολομόισκι έχουν εμπλακεί σε μεγάλο βαθμό στον εφοδιασμό των ενόπλων δυνάμεων, ενώ πιθανότατα υπάρχουν πολλά περισσότερα συμβόλαια και επιχειρησιακά συμφέροντα που δεν αναφέρονται.
Υπήρξε μια κίνηση την τελευταία περίοδο προς το άνοιγμα του στρατιωτικού εφοδιασμού στη διεθνή αγορά, αντί να βασίζεται στην εγχώρια βιομηχανία της Ουκρανίας. Όχι συμπτωματικά, ο εθνικός προϋπολογισμός για την ασφάλεια και την άμυνα αυξήθηκε σε 5,45% του ΑΕΠ το 2020 και θα καταλάβει ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό στο τέλος του τωρινού έτους.
Παρά το ότι έχει μια μεγάλη στρατιωτική βιομηχανία, ο ουκρανικός στρατός εισάγει στρατιωτικό υλικό από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 2014. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν τώρα το 10% των ετήσιων στρατιωτικών αναγκών, και αφορούν αποκλειστικά χώρες του ΝΑΤΟ, και ειδικά τις ΗΠΑ. Δεδομένης της αδυναμίας της ουκρανικής οικονομίας, ειδικά μετά την τελευταία κρίση, συχνά μαζί με το στρατιωτικό υλικό, παρέχονται στη κυβέρνηση «ενισχύσεις» υπό τη μορφή δανείου, ώστε να συνεχίσουν να αγοράζουν όπλα. Με αυτόν τον τρόπο, η ουκρανική οικονομία και κυβέρνηση εξαρτώνται ακόμη περισσότερο από τα ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Τον περασμένο Αύγουστο, η Ουκρανία έλαβε δάνειο ύψους 1,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αγοράσει έναν αριθμό ναυτικών σκαφών τύπου Barzan που κατασκευάστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο: μια υψηλή τιμή, για μία ασήμαντη βελτίωση του στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Μόλις αυτό το μήνα, ο Ζελένσκι και ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν συμφώνησαν στην αγορά τουρκικών drones για 69 εκατομμύρια δολάρια.
Ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν η κύρια επιρροή στο Κίεβο, πρόσφατα έχουμε δει την είσοδο μικρότερων παικτών, όπως η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Ερντογάν βασίζεται στον παντουρκισμό. Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη των εθνικιστών Τατάρων της Κριμαίας, οι οποίοι είναι επίσης, επί του παρόντος, σύμμαχοι με το Κίεβο. Αν και είναι απίθανο ο Ερντογάν να θέλει ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρωσία, το τελευταίο διάστημα πιέζει έμμεσα τη Μόσχα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί παρόμοια τακτική, με τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον να κομπάζει για την ανάκτηση ενός μέρους από το μειωμένο ιμπεριαλιστικό κύρος της Βρετανίας, χρησιμοποιώντας την Ουκρανία για τη χρηματοδότηση της εγχώριας βιομηχανίας όπλων. Στις 18 Απριλίου, ανακοινώθηκε ότι μια ομάδα πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού εστάλη στη Μαύρη Θάλασσα.
Τέλος, τα συμφέροντα της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας, της δεύτερης μεγαλύτερης μετά αυτή των ΗΠΑ, δεν μπορούν να παραλειφθούν. Ωστόσο, το ζήτημα της πώλησης όπλων είναι δευτερεύον για τη Μόσχα, ειδικά με την οικονομία της που επηρεάζεται από τις δυτικές κυρώσεις. Αυτή η σύγκρουση είναι πολύ κοντά «στο σπίτι», και το κύρος του καθεστώτος του Πούτιν βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο να είναι σε θέση να επιδείξει πυγμή ενάντια στην Ουκρανία και το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, ο Πούτιν προσπαθεί να περιορίσει στο ελάχιστο τις περαιτέρω κυρώσεις, καθώς οι χώρες του ΝΑΤΟ στη Δυτική Ευρώπη αποτελούν πρωταρχικό προορισμό για τις ρωσικές εξαγωγές, όπως το αέριο.
Η κατάσταση στο Ντονμπάς
Η εκ νέου κλιμάκωση, ενώ δεν οδηγεί ακόμη σε ανοιχτό πόλεμο, θυμίζει τις χειρότερες μέρες του 2014 για τους κατοίκους του Ντονμπάς, ειδικά εκείνους που βρίσκονται πιο κοντά στα σύνορα. Οι ασκήσεις για την αντιμετώπιση των βομβαρδισμών που είχαν πραγματοποιηθεί και το 2014-15 επιστρέφουν σε πολλές πόλεις. Ο βομβαρδισμός στις παραμεθόριες περιοχές στη πραγματικότητα συνεχίζεται από τότε. Και στις δύο πλευρές των συνόρων αναφέρονται θύματα κάθε λίγες ημέρες. Οι αναφορές για αδιάκριτο βομβαρδισμό είναι πιθανώς αληθινές, δεδομένης της δράσης ακροδεξιών στοιχείων του ουκρανικού στρατού έναντι του αυτονομιστικού πληθυσμού.
Στο ίδιο το Ντονμπάς έχουμε ένα καθεστώς που μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατιωτική χούντα, που εξαρτάται από τη Ρωσία για βοήθεια. Πριν από λίγα χρόνια δολοφονήθηκαν φιγούρες της αντιπολίτευσης, τόσο της αριστερής όσο και της ρωσικής εθνικιστικής πλευράς, ακόμη και ο μετριοπαθής πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ, Αλεξάντερ Ζαχαρτσένκο.
Ορισμένα εργοστάσια και ορυχεία έχουν ανοίξει ξανά μετά τη σύγκρουση, αλλά οι διαλυμένοι οικονομικοί δεσμοί με την Ουκρανία δεν μπορούν όλοι να καλυφθούν μέσω της Ρωσίας, δεδομένης της καπιταλιστικής κρίσης. Υπάρχει μεγάλη ανεργία και πολλοί πλέον εγκαταλείπουν την χώρα.
Πολλοί είχαν την ψευδαίσθηση ότι η απόσχιση και σύνδεση με τη Ρωσία θα έφερνε καλύτερες οικονομικές προοπτικές. Αυτό δεν συμβαίνει τώρα, καθώς η Μόσχα, αντί να αναγνωρίσει ή να ενσωματώσει τη περιοχή, είναι ικανοποιημένη από το να χρησιμοποιεί τους ανθρώπους εκεί ως διαπραγματευτικό χαρτί εναντίον της Ουκρανίας και του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι απελπισμένοι μετανάστες από το Ντονμπάς παρέχουν μια πηγή σχετικά φθηνής εργασίας για τους Ρώσους καπιταλιστές. Η Ρωσία, που δεν είναι σε θέση να καταστείλει τις αναταραχές «στο σπίτι», δεν είναι σε θέση να ανοικοδομήσει το Ντονμπάς, ούτε έχει κανένα συμφέρον να αφιερώσει αρκετούς πόρους για να σταθεροποιήσει τη ζωή των πολιτών εκεί. Αποστέλλει επαρκή βοήθεια για την πρόληψη μιας ανθρωπιστικής καταστροφής, αλλά όχι για κάτι περισσότερο.
Το ζήτημα της ανοιχτής σύγκρουσης ανοίγει επίσης το ενδεχόμενο της πιθανής επανένταξης των περιοχών του Ντονμπάς στην Ουκρανία. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση αποκάλυψε τις διαθέσεις των ανθρώπων που ζουν εκεί. Ενώ οι προηγούμενες δημοσκοπήσεις έδειξαν αυτονομιστικές τάσεις και στις δύο πλευρές των συνόρων, οι περιοχές υπό τον έλεγχο του Κιέβου υποστηρίζουν τώρα, σε μεγάλο βαθμό, την επανένταξη στην Ουκρανία, ενώ η αποσχισμένη πλευρά τάσσεται σε μεγάλο βαθμό υπέρ της αναγνώρισης της ανεξάρτητης δημοκρατίας ή την ένταξη στη Ρωσία. Αυτή η τάση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από το διωγμό και αποχώρηση των αυτονομιστών προσφύγων από τις περιοχές που ελέγχονται από το Κίεβο, προς τη Ρωσία, αλλά και από την αίσθηση ότι η Μόσχα προδίδει το αυτονομιστικό κίνημα.
Ο φόβος ανάμεσα στον πληθυσμό των αυτόνομων περιοχών δικαιολογείται από τα πιθανά αντίποινα της ένοπλης ακροδεξιάς στην Ουκρανία. Πολλοί θυμούνται τέτοια περιστατικά από τις πρώτες μέρες του εμφυλίου πολέμου. Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο από τα 30 χρόνια από την πτώση της ΕΣΣΔ, ότι οι ολιγάρχες θα οδηγήσουν τους εργαζόμενους (είτε είναι Ουκρανοί, Ρώσοι ή άλλοι) στην εξαθλίωση για να αυξήσουν τον πλούτο και τα προνόμια τους, καθώς και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και του ιμπεριαλισμού.
Εδώ, αξίζει να θυμηθούμε τη στάση του πρώην αριστερού ηγέτη των ανταρτών του Ντόνμπας Αλεξέι Μοτσγκοβόι, ο οποίος ήθελε να μετατρέψει τον εμφύλιο πόλεμο σε εξέγερση και από στις δύο πλευρές, εναντίον των δικών τους ολιγαρχιών, θέτοντας και συμβολικά υποψηφιότητα στις εκλογές στην Ουκρανία, πριν από τη δολοφονία του. Αυτό το πνεύμα αλληλεγγύης ενάντια στη μετα-σοβιετική αστική τάξη είναι ο μόνος δρόμος για τους εργάτες της πρώην ΕΣΣΔ να ξεφύγουν από τη δυστυχία τους.
Θα έχουμε ξανά ανοικτό πόλεμο;
Μόλις τώρα άρχισε να υποχωρεί η κλιμάκωση, με τα ρωσικά στρατεύματα να αποσύρονται από τα σύνορα. Η άμεση επανάληψη μιας ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης φαίνεται απίθανη. Το αποτέλεσμα του πολέμου για τους εργαζόμενους στο Ντονμπάς, την Ουκρανία και τη Ρωσία – είτε ζουν κοντά στην πολεμική ζώνη, είτε έχουν καταταγεί στον στρατό- δεν θα ήταν παρά ένας αποφασιστικός σταθμός στην περεταίρω μείωση του βιοτικού τους επιπέδου, γι’ αυτούς και τους γείτονές τους. Υπάρχουν λόγοι να υποπτευόμαστε ότι για την άρχουσα τάξη της Ουκρανίας και της Ρωσίας, αυτή η επίδειξη δύναμης είναι ταυτόχρονα μια προσπάθεια να κερδίσει παραχωρήσεις από την άλλη πλευρά, ενώ παράλληλα την βοηθάει στο να καταστείλει τους εγχώριους ταξικούς αγώνες. Οπότε, μία πολεμική αναμέτρηση είναι μάλλον απίθανη.
Οι μαρξιστές αντιτασσόμαστε κατηγορηματικά σε όλους τους υποστηρικτές του πολέμου και αποκαλύπτουμε τα συμφέροντα τους από αυτήν τη σύγκρουση. Στην Ουκρανία, αυτοί οι υποστηρικτές του πολέμου περιλαμβάνουν από την ολιγαρχία μέχρι όλους τους άθλιους εθνικιστές που έχουν προσληφθεί από την κυβέρνηση τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορέσει να ανατραπεί αυτή η αντιδραστική ολιγαρχία είναι μέσω της ταξικής διεθνιστικής αλληλεγγύης και στις δύο πλευρές των συνόρων. Η προοπτική αυτή είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός!
Πέτερ Μιχαηλένκο 24/4/2021
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος