Μπροστά στο οικονομικό αδιέξοδο και στους εργατικούς αγώνες, τα κόμματα της άρχουσας τάξης παραμέρισαν τις «διαφορές» τους με ένα και μόνο στόχο: να ισοπεδώσουν ό,τι κατάκτηση έχει απομείνει στους εργαζόμενους και να μεταφέρουν όσα περισσότερα βάρη γίνεται στις πλάτες της εργατικής τάξης και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.
Την ίδια στιγμή όμως που η αστική τάξη επιτίθεται ενωμένη, το εργατικό κίνημα παραμένει διασπασμένο, χωρίς πρόγραμμα και σχέδιο δράσης. Οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν προτείνουν ένα πρόγραμμα εξουσίας. Την ίδια στιγμή, οι ηγεσίες των συνδικάτων αρνούνται να οργανώσουν έναν αγώνα διαρκείας. Οι εργαζόμενοι, παρότι θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στο πρόγραμμα της αστικής τάξης, δεν βλέπουν μια εναλλακτική πρόταση στο δικό τους στρατόπεδο που να θέλει να υπηρετήσει τα συμφέροντα τους και να διεκδικεί την εξουσία. Σήμερα μια τέτοια διέξοδος θα μπορούσε να δοθεί μόνο μέσα από συνεργασία και την κοινή δράση της Αριστεράς.
Εξάλλου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια ξεκάθαρη δυναμική ενίσχυσης της Αριστεράς. Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνουν αθροιστικά ποσοστά που προσεγγίζουν το 25%. Είναι ανάγκη εδώ όμως, να πούμε ότι ακόμα το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το ποσοστό δεν αντανακλά παρά μια ψήφο διαμαρτυρίας και δεν εκφράζει την προσδοκία ότι οι επερχόμενες εκλογές θα είναι μια μάχη που θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική κατάσταση. Όμως ένα κοινό μέτωπο της Αριστεράς με προοπτική την εξουσία θα μπορούσε να αλλάξει αποφασιστικά αυτήν την ψυχολογία και να αναστρέψει το συσχετισμό δύναμης κυριολεκτικά μέσα σε μία μέρα. Θα δημιουργούσε ισχυρή δυναμική υποστήριξης από την πλειοψηφία των εργαζομένων, της νεολαίας και των μικροαστών που τσακίζονται από την κρίση. Η απελπισία θα έδινε γρήγορα τη θέση της στην ελπίδα και τον ενθουσιασμό.
Την κύρια ευθύνη για την «αδυναμία» συνεργασίας την έχει βέβαια η ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία αρνείται συστηματικά όχι μόνο να μπει σε μια συζήτηση για μια λύση εξουσίας της Αριστεράς, αλλά ακόμα και να διαδηλώσει με δυνάμεις του εργατικού κινήματος τις οποίες δεν ελέγχει. Η ηγεσία του ΚΚΕ, συνηθίζει να λέει συχνά πυκνά ότι η ενότητα δεν χτίζεται σε επίπεδο κορυφής, δεν χτίζεται με τις ηγεσίες, αλλά με τη βάση. Οι ηγεσίες όμως δεν μπορούν να ξεπεραστούν με απλές εκκλήσεις, ή ακόμα χειρότερα με βρισιές. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσουν οι μάζες τις ηγεσίες τους είναι να διαπιστώσουν μέσα από την ίδια τους την εμπειρία το αδιέξοδο της πολιτικής τους και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την εμπειρία του αγώνα. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε εμπιστοσύνη στο πρόγραμμά της, δεν θα φοβόταν τα συνθήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δεν θα φοβόταν ένα κοινό μέτωπο της Αριστεράς μέσα στο οποίο θα είχε την ευκαιρία να παλέψει για το πρόγραμμά της και να αποδείξει στην πράξη το αδιέξοδο των ρεφορμιστικών πολιτικών. Η επιμονή στην έκκληση «για μέτωπο από τα κάτω» δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία μονότονη έκκληση για τη στήριξη των μετωπικών σχημάτων του ΚΚΕ, που δεν μπορεί να δώσει σήμερα καμία συγκεκριμένη απάντηση στα πιεστικά προβλήματα των μαζών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι εκλογικές συνεργασίες
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, είναι εκείνη η δύναμη που παλεύει συστηματικά για την ενότητα της Αριστεράς. Οι εκκλήσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ για ενότητα ανταποκρίνονται στο αίσθημα χιλιάδων εργαζομένων που θέλουν μια ενιαία απάντηση ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. Όμως, η έκκληση για την ενότητα της Αριστεράς δεν έχει βρει ακόμα περιεχόμενο σε επίπεδο δράσης και σε επίπεδο πάλης για την εξουσία. Σε αυτό δεν έχει ευθύνη μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ. Οι ηγεσίες του ΣΥΝ και των συνιστωσών, υπέσκαψαν με τις πολιτικές τους ακόμα και το ίδιο το ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ με τη δημιουργία ενός μετώπου χωρίς δημοκρατικές δομές μέσα από τις οποίες θα μπορούσε να εκφραστεί η βάση. Οι διαρκείς συγκρούσεις κορυφής που δεν εξέφραζαν τις διαθέσεις και τη θέληση της βάσης, οι απανωτές συνδιασκέψεις στις οποίες η βάση δεν είχε τρόπο να εκφράσει τη θέληση της, οδήγησαν τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ σε βαθειά και μόνιμη κρίση.
Πλάι στις λανθασμένες μεθόδους συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του ΣΥΝ ακολούθησε μια εξίσου επιζήμια τακτική συνεργασιών με «δυνάμεις» από το ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική αυτή αποσκοπούσε να συσπειρώσει την εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ όχι με ένα μέτωπο με δυνάμεις στα συνδικάτα και στη νεολαία που αντιπολιτεύονται την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αλλά μέσω μιας εκλογικής συνεργασίας με «προβεβλημένες προσωπικότητες» από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αυτή βέβαια η πολιτική, δεν μπορούσε να ενθουσιάσει κανέναν ψηφοφόρο του ΠΑΣΟΚ, που νιώθει μια όλο και μεγαλύτερη αποστροφή για την ηγεσία. Το παράδειγμα Μητρόπουλου, απέδειξε αυτό το γεγονός με ένα καθαρό τρόπο, καθώς η υποψηφιότητά του, όχι μόνο δεν προσέλκυσε ψήφους από το ΠΑΣΟΚ, αλλά επέτεινε την κρίση στον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο μόνος τρόπος για να χτίσουμε ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και την αριστερή βάση του ΠΑΣΟΚ, είναι να χτίσουμε ένα μέτωπο που θα ξεκινάει από τους χώρους δουλειάς, τα συνδικάτα, τις γειτονιές, με προτάσεις στην ηγεσία και στη βάση για ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης και συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο. Σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής μπορούν να προκύψουν εκλογικές συνεργασίες που θα εκφράζουν πραγματικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που κινούνται αριστερά και όχι αριστερούς καριερίστες και προσωπικότητες. Η αντίστροφη πορεία, δηλαδή η εκλογική συνεργασία χωρίς αρχές και πολιτική συμφωνία, ακόμη και αν οδηγήσει σε μία εκλογική επιτυχία, μπορεί μόνο να επιφέρει σύγχυση και αδιέξοδο.
Μέτωπο για δράση – Μέτωπο για την εξουσία!
Πρέπει να πούμε για άλλη μια φορά, ότι το αποφασιστικό φρένο στην διέξοδο από την κρίση δεν είναι η διάθεση των εργαζομένων, οι οποίοι αμέτρητες φορές έχουν δείξει τη διάθεση τους για αγώνα, αλλά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η διάσπαση και η έλλειψη από την Αριστερά ενός σχεδίου κλιμάκωσης του αγώνα και ενός προγράμματος εξουσίας.
Οι μάζες κάθε μέρα που περνά ξεπερνούν τις αυταπάτες τους, αλλά δεν έχουν καμία εναλλακτική λύση να στραφούν. Η Αριστερά δεν πρέπει σήμερα να έχει το ρόλο της «καλής αντιπολίτευσης», δεν χρειάζεται να πείσει για το αυταπόδεικτο της αδικίας και της σκληρότητας των μέτρων, αλλά να χτίσει το όχημα για να εκφραστεί και να βρει πολιτική διέξοδο η οργή των μαζών. Το συγκεχυμένο σύνθημα του ΚΚΕ για «λαϊκή εξουσία» δεν έχει σήμερα κανένα περιεχόμενο και πρακτικά για τον κάθε απλό εργαζόμενο σημαίνει «ψήφισε ΚΚΕ και βλέπουμε».
Η πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς, κινείται στη σωστή κατεύθυνση θέτοντας πιο συγκεκριμένα το ζήτημα της εξουσίας. Όμως είναι ανάγκη να αποκτήσει πιο ξεκάθαρο προγραμματικό περιεχόμενο και να μη μείνει στο επίπεδο των απλών εξαγγελιών τις οποίες εύκολα μπορεί να αποκρούσει η ηγεσία του ΚΚΕ σαν «εκλογικά τεχνάσματα».
Η ηγεσία του ΚΚΕ δέχεται αδιαμφισβήτητα μεγάλες πιέσεις από τη βάση της για να κινηθεί σε μια ενωτική κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 66,9% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ, είναι υπέρ της ενότητας της Αριστεράς (πηγή: Αυγή 13/12). Η πλειοψηφία λοιπόν των εργαζομένων που στηρίζουν το ΚΚΕ είναι καταφανώς αντίθετοι με τη στάση της ηγεσίας. Η ηγεσία του ΣΥΝ με μια σωστή τακτική μπορεί να επιβάλει την ενότητα στην σεχταριστική ηγεσία του ΚΚΕ. Αυτό μπορεί να το κάνει, όχι με αφηρημένες εκκλήσεις, αλλά με συγκεκριμένες προτάσεις για δράση, αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις πάνω στο πρόγραμμα εξουσίας, επί των οποίων θα καλούσε την ηγεσία του ΚΚΕ να πάρει θέση.
Αυτές οι εκκλήσεις πρέπει απαραίτητα να συνοδευτούν από μια δραστήρια καμπάνια στους χώρους δουλειάς, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους για κοινή δράση. Αυτή η τακτική πρέπει να κλιμακωθεί και να εκφραστεί και σε επίπεδο μιας αριστερής λύσης εξουσίας. Το πρόγραμμα μια αριστερής κυβέρνησης που θα την ενσαρκώνει δεν πρέπει να προκύψει από μια συνεννόηση κορυφής, αλλά με την ενεργή συμμετοχή της βάσης, μέσα από μια πανελλαδική συνδιάσκεψη εκλεγμένων αντιπροσώπων από το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και τα συνδικάτα.
Μία τέτοια πολιτική θα αποτελέσει ένα κολοσσιαίο βήμα προς την ενότητα της Αριστεράς. Ακόμη και αν η ηγεσία του ΚΚΕ επιμείνει στην διασπαστική της τακτική, αυτό θα σημάνει μια πιο αποφασιστική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αύξηση της εσωκομματικής αμφισβήτησης αυτής της τακτικής.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, που προσπαθεί αποσπασματικά να απαντήσει στις εκκλήσεις ενότητας τους ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει σε μία κυβέρνηση διαχείρισης του καπιταλισμού. Σε πρόσφατη ομιλία της η Α. Παπαρήγα τόνισε: «Η θυσία του προγράμματος στο όνομα της συμμαχίας με σκοπό απλά την ελπίδα για ένα καλύτερο εκλογικό άθροισμα και χωρίς πολιτική ρήξης» είναι «θυσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων».
Αυτό βέβαια είναι σωστό. Η Ιστορία έχει δείξει πάνω από μία φορά ότι η προσπάθεια «αριστερής» διαχείρισης του καπιταλισμού έχει οδηγήσει σε τραγικές ήττες. Γι’ αυτό ακριβώς η ενότητα χρειάζεται ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο όμως δεν διαθέτει σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ, καθώς το ισχύον πρόγραμμα του κόμματος είναι σε τελική ανάλυση μια εκδοχή της «θεωρίας των σταδίων».
Το άνοιγμα και μόνο της προοπτικής της εξουσίας για την ενωμένη Αριστερά, θα γεμίσει ενθουσιασμό τη νεολαία και τους εργαζόμενους, θα βάλει τις βάσεις για μεγαλειώδεις αγώνες και θα δώσει με αυτή την έννοια, τη δυνατότητα στις δυνάμεις εντός του ενιαίου αριστερού μετώπου που παλεύουν για το σοσιαλισμό, να παλέψουν από καλύτερες θέσεις και να δείξουν ότι οι πολιτικές διαχείρισης του καπιταλισμού είναι αδιέξοδες, είτε είναι «αριστερές», είτε «δεξιές». Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η συζήτηση θα διεξάγεται, ενώ η εργατική τάξη θα είναι στην αντεπίθεση. Την ώρα που θα κοιτάμε ψηλά, όχι κάτω.
Ηλίας Κυρούσης