Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΈνας κόσμος ανάποδα – ένα σύστημα σε κρίση (Γ’ Μέρος)

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ένας κόσμος ανάποδα – ένα σύστημα σε κρίση (Γ’ Μέρος)

Το τρίτο μέρος του κειμένου των διεθνών προοπτικών που συζητήθηκε σε όλα τα τμήματα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς και ψηφίστηκε στο 1ο Παγκόσμιο Συνέδριό της στις 3 Αυγούστου στην Ιταλία. Αποτελεί το βασικό πολιτικό ντοκουμέντο του Συνεδρίου. Θα δημοσιεύσουμε το υπόλοιπο σε άλλο ένα μέρος τις επόμενες ημέρες.

Κρίση στην Ευρώπη

Ενώ στις ΗΠΑ έχουμε μία σχετική παρακμή της δύναμης και της επιρροής τους παγκοσμίως, οι παλιές ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις — η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και οι υπόλοιπες — έχουν παρακμάσει πολύ περισσότερο σε σχέση με τις ένδοξες παλιές ημέρες τους, μετατρεπόμενες σε δευτεροκλασάτες δυνάμεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ιμπεριαλιστικός ρόλος των ευρωπαϊκών χωρών έχει αποδυναμωθεί ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία. Μια σειρά στρατιωτικών πραξικοπημάτων, για παράδειγμα, έχει εκτοπίσει τη Γαλλία από την Κεντρική Αφρική και το Σαχέλ, σε μεγάλο βαθμό προς όφελος της Ρωσίας.

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ακολούθησαν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στον πόλεμο διά αντιπροσώπων στην Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας, κάτι που είχε καταστροφικές συνέπειες για τις οικονομίες τους. Από την κατάρρευση του σταλινισμού το 1989–1991, η Γερμανία ακολούθησε μία πολιτική διεύρυνσης της επιρροής της προς Ανατολάς και είχε αναπτύξει στενούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η γερμανική βιομηχανία ωφελήθηκε από το φθηνό ρωσικό ενεργειακό κόστος. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, πάνω από το ήμισυ του φυσικού αερίου της Γερμανίας, το ένα τρίτο του συνόλου του πετρελαίου και το μισό των εισαγωγών άνθρακα προέρχονταν από τη Ρωσία.

Αυτός ήταν ένας από τους λόγους της επιτυχίας της γερμανικής βιομηχανίας στον κόσμο, με τους άλλους δύο να είναι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (υπό σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις) και οι επενδύσεις που έγιναν στη βιομηχανία το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την γερμανική άρχουσα τάξη και το ελεύθερο εμπόριο με την Κίνα και τις ΗΠΑ ολοκλήρωσαν ένα ευνοϊκό «πακέτο» που επέτρεψε στη Γερμανία να βγει σχεδόν αλώβητη από την κρίση του 2008.

Η κατάσταση ήταν παρόμοια για την ΕΕ συνολικά, όπου η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου (24,8%), φυσικού αερίου (48%) και άνθρακα (47,9%). Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία οδήγησαν σε πολύ υψηλότερες τιμές ενέργειας, με σημαντικές συνέπειες στον πληθωρισμό και στην απώλεια ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Τελικά, η Ευρώπη αναγκάστηκε να εισάγει πολύ πιο ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ και πολύ πιο ακριβά ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα μέσω Ινδίας.

Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος του αερίου της Γερμανίας εξακολουθεί να προέρχεται από τη Ρωσία, μόνο που τώρα έρχεται με τη μορφή LNG, σε πολύ υψηλότερη τιμή. Η γερμανική, η γαλλική και η ιταλική άρχουσα τάξη έπληξαν τα ίδια τους τα συμφέροντά και τώρα πληρώνουν ένα βαρύ τίμημα. Ήδη υπό την προεδρία του Μπάιντεν, οι ΗΠΑ ανταμείψανε τους Ευρωπαίους συμμάχους τους διεξάγοντας έναν εμπορικό πόλεμο εναντίον τους μέσω ενός φάσματος προστατευτικών μέτρων και επιδοτήσεων στη βιομηχανία.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, και αργότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιπροσώπευαν μια προσπάθεια από τις αποδυναμωμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ηπείρου να συμπορευτούν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την ελπίδα να έχουν μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική και οικονομία. Στην πράξη, το γερμανικό κεφάλαιο κυριάρχησε στις άλλες ασθενέστερες οικονομίες. Όσο υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, επιτεύχθηκε ένα ορισμένο επίπεδο οικονομικής ολοκλήρωσης και ακόμη και ένα κοινό νόμισμα.

Ωστόσο, οι διαφορετικές εθνικές άρχουσες τάξεις που τη συνθέτουν συνέχισαν να υπάρχουν, η καθεμία με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Παρ’ όλα τα λόγια, δεν υπάρχει κοινή οικονομική πολιτική, δεν υπάρχει ενιαία εξωτερική πολιτική, ούτε και ενιαίος στρατός για την εφαρμογή της. Ενώ το γερμανικό κεφάλαιο βασιζόταν σε ανταγωνιστικές βιομηχανικές εξαγωγές και τα συμφέροντά του βρίσκονταν στην Ανατολή, η Γαλλία εισπράττει μεγάλα ποσά σε γεωργικές επιδοτήσεις από την ΕΕ, και τα ιμπεριαλιστικά της συμφέροντα βρίσκονται στις πρώην γαλλικές αποικίες, κυρίως στην Αφρική.

Η κρίση του δημόσιου χρέους που ακολούθησε την ύφεση του 2008 έσπρωξε την ΕΕ στα όρια των αντοχών της. Η κατάσταση έχει πλέον επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Η πρόσφατη έκθεση του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, περιγράφει την κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού με ανησυχητικούς όρους, αλλά δεν κάνει λάθος. Ουσιαστικά, ο λόγος που η ΕΕ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους ιμπεριαλιστικούς της αντιπάλους στον κόσμο είναι το ότι δεν αποτελεί μία ενιαία οικονομικο-πολιτική οντότητα, αλλά ένα σύνολο πολλών μικρών και μεσαίων οικονομιών, η καθεμία με τη δική της άρχουσα τάξη, τις δικές της εθνικές βιομηχανίες, τα δικά της ρυθμιστικά πλαίσια κ.ο.κ. Η οικονομία της Ευρώπης είναι αρτηριοσκληρωτική και έχει ξεπεραστεί από τους ανταγωνιστές της όσον αφορά την ανάπτυξη της παραγωγικότητας.

Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους κράτους, και αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στις μικρές αλλά υψηλά ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης.

Η παρατεταμένη παρακμή των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καλυπτόταν από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αναλάμβαναν την ασφάλεια τους και υποστήριζαν πολιτικά την ΕΕ. Για σχεδόν 80 χρόνια, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ενίσχυε την Ευρώπη, υπό την κυριαρχία του, ως ανάχωμα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή ήταν μια πολύ χρήσιμη κατάσταση για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, καθώς μπορούσε να αναθέτει σημαντικό μέρος του κόστους της άμυνάς του στον ισχυρό «ξάδελφο» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Αυτό έχει πλέον τελειώσει. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπό τον Τραμπ αποφάσισε να διαχειριστεί τη σχετική του παρακμή προσπαθώντας να καταλήξει σε μια συμφωνία με τη Ρωσία, ώστε να επικεντρωθεί καλύτερα στον κύριο ανταγωνιστή του στη διεθνή σκηνή: την Κίνα. Το επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας δεν βρίσκεται πια στον Ατλαντικό αλλά στον Ειρηνικό. Αυτή η μετατόπιση ήταν υπό διαμόρφωση ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά πλέον έχει έρθει εκρηκτικά στο προσκήνιο.

Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό σοκ στις παγκόσμιες σχέσεις που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία με τη Ρωσία, αυτό αφήνει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό σε πολύ αδύναμη θέση. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον φίλος και σύμμαχος της Ευρώπης. Κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να λένε ότι η Ουάσινγκτον τώρα βλέπει την Ευρώπη ως αντίπαλο ή εχθρό.

Το λιγότερο, ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον διατεθειμένες να επιδοτήσουν την άμυνα της Ευρώπης. Η απόσυρση της προστατευτικής ομπρέλας των ΗΠΑ, όπως κάποιοι την περιγράφουν, αποκάλυψε έντονα όλες τις συσσωρευμένες αδυναμίες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, που συσσωρεύονταν κατά τη διάρκεια δεκαετιών παρακμής.

Η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού έχει σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Η άνοδος των δεξιών λαϊκιστικών, ευρωσκεπτικιστικών και αντισυστημικών δυνάμεων σε ολόκληρη την ήπειρο είναι άμεσο αποτέλεσμα αυτής. Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, με τις δυνάμεις της σε μεγάλο βαθμό ακέραιες και αήττητες, δεν θα αποδεχτεί έναν νέο γύρο περικοπών λιτότητας και μαζικών απολύσεων χωρίς μάχη. Το σκηνικό είναι ώριμο για μια έκρηξη της ταξικής πάλης.

Πόλεμος στη Μέση Ανατολή

Η τρέχουσα σύγκρουση στη Μέση Ανατολή μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο της παγκόσμιας κατάστασης. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είχε αποδυναμωθεί στη Μέση Ανατολή, ενώ η Ρωσία, η Κίνα και επίσης το Ιράν είχαν ενισχυθεί. Το Ισραήλ αισθανόταν πως απειλούταν. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την ισραηλινή άρχουσα τάξη. Κατέστρεψε το μύθο της αήττητης δύναμης και αμφισβήτησε την ικανότητα του σιωνιστικού κράτους να προστατεύσει τους Εβραίους πολίτες του, το κεντρικό σημείο που χρησιμοποιούσε η ισραηλινή άρχουσα τάξη για να συσπειρώσει τον πληθυσμό γύρω της.

Αποκάλυψε επίσης ξεκάθαρα τη χρεοκοπία των Συμφωνιών του Όσλο, που υπογράφηκαν μετά την κατάρρευση του σταλινισμού. Το όλο εγχείρημα ήταν μία κυνική απάτη από την αρχή μέχρι το τέλος. Η σιωνιστική άρχουσα τάξη δεν είχε ποτέ πρόθεση να παραχωρήσει στους Παλαιστινίους βιώσιμη πατρίδα. Θεωρούσε την Παλαιστινιακή Αρχή απλώς ως μέσο εξωτερικής ανάθεσης της αστυνόμευσης των Παλαιστινίων. Αυτό απαξίωσε τη Φατάχ και την Παλαιστινιακή Αρχή —που θεωρήθηκαν σωστά ως απλές μαριονέτες του Ισραήλ— και οδήγησε, με τη συγκατάθεση του Ισραήλ, στην άνοδο της Χαμάς, που πολλοί έβλεπαν ως τη μόνη δύναμη που επεδίωκε πραγματικά τον αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα των Παλαιστινίων.

Στην πραγματικότητα, όμως, οι αντιδραστικές μέθοδοι της Χαμάς οδήγησαν τους Παλαιστινίους σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο δύσκολα διακρίνεται κάποια διέξοδος.

Οι Συμφωνίες του Αβραάμ, υπογεγραμμένες το 2020 υπό την πίεση της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, είχαν σκοπό να εδραιώσουν τη θέση του Ισραήλ στην περιοχή ως νομιμοποιημένου παράγοντα και να ομαλοποιήσουν τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ αυτού και των αραβικών χωρών. Αυτό θα σήμαινε το θάψιμο των εθνικών διεκδικήσεων των Παλαιστινίων, κάτι που τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα ήταν πρόθυμα να αποδεχθούν. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν μία απελπισμένη αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη.

Η επίθεση αρχικά αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από τους Παλαιστινίους, αλλά είχε τις πιο φρικτές συνέπειες. Έδωσε στον Νετανιάχου, ο οποίος βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων, την τέλεια αφορμή για να ξεκινήσει μια γενοκτονική εκστρατεία εναντίον της Γάζας. Ο Νετανιάχου, ο Μπεν Γκβιρ, ο Σμότριτς και οι συνεργάτες τους είδαν την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ως μια χρυσή ευκαιρία. Υπό την αιγίδα της ισραηλινής «ασφάλειας» και «προστασίας», έχουν ως στόχο να κάνουν εθνοκάθαρση σε όσο το δυνατόν περισσότερους Παλαιστίνιους στη γη τους. Έχουν επίσης επιδιώξει να επαναβεβαιώσουν τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο στην περιοχή ανοίγοντας τον πόλεμο σε πολλαπλά μέτωπα.

Ένα χρόνο αργότερα, οι Ισραηλινοί είχαν μετατρέψει τη Γάζα σε έναν σωρό από ερείπια, αλλά δεν είχαν επιτύχει τους δηλωμένους στόχους τους: την απελευθέρωση των ομήρων και την καταστροφή της Χαμάς. Αυτοί οι δύο πολεμικοί στόχοι ήταν σε άμεση αντίφαση μεταξύ τους. Ο πρώτος απαιτεί μια διαπραγματευτική διευθέτηση με τη Χαμάς, ενώ ο δεύτερος αποκλείει τη διεξαγωγή τέτοιων διαπραγματεύσεων. Υπήρξε εκτεταμένη οργή για το γεγονός ότι η ισραηλινή κυβέρνηση ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την καταστροφή του εχθρού της. Αυτό οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων Ισραηλινών και ακόμη και σε μια σύντομη γενική απεργία τον Σεπτέμβριο του 2024.

Ο χαρακτήρας αυτών των διαδηλώσεων δεν ήταν μια υποστήριξη της παλαιστινιακής υπόθεσης ούτε μια καθαρή αντίθεση στον πόλεμο καθ’ αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι υπήρξε τέτοιο επίπεδο μαζικής αντίθεσης προς τον πρωθυπουργό εν μέσω του πολέμου αποτελεί ένδειξη του βάθους των αντιθέσεων στην ισραηλινή κοινωνία.

Η κατάρρευση της υποστήριξής του ώθησε τον Νετανιάχου να κλιμακώσει την ένταση με την εισβολή στον Λίβανο και την επίθεση στη Χεζμπολάχ, συνοδευόμενες από συνεχείς προκλήσεις εναντίον του Ιράν. Για να σωθεί πολιτικά, έχει επανειλημμένα δείξει ότι θα ήταν πρόθυμος να εξαπολύσει έναν περιφερειακό πόλεμο, που θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να παρέμβουν άμεσα στο πλευρό του.

Παρά τον κίνδυνο η σφαγή στη Γάζα να οδηγήσει σε επαναστατική αποσταθεροποίηση των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων (στη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και, ιδιαίτερα, την Ιορδανία), ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε ότι η στήριξή του στο Ισραήλ είναι «σιδερένια», και ο Νετανιάχου εκμεταλλεύτηκε αυτή τη λευκή επιταγή επανειλημμένα, ακολουθώντας μια πορεία κλιμάκωσης προς έναν περιφερειακό πόλεμο. Εκτός από τη γενοκτονική σφαγή στη Γάζα, ξεκίνησε χερσαία εισβολή στον Λίβανο, αεροπορικές επιδρομές εναντίον του Ιράν, της Υεμένης και της Συρίας, και στη συνέχεια χερσαία εισβολή στη Συρία.

Αν και το κύριο κίνητρο του Νετανιάχου για την επέκταση της σύγκρουσης στο Ιράν ήταν η πολιτική του σωτηρία λόγω των προβλημάτων του στο εσωτερικό, φαίνεται σαφές ότι ο περιορισμένος 12ήμερος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν τον περασμένο Ιούνιο είχε όντως ευρύτερη υποστήριξη μεταξύ της ισραηλινής άρχουσας τάξης. Η ενίσχυση του ιρανικού καθεστώτος στην περιοχή τα προηγούμενα 20 χρόνια θεωρήθηκε από την σιωνιστική αστική τάξη ως απειλή για το Ισραήλ. Αλλά το Ιράν είχε μείνει σε πιο εύθραυστη θέση στην περιοχή με την εξάλειψη του συριακού καθεστώτος του Αλ-Άσαντ και με τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς να έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά. Έτσι, ένας μίνι πόλεμος που θα μπορούσε να καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ή ακόμα και να επιφέρει την ανατροπή του καθεστώτος, ήταν μια υπόθεση που άξιζε να υποστηριχθεί. Τελικά, το Ισραήλ απέτυχε να το κατορθώσει αυτό, και η επανάληψη μιας νέας στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο δυνάμεων είναι μόνο θέμα χρόνου.

Η ξαφνική και απροσδόκητη κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία έχει αλλάξει και πάλι τον τοπικό συσχετισμό δυνάμεων. Η Τουρκία είναι μια μικρή καπιταλιστική δύναμη όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία, αλλά διαθέτει μεγάλες περιφερειακές φιλοδοξίες. Ο Ερντογάν έχει εκμεταλλευτεί προς όφελός του με μεγάλη επιδεξιότητα τη σύγκρουση μεταξύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της Ρωσίας.

Αισθανόμενος ότι το Ιράν και η Ρωσία, με τους οποίους ο Ερντογάν είχε συνάψει συμφωνία για τη Συρία το 2016, ήταν απασχολημένοι αλλού (η Ρωσία στην Ουκρανία και το Ιράν στον Λίβανο), ο Ερντογάν αποφάσισε να υποστηρίξει την επίθεση των τζιχαντιστών της HTS από την Ιντλίμπ. Προς έκπληξη όλων, αυτό προκάλεσε την πλήρη κατάρρευση του καθεστώτος. Ο βαθμός στον οποίο είχε ήδη αποσαθρωθεί από τις οικονομικές κυρώσεις, τη διαφθορά και τον θρησκευτικό διχασμό, ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι φαινόταν. Ο τωρινός κατακερματισμός της Συρίας αποτελεί τη συνέπεια πάνω από 100 χρόνων ιμπεριαλιστικής ανάμειξης, που φτάνει πίσω μέχρι τη συμφωνία Σάικς-Πικό.

Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στη Μέση Ανατολή όσο δεν επιλύεται το παλαιστινιακό εθνικό ζήτημα. Όμως αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού. Τα συμφέροντα της σιωνιστικής άρχουσας τάξης στο Ισραήλ (υποστηριζόμενης από τη πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου) δεν επιτρέπουν το σχηματισμό μιας γνήσιας πατρίδας για τους Παλαιστινίους, και πολύ λιγότερο το δικαίωμα επιστροφής των εκατομμυρίων προσφύγων.

Από καθαρά στρατιωτική άποψη, οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να νικήσουν το Ισραήλ, μια σύγχρονη καπιταλιστική ιμπεριαλιστική δύναμη με την πλέον προηγμένη στρατιωτική τεχνολογία και μια υπηρεσία πληροφοριών που δεν έχει ισάξια. Επιπλέον, υποστηρίζεται πλήρως από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Σε ποιες άλλες δυνάμεις μπορούν λοιπόν να στηριχθούν οι Παλαιστίνιοι; Δεν μπορεί να υπάρχει καμία εμπιστοσύνη στα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, τα οποία διατυμπανίζουν προφορικά την υποστήριξη τους στην παλαιστινιακή υπόθεση, αλλά την πρόδωσαν και συνεργάστηκαν με το Ισραήλ και τον ιμπεριαλισμό σε κάθε βήμα.

Οι μόνοι αληθινοί φίλοι των Παλαιστίνιων βρίσκονται στους αραβικούς δρόμους — στις καταπιεσμένες μάζες εργατών, αγροτών, μικροεμπόρων και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου. Αλλά το άμεσο καθήκον τους είναι να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τις δικές τους αντιδραστικές κυβερνήσεις. Αυτό θέτει το ζήτημα της κατάργησης του καπιταλισμού μέσω της απαλλοτρίωσης των γαιοκτημόνων, των τραπεζιτών και των καπιταλιστών. Χωρίς αυτό, η επανάσταση στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή δεν μπορεί ποτέ να πετύχει.

Υπάρχει μια ισχυρή εργατική τάξη στην περιοχή, κυρίως στην Αίγυπτο και την Τουρκία, αλλά επίσης στη Σαουδική Αραβία, τα κράτη του Κόλπου και την Ιορδανία. Ένα επιτυχημένο επαναστατικό κίνημα σε οποιαδήποτε από αυτές τις χώρες, που θα έφερνε την εργατική τάξη στην εξουσία, θα άλλαζε τον συσχετισμό δύναμης. Έτσι θα δημιουργούνταν συνθήκες πιο ευνοϊκές για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων και θα προετοιμαζόταν το έδαφος για έναν επαναστατικό πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, που αναπόφευκτα θα προέκυπτε από την όλη κατάσταση.

Το κράτος του Ισραήλ και η σιωνιστική άρχουσα τάξη του μπορούν να ηττηθούν μόνο με τη διάσπαση του πληθυσμού της χώρας σε ταξικές γραμμές. Αυτή τη στιγμή, η προοπτική μίας τέτοιας ταξικής διάσπασης στο Ισραήλ φαίνεται μακρινή. Ωστόσο, ο συνεχής πόλεμος και οι συγκρούσεις μπορούν σε κάποιο σημείο να οδηγήσουν ένα τμήμα των ισραηλινών μαζών στο συμπέρασμα ότι ο μόνος δρόμος προς την ειρήνη περνά μέσα από μια δίκαιη λύση του παλαιστινιακού εθνικού ζητήματος.

Χωρίς προοπτική του επαναστατικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, οι ατελείωτοι πόλεμοι, που διεξάγονται από αντιδραστικές κυβερνήσεις με τους ιμπεριαλιστές να κινούν τα νήματα, δεν θα λύσουν τίποτα. Υπό την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, οι προσωρινές εκεχειρίες και οι ειρηνευτικές συμφωνίες θα προετοιμάζουν απλώς το έδαφος για νέους πολέμους. Όμως η γενική αστάθεια, που είναι ταυτόχρονα αιτία των πολέμων και συνέπειά τους, θα δημιουργήσει τις συνθήκες για ένα επαναστατικό κίνημα των μαζών την επόμενη περίοδο.

Η παλαιστινιακή επανάσταση θα θριαμβεύσει ως σοσιαλιστική επανάσταση και ως μέρος ενός γενικού ξεσηκωμού των μαζών των φτωχών εργατών και αγροτών εναντίον των αντιδραστικών καθεστώτων στην περιοχή, ή δεν θα θριαμβεύσει καθόλου. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής διαθέτουν κολοσσιαίους ανεκμετάλλευτους πόρους που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια ακμάζουσα και ευημερούσα κοινωνία. Αντί γι’ αυτό, όλη η ιστορία της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής μετά τη δήθεν ανεξαρτησία από την άμεση ιμπεριαλιστική κυριαρχία, για τη συντριπτική πλειονότητα του λαού δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης. Η αστική τάξη έχει αποδειχτεί ανίκανη να λύσει οποιοδήποτε από τα θεμελιώδη προβλήματα.

Ιδιαίτερα επιβλαβή ρόλο έχουν παίξει οι σταλινικοί, που βασίστηκαν στην λανθασμένη θεωρία των «δύο σταδίων», η οποία τεχνητά διαχωρίζει την προλεταριακή επανάσταση από την υποτιθέμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση. Αυτή η αντιδραστική θεωρία οδήγησε στη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη, δημιουργώντας τις συνθήκες για την άνοδο αντιδραστικών και καταπιεστικών δικτατορικών καθεστώτων και την παραφροσύνη του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στη μια χώρα μετά την άλλη. Μόνο μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να βάλει τέλος σε αυτόν τον εφιάλτη.

Μόνο μια σοσιαλιστική ομοσπονδία μπορεί να λύσει το εθνικό ζήτημα μια για πάντα. Όλοι οι λαοί, οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί Εβραίοι, αλλά και οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι και όλοι οι υπόλοιποι, θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν ειρηνικά μέσα σε μια τέτοια σοσιαλιστική ομοσπονδία. Το οικονομικό δυναμικό της περιοχής θα αξιοποιούνταν πλήρως σε ένα ενιαίο σοσιαλιστικό σχέδιο παραγωγής. Η ανεργία και η φτώχεια θα ανήκαν στο παρελθόν. Μόνο σε αυτή τη βάση, τα παλιά εθνικά και θρησκευτικά μίση θα ξεπερνιούνταν. Θα ήταν σαν τη ανάμνηση ενός κακού ονείρου.

Αυτή είναι η μόνη πραγματική ελπίδα για τους λαούς της Μέσης Ανατολής.

«Κούρσα» στρατιωτικών εξοπλισμών και μιλιταρισμός

Ιστορικά, κάθε σημαντική αλλαγή στη σχετική ισχύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έτεινε να πραγματοποιείται μέσω πολέμου, κυρίως μέσω των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα. Σήμερα, η ύπαρξη πυρηνικών όπλων αποκλείει έναν ανοιχτό παγκόσμιο πόλεμο την επερχόμενη περίοδο.

Οι καπιταλιστές πηγαίνουν σε πόλεμο για να εξασφαλίσουν αγορές, πεδία επενδύσεων και σφαίρες επιρροής. Ένας παγκόσμιος πόλεμος σήμερα θα οδηγούσε σε γιγαντιαία καταστροφή υποδομών και ζωής, από την οποία καμία δύναμη δεν θα ωφελούνταν. Θα απαιτούσε έναν παρανοϊκό βοναπαρτιστή ηγέτη επικεφαλής μιας μεγάλης πυρηνικής δύναμης για να ξεσπάσει ένας παγκόσμιος πόλεμος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο στη βάση αποφασιστικών ηττών της εργατικής τάξης. Δεν είναι αυτή η προοπτική που έχουμε μπροστά μας.

Παρ’ όλα αυτά, η σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που αποτελεί αντανάκλαση του αγώνα για επιβολή μιας νέας αναδιανομής του πλανήτη, κυριαρχεί στη διεθνή κατάσταση. Αυτό εκφράζεται με πλήθος περιφερειακών πολέμων, που προκαλούν μαζική καταστροφή και σκοτώνουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, καθώς επίσης και με εμπορικές και διπλωματικές εντάσεις, οι οποίες αυξάνονται διαρκώς. Πέρυσι καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός πολέμων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αυτό έχει οδηγήσει σε μια νέα «κούρσα» στρατιωτικών εξοπλισμών, στην ανάπτυξη του μιλιταρισμού στις δυτικές χώρες, και σε αυξημένη πίεση για ανασυγκρότηση, επανεξοπλισμό και εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων παντού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προγραμματίζουν να δαπανήσουν 1,7 τρισ. δολάρια σε βάθος 30ετίας για την ανανέωση του πυρηνικού τους οπλοστασίου. Έχουν αποφασίσει επίσης, για πρώτη φορά από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, να αναπτύξουν πυραύλους κρουζ σε γερμανικό έδαφος.

Υπάρχει ισχυρή πίεση προς όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους. Η Κίνα ανακοίνωσε αύξηση 7,2% στις αμυντικές της δαπάνες. Ως αποτέλεσμα του πολέμου, το 2024 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας αυξήθηκαν κατά 40%, φτάνοντας το 32% των συνολικών ομοσπονδιακών δαπανών και το 6,68% του ΑΕΠ. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες το 2023 έφτασαν τα 2,44 τρισ. δολάρια, μια αύξηση 6,8% σε σχέση με το 2022. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2009 και το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ.

Πρόκειται για εξωφρενικά ποσά χρημάτων, για να μην αναφέρουμε τη σπατάλη εργατικής δύναμης και τεχνολογικής ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει να τονίζουμε στην προπαγάνδα και την αγκιτάτσια μας.

Θα ήταν απλοϊκό να λέμε ότι οι καπιταλιστές ξεκινούν μια νέα κούρσα εξοπλισμών για να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη. Για την ακρίβεια, οι στρατιωτικές δαπάνες είναι εγγενώς πληθωριστικές και το όποιο αποτέλεσμα στην οικονομία θα είναι βραχυπρόθεσμο και θα αντισταθμίζεται από περικοπές σε άλλους τομείς. Μακροπρόθεσμα, γίνονται ένα αυξανόμενο βάρος για την οικονομία, απορροφώντας υπεραξία. Αντιθέτως, είναι η σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την αναδιανομή του πλανήτη αυτό που τροφοδοτεί την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο αναπόφευκτα οδηγεί σε συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων και τελικά σε πόλεμο.

Ο αγώνας ενάντια στον μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό έχει γίνει κεντρικό σημείο της εποχής μας. Είμαστε ακλόνητοι εχθροί των ιμπεριαλιστικών πολέμων και του ιμπεριαλισμού, αλλά δεν είμαστε πασιφιστές. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο μόνος τρόπος να εγγυηθούμε την ειρήνη είναι η κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος που γεννά τον πόλεμο.

Ο αγώνας για τον επανεξοπλισμό του ευρωπαϊκού καπιταλισμού

Στην περίπτωση της Ευρώπης, η ώθηση προς τον μιλιταρισμό και τις δαπάνες για εξοπλισμούς είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης του ρωσικού ιμπεριαλισμού καθώς αυτός αναδεικνύεται νικηφόρος από τον πόλεμο στην Ουκρανία, της απόσυρσης της αμερικανικής στρατιωτικής υποστήριξης και της προσπάθειας των ευρωπαϊκών δυνάμεων να αποδείξουν ότι εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στη διεθνή σκηνή.

Οι ρωσικές στρατιωτικές δαπάνες για το 2024 ανέρχονταν περίπου σε 13,1 τρισεκατομμύρια ρούβλια (145,9 δισεκατομμύρια δολάρια), που αντιστοιχεί σε 6,68% του ΑΕΠ της χώρας. Αυτό σηματοδοτεί αύξηση άνω του 40% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Προσαρμοσμένο ως προς την αγοραστική δύναμη (purchasing power parity), αυτό το ποσό προσεγγίζει τα 462 δισεκατομμύρια δολάρια.

Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 50% από το 2014, φτάνοντας σε ένα σύνολο 457 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024. Σε αυτήν την περίπτωση, η προσαρμογή του ρωσικού αριθμού ως προς την αγοραστική δύναμη έχει νόημα, αφού αυτό που συγκρίνουμε είναι το πόσα άρματα μάχης, συστοιχίες πυροβολικού ή πυρομαχικά μπορεί να αγοράσει κάθε δολάριο, στη Ρωσία και στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η Ρωσία δαπανά περισσότερα από ολόκληρη την Ευρώπη όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα.

Η Ρωσία παράγει επίσης περισσότερο από ολόκληρο το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όσον αφορά τα πυρομαχικά, τους πυραύλους και τα άρματα μάχης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των μυστικών υπηρεσιών του ΝΑΤΟ, η Ρωσία παράγει 3 εκατομμύρια οβίδες πυροβολικού ετησίως. Ολόκληρο το ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, έχει τη δυνατότητα να παράγει μόνο 1,2 εκατομμύρια, λιγότερες από το μισό του ρωσικού αριθμού.

Επιπρόσθετα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεταμορφώσει πλήρως τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Όπως συμβαίνει πάντα, ο πόλεμος επιτρέπει τη δοκιμή νέων τεχνολογιών και τεχνικών σε πραγματικές συνθήκες, οι οποίες επιταχύνονται ραγδαία και προσαρμόζονται στην μάχη. Τα εμπλεκόμενα στρατεύματα αναγκάζονται να αναπτύξουν γρήγορα τακτικές και μέσα για να τις αντιμετωπίσουν. Έχουμε δει την εισαγωγή μεγάλου αριθμού drones (εναέρια, χερσαία και θαλάσσια), τεχνικών ηλεκτρονικής παρακολούθησης και παρεμβολών, κ.ο.κ.

Τα μόνα στρατεύματα που έχουν εμπειρία σε πραγματικές συνθήκες από αυτές τις νέες μεθόδους είναι εκείνα της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Η Δύση υστερεί σοβαρά σε όλους αυτούς τους τομείς. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει μεταβάλλει δραματικά τον συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων υπέρ της Ρωσίας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία έχει συμφέρον να εισβάλει στην Ευρώπη, ούτε καν σε μέρος αυτής. Αυτή η λεγόμενη απειλή έχει προπαγανδιστεί μαζικά από την άρχουσα τάξη, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μεγάλη αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες και στην προσπάθεια να περιορίσει τις αντιδράσεις. Η Ρωσία δεν έχει κανένα συμφέρον να εισβάλει στη δυτική Ουκρανία — που θα ήταν πολύ πιο δαπανηρό και απαιτητικό εγχείρημα από την τρέχουσα ρωσική στρατιωτική εκστρατεία — πόσο μάλλον να εισβάλει σε χώρες του ΝΑΤΟ.

Η απειλή από την οπτική του ευρωπαϊκού καπιταλισμού δεν είναι πραγματικά αυτή μιας ρωσικής εισβολής ή μίας στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ ρωσικών και ευρωπαϊκών στρατών. Αυτό θα ήταν πολύ δαπανηρό και για τις δύο πλευρές. Επιπλέον, θα αφορούσε δύο πλευρές που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, που είναι μια πολύ επικίνδυνη προοπτική.

Η πραγματική απειλή για τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό που βρίσκεται σε κρίση είναι ότι έχει εγκαταλειφθεί ή υποβαθμιστεί από τη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα γειτονεύει με μία άλλη ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη, η οποία αναδύεται κατά πολύ ενισχυμένη από τον τρέχοντα πόλεμο.

Η Ρωσία διαθέτει μεγάλη επιρροή (στρατιωτικά και όσον αφορά τους ενεργειακούς πόρους) και ήδη ασκεί σοβαρή επιρροή στη πολιτική σκηνή της Ευρώπης. Χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία έχουν ήδη σπάσει από τον ατλαντικό προσανατολισμό των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Σε άλλες χώρες, υπάρχουν ορισμένες πολιτικές δυνάμεις που κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση σε κάποιο βαθμό (Γερμανία, Αυστρία, Ρουμανία, Τσεχία, Ιταλία).

Αυτό που υπερασπίζεται ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός δεν είναι οι ζωές και τα σπίτια των λαών της Ευρώπης, αλλά τα κέρδη των πολυεθνικών του εταιρειών και τις αρπακτικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των καπιταλιστικών αρχουσών τάξεων του. Η Ρωσία είναι αντίπαλος του γερμανικού καπιταλισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Η Ρωσία είναι αντίπαλος του γαλλικού ιμπεριαλισμού στην Αφρική.

Η παρατεταμένη κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σημαίνει ότι μόλις αποσυρθεί η προστασία των ΗΠΑ, δεν θα είναι ικανός να «σταθεί» μόνος του. Απειλείται με κατακερματισμό μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας. Οι φυγόκεντρες τάσεις γίνονται ολοένα ισχυρότερες, καθώς κάθε αστική τάξη αρχίζει να διεκδικεί τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Δεν αποκλείεται καθόλου ότι αυτές οι τάσεις τελικά θα οδηγήσουν σε διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαβάστε το Α’ Μέρος εδώ

Διαβάστε το Β’ Μέρος εδώ

Διαβάστε το Δ’ Μέρος εδώ

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ανασκόπηση

Η παρούσα ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies, ώστε να παρέχει στο χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση ενεργειών, όπως την αναγνώρισή σας, όταν επιστρέφετε στην ιστοσελίδα μας, και για να κατανοήσουμε ποια τμήματα της ιστοσελίδας μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.

Μπορείτε να προσαρμόσετε όλες τις ρυθμίσεις για τα cookies από τις καρτέλες στα αριστερά σας.