Η στρατιωτική ισχύς της Ρωσίας
Παρόλο που η Ρωσία δεν είναι οικονομικός γίγαντας συγκρίσιμος με την Κίνα, έχει εδραιώσει μια σταθερή οικονομική και τεχνολογική βάση. Αυτό της επέτρεψε να αντέξει με επιτυχία την άνευ προηγουμένου οικονομική επίθεση που της εξαπέλυσε η Δύση υπό το σύνθημα των «κυρώσεων». Και το πέτυχε αυτό ενώ διεξάγει έναν πόλεμο στον οποίο έχει κατατροπώσει όλα τα οπλικά συστήματα που εξαπολύθηκαν εναντίον της από τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Έχει χτίσει έναν ισχυρό στρατό που μπορεί να ανταγωνιστεί τις ενωμένες δυνάμεις των ευρωπαϊκών κρατών, έχει οικοδομήσει μια τρομακτική αμυντική βιομηχανία που ξεπερνά σε παραγωγή τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη σε άρματα μάχης, πυροβολικό, πυρομαχικά, πυραύλους και drones και διαθέτει το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο, το οποίο κληρονόμησε από την ΕΣΣΔ.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη γενικευμένη λεηλασία της σχεδιασμένης οικονομίας, η ρωσική άρχουσα τάξη έπαιξε με την ιδέα να γίνει αποδεκτή στο παγκόσμιο τραπέζι ως ίσος εταίρος. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να εξετάσουν το ενδεχόμενο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αυτό απορρίφθηκε. Οι ΗΠΑ ήθελαν να ασκήσουν πλήρη και ανεμπόδιστη κυριαρχία στον κόσμο και δεν έβλεπαν κανένα λόγο να μοιραστούν την εξουσία τους με μια αδύναμη και χτυπημένη από κρίσεις Ρωσία.
Ο εξευτελισμός της Ρωσίας φάνηκε με ωμό τρόπο, πρώτα όταν η Γερμανία και οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν την αντιδραστική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας — μιας χώρας που ανήκε στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της Ρωσίας — και στη συνέχεια με τον βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999. Ο Γιέλτσιν, ένας γελοίος μεθύστακας και μαριονέτα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ήταν προσωποποίηση αυτής της υποτελούς σχέσης.
Καθώς όμως η Ρωσία ανέκαμπτε σταδιακά από την οικονομική κρίση, οι κυρίαρχοι κύκλοι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να αποδεχτούν τον διεθνή εξευτελισμό τους. Αυτό είναι που εξηγεί την άνοδο του Πούτιν, του πονηρού βοναπάρτη, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία μέσα από κάθε λογής ελιγμούς και μεθοδεύσεις.
Άρχισαν τότε να αντιστέκονται στην ανατολική επέκταση του ΝΑΤΟ — μια κίνηση που παραβίαζε όλες τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους Ρώσους το 1990, όταν τους διαβεβαίωσαν πως δεν θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, με αντάλλαγμα τη συγκατάθεσή τους για μια ενιαία Γερμανία εντός της Συμμαχίας.
Το 2008, η Ρωσία διεξήγαγε έναν σύντομο και αποτελεσματικό πόλεμο στη Γεωργία, καταστρέφοντας τον στρατό της χώρας, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από το ΝΑΤΟ. Αυτό ήταν η πρώτη προειδοποιητική βολή από τη Ρωσία, που σήμαινε ότι δεν θα δεχόταν πλέον τις επεμβάσεις της Δύσης. Ακολούθησαν η Συρία και η Ουκρανία. Σε καθεμία από αυτές τις χώρες δοκιμάστηκε η ισχύς της Ρωσίας σε σχέση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Παράλληλα, η σχετική παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αποκαλύφθηκε περαιτέρω με την ταπεινωτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν η λογική κατάληξη της άρνησης της Δύσης να αποδεχτεί τις ανησυχίες της Ρωσίας για την εθνική της ασφάλεια, που εκφράστηκαν μέσα από την απαίτηση για ουδετερότητα της Ουκρανίας και για τερματισμό της ανατολικής επέκτασης του ΝΑΤΟ. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δηλώνει ότι αυτός ο πόλεμος ήταν περιττός και πως αν ήταν πρόεδρος δεν θα είχε συμβεί ποτέ, πιθανότατα έχει δίκιο. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του γνώριζαν πολύ καλά ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελούσε «κόκκινη γραμμή» για τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας της Ρωσίας. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν να προσκαλέσουν τους Ουκρανούς να υποβάλουν αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ το 2008. Αυτή ήταν μια κατάφωρη πρόκληση, που λογικά θα οδηγούσε στις πιο σοβαρές συνέπειες. Αυτό το μοιραίο βήμα ήταν που τελικά οδήγησε στον πόλεμο.
Η Δύση επέμενε στο «δικαίωμα της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ» – όταν το καθεστώς ουδετερότητας, η απαγόρευση ξένων στρατιωτικών βάσεων και η μη συμμετοχή σε στρατιωτικές συμμαχίες ήταν πράγματα που είχαν συμφωνηθεί και είχαν ακόμα και αποτυπωθεί στη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας. Ο επικεφαλής της CIA, Γουίλιαμ Μπερνς, είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει ενάντια σε αυτό. Όμως η κλίκα των πολεμοκάπηλων που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν — και ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν — είχαν άλλα σχέδια.
Ο Μπάιντεν πίστευε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Ουκρανία ως κρέας για τα κανόνια σε μια εκστρατεία για την αποδυνάμωση της Ρωσίας και τον περιορισμό του παγκόσμιου ρόλου της. Μια χώρα όπως η Ρωσία, ανταγωνίστρια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, δεν θα έπρεπε να μπορεί να απειλήσει την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ. Αλλά η παρέμβαση των ΗΠΑ στην Ουκρανία έχει έναν άλλο στόχο, αν και λιγότερο εμφανή, δηλαδή τη Γερμανία και την ΕΕ. Η διακοπή του δεσμού μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας σημαίνει αποδυνάμωση της βάσης του γερμανικού καπιταλισμού. Αυτό εξηγεί γιατί στην αρχή, ειδικά η Γερμανία, ήταν πολύ λιγότερο πρόθυμη για πόλεμο, αλλά, όντας πολύ αδύναμη για μια «τρίτη θέση», αναπόφευκτα έπρεπε να ακολουθήσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό μόλις ο πόλεμος ξέσπασε.
Τον Μάρτιο του 2022, ο Μπάιντεν, γεμάτος αλαζονεία, έφτασε στο σημείο να μιλήσει ανοιχτά για αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα! Μαζί με τους Ευρωπαίους, ήταν πεπεισμένοι ότι οι οικονομικές κυρώσεις και η στρατιωτική εξάντληση θα οδηγούσαν τη Ρωσία στην κατάρρευση. Υποτίμησαν σοβαρά την έκταση της ρωσικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος. Ως αποτέλεσμα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει εμπλακεί σε έναν πόλεμο χωρίς νικηφόρα διέξοδο, που έχει αποδειχθεί τεράστια αιμορραγία για τους οικονομικούς και στρατιωτικούς του πόρους.
Ο Τραμπ τώρα επιμένει πως αυτή η καταστροφή δεν είναι δική του ευθύνη. Δηλώνει: «Αυτός δεν είναι δικός μου πόλεμος. Είναι ο πόλεμος του Τζο Μπάιντεν». Και αυτό είναι σωστό. Οι στρατηγοί του κεφαλαίου είναι απολύτως ικανοί να κάνουν σφάλματα βασισμένα σε λανθασμένους υπολογισμούς. Και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν ο Τραμπ λέει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αντιπροσωπεύει τα «ζωτικά συμφέροντα» της Αμερικής, έχει απόλυτο δίκιο. Η Αμερική αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερη απειλή στην Ασία και στον Ειρηνικό από την άνοδο της Κίνας, πέρα από τα υπόλοιπα προβλήματα στη Μέση Ανατολή και την εντεινόμενη οικονομική κρίση. Αυτό εξηγεί τη βιασύνη του να απεμπλέξει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό από το επικίνδυνο βάλτωμα της Ουκρανίας. Αλλά τα προβλήματα που δημιούργησαν ο Μπάιντεν και τα ευρωπαϊκά τσιράκια του αποδεικνύονται δύσκολο να λυθούν.
Οι άνδρες και γυναίκες που ελέγχουν τα πράγματα στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο σαμποτάρισαν συστηματικά κάθε απόπειρα επίτευξης ειρηνικής λύσης ακόμα και πριν την έναρξη του πολέμου. Τον Απρίλιο του 2022, οι διαπραγματεύσεις στην Τουρκία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας ήταν αρκετά προχωρημένες και θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε τερματισμό του πολέμου, βάσει της αποδοχής πλήθους ρωσικών απαιτήσεων. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, υποστηριζόμενος από το βρετανικό πιστό σκυλί του στο πρόσωπο του Μπόρις Τζόνσον, ακύρωσε τις συνομιλίες, πιέζοντας τον Ζελένσκι να μην υπογράψει, υπό την υπόσχεση απεριόριστης στήριξης που θα οδηγούσε στην πλήρη νίκη της Ουκρανίας. Σήμερα, οι Ευρωπαίοι, με επικεφαλής τη Γερμανία, τη Γαλλία και ξανά το Ηνωμένο Βασίλειο, ασκούν πιέσεις στον Τραμπ για να συνεχίσει την υποστήριξη της Ουκρανίας και οι ίδιοι υποδαυλίζουν τις φλόγες του πολέμου. Οι υπολογισμοί τους είναι αρκετά κυνικοί: θέλουν να δεσμεύσουν τις ΗΠΑ και να αποτρέψουν μια στρατιωτική αποχώρησή τους από την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, με το αίμα δεκάδων χιλιάδων Ουκρανών και Ρώσων θέλουν να κερδίσουν χρόνο – για να ξεκινήσει ο δικός τους επανεξοπλισμός.
Στην αρχή του πολέμου, η κυβέρνηση Μπάιντεν πίστευε ότι ήταν ικανή να μετατρέψει τη Ρωσία σε παρία στην παγκόσμια σκηνή και τον Πούτιν σε persona non grata. Ο πόλεμος, αντίθετα, έχει επιδεινώσει τις υπάρχουσες εντάσεις στις παγκόσμιες σχέσεις και, με τη σειρά του, αποκάλυψε το ψέμα της παντοδύναμης «διεθνούς κοινότητας» που συσπειρώνεται πίσω από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Πέρα από την ΕΕ, την Ιαπωνία, τη Βρετανία και τον Καναδά, οι ΗΠΑ έχουν δυσκολευτεί να πείσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των αρχουσών τάξεων του κόσμου να στοιχηθούν πίσω από τον πόλεμο δια αντιπροσώπων τους με τη Ρωσία. Αυτή ήταν μια εντυπωσιακή επιβεβαίωση ότι οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να ασκήσουν την πολιτική τους επιρροή όπως έκαναν πριν από τριάντα χρόνια. Όπως προειδοποίησε ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, για την περαιτέρω απομόνωση της Δύσης: «Υπάρχει μια αυξανόμενη αποδοχή του κατακερματισμού και – ίσως ακόμη πιο ανησυχητικό – νομίζω ότι υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι η δική μας πλευρά μπορεί να μην είναι η καλύτερη πλευρά με την οποία μπορεί να συσχετιστεί κανείς».
Σήμερα, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια ταπεινωτική ήττα στην Ουκρανία. Οι κυρώσεις δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντί να υποστεί οικονομική κατάρρευση, η Ρωσία απολαμβάνει σταθερούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης που υπερβαίνουν εκείνους της Δύσης. Μακριά από το να απομονωθεί, έχει πλέον εδραιώσει στενότερους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα και με σειρά χωρών που υποτίθεται ότι βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Χώρες όπως η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και άλλες έχουν συμβάλει στο να παρακαμφθούν οι κυρώσεις.
Η Κίνα και η Ρωσία έχουν πλέον γίνει πολύ στενότεροι σύμμαχοι, ενωμένοι από την αντίθεσή τους στην κυριαρχία των ΗΠΑ στον κόσμο, και έχουν συγκεντρώσει γύρω τους ολόκληρη σειρά άλλων χωρών. Όταν τελικά συνειδητοποιηθεί η ήττα των ΗΠΑ στην Ουκρανία, θα έχει τεράστιες και διαρκείς συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις, περαιτέρω αποδυναμώνοντας την ισχύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού παγκοσμίως.
Η ήττα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην Ουκρανία θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα. Η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου δεν μπορεί πάντα να επιβάλλει τη θέλησή της. Επιπλέον, η Ρωσία έχει αναδειχθεί από αυτή την εμπειρία με έναν μεγάλο στρατό, δοκιμασμένο στις τελευταίες μεθόδους και τεχνικές σύγχρονης πολεμικής επιχειρησιακής δράσης, και με ένα ισχυρό στρατιωτικοβιομηχανικό συγκρότημα.
Η πολιτική του Τραμπ αντιπροσωπεύει μια καθαρή μεταστροφή από την προηγούμενη πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έχει αναγνωρίσει ότι αυτός ο πόλεμος κατά της Ρωσίας δεν μπορεί να κερδηθεί και γι’ αυτό προσπαθεί να αποσπάσει τις ΗΠΑ από αυτόν. Υπάρχει επίσης ο υπολογισμός ότι η επίτευξη συμφωνίας με τη Ρωσία που αναγνωρίζει τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειάς της (δηλαδή τα συμφέροντα του ρωσικού ιμπεριαλισμού) μπορεί να την απομακρύνει από τη στενή της συμμαχία με την Κίνα, τον κύριο αντίπαλο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη διεθνή σκηνή. Ωστόσο, είναι απίθανο αυτοί οι υπολογισμοί να αποδειχθούν σωστοί, δεδομένου ότι κατά τα τρία χρόνια του πολέμου η Δύση έχει ωθήσει τη Ρωσία τόσο κοντά στην Κίνα, ώστε να μην μπορεί εύκολα να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία. Πρόσφατες δηλώσεις και ενέργειες τόσο της ρωσικής όσο και της κινεζικής κυβέρνησης υποδηλώνουν ότι και οι δύο πλευρές θεωρούν τη σύσφιξη των σχέσεών τους ως στρατηγική.
Η άνοδος της Κίνας ως ιμπεριαλιστικής δύναμης
Η ταχεία μεταμόρφωση της Κίνας από την ακραία οικονομική οπισθοδρόμηση σε μια ισχυρή καπιταλιστική χώρα έχει ελάχιστα ανάλογα παραδείγματα στη σύγχρονη ιστορία. Σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα, ισχυροποιήθηκε τόσο ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητήσει τη δύναμη του πανίσχυρου αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Σήμερα η Κίνα δεν έχει τίποτα κοινό με το αδύναμο, ημι-αποικιακό, υποτελές έθνος που ήταν το 1938. Στην πραγματικότητα, τη δεδομένη στιγμή, η Κίνα δεν είναι μόνο μια καπιταλιστική χώρα, αλλά μια χώρα που πλέον διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης.
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε αυτή τη μεταμόρφωση χωρίς να κατανοήσουμε τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η Κινεζική Επανάσταση του 1949, η οποία κατάργησε τις φεουδαρχικές σχέσεις και τον καπιταλισμό και δημιούργησε τη βάση για μια εθνικοποιημένη, σχεδιασμένη οικονομία, που αποτέλεσε την προϋπόθεση για τη μετατροπή της Κίνας από ένα οπισθοδρομικό, ημι-αποικιακό έθνος στη σημερινή της θέση ως οικονομικού γίγαντα.
Ως αργοπορημένη στην παγκόσμια σκηνή, η Κίνα έπρεπε να αγωνιστεί για τον έλεγχο πηγών πρώτων υλών και ενέργειας για τη βιομηχανία της, πεδίων επένδυσης για το κεφάλαιό της, εμπορικών δρόμων για τις εισαγωγές και εξαγωγές της και αγορών για τα προϊόντα της. Σε όλους αυτούς τους τομείς πέτυχε αξιοσημείωτες νίκες.
Η τριακονταετής άνοδος της Κίνας είναι αποτέλεσμα τεράστιων επενδύσεων στα μέσα παραγωγής και της εκμετάλλευσης των παγκόσμιων αγορών. Αρχικά, εκμεταλλεύτηκε τα μεγάλα αποθέματα φθηνής εργατικής δύναμης για να εξάγει αγαθά όπως υφάσματα και παιχνίδια στην παγκόσμια αγορά.
Πλέον πρόκειται για μια τεχνολογικά αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία, η οποία κατέχει κυρίαρχη θέση σε μια σειρά αγορών υψηλής τεχνολογίας (ηλεκτρικά οχήματα και μπαταρίες EV, φωτοβολταϊκά κύτταρα, αντιβιοτικά συστατικά, εμπορικά drones, υποδομή δικτύων κινητής 5G, πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.), όχι μόνο όσον αφορά τον όγκο πωλήσεων αλλά και όσον αφορά την καινοτομία.
Η Κίνα είναι επίσης παγκόσμιος ηγέτης στο πεδίο της ρομποτικής. Κατατάσσεται τρίτη παγκοσμίως σε πυκνότητα βιομηχανικών ρομπότ, με 470 ανά 10.000 εργαζόμενους στη μεταποίηση, παρότι το εργατικό δυναμικό της μεταποίησης υπερβαίνει τα 37 εκατομμύρια. Αυτό την τοποθετεί πίσω μόνο από τη Νότια Κορέα (1.012) και τη Σιγκαπούρη (770), ενώ βρίσκεται μπροστά από τη Γερμανία (429) και την Ιαπωνία (419), και πολύ πάνω από το επίπεδο των ΗΠΑ (295). Αυτά είναι στοιχεία για το 2023, και η κατάταξη της Κίνας πιθανώς να έχει βελτιωθεί από τότε, καθώς το 2023 αντιπροσώπευε το 51% όλων των νέων εγκαταστάσεων βιομηχανικών ρομπότ παγκοσμίως.
Όσον αφορά την εξαγωγή κεφαλαίου, η Κίνα κατατάσσεται δεύτερη μόνο μετά τις ΗΠΑ. Το 2023, οι ΗΠΑ εκπροσωπούσαν το 32,8% των παγκόσμιων εκροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, με την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ να εκπροσωπούν συνολικά το 20,1%. Όσον αφορά το σωρευμένο απόθεμα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, οι ΗΠΑ κατείχαν το 15,1% του παγκόσμιου συνόλου, ενώ η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ αντιπροσώπευαν το 11,3%. Παρά την αμερικανική κυριαρχία σε αυτόν τον τομέα, το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο για αυτές τις εξαγωγές κεφαλαίων επέτρεψε στην Κίνα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, να πραγματοποιήσει μια σημαντική διαδικασία ελέγχου των θαλάσσιων εμπορικών οδών και της παραγωγής και διύλισης ορυκτών που είναι κρίσιμα για τη συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων τεχνολογιών. Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια εξόρυξη σπάνιων γαιών (69%) και τη διύλιση (92%). Κυριαρχεί επίσης στη διύλιση κρίσιμων ορυκτών όπως το κοβάλτιο (80%), το νικέλιο (68%) και το λίθιο (60%). Επιπλέον, η Κίνα προχωρά στον έλεγχο της εξόρυξης σημαντικών αποθεμάτων, όπως στο Κονγκό (όπου ελέγχει 15 από τα 19 καλύτερα ορυχεία κοβαλτίου της χώρας) και στην Αργεντινή (το 43% των εξαγωγών λιθίου κατευθύνθηκε στην Κίνα, σε σύγκριση με 11% στις ΗΠΑ). Αυτό ήταν απαραίτητο όχι μόνο για να κυριαρχήσει στην παραγωγή των σημαντικών τεχνολογικών τομέων που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και για να θεσπίσει ορισμένους ελέγχους στις εξαγωγές αυτών των ορυκτών στις ΗΠΑ, κάτι που αποτελεί σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί στις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ για τους δασμούς.
Ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο αποκαταστάθηκε ο καπιταλισμός στην Κίνα, το κράτος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία. Ακολούθησε συνειδητή πολιτική ενίσχυσης και χρηματοδότησης της ανάπτυξης της τεχνολογίας. Το «Made in China 2025» είχε στόχο να επιτύχει ένα μεγάλο άλμα σε βασικές βιομηχανίες και να καταστήσει τη χώρα αυτάρκη και μη εξαρτώμενη από τη Δύση. Οι δαπάνες της Κίνας για έρευνα και ανάπτυξη έχουν αυξηθεί σημαντικά και είναι σχεδόν ίσες με εκείνες των ΗΠΑ.
Αυτή η επιτυχία δεν επιτεύχθηκε χωρίς να δημιουργήσει αυξανόμενες αντιφάσεις και συγκρούσεις με άλλες καπιταλιστικές χώρες, οδηγώντας τελικά στον τωρινό εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα νέων αγορών υπό την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας στην Κίνα θεωρήθηκε αρχικά από δυτικούς οικονομολόγους και επενδυτές ως χρυσή ευκαιρία.
Οι δυτικοί επενδυτές έσπευσαν βιαστικά να στήσουν εργοστάσια στην Κίνα, όπου μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ένα φαινομενικά ανεξάντλητο απόθεμα φθηνής εργασίας. Μεταξύ 1997 και 2019, το 36% της παγκόσμιας αύξησης αποθέματος κεφαλαίου σημειώθηκε στην Κίνα. Τόσο έντονη ήταν η διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στην Κίνα, που οι δύο οικονομίες φαινόταν να είναι αδιαχώριστα δεμένες.
Η ανάπτυξη της Κίνας έπαιξε πραγματικά καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας για αρκετές δεκαετίες. Το 2008, οι δυτικοί αστοί ευελπιστούσαν ακόμη ότι η Κίνα θα βοηθούσε να ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία από την ύφεση. Ωστόσο, όπως επισημάναμε τότε, αυτό είχε πολύ σοβαρή και απειλητικά αρνητική πλευρά για αυτούς.
Αυτά τα εργοστάσια, αξιοποιώντας σύγχρονη τεχνολογία, αναπόφευκτα θα παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες φθηνών προϊόντων που έπρεπε να εξαχθούν, καθώς η ζήτηση γι’ αυτά στην ίδια την Κίνα παρέμενε περιορισμένη. Τελικά, αυτό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές οικονομίες.
Όλα μετατράπηκαν στο αντίθετό τους. Το ερώτημα διατυπωνόταν όλο και πιο εμφατικά: ποιος βοηθά ποιον; Είναι αλήθεια ότι οι δυτικοί επενδυτές είχαν μεγάλα κέρδη, αλλά η Κίνα ανέπτυξε σύγχρονες παραγωγικές ικανότητες, τεχνογνωσία, υποδομές και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Αυτό άρχισε να θεωρείται απειλή, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Η Κίνα έχει πλέον καταστεί αναντικατάστατος προμηθευτής για τους παγκόσμιους κατασκευαστές, είτε πρόκειται για τελικά καταναλωτικά προϊόντα όπως τα iPhone είτε για βασικά κεφαλαιουχικά αγαθά και εξαρτήματα. Η Κίνα είναι η κύρια προμηθεύτρια για το 36% των αμερικανικών εισαγωγών, καλύπτοντας πάνω από το 70% της αμερικανικής ζήτησης για αυτά τα προϊόντα.
Η Κίνα έχει καταστεί συστημικός αντίπαλος των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του εμπορικού πολέμου του Τραμπ εναντίον της. Πρόκειται για αγώνα μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για να επιβληθούν στην παγκόσμια αγορά.
Η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε τα πιο ακραία μέτρα για να το πετύχει, απαγορεύοντας την πώληση των πλέον προηγμένων μικροτσίπ στην Κίνα, αποκλείοντας την πώληση των πιο προηγμένων μηχανημάτων λιθογραφίας (κατασκευαστών μικροτσίπ) και εμποδίζοντας εταιρείες όπως η Huawei να διεκδικήσουν συμβόλαια υποδομής 5G σε διάφορες χώρες, κ.λπ.
Αλλά οι προσπάθειες των ΗΠΑ να μπλοκάρουν την ανάπτυξη της Κίνας σε τεχνολογίες αιχμής είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε απάντηση, η Κίνα επιτάχυνε την πορεία προς την επίτευξη αυτάρκειας σε αυτούς τους τομείς. Παρά τα εμπόδια, για παράδειγμα το ότι δεν έχει πρόσβαση στα πλέον προηγμένα μηχανήματα ευαίσθητης λιθογραφίας EUV που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των πλέον προηγμένων μικροεπεξεργαστών, η Κίνα χρησιμοποίησε ευρηματικότητα για να βρει νέες λύσεις.
Είναι αλήθεια ότι, παρά την πρόοδό της, υπάρχουν πολλές αντιφάσεις στην κινεζική οικονομία. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Κίνα αυξάνεται μέσω της ανάπτυξης της επιστήμης, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, ενώ στην Ευρώπη παρέμενε στάσιμη για μεγάλο χρονικό διάστημα και στις ΗΠΑ έχει σημειώσει μόνο μετριοπαθή αύξηση τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, συνολικά η παραγωγικότητα της εργασίας στην Κίνα εξακολουθεί να υστερεί αισθητά σε σχέση με αυτήν των ΗΠΑ. Θα χρειαστεί χρόνος για να καλυφθεί το χάσμα.
Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι οι πρωτοφανείς ρυθμοί ανάπτυξης που πέτυχε η Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες δεν θα παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα. Πράγματι, η επιβράδυνση έχει ήδη ξεκινήσει. Τη δεκαετία του 1990, η Κίνα μεγάλωνε με εκπληκτικό ρυθμό 9% ετησίως, με κορυφαία σημεία στο 14%. Μεταξύ 2012 και 2019 αναπτυσσόταν μεταξύ 6% και 7%. Τώρα κυμαίνεται γύρω στο 5%. Ωστόσο ισχύει επίσης ότι η κινεζική οικονομία συνολικά εξακολουθεί να αναπτύσσεται ταχύτερα από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.
Φυσικά, από τη στιγμή που η Κίνα έχει γίνει καπιταλιστική οικονομία και είναι βαθιά ενσωματωμένη στην παγκόσμια αγορά, αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Ήδη υπάρχουν περιφερειακές ανισότητες στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες. Η ανεργία έχει αυξηθεί μεταξύ των μεταναστών εργατών και των νέων.
Τα τεράστια πακέτα οικονομικών κινήτρων, τα κεϋνσιανά μέτρα, έχουν οδηγήσει σε αύξηση του χρέους. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, που το 2000 ανερχόταν μόλις στο 23%, έχει αυξηθεί στο 60,5% το 2024. Πρόκειται για σημαντική αύξηση, αν και το χρέος εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από εκείνο των περισσότερων ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Ωστόσο, το συνολικό χρέος (δημόσιο, εταιρικό και ιδιωτικό) έχει φτάσει το 300% του ΑΕΠ.
Η άνοδος του προστατευτισμού και η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου αναμφίβολα θα επηρεάσουν την Κίνα. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει αυτή την κρίση είναι να εντείνει τις προσπάθειες για την εξαγωγή της υπερπαραγωγής της στις διεθνείς αγορές, κάτι που με τη σειρά του θα προσθέσει εντάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και ταυτόχρονα θα βαθύνει την κρίση του συστήματος στο σύνολό του.
Σε αυτή την τιτάνια σύγκρουση μεταξύ δύο οικονομικών γιγάντων, τίθεται το ερώτημα ανοιχτά: ποιος θα επικρατήσει; Οι στήλες του δυτικού Τύπου είναι γεμάτες αρνητικές εκτιμήσεις και δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της κινεζικής οικονομίας.
Ο δυτικός Τύπος επιδιώκει σταθερά να παρουσιάσει μια πολύ ζοφερή εικόνα για την κινεζική οικονομία — όπως κάνει πάντα και για τη ρωσική οικονομία, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να διατηρεί έναν υγιή ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 4% με 5% τον χρόνο. Αυτό δύσκολα παραπέμπει σε μια οικονομία που βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης.
Η Κίνα ασφαλώς δεν είναι άτρωτη από την κρίση, διαθέτει όμως σημαντικά αποθέματα για να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση και να εξέλθει με πολύ λιγότερες ζημιές απ’ ό,τι συχνά παρουσιάζεται στον δυτικό Τύπο. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η Κίνα, αν και είναι μια καπιταλιστική χώρα, εξακολουθεί να έχει πολλές ιδιομορφίες.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια οικονομία που εξακολουθεί να διατηρεί πολύ σημαντικά στοιχεία κρατικού ελέγχου, παρέμβασης και σχεδιασμού. Αυτό λειτουργεί ως σημαντικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπάρχουν επίσης σημαντικοί πολιτικοί, πολιτισμικοί και ψυχολογικοί παράγοντες που μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε οποιαδήποτε σύγκρουση με ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο κινεζικός λαός έχει βαθιά χαραγμένες και πικρές αναμνήσεις από την υποδούλωση, την εκμετάλλευση και τον εξευτελισμό του από τον ιμπεριαλισμό.
Όσο κι αν αντιπαθούν την εγχώρια άρχουσα τάξη, το μίσος για τους ξένους ιμπεριαλιστές είναι πολύ πιο βαθύ και μπορεί να αποτελέσει ισχυρό στήριγμα για το καθεστώς στη σύγκρουσή του με τις ΗΠΑ.
Οι ηγετικοί κύκλοι των ΗΠΑ παρακολούθησαν την άνοδο της Κίνας με ολοένα και μεγαλύτερο πανικό. Υιοθέτησαν μια πολεμοχαρή στάση, που εκφράστηκε αφενός μεν με τις εξωφρενικές αυξήσεις δασμών από τον Τραμπ, αφετέρου δε με τις συνεχείς προκλήσεις στο ζήτημα της Ταϊβάν.
Οι πολεμοκάπηλοι της Ουάσινγκτον κατηγορούν διαρκώς την Κίνα ότι σχεδιάζει να εισβάλει σε ένα νησί που οι Κινέζοι το θεωρούν αποσχισθέν και το οποίο δικαιωματικά τους ανήκει.
Όμως οι ηγετικοί κύκλοι της Κίνας κυβερνώνται από άνδρες που έχουν μάθει εδώ και καιρό την τέχνη της διπλωματικής υπομονής. Δεν έχουν καμία ανάγκη να εισβάλουν στην Ταϊβάν. Γνωρίζουν ότι αργά ή γρήγορα θα επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα. Περίμεναν δεκαετίες για να επανακτήσουν τον έλεγχο του Χονγκ Κονγκ από τους Βρετανούς. Και δεν βλέπουν κανέναν λόγο να επιλέξουν μια βεβιασμένη στρατιωτική λύση στο πρόβλημα.
Μόνο μια σοβαρά λανθασμένη εκτίμηση εκ μέρους των πολεμοκάπηλων της Ουάσινγκτον ή μια απερίσκεπτη απόφαση των εθνικιστών της Ταϊβάν να κηρύξουν ανεξαρτησία θα τους προκαλούσε να καταφύγουν σε στρατιωτική δράση. Υπό τέτοιες συνθήκες, οι άνθρωποι στο Πεκίνο θα είχαν όλα τα χαρτιά στα χέρια τους.
Δεν υπάρχει περίπτωση η Ταϊβάν να μπορέσει να αντέξει για πολύ απέναντι στη δύναμη του κινεζικού στρατού και ναυτικού, που βρίσκονται μόλις λίγα μίλια μακριά, ενώ οι Αμερικανοί θα έπρεπε να μετακινήσουν μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη και να αντιμετωπίσουν δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες διασχίζοντας έναν ολόκληρο ωκεανό.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα. Προτιμά άλλες μεθόδους – την επιβολή συντριπτικών κυρώσεων και υψηλών δασμών, ώστε να αναγκάσει την Κίνα να υποταχθεί. Αλλά η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να υποταχθεί, είτε σε οικονομικό πόλεμο είτε σε πραγματική στρατιωτική σύγκρουση.
Μέχρι πρόσφατα, η Κίνα πρόβαλε την ισχύ της κυρίως μέσω οικονομικών μέσων, αλλά πλέον ενισχύει και τη στρατιωτική της δύναμη. Πρόσφατα ανακοίνωσε αύξηση 7,2% στις αμυντικές δαπάνες της. Ήδη διαθέτει έναν τεράστιο και ισχυρό χερσαίο στρατό και βρίσκεται στη διαδικασία δημιουργίας ενός εξίσου ισχυρού και σύγχρονου ναυτικού για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της στις ανοιχτές θάλασσες.
Ένα πρόσφατο άρθρο του BBC αναφέρει ότι πλέον διαθέτει το μεγαλύτερο ναυτικό στον κόσμο, ξεπερνώντας αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν είναι, άλλωστε, σωστό να λέγεται ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της βασίζονται σε απαρχαιωμένη τεχνολογία και εξοπλισμό. Το ίδιο άρθρο δηλώνει ότι:
«Η Κίνα είναι πλέον πλήρως δεσμευμένη στην ανάπτυξη “ευφυούς” πολέμου, δηλαδή μελλοντικών μεθόδων μάχης που βασίζονται σε ανατρεπτικές τεχνολογίες – ιδίως την τεχνητή νοημοσύνη, σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ».
Και προσθέτει ότι:
«Η Ακαδημία Στρατιωτικών Επιστημών της Κίνας έχει λάβει εντολή να εξασφαλίσει ότι αυτό θα συμβεί, μέσω της “σύντηξης πολιτικού και στρατιωτικού τομέα”, δηλαδή της συνεργασίας των ιδιωτικών κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών με τη στρατιωτική βιομηχανία της χώρας. Αναφορές λένε ότι η Κίνα μπορεί ήδη να χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη σε στρατιωτική ρομποτική και συστήματα καθοδήγησης πυραύλων, καθώς και σε μη επανδρωμένα εναέρια και θαλάσσια οχήματα».
Επιπλέον, η Κίνα έχει ένα από τα πιο ενεργά διαστημικά προγράμματα στον κόσμο. Μεταξύ άλλων αποστολών, έχει φιλόδοξα σχέδια να κατασκευάσει διαστημικό σταθμό στη Σελήνη και να επισκεφθεί τον Άρη. Πέρα από το εγγενές επιστημονικό τους ενδιαφέρον, αυτά τα σχέδια σχετίζονται ξεκάθαρα με ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα εξοπλισμών.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Κίνα αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός. Είναι άσκοπο να το αρνείται κανείς. Ούτε, αντικειμενικά, πρόκειται για μια αρνητική εξέλιξη από τη σκοπιά της παγκόσμιας επανάστασης, καθώς έχει δημιουργήσει μια τεράστια εργατική τάξη, η οποία έχει συνηθίσει σε μια σταθερή άνοδο του βιοτικού της επιπέδου σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για μια νεανική, φρέσκια εργατική τάξη, αμόλυντη από ήττες, που δεν είναι δεμένη με ρεφορμιστικές οργανώσεις.
«Η Κίνα είναι ένας κοιμώμενος δράκος. Αφήστε τη να κοιμηθεί, γιατί όταν ξυπνήσει, ο κόσμος θα σειστεί» – είναι μια φράση που αποδίδεται συχνά στον Ναπολέοντα. Είτε την είπε είτε όχι, σίγουρα ταιριάζει στην ισχυρή κινεζική εργατική τάξη της σημερινής εποχής. Η στιγμή της αλήθειας μπορεί να καθυστερήσει για λίγο ακόμη. Αλλά όταν αυτή η πανίσχυρη δύναμη αρχίσει να κινείται, θα προκαλέσει μια έκρηξη σεισμικών διαστάσεων.
Ισορροπώντας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις
Η σχετική παρακμή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και η άνοδος της Κίνας έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία κάποιες χώρες μπορούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για να κερδίσουν έναν μικρό βαθμό αυτονομίας για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο. Αυτό περιλαμβάνει χώρες όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, η Ινδία και άλλες, σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία.
Η άνοδος των BRICS, που ξεκίνησε επισήμως το 2009, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της Κίνας και της Ρωσίας να ενισχύσουν τη θέση τους στη διεθνή σκηνή, να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και να προσελκύσουν μια σειρά χωρών στη σφαίρα επιρροής τους.
Η επιβολή ευρείας κλίμακας οικονομικών κυρώσεων από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό κατά της Ρωσίας επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία. Σχηματίζοντας μηχανισμούς για να αποφύγει και να υπερβεί τις κυρώσεις, η Ρωσία έχει συνάψει μια σειρά συμμαχιών με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, της Ινδίας, της Κίνας και πολλών άλλων.
Αντί να επιβεβαιώνει την αμερικανική ισχύ, η αποτυχία των κυρώσεων αποκάλυψε τα όρια της ικανότητας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να επιβάλλει τη θέλησή του και ώθησε αρκετές χώρες να εξετάσουν εναλλακτικές στη χρηματοπιστωτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Η συμμετοχή στις BRICS έχει διευρυνθεί, με νέες χώρες να εντάσσονται ή να προσκαλούνται να υποβάλλουν αίτηση ένταξης.
Όταν εξετάζουμε αυτό το ζήτημα, είναι σημαντικό να έχουμε μία αίσθηση αναλογίας. Όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές οι αλλαγές, οι BRICS διακατέχονται από διάφορες αντιφάσεις. Η Βραζιλία, ενώ είναι μέλος των BRICS, είναι ταυτόχρονα μέλος του Mercosur, του νότιο-αμερικανικού μπλοκ ελεύθερου εμπορίου, που διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ.
Η Ινδία συμμετέχει, αλλά διστάζει να επιτρέψει σε νέα μέλη να ενταχθούν, καθώς αυτό θα αποδυνάμωνε τη θέση της στο μπλοκ. Διατηρεί επίσης «στρατηγική εταιρική σχέση» με τις ΗΠΑ, είναι μέλος της συμμαχίας ασφάλειας και στρατιωτικής συνεργασίας Quad με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία και το Πολεμικό Ναυτικό της διεξάγει τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις με τις ΗΠΑ.
Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ότι μια χώρα όπως η Ινδία, που είναι σύμμαχος των ΗΠΑ και αντίπαλος της Κίνας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να βοηθήσει τη Ρωσία να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις. Η Ινδία αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο σε προνομιακή τιμή και το επαναπωλεί στην Ευρώπη με τη μορφή διυλισμένων προϊόντων σε υψηλότερη τιμή. Προς το παρόν, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μην λάβουν μέτρα εναντίον της Ινδίας.
Μέχρι στιγμής, οι BRICS δεν είναι παρά μια χαλαρή συμμαχία χωρών. Ο ιμπεριαλιστικός εκφοβισμός των ΗΠΑ προς τους αντιπάλους του είναι αυτό που τους ωθεί να ενισχύει τους δεσμούς τους και ενθαρρύνει άλλους να ενταχθούν.
Συνεχίζεται στο Γ’ Μέρος
Διαβάστε το Α’ Μέρος εδώ