Το τελευταίο διάστημα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίζονται σε σημαντικό βαθμό από την ένταση και τα στρατιωτικά μικροεπεισόδια στο Αιγαίο. Ο τουρκικός στρατός έχει προχωρήσει σε μια σειρά, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά εναέριες, στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο, που από την ελληνική πλευρά θεωρήθηκαν παραβιάσεις και ακολουθήθηκαν από εκατέρωθεν δηλώσεις – λιγότερο ή περισσότερο «θερμές».
Οι επιδιώξεις από την πλευρά του τουρκικού καθεστώτος
Με αυτές τις κινήσεις, ο στόχος του καθεστώτος Ερντογάν είναι διπλός. Αφενός, δηλώνει «παρών» στη ρευστή γεωπολιτική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη νοτιοανατολική Μεσόγειο γύρω από τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής, διεκδικώντας ενεργό ρόλο στο «μοίρασμα της λείας».
Αφετέρου, θέλει να προβάλει στο εσωτερικό της χώρας μια εικόνα αποφασιστικότητας και πυγμής στην εξωτερική πολιτική, μέσα στα πλαίσια μιας περιόδου που σημαδεύεται από το δημοψήφισμα – για το οποίο άλλωστε, ο Ερντογάν συμμάχησε με το εθνικιστικό κόμμα της Τουρκίας – και γενικότερα της προσπάθειας να αυξήσει τη σταθερότητά του και τη συγκέντρωση εξουσιών. Αυτές τείνουν συνεχώς να μπουν υπό αμφισβήτηση εξαιτίας της δυσαρέσκειας της Κεμαλικής πτέρυγας της τουρκικής αστικής τάξης, αλλά και κυρίως της συσσωρευμένης οργής των τουρκικών μαζών, που παρά την τωρινή επιφανειακή εικόνα είναι διαρκώς αυξανόμενη, όπως αποδείχτηκε όχι λίγες φορές τα τελευταία χρόνια – με χαρακτηριστικότερη έκφραση το μεγάλο «κίνημα του Πάρκου Γκεζί» το 2013.
Η στάση της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησης
Από τη δικιά της πλευρά, η ελληνική αστική τάξη αντιλαμβάνεται τον σχεδόν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα των στρατιωτικών μικρο-προκλήσεων του καθεστώτος Ερντογάν, τη μεγάλη εξάρτησή της από την Τουρκία στο προσφυγικό, καθώς και την εύθραυστη θέση της μέσα στις συνθήκες βαθιάς ύφεσης του ελληνικού καπιταλισμού. Σε αυτή τη βάση, δεν «ανεβάζει τους τόνους», παρά μόνο επιμένει στη διατήρηση της ιστορικά καθορισμένης ισορροπίας στις σχέσεις της με την τουρκική αστική τάξη και προσβλέπει στην όποια ενίσχυση των δικών της οικονομικών συμφερόντων σε βάρος αυτής, με τα «ειρηνικά» μέσα του οικονομικού ανταγωνισμού, της διπλωματίας και της – αφιλοκερδούς φυσικά από τη μεριά τους – «διαμεσολάβησης» των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κινήθηκε σε όλα τα πρόσφατα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων – από τις μεθόδους «απάντησης» στα περιστατικά στο Αιγαίο μέχρι τα αιτήματα ασύλου των Τούρκων στρατιωτικών – με κριτήριο την πλήρη εξάρτησή της από την Τουρκία στο προσφυγικό, αλλά και την εκάστοτε τροπή που έπαιρνε η στάση της ΕΕ έναντι της Τουρκίας και της κυβέρνησης Ερντογάν.
Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο βέβαια, αξίζει να σημειωθεί η στάση της ηγεσίας των ΑΝΕΛ και του Υπουργού Άμυνας Π. Καμμένου, που θεώρησε ότι οι «τουρκικές προκλήσεις» ήταν ιδανική αφορμή για να πλειοδοτήσει σε εθνικιστική δημαγωγία. Σε μια προσπάθεια να διασώσουν το υπό εξαφάνιση κόμμα τους και τις πολιτικές καριέρες τους, ο Καμμένος και τα στελέχη των ΑΝΕΛ προχώρησαν σε μια σειρά υπερ-πατριωτικές μασκαράτες, με αποκορύφωση τη φιέστα στο Καστελόριζο – κινήσεις για τις οποίες δέχτηκαν βέβαια συγκρατημένες «επιπλήξεις» από την ελληνική άρχουσα τάξη μέσα από τον αστικό Τύπο και επιφανείς πολιτικούς εκπροσώπους της.
Σύντομο ιστορικό της διένεξης Ελλάδας – Τουρκίας στο Αιγαίο
Η διένεξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας γύρω από τα εδαφικά «δικαιώματά τους» στο Αιγαίο, έχει τις ρίζες της στη μεταπολεμική περίοδο. Η τεχνολογική πρόοδος της εποχής εκείνης επέτρεψε τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών σε διεθνές επίπεδο κι έτσι, στις σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών κρατών απέκτησε σημαντική σημασία η θαλάσσια επικράτεια της κάθε χώρας. Μέχρι τότε, οι ανοιχτές θάλασσες ήταν χρήσιμες σχεδόν αποκλειστικά για τη διέλευση πλοίων, και αυτό ήταν ένα δικαίωμα που είχε κάθε κράτος σε οποιαδήποτε θάλασσα.
Σε εκείνη την περίοδο λοιπόν, ελληνική και τουρκική αστική τάξη ξεκίνησαν να διαγκωνίζονται για περιοχές του Αιγαίου, τη στιγμή που οι θαλάσσιες εδαφικές επικράτειες των δυο χωρών ούτε περιγράφονταν στην κοινά αποδεκτή συνθήκη της Λωζάνης του 1923 για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ούτε μπορούσαν να καθοριστούν «αυτόματα» με βάση το διεθνές δίκαιο, που μόλις ξεκίναγε να επεξεργάζεται φόρμουλες για τέτοιου είδους ζητήματα. Άμεσα συνδεόμενο με τη θαλάσσια επικράτεια ήταν βέβαια και το σκέλος του εναέριου χώρου κάθε κράτους.
Έπειτα από δεκαετίες διαπραγματεύσεων και διεθνών συνθηκών αμφίβολης αποδοχής, σήμερα η θαλάσσια επικράτεια μιας χώρας περιγράφεται από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Στην περίπτωση του Αιγαίου όμως, ούτε η έννοια της ΑΟΖ έχει αποτελέσει ένα κοινό σημείο αναφοράς για την Ελλάδα και την Τουρκία, για μια σειρά λόγους.
Πρώτον, η Τουρκία δεν είναι ανάμεσα στις χώρες που υπέγραψαν τη διεθνή συμφωνία που εισήγαγε την ΑΟΖ, παρά μόνο κάνει χρήση προβλέψεών της σε μεμονωμένες διμερείς συμφωνίες με άλλα κράτη. Δεύτερον, η Ελλάδα ενώ έχει υπογράψει τη σχετική συμφωνία, δεν έχει κάνει χρήση της, δηλαδή δεν έχει ανακηρύξει δικιά της ΑΟΖ. Τρίτον, ακόμα και αν δεν συνέτρεχαν τα παραπάνω, οι υποθετικές ΑΟΖ των δυο χωρών αλληλεπικαλύπονται, κι έτσι το θέμα θα έπρεπε σύμφωνα με τις προβλέψεις της σχετικής διεθνούς συμφωνίας να επιλυθεί από τις δυο χώρες ή να παραπεμφθεί στο αρμόδιο διεθνές δικαστήριο.
Με βάση αυτή τη διαχρονική απουσία κοινά αποδεκτών ορίων της θαλάσσιας – και έμμεσα της εναέριας – επικράτειας των δύο χωρών, είναι αυτονόητο ότι ο συνεχής ανταγωνισμός των δυο αστικών τάξεων οδήγησε παραδοσιακά σε αλληλοκατηγορίες για παραβιάσεις αλλά και «θερμά επεισόδια», με πιο πρόσφατο εκείνο των Ιμίων το 1996.
Σε αυτήν την κατάσταση εύθραυστης ισορροπίας, οι μεγάλες δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού δεν έχουν φυσικά κανένα λόγο να θέλουν να επέμβουν άμεσα για να επιβάλουν μια λύση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Καμιά από τις δυο χώρες δεν αποτελεί παραδοσιακά σύμμαχο κάποιου μεγάλου ανταγωνιστή του δυτικού ιμπεριαλισμού, ώστε να ενδιαφέρει ο περιορισμός της. Ταυτόχρονα, όσο η θαλάσσια επικράτεια του Αιγαίου δεν μοιράζεται με κάποιον κοινά συμφωνημένο τρόπο ανάμεσα στα δυο κράτη, διατηρείται μια υπέρμετρα ευνοϊκή αναλογία για τις υπόλοιπες χώρες, με το 53% να είναι διεθνή χωρικά ύδατα, και – σύμφωνα με τις ελληνικές αξιώσεις – το 41% ελληνικά και το 6% τουρκικά.
Άμεση η προοπτική ελληνοτουρκικού πολέμου;
Πρέπει να τονιστεί ότι ένας πόλεμος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία δεν είναι μια άμεση προοπτική. Οι αιτίες και τα κίνητρα πίσω από την ένταση στο Αιγαίο δεν είναι τέτοια που να οδηγούν εκεί. Φυσικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα «θερμό επεισόδιο» στα πλαίσια της υπάρχουσας έντασης. Αλλά καμιά από τις εμπλεκόμενες άρχουσες τάξεις στην παρούσα φάση δεν έχει άμεσο συμφέρον από έναν πόλεμο.
Η τουρκική άρχουσα τάξη θέλει να εξασφαλίσει την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών σε τμήματα του Αιγαίου, όχι μέσω πολέμου αλλά μέσω εμπορικών συμφωνιών και στηριζόμενη στο θολό νομικό τοπίο για τα δικαιώματα της κάθε χώρας στις περιοχές αυτές. Το τουρκικό καθεστώς έχει βυθιστεί σε τέτοιο βαθμό στην εμπλοκή στη Μέση Ανατολή αφενός και αφετέρου στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του στο εσωτερικό, που μια πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα πιθανό μελλοντικό σενάριο.
Ακόμα και οι ανερμάτιστοι «λεονταρισμοί» της βοναπαρτιστικής κλίκας Ερντογάν, δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν σε πόλεμο με την Ελλάδα άμεσα. Αρκεί να αναφερθεί ότι το τελευταίο διάστημα, πολύ «σκληρότερες» κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας στρεφόμενες ενάντια σε άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις (διαδοχικά Ρωσία, ΗΠΑ, ΕΕ, Γερμανία και Ολλανδία), δεν πλησίασαν καν το ενδεχόμενο πολέμου, παρ’ ότι οι αντίστοιχες διπλωματικές σχέσεις εκτραχύνθηκαν πολύ περισσότερο και ενίοτε υπήρξαν θερμά επεισόδια (κατάρριψη ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους).
Η ελληνική αστική τάξη από την άλλη πλευρά, είναι πλήρως απορροφημένη στην προσπάθεια της να διασώσει τον ελληνικό καπιταλισμό που βρίσκεται σε χρόνια ύφεση. Στις σημερινές συνθήκες, η κήρυξη ενός πολέμου θα ισοδυναμούσε με άμεση χρεωκοπία του ελληνικού αστικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, ότι όλα τα τελευταία χρόνια οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί αντιμετωπίστηκαν από τους αστούς διαχειριστές του ελληνικού κράτους όχι ως ένα στρατιωτικό – τεχνικό, αλλά ως ένα αμιγώς οικονομικό ζήτημα.
Το γεγονός ότι οι σχέσεις τουρκικής και ελληνικής άρχουσας τάξης δεν βρίσκονται στο κατώφλι ενός πολέμου, επιβεβαιώνεται και από την πορεία των διαπραγματεύσεων για το «Κυπριακό». Την ίδια στιγμή που προκαλείται η ένταση στο Αιγαίο, οι δυο αστικές τάξεις εμπλέκονται ως «άμεσα ενδιαφερόμενες» στις διαπραγματεύσεις αυτές, στις οποίες – ανεξάρτητα από την κατάληξη που θα έχουν – οι «προστατευόμενοί τους» Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αστοί πολιτικοί προσέρχονται ως πολιτικά και κυρίως οικονομικά διαπραγματευόμενοι και όχι ως ετοιμοπόλεμοι κρατικοί ηγέτες.
Για τους καπιταλιστές των δυο χωρών λοιπόν, ένας πόλεμος δεν είναι άμεσα επιθυμητός, όχι εξαιτίας κάποιων ανύπαρκτων φιλειρηνικών αισθημάτων τους αλλά εξαιτίας των στενών οικονομικών συμφερόντων τους. Σε μια επόμενη φάση κλιμάκωσης της σύγκρουσης αυτών των συμφερόντων και βαθέματος της εσωτερικής κρίσης στις δυο χώρες, σε συνδυασμό με μια κατάλληλη διεθνή κατάσταση, δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας πόλεμος, που θα αποδείκνυε πως οι «συμβολικές» μικρο-προκλήσεις, τα «θερμά επεισόδια», και ακόμα και μια τέτοια ανοιχτή πολεμική σύγκρουση, είναι ζητήματα οικονομικών συμφερόντων για τους αστούς και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους – ανεξαρτήτως αν είναι του φυράματος Μητσοτάκη, Τσίπρα ή Καμμένου – στο βωμό των οποίων δεν θα διστάσουν να κυλήσουν στο αίμα τον εργαζόμενο λαό των δυο χωρών.
Ακόμα και σε αυτό το ενδεχόμενο όμως, η κήρυξη πολέμου από κάποια από τις δυο πλευρές, θα έχει έντονα τα χαρακτήρα μιας κίνησης απελπισίας και θα εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους. Ολόκληρη η ιστορία του καπιταλισμού έχει δείξει πως μια αστική τάξη που μπαίνει σε πόλεμο σε συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης στο εσωτερικό της χώρας της, καταλήγει να βρίσκεται αντιμέτωπη με την επανάσταση.
Η αναγκαία στάση του εργατικού κινήματος
Τα καθήκοντα του εργατικού κινήματος γύρω από το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθορίζονται με βάση τα ταξικά συμφέροντα του εργαζόμενου λαού της Ελλάδας και της Τουρκίας, που είναι κοινά μεταξύ τους και από κοινού αντιτιθέμενα με εκείνα της ελληνικής και της τουρκικής άρχουσας τάξης. Κάθε σύγκρουση των δυο αστικών τάξεων πρέπει να βρίσκει απέναντί της τους εργαζόμενους των δυο χωρών, που μέσα από τις μαζικές οργανώσεις τους, τα συνδικάτα, τα αριστερά κόμματα και τις πρωτοβουλίες τους μέσα στο στρατό, θα πρέπει να κινητοποιηθούν ενάντια σε οποιαδήποτε τέτοια, «επιθετική» ή «αμυντική», στρατιωτική επιχείρηση και να αναδεικνύουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της.
Η ειρηνική συνύπαρξη των δυο λαών δεν μπορεί να επαφίεται στις διαθέσεις Ελλήνων και Τούρκων καπιταλιστών, που βρίσκονται σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους, ικανό να οδηγήσει και σε πολεμικές συγκρούσεις. Μόνο η μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία μέσα από τον κοινό επαναστατικό αγώνα των εργαζομένων σε Ελλάδα και Τουρκία μπορεί να βάλει οριστικό τέλος στον οικονομικό ανταγωνισμό, τις στρατιωτικές διαμάχες και το ενδεχόμενο του πολέμου.
Πάτροκλος Ψάλτης